Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Αγία Γραφή

Περιεχόμενα για την ενότητα "Τωβίτ" // 1ο Κεφάλαιο Τωβίτ (Υπό κατασκευήν) // Εισαγωγή στον Τωβίτ // Ο ΙΧΘΥΣ τού βιβλίου τού Τωβίτ // Κανονικότητα τού Τωβίτ (Υπό κατασκευήν)

Το θείο βιβλίο τού Τωβίτ σε κείμενο και μετάφραση

 

Ευρετήριο Κεφαλαίων: 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12. 13. 14.

Περίληψη τού βιβλίου

Προτού παρουσιάσουμε αναλυτικά με σχόλια, ερμηνεία και παραπομπές, ένα - ένα κεφάλαιο τού Τωβίτ, καλό είναι να γίνει μια πρώτη παρουσίαση ολοκλήρου τού βιβλίου, ώστε ο αναγνώστης διαβάζοντάς το να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα τού βιβλίου αυτού τής Αγίας Γραφής.

Θεματικό Ευρετήριο:

Διάγραμμα του περιεχομένου τού βιβλίου τού Τωβίτ

  Χωρία
  1. Οι δοκιμασίες και οι προσευχές του Τωβίτ και της Σάρρας:   1,1 - 3,17
  2. Οδηγίες του Τωβίτ προς τον Τωβία:   4,1 - 21
  3. Το ταξίδι του Τωβία και του Ραφαήλ:   5,1 - 6,19
  4. O γάμος του Τωβία με τη Σάρρα:   7,1 - 9,6
  5. Επιστροφή από το ταξίδι και θεραπεία του Τωβίτ:   10,1 - 11,19
  6. Η αποκάλυψη της ταυτότητας του αγγέλου Ραφαήλ:   12,1 - 22
  7. Ευχαριστήριος ύμνος του Τωβίτ και συμβουλές προς τον Τωβία:   13,1 - 14,15

Περίληψη τού βιβλίου:

Το βιβλίο "Τωβίτ" φέρει ως τίτλο το όνομα ενός ευσεβή Ιουδαίου της διασποράς, ο οποίος είναι ένας από τους ήρωες της ιστορίας που αφηγείται ο ίδιος.

Η γλώσσα του πρωτοτύπου (εβραϊκή, αραμαϊκή ή ελληνική) είναι άγνωστη. Το έργο παρατίθεται από την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο') και κατατάσσεται συνήθως στα "Ιστορικά Βιβλία" της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ απουσιάζει από τoν Εβραϊκό Κανόνα.

Το περιεχόμενο του έργου αναφέρεται στις δοκιμασίες και στις περιπέτειες δύο συγγενών ιουδαϊκών οικογενειών, του Τωβίτ και του Ραγουήλ, οι οποίες ζούσαν στη Νινευή και στα Εκβάτανα αντίστοιχα. Ο Τωβίτ χάνει την περιουσία του και τυφλώνεται, ενώ η κόρη τού Ραγουήλ, η Σάρρα, χάνει διαδοχικά εφτά συζύγους, οι οποίοι πεθαίνουν την πρώτη νύχτα του γάμου της. Με παρέμβαση του Θεού τα προσωπικά δράματα μεταστρέφονται σε ευτυχία: Υπό την καθοδήγηση του αγγέλου Ραφαήλ, ο Τωβίας, γιος του Τωβίτ, παίρνει ως σύζυγο τη Σάρρα και θεραπεύει τον πατέρα του.

Οι διάφοροι χαρακτήρες του έργου προβάλλονται ως πρότυπα της ιουδαϊκής ευσέβειας, διδάσκεται η εμπιστοσύνη στο Θεό και η υποταγή στο νόμο του και τονίζεται η σημασία της οικογένειας και του γάμου. Ιδιαίτερα όμως τονίζεται ο ρόλος των αγγέλων ως οργάνων της πρόνοιας του πανάγαθου Θεού, ο οποίος είναι πάντα παρών και ευεργετεί τους πιστούς του.

Βιβλίο τού Τωβίτ. Κείμενο - Μετάφραση

Αρχαίο κείμενο τών Εβδομήκοντα κατά τού Κώδικες Β΄ και Α΄.

(Στη δεξιά στήλη μπορείτε να δείτε το βιβλίο σε μετάφραση στη Δημοτική).

Μετάφραση στη Δημοτική της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας «Η Αγία Γραφή Παλαιά και Καινή Διαθήκη». Έκδοση 1997.

(Λόγω τής μετάφρασης από διαφορετικούς Κώδικες, σε κάποια σημεία θα παρατηρήσετε διαφορά στην αρίθμηση ή σε κάποιες φράσεις και λέξεις, σε σύγκριση με το Κείμενο δεξιά).

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α

1 ΒΙΒΛΟΣ λόγων Τωβίτ, του Τωβιήλ, του Ανανιήλ, του Αδουήλ, του Γαβαήλ, εκ του σπέρματος Ασιήλ, εκ της φυλής Νεφθαλίμ, 2 ος ηχμαλωτεύθη εν ημέραις Ενεμεσσάρου του βασιλέως Ασσυρίων εκ Θίσβης, ή εστιν εκ δεξιών Κυδίως της Νεφθαλί εν τη Γαλιλαία υπεράνω Ασήρ.

Eγώ Τωβίτ οδοίς αληθείας επορευόμην και δικαιοσύνης πάσας τας ημέρας της ζωής μου 3 και ελεημοσύνας πολλάς εποίησα τοις αδελφοίς μου και τω έθνει, τοις προπορευθείσι μετ ‘ εμού εις χώραν Ασσυρίων εις Νινευή. 4 και ότε ήμην εν τη χώρα μου εν τη γη Ισραήλ νεωτέρου μου όντος, πάσα φυλή του Νεφθαλίμ του πατρός μου απέστη από του οίκου Ιερουσολύμων, της εκλεγείσης από πασών των φυλών Ισραήλ εις το θυσιάζειν πάσας τας φυλάς· και ηγιάσθη ο ναός της κατασκηνώσεως του Υψίστου και ωκοδομήθη εις πάσας τας γενεάς του αιώνος.

