Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική σελίδα

Αγία Γραφή

Τι σημαίνει ο θόρυβος γύρω από το λεγόμενο «Ευαγγέλιο του Ιούδα»; // Τα Ευαγγέλια των Γνωστικών: Είναι αυθεντικά; // Το πρόβλημα του Γνωστικισμού στο δόγμα της Δημιουργίας // Ο αληθινός λόγος της δημοσιότητας για το Γνωστικό "Ευαγγέλιο του Ιούδα" // Τα απόκρυφα ευαγγέλια

Ο Πάπυρος της Οξυρύγχου 210 (P. Oxy. 210)

και η σχέση του με τα βιβλία του Κανόνος της Κ. Δ.

Βασιλείου Δ. Τζέρπου Δρος Θεολογίας

 

Πηγή: Περιοδικό Θεολογία  Τόμος 85, Τεύχος 4. Οκτώβριος έως Δεκέμβριος 2014. Σελίδες 31 - 44.

 

Εισαγωγικά

Ο Πάπυρος της Οξυρύγχου 210 (P. Oxy. 210) αποτελείται από δύο (2) μικρά σπαράγματα παπύρου ανοικτού καφέ χρώματος, που σήμερα φυλάσσεται στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη του Cambridge, με αριθμό κτηματολογίου 4048. Εκτενές κείμενο, σαρανταπέντε (45) στίχων, σώζεται μόνο στο πρώτο από αυτά, το και μεγαλύτερο, διαστάσεων 17,3x8,7 εκ.1, ενώ στο δεύτερο, το και πολύ μικρότερο, διακρίνονται μόλις και μετά βίας στις δύο (2) σειρές κειμένου του πέντε (5) χαρακτήρες γράμματα (2 η 3 ανά σειρά).

Στο recto του α' σπαράγματος υπάρχουν δεκαεπτά (17) γραμμές κειμένου, ενώ στο verso εικοσιοχτώ (28), χωρίς ωστόσο καμία από αυτές να είναι πλήρης. Η γραφή είναι καθαρή, ομοιόμορφη και, παρά το γεγονός ότι εν γένει οι χαρακτήρες γράμματα είναι ανισοϋψείς μεταξύ τους, εξαιρετικά συνεπής, ενίοτε δε ελαφρώς κυρτή και μεγαλογράμματη, με λεπτούς, πλην όμως κανονικούς χαρακτήρες.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στο verso η γραφή είναι ακόμα πιο λεπτή απ' ό,τι στο recto, στοιχείο που από κάποιους εξελήφθη ως ένδειξη ότι το κείμενο του verso είναι μεταγενέστερο από αυτό του recto, αν και μάλλον φαίνεται ότι προέρχεται από τον ίδιο γραφέα. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να αποκλείεται και η πιθανότητα η λεπτότερη αυτή αποτύπωση των χαρακτήρων στο verso να οφείλεται στην ποιότητα της γραφικής ύλης, καθώς η κάθετη φορά των ινών του παπύρου στο verso να μην επέτρεπε την αποτύπωση των χαρακτήρων γραμμάτων του κειμένου με το ίδιο πάχος που αυτοί απαντούν στο recto.

Υφίστανται επίσης κάποια συμπλέγματα γραμμάτων (βλέπε ει, ελ και αι), καθώς και ελάχιστα, πλην όμως υπαρκτά, ορθογραφικά λάθη, που θα πρέπει μάλλον να αποδοθούν σε κάποια αβλεψία ή περιστασιακή αδεξιότητα (βλέπε π. χ. Το γράμμα λ, από το οποίο απουσιάζει μία κεραία). Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του P. Oxy. 210 θα πρέπει κανείς να προσμετρήσει την ύπαρξη αποστρόφου μεταξύ των διφθόγγων γγ και γκ (βλέπε γ’γ και γ’κ), καθώς και του φαινομένου της διαιρέσεως πάνω από το αρχικό υ (βλέπε ϋ). Τέλος, ο γραφέας φαίνεται ότι υπήρξε επίσης γνώστης της πρακτικής της σύντμησης των λεγάμενων ηοmina sacra, καθώς στο κείμενο του P. Oxy. 210 απαντούν οι συντμήσεις «ΠΡC» (=πατρός), «ΘC» (=θεός), «ΘY» (=θεού), «ΘΩ» (=θεώ), «ΙΗ» (=Ιησούς) και «ΑΝΟC» (=άνθρωπος), πάνω από τις οποίες υφίσταται και η δηλωτική της σύντμησης οριζόντια γραμμή. Βάσει των ιδιαίτερων αυτών παλαιογραφικών του χαρακτηριστικών και ιδιαιτεροτήτων η χρονολόγηση του P. Oxy. 210 θα πρέπει να αναχθεί στον γ' μ. Χ. αιώνα.2

Ο P. Oxy. 210 δεν φαίνεται να συγκέντρωσε το ενδιαφέρον των ερευνητών, αφού μετά την πρώτη έκδοσή του από τους Grenfell και Hunt3 δεν βρήκε τη θέση του σε κάποια από τις συλλογικές εκδόσεις αποκρύφων κειμένων που ακολούθησαν4, με μοναδική ίσως εξαίρεση τον Κατάλογο του J. Van Haelst.5 Πιθανόν αυτή η έλλειψη ενδιαφέροντος να οφείλεται στο γεγονός ότι οι πρωτεκδότες του εν λόγω παπύρου, Β. Ρ. Grenfell και A. S. Hunt, δεν απέδωσαν σε αυτό, όπως το έπραξαν σε άλλα χειρόγραφα, τον χαρακτηρισμό «απόκρυφο ευαγγέλιο» ή «λόγια του Ιησού», αλλά περιορίστηκαν στον πιο γενικό, ουδέτερο και ασαφή χαρακτηρισμό «πρώιμο Χριστιανικό σπάραγμα» («Early Christian Fragment»). Σε αυτό ήρθε, φαίνεται, να προστεθεί στη συνέχεια και το γεγονός ότι η εκτίμησή τους πως το σωζόμενο στον P. Oxy. 210 κείμενο αποτελεί μέρος του απολεσθέντος και γνωστού σήμερα μόνο αποσπασματικά από παραθέσεις Πατέρων (βλέπε Κλήμης, Ιππόλυτος, Επιφάνιος Σαλαμίνος) ευαγγέλιο των Αιγυπτίων6, δεν έγινε ευρύτερα αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα, λόγω έλλειψης επαρκών σχετικών αποδείξεων7.

Ο P. Oxy. 210 επανήλθε στο προσκήνιο από τον C. H. Roberts, ο οποίος ήταν ο πρώτος που επανέκδοσε για πρώτη φορά μετά τους Grenfell και Hunt το κείμενό του, μόλις το 19878. Το ζήτημα του αν ο P. Oxy. 210 πρόκειται για ένα απόκρυφο ευαγγέλιο ή όχι, συζητήθηκε ξανά το 2001 από τον Stanley Ε. Porter στο πλαίσιο των εργασιών του 22ου Διεθνούς Συνεδρίου Παπυρολογίας στη Φλωρεντία της Ιταλίας9. Έκτοτε ο P. Oxy. 210 περιλαμβάνεται σε όλες τις συλλογικές εκδόσεις της απόκρυφης γραμματείας, όπως αυτές των Lührmann10, Bernhard11, Ehrmann-Plese12, Markschies-Shröter13 και Wayment14.

 

Το κείμενο του P. Oxy. 210

 

 

Σχέση του P. Oxy. 210 με τα βιβλία της Καινής Διαθήκης

Παρά τον έντονα αποσπασματικό χαρακτήρα του κειμένου και την κατά συνέπεια ιδιαίτερα μεγάλη δυσκολία στην οποία προσπάθεια/απόπειρα αποκατάστασής του, ο P. Oxy. 210 φαίνεται ότι διασώζει δύο διηγήσεις που γνωρίζουμε και από τα Κανονικά ευαγγέλια. Η πρώτη, στο recto, στις γραμ. 4-6, σχετίζεται με την εμφάνιση ενός αγγέλου και παραπέμπει στο Ματθαίος 1,24 και 2,13-14, η δε δεύτερη, στο verso, στις γραμ. 10-17, πρόκειται για ένα λόγιο του Ιησού που αναφέρεται στο καλό/κακό δένδρο που φέρει καλό/κακό καρπό, όπως παραδίδεται στο Ματθαίος 7,17-19 και 12,33, καθώς και στο Λκ. 6,44-44a.

Σε ό,τι αφορά στην πρώτη από τις δύο αυτές διηγήσεις, οι ομοιότητες του αποκατεστημένου κειμένου του P. Oxy. 210 με το κατά Ματθαίον είναι εμφανείς, Ιδιαίτερα δε με το Ματθαίος 1,24 εντυπωσιακές, όπως φαίνεται και στον πίνακα που ακολουθεί:

Από την αντιπαραβολή των στίχων αυτών είναι περισσότερο από εμφανές ότι μεγαλύτερη σχέση υφίσταται μεταξύ του κειμένου του P. Oxy. 210 με το Ματθαίος 1,24. Αν και δεν πρόκειται περί κατά λέξιν αντιγραφής, η σχεδόν όμοια σύνταξη (“εποίησεν ως/καθά προσέταξεν”), αν και στο β' μέρος της πρότασης το παρατακτικό σχήμα που ακολουθείται στο κατά Ματθαίον αντικαθίσταται από τη χρήση ρήματος και απαρεμφάτου στο κείμενο του P. Oxy. 210, η επιλογή και χρήση των ίδιων αυτών λέξεων (εποίησε, προσέταξε, Άγγελος και παραλαβείν/παρέλαβεν), με την ίδια μάλιστα σειρά παράθεσης στο κείμενο, επιβεβαιώνει αναμφίβολα την αρχική εντύπωση ότι ο συγγραφέας του P. Oxy. 210 γνωρίζει το Ματθαίος 1,24, και μάλιστα φαίνεται να εξαρτάται λεκτικά από αυτό.

Αντίστοιχη περίπτωση φαίνεται πως είναι και η δεύτερη σωζόμενη διήγηση του P. Oxy. 210, όπως εύκολα προκύπτει και από τον ακόλουθο πίνακα:


 

Αν και, ομολογουμένως, η σχέση εδώ μεταξύ του κειμένου του P. Oxy 210 με τα αντιπαραβαλλόμενα αποσπάσματα από το ευαγγέλιο του Ματθαίου (7,17- 19. 12,33) και του Λουκά (6,43-44a) δεν είναι τόσο στενή όσο στην προηγούμενη περίπτωση, εντούτοις τα ως άνω κείμενα παρουσιάζουν χαρακτηριστικές μεταξύ τους ομοιότητες, καθώς και τα τέσσερα φαίνεται να διασώζουν ένα αντιστοίχου περιεχομένου κυριακό λόγιο, στο οποίο χρησιμοποιείται η παραβολή του καλού/κακού δένδρου που φέρει καλό/κακό καρπό. Η εκτίμηση ότι και στην περίπτωση του P. Oxy. 210 πρόκειται πράγματι περί ενός κυριακού λογίου, επιβεβαιώνεται από την αναφορά στη γραμ. 13 του ονόματος «Ιησούς» και την αμέσως μετά ακολουθούσα εισαγωγική του εν λόγω αποσπάσματος φράση «και ερεί». Σε όλα τα ως άνω κείμενα απαντούν οι ίδιες ακριβώς λέξεις-κλειδιά «δένδρον» και «καρπός» με αντίστοιχους, αν και όχι πάντοτε τους ίδιους ακριβώς, άλλα τουλάχιστον συνώνυμους, χαρακτηρισμούς, εντεταγμένα σε ένα έντονο αντιθετικό και ταυτόχρονα χιαστί σχήμα:

«αγαθόν/καλόν δένδρον»           ≠          «πονηρός/σαπρός καρπός»,
«πονηρόν/σαπρόν δένδρον»    ≠          «αγαθός/καλός καρπός».

 

Είναι αξιοσημείωτο όμως ότι μεταξύ των κειμένων αυτών υφίστανται και μία σειρά από διαφορές. Έτσι, αντί των επιθέτων «αγαθός» και «πονηρός» που το κείμενο του P. Oxy. 210 χρησιμοποιεί για τον χαρακτηρισμό του δένδρου και των καρπών, τα συνοπτικά παράλληλα προτιμούν τους αντίστοιχους εννοιολογικά χαρακτηρισμούς «καλός» και «σαπρός» (πλην του Ματθαίος 7,18, όπου γίνεται λόγος περί «πονηρών καρπών»). Αντίστοιχα, ενώ ο χρησιμοποιούμενος ρηματικός τύπος στο κείμενο του P. Oxy. 210 «ενέγκει» προέρχεται από το ρήμα «φέρω» (γ' ενικό πρόσωπο υποτακτικής αορίστου β'), οι αντίστοιχοι ρηματικοί τύποι που απαντούν στις ως άνω συνοπτικές διηγήσεις είναι όλοι του ρήματος «ποιέω,-ω» (βλέπε Ματθαίος 7,17: «ποιεί», Ματθαίος 7,18: «ποιείν», Ματθαίος 7,19: «ποιούν», Ματθαίος 12,33: «ποιήσατε», Λκ. 6,43: «ποιούν»).