5 και πάσαι αι φυλαί αι συναποστάσαι έθυον τη Βάαλ τη δαμάλει και ο οίκος Νεφθαλίμ του πατρός μου. 6 καγώ μόνος επορευόμην πλεονάκις εις Ιεροσόλυμα εν ταις εορταίς, καθώς γέγραπται παντί τω Ισραήλ εν προστάγματι αιωνίω, τας απαρχάς και τας δεκάτας των γεννημάτων και τας πρωτοκουρίας έχων· 7 και εδίδουν αυτάς τοις ιερεύσι τοις υιοίς Ααρών προς το θυσιαστήριον πάντων των γεννημάτων. την δεκάτην εδίδουν τοις υιοίς Λευί τοις θεραπεύουσιν εις Ιερουσαλήμ, και την δευτέραν δεκάτην απεπρατιζόμην και επορευόμην και εδαπάνων αυτά εν Ιεροσολύμοις καθ ‘ έκαστον ενιαυτόν. 8 και την τρίτην εδίδουν οίς καθήκει, καθώς ενετείλατο Δεββώρα η μήτηρ του πατρός μου, διότι ορφανός κατελείφθην υπό του πατρός μου.

9 Kαι ότε εγενόμην ανήρ, έλαβον Άνναν γυναίκα εκ του σπέρματος της πατριάς ημών και εγέννησα εξ αυτής Τωβίαν.

 

10 και ότε ηχμαλωτίσθημεν εις Νινευή, πάντες οι αδελφοί μου και οι εκ του γένους μου ήσθιον εκ των άρτων των εθνών· 11 εγώ δε συνετήρησα την ψυχήν μου μη φαγείν, 12 καθότι εμεμνήμην του Θεού εν όλη τη ψυχή μου. 13 και έδωκεν ο Ύψιστος χάριν και μορφήν ενώπιον Ενεμεσσάρου, και ήμην αυτού αγοραστής· 14 και επορευόμην εις την Μηδίαν και παρεθέμην Γαβαήλω τω αδελφω Γαβρία εν Ράγοις της Μηδίας αργυρίου τάλαντα δέκα.

 

 

15 Και ότε απέθανεν Ενεμεσσάρ, εβασίλευσε Σενναχηρίμ ο υιος αυτού αντ ‘ αυτού, και αι οδοί αυτού ηκαταστάθησαν, και ουκ έτι ηδυνάσθην πορευθήναι εις την Μηδίαν. 16 και εν ταις ημέραις Ενεμεσσάρου ελεημοσύνας πολλάς εποίουν τοις αδελφοίς μου· 17 τους άρτους μου εδίδουν τοις πεινώσι και ιμάτια τοις γυμνοίς, και ει τινα εκ του γένους μου εθεώρουν τεθνηκότα και ερριμμένον οπίσω του τείχους Νινευή, έθαπτον αυτόν. 18 και ει τινα απέκτεινε Σενναχηρίμ ο βασιλεύς, ότε ήλθε φεύγων εκ της Ιουδαίας, έθαψα αυτούς κλέπτων· πολλούς γαρ απέκτεινεν εν τω θυμω αυτού· και εζητήθη υπό του βασιλέως τα σώματα, και ουχ ευρέθη. 19 πορευθείς δε εις των εν Νινευή, υπέδειξε τω βασιλεί περί εμού ότι θάπτω αυτούς, και εκρύβην· επιγνούς δε ότι ζητούμαι αποθανείν, φοβηθείς ανεχώρησα. 20 και διηρπάγη πάντα τα υπάρχοντά μου, και ου κατελείφθη μοι ουδέν πλήν Άννας της γυναικός μου και Τωβίου του υιού μου.

21 και ου διήλθον ημέρας πεντήκοντα, έως ου απέκτειναν αυτόν οι δύο υιοί αυτού και έφυγον εις τα όρη Αραράθ, και εβασίλευσε Σαχερδονός υιος αυτού αντ ‘ αυτού, και έταξεν Αχιάχαρον τον Αναήλ υιόν του αδελφού μου επί πάσαν την εκλογιστίαν της βασιλείας αυτού και επί πάσαν την διοίκησιν. 22 και ηξίωσεν Αχιάχαρος περί εμού, και ήλθον εις Νινευή. Αχιάχαρος δε ην ο οινοχόος και επί του δακτυλίου και διοικητής και εκλογιστής, και κατέστησεν αυτόν ο Σαχερδονός εκ δευτέρας· ην δε εξάδελφός μου.

1ο Μέρος: Οι δοκιμασίες και οι προσευχές του Τωβίτ και της Σάρρας

Κεφάλαιο 1ο.

Βιβλίο της ιστορίας του Τωβίτ, του οποίου οι πρόγονοι κατ' ευθείαν ανιούσα γραμμή ήταν οι: Τωβιήλ, Ανανιήλ, Αδουήλ και Γαβαήλ· ο τελευταίος ανήκε στη συγγένεια του Ασιήλ της φυλής Νεφθαλίμ.2 Την εποχή του Ενεμεσσάρου, βασιλιά των Aσσυρίων, πήραν αιχμάλωτο τον Τωβίτ από τον τόπο της καταγωγής του, τη Θίσβη, στη βόρεια Γαλιλαία. Η Θίσβη βρίσκεται νότια της Κυδίως στην περιοχή της φυλής Νεφθαλίμ, πάνω από την περιοχή της φυλής Ασήρ.

 

Ο γέροντας Τωβίτ αφηγείται τη ζωή του

3 Εγώ ο Τωβίτ, σ' όλη μου τη ζωή ακολούθησα το δρόμο της αλήθειας και της δικαιοσύνης κι έκανα πολλές ελεημοσύνες προς τους συγγενείς μου και τους συμπατριώτες μου, που είχαν εκτοπισθεί μαζί μου στη Νινευή, πρωτεύουσα της Ασσυρίας. 4Όταν ήμουν νέος και βρισκόμουν στον τόπο μου, δηλαδή στο Ισραήλ, όλη η φυλή του προγόνου μου Νεφθαλίμ αποστάτησε από το ναό της Ιερουσαλήμ, της πόλης που είχε επιλεγεί απ' όλες τις φυλές του Ισραήλ για να θυσιάζουν εκεί. Ο ναός είχε καθιερωθεί για να κατοικεί ο Ύψιστος εκεί, και είχε χτιστεί για όλες τις μελλοντικές γενιές, στους αιώνες.