Έχοντας επομένως ως βάση όλα τα ως άνω στοιχεία, το συμπέρασμα που αβίαστα προκύπτει, είναι ότι η εν λόγω διήγηση του P. Oxy. 210 σχετίζεται, πράγματι, άμεσα με τις ως άνω συνοπτικές διηγήσεις, καθώς στο κείμενό του περιλαμβάνει το ίδιο αυτό κυριακό λόγιο περί του καλού/κακού δένδρου που φέρει καλό/κακό καρπό, όπως αυτό παραδίδεται στη συνοπτική παράδοση. Ωστόσο, οι παρατηρούμενες διαφορές ως προς το χρησιμοποιούμενο λεξιλόγιο δεν φαίνεται να δίνουν την εντύπωση μιας κάποιας εξαρτήσεως του συγγραφέα από το κείμενο όλων, ή τουλάχιστον ενός εκ των συνοπτικών συγγραφέων, καθώς το πιθανότερο εδώ είναι ο συγγραφέας του P. Oxy. 210 να εντάσσει ελεύθερα και από μνήμης το εν λόγω κυριακό λόγιο στη διήγησή του.

Άξιο προσοχής θα πρέπει να τύχει στο πλαίσιο της εξέτασης της αναφοράς του P. Oxy. 210 στο εν λόγω κυριακό λόγιο και η εν συνεχεία στην ίδια διήγηση, στη γραμ. 17, φράση του Ιησού «εγώ ειμί». Η φράση αυτή παραπέμπει άμεσα στα αντίστοιχα λόγια και ομιλίες του Ιησού στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, όπου η εν λόγω φράση είναι τόσο συνήθης και ταυτόχρονα τόσο χαρακτηριστική (βλέπε Ιωάννης 4,26. 6,20. 35. 41. 48. 51. 8,12. 18. 24. 28. 58. 9,9. 10,7. 9. 11. 10,14. 11,25. 13,19. 14,6. 15,1. 18,5. 6. 8).

Ωστόσο, από τα συμφραζόμενα είναι αδύνατη, εάν όντως αυτό πράγματι συνέβαινε, η συσχέτιση του κειμένου της εν λόγω διήγησης του P. Oxy. 210 με κάποια από τις ως άνω διηγήσεις του κατά Ιωάννην ευαγγελίου, καθώς πέραν της τόσο χαρακτηριστικής αυτής εκφράσεως τίποτε από το σωζόμενο κείμενο δεν το συνδέει με αυτό. Εντούτοις, το γεγονός αυτό καθ’ εαυτό της αναφοράς της τόσο χαρακτηριστικής αυτής έκφρασης στο πλαίσιο μιας κυριακής ομιλίας, όπως αυτής των γραμ. 10-17 στο verso του P. Oxy. 210, έχει από μόνο του τη σημασία του, δεδομένου ότι κατά τον τρόπο αυτό πιστοποιείται ότι ο συγγραφέας του κειμένου του εν λόγω χειρογράφου γνώριζε και το Α΄ ευαγγέλιο, του οποίου μια μικρή χρήση φαίνεται ότι κάνει στο σημείο αυτό.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επίσης, φαίνεται ότι έχουν και δύο ακόμα εκφράσεις του κειμένου του P. Oxy. 210. Πρόκειται για τις εκφράσεις «μορφή Θεού» και «εικών Θεού», που απαντούν στις γραμ. 19 και 20 αντίστοιχα στο verso του εν λόγω παπύρου και στη συνέχεια της προηγούμενης διήγησης. Η έκφραση «μορφή Θεού» μας είναι γνωστή από την προς Φιλιππησίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου, όπου στο χωρίο 2,6 χρησιμοποιείται από τον Απόστολο ως δηλωτικός της Θείας φύσης του Ιησού Χριστού («ος [ένν. ο Ιησούς Χριστός] εν μορφή Θεού υπάρχων»). Στην περίπτωση, ωστόσο, του κειμένου του P. Oxy. 210 η φράση αυτή παρατίθεται όχι ως ένας χαρακτηρισμός ενός τρίτου προσώπου προς τον Ιησού, αλλά ως αυτοχαρακτηρισμός Του, καθώς η έκφραση αυτή φαίνεται ότι ανήκει στην ίδια αυτή πρόταση που ξεκινά από τη γραμμή 17 με τη φράση «εγώ ειμί».

Αντίστοιχη περίπτωση φαίνεται πως είναι και η έκφραση «εικών Θεού» στη γραμμή 20, αν και στο σωζόμενο κείμενο του P. Oxy. 210 κατά λέξη απαντά ως «εικών αυτού», χωρίς όμως να αμφισβητείται ότι πίσω από την εν λόγω, κατά τα φαινόμενα επαναληπτική, αντωνυμία νοείται η λέξη Θεός. Και τη φράση αυτή, όπως και την προηγούμενη, τη γνωρίζουμε από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, με χριστολογικό μάλιστα περιεχόμενο. Πιο συγκεκριμένα, τη φράση «εικών Θεού» τη συναντούμε στο Β΄ Κορινθίους 4,4 («. . . του Χριστού, ος εστίν εικών του Θεού») και στο Κολοσσαείς 1,15 («ος εστίν εικών του Θεού του αοράτου»), όπου ο Παύλος τη χρησιμοποιεί για να δηλώσει και πάλι τη θεϊκή φύση του Ιησού. Και στην περίπτωση όμως αυτή, στο κείμενο του P. Oxy. 210 η εν λόγω φράση χρησιμοποιείται ως αυτοχαρακτηρισμός του Ιησού.