5Όλες οι φυλές που είχαν μαζί αποστατήσει, θυσίαζαν στο Βάαλ, στο άγαλμα μιας μικρής αγελάδας, ακόμα και η φυλή του Νεφθαλίμ, του προγόνου μου. 6Πολλές φορές εγώ ήμουνα μόνος από τη φυλή μου που πήγαινα στις γιορτές στην Ιερουσαλήμ τους πρώτους καρπούς και το δέκατο από τα προϊόντα κι από το πρώτο μαλλί, όταν κουρεύαμε τα πρόβατα, όπως προστάζει ο νόμος τον κάθε Ισραηλίτη ως εντολή αιώνια. 7Έδινα αυτές τις προσφορές στους ιερείς, τους απογόνους του Ααρών, για το θυσιαστήριο όπου προσφέρονταν όλοι οι καρποί. Το πρώτο δέκατο των καρπών το έδινα στους λευίτες, που υπηρετούσαν στο ναό της Ιερουσαλήμ. Το δεύτερο δέκατο το πουλούσα και πήγαινα και ξόδευα τα χρήματα στο ναό της Ιερουσαλήμ κάθε χρόνο.8Το τρίτο δέκατο το έδινα σ' εκείνους που το δικαιούνταν, όπως είχε διατάξει η γιαγιά μου η Δεββώρα, μητέρα του πατέρα μου, γιατί είχα μείνει ορφανός από πατέρα.

9 Όταν μεγάλωσα, πήρα γυναίκα την Άννα από τους απογόνους της φυλής μας, και απέκτησα μ' αυτήν τον Τωβία.

 

Ο Τωβίτ οδηγείται στην αιχμαλωσία με τους Ισραηλίτες

10 Αργότερα οδηγήθηκα αιχμάλωτος στη Νινευή. Εκεί όλοι οι συγγενείς μου και όλοι όσοι ανήκαν στη φυλή μου τρέφονταν με τις ίδιες τροφές που τρέφονταν και οι ειδωλολάτρες. 11 Εγώ όμως συγκρατήθηκα και δεν έφαγα απ' αυτές. 12 Επειδή ήμουν πιστός στο Θεό μ' όλη μου την καρδιά,13 ο  Ύψιστος με αξίωσε να κερδίσω την εύνοια και την εκτίμηση του βασιλιά Ενεμεσσάρου, ο οποίος και με διόρισε προμηθευτή του.

14 Έτσι ταξίδευα συχνά στη Μηδία για προμήθειες και κάποτε που πήγα στους Ράγους  της Μηδίας, άφησα στο Γαβαήλο, αδερφό του Γαβρία, δέκα τάλαντα ασήμι για λογαριασμό μου.


 

 

Οι αγαθοεργίες του Τωβίτ προς τους συμπατριώτες του

15 Όταν πέθανε ο Ενεμεσσάρος, τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του ο Σενναχηρίμ. Σύντομα όμως οι δρόμοι της Μηδίας έγιναν επικίνδυνοι κι έτσι δεν μπορούσα πια να πάω στη Μηδία. 16 Την εποχή όμως του Ενεμεσσάρου έκανα πολλές αγαθοεργίες προς τους συμπατριώτες μου Ισραηλίτες. 17 Μοιραζόμουν το φαγητό μου με τους πεινασμένους κι έδινα τα ρούχα μου στους φτωχούς· κι αν έβλεπα κανέναν από τους συμπατριώτες μου να έχει πεθάνει και να τον έχουν ρίξει έξω από τα τείχη της Νινευή, τον έθαβα.18 Επίσης έθαβα κρυφά όποιον σκότωνε ο βασιλιάς Σενναχηρίμ -γιατί πολλούς είχε σκοτώσει πάνω στο θυμό του- όταν επέστρεφε φεύγοντας από την Ιουδαία. O βασιλιάς αναζητούσε τα πτώματα, αλλά δεν τα εύρισκε. 19 Κάποιος όμως από τους κατοίκους της Νινευή πήγε στο βασιλιά και του φανέρωσε ότι εγώ τους έθαβα· τότε πήγα και κρύφτηκα. Κι επειδή κατάλαβα ότι με καταζητούσαν για να με σκοτώσουν, φοβήθηκα και έφυγα από τη χώρα.20 Τότε άρπαξαν όλα μου τα υπάρχοντα και δε μου 'μεινε τίποτα, εκτός από τη γυναίκα μου την Άννα, και το γιο μου τον Τωβία.

21 Δεν πέρασαν πενήντα μέρες και σκότωσαν το βασιλιά οι δυο του γιοι κι έφυγαν στα βουνά Αραράτ. Στη θέση του βασίλεψε ο γιος του ο Σαχερδονός. Αυτός τοποθέτησε τον Αχιάχαρο, γιο του αδερφού μου Αναήλ, γενικό υπεύθυνο για τα οικονομικά του βασιλείου του και για τη διοίκηση.22 Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που ο Αχιάχαρος διοριζόταν σε τέτοια θέση, αφού στο παρελθόν είχε διατελέσει οινοχόος του βασιλιά Σενναχηρίμ, σφραγιδοφύλακάς του, διοικητής και λογιστής. Αυτός σαν ανηψιός μου που ήταν, μεσολάβησε στο βασιλιά για μένα κι έτσι επέστρεψα στη Νινευή.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β.

 1 ΟΤΕ δε κατήλθον εις τον οίκόν μου και απεδόθη μοι Άννα η γυνή μου, και Τωβίας ο υιος μου, εν τη πεντηκοστη εορτη, ή εστιν αγία επτά εβδομάδων, εγενήθη άριστον καλόν μοι, και ανέπεσα του φαγείν. 2 και εθεασάμην όψα πολλά και είπα τω υιω μου· βάδισον και άγαγε ον αν εύρης των αδελφών ημών ενδεή, ος μέμνηται του Κυρίου, και ιδού μένω σε.

3 και ελθών είπε· πάτερ, εις εκ του γένους ημών εστραγγαλωμένος έρριπται εν τη αγορά.

4 καγώ πριν ή γεύσασθαί με, αναπηδήσας ανειλόμην αυτόν εις τι οίκημα, έως ου έδυ ο ήλιος. 5 και επιστρέψας ελουσάμην και ήσθιον τον άρτον μου εν λύπη· 6 και εμνήσθην της προφητείας Αμώς, καθώς είπε· στραφήσονται αι εορταί υμών εις πένθος και πάσαι αι ευφροσύναι υμών εις θρήνον,

7 και έκλαυσα. και ότε έδυ ο ήλιος, ωχόμην και ορύξας έθαψα αυτόν. 8 και οι πλησίον επεγέλων λέγοντες· ουκ έτι φοβείται φονευθήναι περί του πράγματος τούτου, και απέδρα, και ιδού πάλιν θάπτει τους νεκρούς.