Τέλος, άξια προσοχής τυγχάνουν και τρία ακόμα στοιχεία.

Το πρώτο από αυτά εντοπίζεται και πάλι στο verso, στη γραμμή 18, όπου σώζεται η φράση «εικών της». Εδώ, λόγω ακριβώς του θηλυκού οριστικού άρθρου «της» (γενική ενικού αριθμού), αποκλείεται να νοείται η λέξη «Θεού», όπως είδαμε ότι συμβαίνει λίγο παρακάτω, στη γραμμή 20. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο μετά το άρθρο να ακολουθούσε η λέξη «αγαθότητος», ώστε στο αρχικό κείμενο του P. Oxy. 210 να διαβάζαμε στο σημείο αυτό «εικών της αγαθότητος», μια φράση που μας είναι γνωστή από την Παλαιά Διαθήκη, και πιο συγκεκριμένα από το βιβλίο της Σοφίας Σολομώντος (στίχ. 7,26: «εικών της αγαθότητος»). Είναι, μάλιστα, ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι στον ίδιο αυτό στίχο του εν λόγω βιβλίου απαντούν επίσης και δύο ακόμα πολύ χαρακτηριστικές λέξεις που ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί στις επιστολές του, τ. έ. τη λέξη «απαύγασμα», που συναντούμε στην προς Εβραίους επιστολή (βλέπε Στίχ. 1,3: «απαύγασμα της δόξης»), και τη λέξη «έσοπτρον», την οποία συναντούμε στην A' προς Κορινθίους επιστολή (βλέπε Στίχ. 13,12: «δι' εσόπτρου εν αινίγματι»)15.

Το δεύτερο από τα ως άνω στοιχεία σχετίζεται με τη λέξη «ορατά», που απαντά στο verso του P. Oxy. 210, γραμ. 23. Αν και δεν είναι απόλυτα επαληθεύσιμο, είναι εξαιρετικά πιθανό, λόγω ακριβώς της διαφαινόμενης, βάσει και όλων των ως άνω παρατηρήσεων, καλής γνώσης των παύλειων επιστολών από τον συγγραφέα του κειμένου του P. Oxy. 210, στο σημείο αυτό να απηχείται το χωρίο Ρωμαίους 1,20 («τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται. . . ») ως ένα πλαίσιο εντός του οποίου θα μπορούσε να κατανοηθεί η χρήση της εν λόγω λέξης ως αντίθετης νοηματικά, πλην όμως συγγενούς ετυμολογικά με τη λέξη «αόρατα», και ως συνωνύμου της φράσης «τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται» του ως άνω στίχου, με τη λέξη «ορατά» του κειμένου του P. Oxy. 210 να συνδέεται ετυμολογικά και με το ρήμα «καθοράται».

Το τρίτο και τελευταίο στοιχείο αφορά το σωζόμενο στην αμέσως επόμενη γραμμή κείμενο στο verso του P. Oxy. 210: ]ντατουαι[. Αν και πάλι δεν φαίνεται ότι μπορεί να εξαχθεί κάποιο ασφαλές συμπέρασμα, η πρόταση αποκατάστασης του κειμένου στο σημείο αυτό από τον C. H. Roberts16 ως «άρχο]ντα του αι[ώνος τούτου» βάσει του Α' Κορινθίους 2,6-817 φαίνεται, αν μη τι άλλο, αρκετά εύλογη.