 

9 και εν αυτή τη νυκτί ανέλυσα θάψας και εκοιμήθην μεμιαμμένος παρά τον τοίχον της αυλής, και το πρόσωπόν μου ακάλυπτον ην. 10 και ουκ ήδειν ότι στρουθία εν τω τοίχω εστί, και των οφθαλμών μου ανεωγότων, αφώδευσαν τα στρουθία θερμόν εις τους οφθαλμούς μου, και εγενήθη λευκώματα εν τοις οφθαλμοίς μου. και επορεύθην προς ιατρούς, και ουκ ωφέλησάν με· Αχιάχαρος δε έτρεφέ με, έως ου επορεύθην εις την Ελυμαϊδα.

11 και η γυνή μου Άννα ηριθεύετο εν τοις γυναικείοις· 12 και απέστελλε τοις κυρίοις, και απέδωκαν αυτή και αυτοί τον μισθόν προσδόντες και έριφον. 13 ότε δε ήλθε προς με, ήρξατο κράζειν· και είπα αυτή· πόθεν το ερίφιον; μη κλεψιμαίόν εστιν; απόδος αυτό τοις κυρίοις· ου γαρ θεμιτόν εστι φαγείν κλεψιμαίον.

14 η δε είπε· δώρον δέδοταί μοι επί τω μισθω. και ουκ επίστευον αυτή και έλεγον αποδιδόναι αυτό τοις κυρίοις και ηρυθρίων προς αυτήν· η δε αποκριθείσα είπέ μοι· που εισιν αι ελεημοσύναι σου και αι δικαιοσύναι σου; ιδού γνωστά πάντα μετά σου.

 

Κεφάλαιο 2ο.

Το ενδιαφέρον του Τωβίτ κυρίως για τους άλλους

Όταν επέστρεψα στο σπίτι μου, μου δόθηκε πίσω η γυναίκα μου η Άννα και ο γιος μου ο Τωβίας. Τη γιορτή της Πεντηκοστής, που είναι άγια μέρα, εφτά εβδομάδες μετά το Πάσχα, μου παρέθεσαν πλούσιο γεύμα και κάθισα στο τραπέζι.2 Εκεί είδα πολλά φαγητά και είπα στο γιο μου: «Πήγαινε και όποιον βρεις από τους συμπατριώτες μας φτωχό, που να είναι ακόμα πιστός στον Κύριο, φέρε τον εδώ, κι εγώ θα σε περιμένω».

3Όταν γύρισε ο Τωβίας, μου είπε: «Πατέρα, ένας συμπατριώτης μας είναι στραγγαλισμένος και πεταμένος στην αγορά».

4 Τότε εγώ άφησα το φαγητό μου άθικτο κι έτρεξα, πήρα το πτώμα και το έκρυψα σε μια αποθήκη, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος. 5Όταν γύρισα, πλύθηκα κι έφαγα το φαγητό μου στενοχωρημένος.6 Τότε θυμήθηκα την προφητεία του Αμώς, που έλεγε: «θα μετατρέψω τις γιορτές σας σε κηδείες, και όλα τα γιορταστικά τραγούδια σας σε γοερές κραυγές», και έκλαψα.

7 Όταν βασίλεψε ο ήλιος, πήγα κι άνοιξα έναν τάφο και έθαψα τον νεκρό.8 Οι γείτονες με περιγελούσαν κι έλεγαν: «Αυτός τίποτα δε φοβάται πια. Πριν αρκετόν καιρό είχε αναγκαστεί να φύγει για να μην τον σκοτώσουν για την ίδια πράξη- και να τον πάλι, θάβει νεκρούς!»


 

Βαρύ πλήγμα για τον ευσεβή Τωβίτ

9Μετά, αφού έθαψα τον νεκρό, γύρισα την ίδια νύχτα και κοιμήθηκα κοντά στον τοίχο της αυλής, γιατί ήμουν μολυσμένος, και άφησα ακάλυπτο το πρόσωπο μου. 10Δεν ήξερα ότι υπήρχαν σπουργίτια στον τοίχο- κι όταν για μια στιγμή άνοιξα τα μάτια μου, έπεσαν μέσα τους ζεστές κοτσιλιές των σπουργιτιών και μου δημιούργησαν λευκά στίγματα. Πήγα στους γιατρούς αλλά δεν μπόρεσαν να με θεραπεύσουν. Ο Αχιάχαρος εξακολούθησε να με συντηρεί, μέχρις ότου πήγα στην Ελυμαΐδα.

11 Εκείνο τον καιρό η γυναίκα μου η Άννα έκανε τις γυναικείες δουλειές· 12 έστελνε ό,τι έφτιαχνε σ' εκείνους που της παρήγγελναν κι εκείνοι της έδιναν την αμοιβή της, προσθέτοντας κι ένα κατσίκι.13 Όταν γύρισε στο σπίτι και το κατσίκι άρχισε να βελάζει, της είπα: «Πού βρέθηκε το κατσίκι; Μήπως είναι κλεμμένο; Δώσ' το σ' εκείνους που τους ανήκει, γιατί δεν είναι σωστό να φάμε κάτι κλεμμένο».

14Εκείνη απάντησε: «Μου το 'δωσαν δώρο πέρα από την αμοιβή μου». Εγώ δεν την πίστευα και κόκκινος απ' το θυμό της φώναζα να δώσει το κατσίκι σ' αυτούς που τους ανήκε. Αυτή τότε μου απάντησε: «Κι εσύ τι κέρδισες με τις ελεημοσύνες σου και τα καλά σου έργα; Τα είδαμε τ' αποτελέσματα!»

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ.

 1 ΚΑΙ λυπηθείς έκλαυσα και προσευξάμην μετ ‘ οδύνης λέγων· 2 δίκαιος ει, Κύριε, και πάντα τα έργα σου και πάσαι αι οδοί σου ελεημοσύναι και αλήθεια, και κρίσιν αληθινήν και δικαίαν συ κρίνεις εις τον αιώνα. 3 μνήσθητί μου και επίβλεψον επ ‘ εμέ· μη με εκδικήσης ταις αμαρτίαις μου και τοις αγνοήμασί μου και των πατέρων μου, α ήμαρτον ενώπιόν σου· 4 παρήκουσαν γαρ των εντολών σου, και έδωκας ημάς εις διαρπαγήν και αιχμαλωσίαν και θάνατον και παραβολήν ονειδισμού πάσι τοις έθνεσιν, εν οίς εσκορπίσμεθα. 5 και νυν πολλαί αι κρίσεις σου εισι και αληθιναί εξ εμού ποιήσαι περί των αμαρτιών μου και των πατέρων μου, ότι ουκ εποιήσαμεν τας εντολάς σου· ου γαρ επορεύθημεν εν αληθεία ενώπιόν σου. 6 και νυν κατά το αρεστόν ενώπιόν σου ποίησον μετ‘ εμού· επίταξον αναλαβείν το πνεύμά μου, όπως απολυθώ και γένωμαι γη· διότι λυσιτελεί μοι αποθανείν ή ζην, ότι ονειδισμούς ψευδείς ήκουσα, και λύπη εστί πολλή εν εμοί· επίταξον απολυθήναί με της ανάγκης ήδη εις τον αιώνιον τόπον, μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ ‘εμού.