Έτσι, έχοντας υπ’ όψη όλα τα παραπάνω μπορούμε να καταλήξουμε σε μια σειρά από ιδιαίτερα ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Καταρχάς το κείμενο του P. Oxy. 210 είναι σαφώς μεταγενέστερο των κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης, αφού, όπως είδαμε, φαίνεται να χρησιμοποιεί σε μία ελεύθερη σύνθεση φράσεις, διηγήσεις και λοιπά στοιχεία από αυτά. Ειδικότερα, ο συγγραφέας του κειμένου του P. Oxy. 210 είναι σαφές ότι γνώριζε και χρησιμοποίησε στις σωζόμενες σ’ αυτόν διηγήσεις τουλάχιστον τα κατά Ματθαίον, κατά Λουκά και κατά Ιωάννην ευαγγέλια, καθώς επίσης τις Α' και Β΄ επιστολές προς Κορινθίους, την προς Κολοσσαείς, την προς Φιλιππησίους και την προς Ρωμαίους επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε και το γεγονός ότι ειδικά σε ό,τι αφορά στην παραβολή του καλού και κακού δένδρου που παράγει καλό ή κακό καρπό αντίστοιχα, ομοιότητες υφίστανται πέρα από τα συνοπτικά ευαγγέλια και με το Γνωστικό Κατά Θωμάν ευαγγέλιο (λόγια 45 και 43) και με το κείμενο του Ρ. Merton 51 (verso, γραμ. 1-6), καθώς και στα τρία αυτά απόκρυφα και μη κανονικά κείμενα, που σημειωτέον και τα τρία προέρχονται ή σχετίζονται με την περιοχή της Αιγύπτου, η εν λόγω παραβολή αποτελεί μέρος μιας αντιπαράθεσης/ διαλόγου του Ιησού με μαθητές Του ή άλλα πρόσωπα.

Ιδιαίτερο, επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι στο κείμενο του P. Oxy. 210 ο ίδιος ο Ιησούς παρουσιάζεται να χρησιμοποιεί για τον αυτοχαρακτηρισμό Του όρους και εκφράσεις που αποδίδονται σε Αυτόν από τα προμνημονευθέντα ευαγγέλια και επιστολές της Καινής Διαθήκης με τέτοιο μάλιστα τρόπο, ώστε να μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο συγγραφέας του κειμένου του P. Oxy. 210 ήταν μέτοχος μιας ιδιαίτερα υψηλής, και ως εκ τούτου ήδη έως ένα βαθμό καλά διαμορφωμένης χριστολογίας. Επιπλέον, μέσω του ευφυούς ευρήματός του, βάσει των «εγώ ειμί» λόγων του Ιησού στο Α΄ ευαγγέλιο, αυτοχαρακτηρισμού Του με τις εν λόγω εκφράσεις στον P. Oxy. 210, έχοντας μάλιστα αυτές συγκεκριμένο εννοιολογικό περιεχόμενο, διαφαίνεται και αυτό που ο S. E. Porter χαρακτηρίζει «συνεχή προφητική λειτουργία του Ιησού» (continuing prophetic function of Christ)18 εντός της κοινότητος στην οποία απευθύνεται ο συγγραφέας του P. Oxy 210 και προσπαθεί να μεταδώσει την εν λόγω περί Χριστού διδασκαλία.

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η συγκεκριμένη διδασκαλία τοποθετούμενη στα χείλη του ίδιου του Ιησού καθιστά  τους χριστολογικούς ορούς και εκφράσεις των βιβλίων της Κ. Δ. που χρησιμοποιεί ως τη μόνη σωστή και αποδεκτή για τους αναγνώστες του κειμένου του P. Oxy. 210 ερμηνεία τους, καθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο κάθε άλλη προσέγγισή τους λανθασμένη και ως εκ τούτου απορριπτέα.

Κατά συνέπεια, το κείμενο που διασώζει ο P. Oxy. 210 θα πρέπει να θεωρείται ως μέρος ενός αγνώστου ως προς το σύνολό του αποκρύφου μη κανονικού ευαγγελίου, χωρίς όμως να αποκλείεται εντελώς και το ενδεχόμενο να πρόκειται περί μιας ομιλίας. Ωστόσο, τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω καθιστούν το δεύτερο αυτό ενδεχόμενο ελάχιστα πιθανό, προκρίνοντας το ενδεχόμενο το εν λόγω σπάραγμα να διέσωζε ένα βασικό για την κοινότητα στην οποία απευθυνόταν κείμενο υπό τη μορφή των αποκρύφων ψευδωνύμων «ευαγγελίων» που χρησιμοποιούσαν διάφορες Χριστιανικές ομάδες αιρέσεις κατά τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες.

Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι το σωζόμενο σήμερα κείμενο δεν φαίνεται να εμπεριέχει κάποια αιρετικού τύπου απόκλιση, πλην όμως το μέγεθός του είναι εξαιρετικά ανεπαρκές για την εξαγωγή ενός ασφαλούς συμπεράσματος ως προς τον χαρακτήρα του όλου έργου.

Τέλος, ως χρόνο συγγραφής του κειμένου που διασώζει ο P. Oxy. 210 θα προτείναμε το β' μισό του β' μ. Χ. αιώνος.