 7 Εν τη αυτή ημέρα συνέβη τη θυγατρί Ραγουήλ Σάρρα εν Εκβατάνοις της Μηδίας και ταύτην ονειδισθήναι υπό παιδισκών πατρός αυτής, 8 ότι ην δεδομένη ανδράσιν επτά, και Ασμοδαίος το πονηρόν δαιμόνιον απέκτεινεν αυτούς πριν ή γενέσθαι αυτούς μετ ‘ αυτής ως εν γυναιξί. και είπαν αυτή· ου συνιείς αποπνίγουσά σου τους άνδρας; ήδη επτά έσχες και ενός αυτών ουκ ωνομάσθης· 9 τι ημάς μαστιγοίς; ει απέθαναν, βάδιζε μετ ‘ αυτών· μη ίδοιμέν σου υιόν ή θυγατέρα εις τον αιώνα.

10 ταύτα ακούσασα ελυπήθη σφόδρα ωστε απάγξασθαι. και είπε· μία μεν ειμι τω πατρί μου· εάν ποιήσω τούτο, όνειδος αυτω έσται, και το γήρας αυτού κατάξω μετ ‘ οδύνης εις άδου.

 

11 και εδεήθη προς τη θυρίδι και είπεν· ευλογητός ει, Κύριε ο Θεός μου, και ευλογητόν το όνομά σου το άγιον και έντιμον εις τους αιώνας· ευλογήσαισάν σε πάντα τα έργα σου εις τον αιώνα. 12 και νυν, Κύριε, τους οφθαλμούς μου και το πρόσωπόν μου εις σε δέδωκα·

13 ειπόν απολύσαί με από της γης και μη ακούσαί με μηκέτι ονειδισμόν. 14 συ γινώσκεις, Κύριε, ότι καθαρά ειμι από πάσης αμαρτίας ανδρός 15 και ουκ εμόλυνα το όνομά μου ουδέ το όνομα του πατρός μου εν τη γη της αιχμαλωσίας μου. μονογενής ειμι τω πατρί μου, και ουχ υπάρχει αυτω παιδίον, ό κληρονομήσει αυτόν, ουδέ αδελφός εγγύς ουδέ υπάρχων αυτω υιος, ίνα συντηρήσω εμαυτήν αυτω γυναίκα. ήδη απώλοντό μοι επτά· ίνα τι μοι ζην; και ει μη δοκεί σοι αποκτείναί με, επίταξον επιβλέψαι επ ‘ εμέ και ελεήσαί με και μηκέτι ακούσαί με ονειδισμόν.

 

16 Και εισηκούσθη προσευχή αμφοτέρων ενώπιον της δόξης του μεγάλου Ραφαήλ, 17 και απεστάλη ιάσασθαι τους δύο, του Τωβίτ λεπίσαι τα λευκώματα και Σάρραν την του Ραγουήλ δούναι Τωβία τω υιω Τωβίτ γυναίκα και δήσαι Ασμοδαίον το πονηρόν δαιμόνιον, διότι Τωβία επιβάλλει κληρονομήσαι αυτήν.

Eν αυτω τω καιρω επιστρέψας Τωβίτ εισήλθεν εις τον οίκον αυτού και Σάρρα η του Ραγουήλ κατέβη εκ του υπερώου αυτής.

Κεφάλαιο 3ο

Ο Τωβίτ προσεύχεται να πεθάνει

Τότε εγώ λυπήθηκα, έκλαψα και προσευχήθηκα με πόνο:2 «Δίκαιος είσαι Κύριε», είπα- «όλα τα έργα σου και οι νόμοι σου έλεος είναι και πιστότητα, κι εσύ με κρίση αληθινή και δίκαιη κρίνεις αιώνια.3 Μη με ξεχάσεις και βοήθησε με· για τ' αμαρτήματα μου μη με τιμωρήσεις, ούτε για τα δικά μου και των προγόνων μου τα παραπτώματα, που πράξαμε απέναντι σου,4 παρακούοντας τις εντολές σου. Γι’ αυτό και στη λεηλασία μάς παρέδωσες και στην αιχμαλωσία και στο θάνατο- εγίναμε ντροπής παράδειγμα σ' όλα τα έθνη όπου σκορπιστήκαμε. 5 Είναι πολλές, λοιπόν, και δίκαιες οι κρίσεις σου εναντίον μου για τα δικά μου και των προγόνων μου τα αμαρτήματα, γιατί δεν εφαρμόσαμε τις εντολές σου και δε σε ακολουθήσαμε πιστά. 6 Και τώρα, ό,τι σ' αρέσει κάνε μου· πρόσταξε από μέσα μου να φύγει η ζωογόνος δύναμη, για να πεθάνω και να γίνω χώμα. Καλύτερα είναι να πεθάνω παρά να ζω, γιατί με ψέματα, άδικα με κατηγόρησαν και έχω μεγάλη στενοχώρια· διάταξε λοιπόν ν' απαλλαγώ πια απ' τη θλίψη ετούτη στον τόπο τον αιώνιο- και μη με αποστραφείς».

 

Η μεγάλη στενοχώρια της Σάρρας

7 Την ίδια μέρα στα Εκβάτανα της Μηδίας, συνέβη στην κόρη του Ραγουήλ, τη Σάρρα, να την περιπαίξουν κι αυτήν κάποιες δούλες του πατέρα της,8 γιατί η Σάρρα είχε παντρευτεί εφτά άντρες, αλλά ο Ασμοδαίος, αυτό το πονηρό πνεύμα, σκότωνε κάθε φορά τον άντρα της πριν πλαγιάσει μαζί της, όπως κάθε σύζυγος πλαγιάζει με τη γυναίκα του. «Δεν καταλαβαίνεις», της έλεγαν, «ότι εσύ πνίγεις τους άντρες σου; Εφτά είχες και δεν πήρες το όνομα κανενός απ' αυτούς.9 Γιατί μας παιδεύεις; Αφού πέθαναν, άντε κι εσύ καλύτερα μαζί τους, να μη δούμε ποτέ γιο ή κόρη από σένα».