 

Σημειώσεις:


1. Βλέπε Α. Ε. Bernhard, Other Early Christian Gospels: A Critical Edition of the Surviving Greek Manuscripts, London: Clark, 2006. B. D. Ehrman Z. Plese, The Apocryphal Gospels. Texts and Translations, Oxford University Press, 2011, no. 14, σελ. 259-265 (259). Th. A. Wayment, The Text of the New Testament Apocrypha (100-400 CΕ), Bloomsbury: New York, London, New Delhi, Sydney, 2013, σελ. 187-189 (188) και, σελ. 100. Παράβαλλε S. E. Porter, “P. Oxy ΙΙ 210 as an Apocryphal Gospel and the Development of the Egyptian Christianity”, Atti del ΧΧΙΙ Congresso internazionale di papirologia: Firenze, 23-29 agosto 1998, ed. I. Andorlini et al., Florence: Istituto papirologico “G. Vitelli”, 2001, σελ. 1095-1108 (1097), σύμφωνα με τον οποίo οι διαστάσεις τού Σπαράγματος 1 τού P. Oxy. 210 είναι 17,2 x 9,4 εκ.

2. Υπέρ της χρονολόγησης αυτής του P. Oxy. 210 τάχθηκαν εξ αρχής οι πρωτεκδότες του Β. Ρ. Grenfell και A. S. Hunt (The Oxyrhynchus Papyri ΙΙ, London, Egypt Exploration Society, 1899, σελ. 9-10 [9]), την οποία υιοθέτησαν ασμένως στη συνέχεια και όλοι οι υπόλοιποι ερευνητές που ασχολήθηκαν μαζί του. Πιο συγκεκριμένα, τα στοιχεία εκείνα που τοποθετούν τον P. Oxy. 210 στον γ' αι. μ. Χ. είναι κυρίως η σύντμηση του ιερού ονόματος «Ιησούς» ως «ΙC», η οποία απαντά σε χειρόγραφα που χρονολογούνται από τον γ' αι. μ. Χ. και εξής (βλέπε ενδεικτικά A. H. R. E, Paap Nomina Sacra in the Greek Papyri of the First Five Centuries A. D.: The Sources and Some Deductions, Leiden: Brill, 1959, σελ. 109, όπου μάλιστα αναφέρονται ονομαστικά και τα χειρόγραφα Ρ. Beatty ΙΙ-ΙΙΙ (γ' αι. μ. Χ.), P. Graec. Vindob. 31974 Ν. Τ. Aphroditopolis (γ' αι. μ. Χ. ), το απόσπασμα του Διατεσσάρων ευαγγελίου του Τατιανού από τη Dura (γ' αι. μ. Χ.), P. Oxy. 1224 (γ'/δ΄ αι. μ. Χ.), P. Oxy. 2070 (γ' αι. μ. Χ.), καθώς και ο P. Egerton 2(τέλη β'/αρχές γ' αι. μ. Χ.). Βλέπε και Β. Δ. Τζέρπος., “Ο Πάπυρος Egerton 2 (+ Πάπυρος Köln 255) και η σχέση του με τα ευαγγέλια τού Κανόνος τής Κ. Δ.”, Θεολογία 81 (2010), τ. Α', σελ. 177-242), η άνευ ουσιαστικού λόγου και νοήματος, αλλά πλέον ως παγιωμένη πρακτική χρήση του φαινομένου της διαιρέσεως, η οποία εδώ απαντά υπό τη μορφή διαλυτικών πάνω από το αρχικό γράμμα υ, καθώς και η χρήση της αποστρόφου μεταξύ των διφθόγγων γγ και γκ (βλέπε γ’γ και γ’κ), που σύμφωνα με τον έμπειρο άγγλο παπυρολόγο E. G. Turner αποτελεί μια ιδιαίτερα συνήθη παλαιογραφική πρακτική του γ' αι. μ. Χ., πλην όμως παντελώς άγνωστη κατά τους προηγούμενους αιώνες (βλέπε E. G. Turner, Greek Manuscripts of the Ancient World, Oxford: Clarendon Press, 21971, σελ. 13, καθώς και Β. Δ. Τζερπος, όπ. π. , σελ. 187, εξ αφορμής τού P. Egerton 2).

3. Οπ. π. Βλέπε επίσης και C. Wessely, Les plus anciens monuments du christianisme écrits sur papyrus 1, Paris, Firmin-Didot 1908 (Patrologia Orientalis, 4.2), σελ. 199-200.