10 Εκείνη όταν άκουσε αυτά τα λόγια, τόσο πολύ στενοχωρήθηκε, που αποφάσισε να πάει να κρεμαστεί. Ξαφνικά όμως σκέφτηκε: «Είμαι μοναχοπαίδι του πατέρα μου· αν κάνω κάτι τέτοιο θα τον ντροπιάσω, και η μεγάλη θλίψη τώρα στα γεράματα θα τον στείλει στον άδη».

 

Η Σάρρα προσεύχεται να πεθάνει

11 Η Σάρρα γύρισε προς το παράθυρο και προσευχήθηκε μ' αυτά τα λόγια: «Δοξασμένος να 'σαι Κύριε, θεέ μου, κι ευλογημένο το άγιο και ένδοξο όνομα σου για πάντα- ας σε δοξολογούν όλα τα έργα σου αιώνια! Τώρα, Κύριε, σ' εσένα στράφηκα για βοήθεια.

13 Πρόσταξε με να φύγω απ' αυτόν τον κόσμο για να μην ακούω πια τους χλευασμούς. 14 Εσύ το ξέρεις, Κύριε, πως είμαι αγνή παρθένα, 15 και δεν έχω ντροπιάσει το όνομα μου ούτε το όνομα του πατέρα μου στη χώρα αυτή που έχω εξορισθεί. Είμαι μοναχοκόρη του πατέρα μου- δεν έχει άλλο παιδί να τον κληρονομήσει, ούτε κανένα συγγενή ή αδερφό για να τον παντρευτώ. Δεν υπάρχει πια λόγος να ζω- έχασα και τους εφτά άντρες μου. Αν δεν σου φαίνεται καλό να με αφήσεις να πεθάνω, πρόσταξε τουλάχιστον να ενδιαφερθεί για μένα κάποιος και να με σπλαχνιστεί, για να μην ακούω πια τις κοροϊδίες του κόσμου».

 

Ο Θεός προετοιμάζει τη σωτηρία

16 Οι προσευχές του Τωβίτ και της Σάρρας εισακούστηκαν από τον ένδοξο και μεγάλο Θεό, 17κι έστειλε τον αρχάγγελο Ραφαήλ να θεραπεύσει και τους δυο: Να αφαιρέσει τα λευκά στίγματα από τα μάτια του Τωβίτ, και να δώσει γυναίκα στον Τωβία, γιο του Τωβίτ, τη Σάρρα, κόρη του Ραγουήλ, δένοντας τον Ασμοδαίο, το κακό πνεύμα, γιατί στον Τωβία ταίριαζε να πάρει τη Σάρρα γυναίκα του.

Την ίδια ώρα που επέστρεψε ο Τωβίτ και μπήκε στο σπίτι του κατέβηκε και η Σάρρα, κόρη του Ραγουήλ, από το ανώγειο του σπιτιού της κάτω.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ.

 

1 ΕΝ τη ημέρα εκείνη εμνήσθη Τωβίτ περί του αργυρίου, ου παρέθετο Γαβαήλ εν Ράγοις της Μηδίας, 2 και είπεν εν εαυτω· εγώ ητησάμην θάνατον, τι ου καλώ Τωβίαν τον υιόν μου, ίνα αυτω υποδείξω πριν αποθανείν με; 3 και καλέσας αυτόν είπε·

παιδίον, εάν αποθάνω, θάψον με, και μη υπερίδης την μητέρα σου· τίμα αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου και ποίει το αρεστόν αυτή και μη λυπήσης αυτήν. 4 μνήσθητι, παιδίον, ότι πολλούς κινδύνους εώρακεν επί σοί εν τη κοιλία· όταν αποθάνη, θάψον αυτήν παρ ‘ εμοί εν ενί τάφω.

5 πάσας τας ημέρας, παιδίον, Κυρίου του Θεού ημών μνημόνευε και μη θελήσης αμαρτάνειν και παραβήναι τας εντολάς αυτού. δικαιοσύνην ποίει πάσας τας ημέρας της ζωής σου και μη πορευθής ταις οδοίς της αδικίας· 6 διότι ποιούντός σου την αλήθειαν, ευοδίαι έσονται εν τοις έργοις σου και πάσι τοις ποιούσι την δικαιοσύνην. 7 εκ των υπαρχόντων σοι ποίει ελεημοσύνην, και μη φθονεσάτω σου ο οφθαλμός εν τω ποιείν σε ελεημοσύνην· μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από παντός πτωχού, και από σου ου μη αποστραφή το πρόσωπον του Θεού. 8 ως σοί υπάρχει κατά το πλήθος, ποίησον εξ αυτών ελεημοσύνην· εάν ολίγον σοι υπάρχη, κατά το ολίγον μη φοβού ποιείν ελεημοσύνην· 9 θέμα γαρ αγαθόν θησαυρίζεις σεαυτω εις ημέραν ανάγκης· 10 διότι ελεημοσύνη εκ θανάτου ρύεται και ουκ εά εισελθείν εις το σκότος· 11 δώρον γαρ αγαθόν εστιν ελεημοσύνη πάσι τοις ποιούσιν αυτήν ενώπιον του Υψίστου. 12 πρόσεχε σεαυτω, παιδίον, από πάσης πορνείας και γυναίκα πρώτον λάβε από του σπέρματος των πατέρων σου· μη λάβης γυναίκα αλλοτρίαν, ή ουκ έστιν εκ της φυλής του πατρός σου, διότι υιοί προφητών εσμεν. Νώε, Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, οι πατέρες ημών από του αιώνος· μνήσθητι, παιδίον, ότι αυτοί πάντες έλαβον γυναίκας εκ των αδελφών αυτών και ευλογήθησαν εν τοις τέκνοις αυτών, και το σπέρμα αυτών κληρονομήσει γην. 13 και νυν, παιδίον, αγάπα τους αδελφούς σου και μη υπερηφανεύου τη καρδία σου από των αδελφών σου και των υιών και θυγατέρων του λαού σου λαβείν σεαυτω εξ αυτών γυναίκα· διότι εν τη υπερηφανία απώλεια και ακαταστασία πολλή, και εν τη αχρειότητι ελάττωσις και ένδεια μεγάλη· η γαρ αχρειότης μήτηρ εστί του λιμού.