4. Ενδεικτικά, απουσιάζει από τις συλλογές αποκρύφων των Ε. Klostermann (Apokrypha II: Evangelien (Kleine Texte, 3) Berlin, de Gruyter 31929), M. R. James (The Apocryphal New Testament, Oxford, Clarendon Press 1924,21953), A. De Santos Otero (Los Evangelios Αρόcrifos (Sagradas Ecrituras, 148) Madrid, Biblioteca des Autores Cristianos, 21956), E. Hennecke W. Schneemelcher (New Testament Apocrypha, αγγλ. μετάφραση. R. McL. Wilson, τόμ. I, London, Luterworth 1963; Louisville, Westminster/John Knox 21991), R. Cameron (The Other Gospels: Non-Canonical Gospel Texts, Philadelphia, Westminster 1982), J. K. Elliott (The Apocryphal New Testament, Oxford, Clarendon Press 1993) και R. J. Miller (The Complete Gospels, Harper: San Francisco, 1994). Βλέπε επίσης J. A. Charlesworth C. A. Evans, “Jesus in the Agrapha and Apocryphal Gospels”, B. Chilton C. A. Evans, Studying the Historical Jesus, Leiden, Brill 1994 (NTTS, 19), σελ. 491-495) και S. E. Porter, “The Greek Apocryphal Gospels Papyri: The Need for a Critical Edition”, B. Kramer et al., Akten des 21. International Papyrologenkongresses, Berlin, 1995 (Apf. Beiheft 3), Stuttgart, Teubner 1997, σελ. 795.

5. J. Van Haelst, Catalogue des papyrus littéraires Juifs et Chrétiens, Paris, Sorbonne 1976 (Université de Paris IV, Paris-Sorbonne, série “Papyrologie”, 1), σελ. 350, no 1151.

6. B. P. Grenfell - A. S. Hunt, όπ.π., σελ. 9.

7. Βλέπε ενδεικτικά Ε. Hennecke W. Schneemelcher, όπ. π., σελ. 174.

8. C. H. Roberts, “An Early Christian Papyrus”, Miscel-lánia Papyrologica Ramόn Roca-Puig en el seu vuitanté anniversari, Barcelona, Fundaciό Salvador Vives Casajuana 1987, σελ. 293-296.

9. S. E. Porter, “P. Oxy II 210 as an Apocryphal Gospel and the Development of the Egyptian Christianity”, Atti del XXII Congresso internazionale di papirologia: Firenze, 23-29 agosto 1998, ed. I. Andorlini et al. , Florence: Istituto papirologico “G. Vitelli”, 2001, σελ. 1095- 1108.

10. D. Lührmann, Fragmente apokryph gewordener Evangelien in griechischer und lateinischer Sprache, Marburg: Elwert, 2000, σελ. 159-163.

11. A. E. Bernhard, Other Early Christian Gospels: A Critical Edition of the Surviving Greek Manuscripts, London: Clark, 2006.

12. B. D. Ehrman - Z. Plese, The Apocryphal Gospels. Texts and Translations, Oxford University Press, 2011, no. 14, σελ. 259-265.

13. S. E. Porter, “B. 1.10. Der Papyrus Oxyrhynchus II 210 (P. Oxy. II 210)”, Chr. Markschies - J. Schröter, Antike christliche Apokryphen in deutscher Űbersetzung, I. Band: Evangelien und Verwandtes, Teilband 1, Mohr Siebeck (Tübingen) 2012, σελ. 387-389.

14. Th. A. Wayment, The Text of the New Testament Apocrypha (100-400 CE), Bloomsbury: New York, London, New Delhi, Sydney, 2013, σελ. 187-189.

15. Βλέπε επίσης και Ιάκωβος 1,23: «ότι ει τις ακροατής λόγου εστίν και ου ποιητής, ούτος έοικεν ανδρί κατανοούντι το πρόσωπον της γενέσεως αυτού εν εσόπτρω».

16. C. H. Roberts, “An Early Christian Papyrus”, σελ. 296.

17. A' Κορινθίους 2,6-8: 6Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις, σοφίαν δε ου τού αιώνος τούτου ουδέ των αρχόντων τού αιώνος τούτον των καταργουμένων 7aλλά λαλούμεν Θεού σοφίαν εν μυστηρίω την αποκεκρυμμένην, ην προώρισεν ο Θεός προ των αιώνων εις δόξα ημών, 8ην ουδείς των αρχόντων τού αιώνος τούτου έγνωκεν ει γαρ έγνωσαν, ουκ αν τον κύριον της δόξης εσταύρωσαν.

18. S. E. Porter, “P. Oxy II 210 as an Apocryphal Gospel. . . , σελ. 1107.

Δημιουργία αρχείου: 6-4-2015.

Τελευταία ενημέρωση: 6-4-2015.

ΕΠΑΝΩ