14 μισθός παντός ανθρώπου, ος εάν εργάσηται παρά σοί, μη αυλισθήτω, αλλ ‘ απόδος αυτω παραυτίκα, και εάν δουλεύσης τω Θεω, αποδοθήσεταί σοι. πρόσεχε σεαυτω, παιδίον, εν πάσι τοις έργοις σου και ίσθι πεπαιδευμένος εν πάση αναστροφή σου. 15 και ό μισείς, μηδενί ποιήσης. οίνον εις μέθην μη πίης, και μη πορευθήτω μετά σου μέθη εν τη οδω σου. 16 εκ του άρτου σου δίδου πεινώντι και εκ των ιματίων σου τοις γυμνοίς· παν, ό εάν περισσεύση σοι, ποίει ελεημοσύνην, και μη φθονεσάτω σου ο οφθαλμός εν τω ποιείν σε ελεημοσύνην. 17 έκχεον τους άρτους σου επί τον τάφον των δικαίων και μη δως τοις αμαρτωλοίς.

18 συμβουλίαν παρά παντός φρονίμου ζήτησον και μη καταφρονήσης επί πάσης συμβουλίας χρησίμης. 19 και εν παντί καιρω ευλόγει Κύριον τον Θεόν και παρ‘ αυτού αίτησον, όπως αι οδοί σου ευθείαι γένωνται, και πάσαι αι τρίβοι και βουλαί σου ευοδωθώσι· διότι παν έθνος ουκ έχει βουλήν, αλλ ‘ αυτός ο Κύριος δίδωσι πάντα τα αγαθά και ον εάν θέλη, ταπεινοί, καθώς βούλεται. και νυν, παιδίον, μνημόνευε των εντολών μου, και μη εξαλειφθήτωσαν εκ της καρδίας σου. 20 και νυν υποδεικνύω σοι τα δέκα τάλαντα του αργυρίου, α παρεθέμην Γαβαήλω τω του Γαβρία εν Ράγοις της Μηδίας. 21 και μη φοβού, παιδίον, ότι επτωχεύσαμεν· υπάρχει σοι πολλά, εάν φοβηθής τον Θεόν, και αποστης από πάσης αμαρτίας και ποιήσης το αρεστόν ενώπιον αυτού.

2ο Μέρος: Οδηγίες του Τωβίτ προς τον Τωβία

Κεφάλαιο 4ο

Οι τελευταίες υποθήκες του Τωβίτ στο γιο του

Εκείνη την ημέρα θυμήθηκε ο Τωβίτ τα χρήματα που είχε δώσει στο Γαβαήλ, στους Ράγους της Μηδίας,2και σκέφτηκε: «Εγώ προσευχήθηκα να πεθάνω- γιατί δεν καλώ το γιο μου τον Τωβία να του δώσω συμβουλές προτού πεθάνω;»3 Τον κάλεσε, λοιπόν, και του είπε:

 

«Παιδί μου, όταν πεθάνω θέλω να με θάψεις κατά πώς πρέπει- ποτέ να μην περιφρονήσεις τη μητέρα σου- να τη σέβεσαι όσο ζεις και να κάνεις ό,τι της αρέσει- πρόσεξε να μην τη στενοχωρείς.4 Να θυμάσαι, παιδί μου, πόσους κινδύνους πέρασε για σένα, ενώ εσύ ήσουν ακόμα στην κοιλιά της. Κι όταν πεθάνει κι εκείνη, θάψε την μαζί μου στον ίδιο τάφο.

5»Σ' όλη σου τη ζωή, παιδί μου, να θυμάσαι τον Κύριο το Θεό μας, και μη σκεφτείς ποτέ ν' αμαρτήσεις ή να παραβείς τις εντολές του. Να είσαι ενάρετος σ' όλη σου τη ζωή και να μην ακολουθείς το δρόμο της αδικίας, 6 γιατί, με την αρετή σου θα έχεις επιτυχία στα έργα σου.7 Να δίνεις από τα υπάρχοντα σου ελεημοσύνη και μάλιστα με απλοχεριά, σε όλους όσοι είναι ενάρετοι. Όταν βλέπεις έναν φτωχό δίνε του ελεημοσύνη και μην τον αποστρέφεσαι, για να μη σε αποστραφεί κι εσένα ο Θεός.8 Ανάλογα με τα υπάρχοντα σου δίνε ελεημοσύνη- αν έχεις πολλά, δίνε πολλά- αν έχεις λίγα, δίνε από τα λίγα χωρίς επιφυλάξεις.9 Έτσι αποταμιεύεις πλούσιο απόθεμα για ώρα ανάγκης. 10 Η ελεημοσύνη λυτρώνει από το θάνατο, και δεν αφήνει τον άνθρωπο να μπει στο σκοτεινό κόσμο του άδη.11 Εκείνοι που κάνουν ελεημοσύνη, προσφέρουν στον Ύψιστο τα δώρα που τον ευχαριστούν. 12 »Να προσέχεις τον εαυτό σου, παιδί μου, από κάθε παράνομο δεσμό Πρώτα απ' όλα να πάρεις γυναίκα από τη φυλή σου. Μην πάρεις ξένη γυναίκα, γιατί εμείς είμαστε απόγονοι 'προφητών: του Νώε, του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ, που είναι οι πιο μακρινοί μας πρόγονοι. Να θυμάσαι, παιδί μου, ότι όλοι αυτοί πήραν γυναίκες από τους ομοεθνείς τους και ο Θεός τους ευλόγησε δίνοντας τους παιδιά- κι επίσης τους υποσχέθηκε ότι οι απόγονοι τους θα έπαιρναν ιδιοκτησία τους τη χώρα του Ισραήλ. 13 Να προτιμάς, λοιπόν παιδί μου, τους ομοεθνείς σου, άντρες και γυναίκες και να μην τους περιφρονείς μέσα σου, προκειμένου να διαλέξεις γυναίκα απ' ανάμεσα τους. Η υπερηφάνεια προκαλεί καταστροφή και δυστυχία μεγάλη, όπως κι η απραξία φέρνει ανέχεια και φτώχεια πολλή- γιατί η απραξία είναι μητέρα της πείνας.

 

 

14»Μην καθυστερείς το μισθό του εργάτη σου, αλλά να του τον καταβάλλεις εγκαίρως-αν έτσι υπακούς στο Θεό, εκείνος θα σου το ανταποδώσει. Πρόσεχε, παιδί μου, σ' ό,τι κι αν κάνεις και δείχνε με όλη σου τη συμπεριφορά ότι έχεις καλή ανατροφή. 15 Ό,τι δεν θέλεις να σου κάνουν, μην το κάνεις κι εσύ στους άλλους. Μην πίνεις κρασί τόσο που να μεθάς- η μέθη είναι κακός σύντροφος για το δρόμο.16 Να μοιράζεσαι το ψωμί σου με τον πεινασμένο και τα ρούχα σου με τους γυμνούς- καθετί που σου περισσεύει να το προσφέρεις αγόγγυστα ελεημοσύνη. 17Όταν κάποιος δίκαιος πεθάνει, να πηγαίνεις στους συγγενείς του τρόφιμα· αλλά μην το κάνεις αυτό αν πεθάνει κάποιος ασεβής.

 

 

18 »Να ζητάς συμβουλές από τους συνετούς και να μην περιφρονείς καμιά χρήσιμη γνώμη.19 Πάντοτε να δοξάζεις τον Κύριο το Θεό- να ζητάς απ' αυτόν να κατευθύνει τη ζωή σου, και να δίνει επιτυχία σε όλα όσα επιχειρείς και όσα σχεδιάζεις. Σε κανένα άλλο έθνος δεν δίνει ο Κύριος την πραγματική σύνεση. Πράγματι, ο ίδιος δίνει τ' αγαθά σε όποιον θέλει και όποιον θέλει τον ταπεινώνει. Να θυμάσαι λοιπόν, παιδί μου, τις εντολές μου και να μην αφήσεις να σβηστούν από την καρδιά σου.20 Και τώρα σου θυμίζω τα δέκα τάλαντα το ασήμι, που έχω καταθέσει στο Γαβαήλ, γιο του Γαβρία, στους Ράγους της Μηδίας.21 Μη φοβάσαι παιδί μου που γίναμε φτωχοί- θα έχεις στη διάθεση σου πολλά πλούτη, αν σέβεσαι το Θεό και μένεις μακριά από κάθε αμαρτία και κάνεις ό,τι τον ευαρεστεί».

 

 

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε.

 1 ΚΑΙ αποκριθείς Τωβίας είπεν αυτω· πάτερ, ποιήσω πάντα, όσα εντέταλσαί μοι· 2 αλλά πώς δυνήσομαι λαβείν το αργύριον και ου γινώσκω αυτόν;

3 και έδωκεν αυτω το χειρόγραφον και είπεν αυτω· ζήτησον σεαυτω άνθρωπον, ος συμπορεύσεταί σοι, και δώσω αυτω μισθόν έως ζω· και λαβέ πορευθείς το αργύριον.

4 και επορεύθη ζητήσαι άνθρωπον και εύρε τον Ραφαήλ, ος ην άγγελος, και ουκ ήδει·

5 και είπεν αυτω· ει δύναμαι πορευθήναι μετά σου εν Ράγοις της Μηδίας, και ει έμπειρος ει των τόπων; 6 και είπεν αυτω ο άγγελος· πορεύσομαι μετά σου και της οδού εμπειρώ και παρά Γαβαήλ τον αδελφόν ημών ηυλίσθην.

7 και είπεν αυτω Τωβίας· υπόμεινόν με, και ερώ τω πατρί.

8 και είπεν αυτω· πορεύου και μη χρονίσης.

 

9 και εισελθών είπε τω πατρί· ιδού εύρηκα ος συμπορεύσεταί μοι. ο δε είπε· φώνησον αυτόν προς με, ίνα επιγνώ ποίας φυλής εστι και ει πιστός του πορευθήναι μετά σου. 10 και εκάλεσεν αυτόν, και εισήλθε, και ησπάσαντο αλλήλους.

11 και είπεν αυτω Τωβίτ· αδελφέ, εκ ποίας φυλής και εκ ποίας πατριάς ει συ; υπόδειξόν μοι. 12 και είπεν αυτω· φυλήν και πατριάν συ ζητείς ή μίσθιον, ος συμπορεύσεται μετά του υιού σου; και είπεν αυτω Τωβίτ· βούλομαι, αδελφέ, επιγνώναι το γένος σου και το όνομα. 13 ος δε είπεν· εγώ Αζαρίας Ανανίου του μεγάλου, των αδελφών σου.

14 και είπεν αυτω· υγιαίνων έλθοις, αδελφέ, και μη μοι οργισθής, ότι εζήτησα την φυλήν σου και την πατριάν σου επιγνώναι. και συ τυγχάνεις αδελφός μου εκ της καλής και αγαθής γενεάς· επεγίνωσκον γαρ εγώ Ανανίαν και Ιωνάθαν τους υιούς Σεμεϊ του μεγάλου, ως επορευόμεθα κοινώς εις Ιεροσόλυμα προσκυνείν, αναφέροντες τα πρωτότοκα και τας δεκάτας των γεννημάτων, και ουκ επλανήθησαν εν τη πλάνη των αδελφών ημών. εκ ρίζης καλής ει, αδελφέ,

15 αλλά ειπόν μοι τίνα σοι έσομαι μισθόν διδόναι· δραχμήν της ημέρας και τα δέοντά σοι ως και τω υιω μου. 16 και έτι προσθήσω σοι επί τον μισθόν, εάν υγιαίνοντες επιστρέψητε. 17 και ευδόκησαν ούτως. και είπε προς Τωβίαν· έτοιμος γίνου προς την οδόν· και ευοδωθείητε. και ητοίμασεν ο υιος αυτού τα προς την οδόν. και είπεν αυτω ο πατήρ αυτού· πορεύου μετά του ανθρώπου τούτου, ο δε εν τω ουρανω οικών Θεός ευοδώσει την οδόν υμών, και ο άγγελος αυτού συμπορευθήτω υμίν. και εξήλθαν αμφότεροι απελθείν και ο κύων του παιδαρίου μετ ‘ αυτών. 18 έκλαυσε δε Άννα η μήτηρ αυτού και είπε προς Τωβίτ· τι εξαπέστειλας το παιδίον ημών; ή ουχί η ράβδος της χειρός ημών εστιν εν τω εισπορεύεσθαι αυτόν και εκπορεύεσθαι ενώπιον ημών; 19 αργύριον τω αργυρίω μη φθάσαι, αλλά περίψημα του παιδίου ημών γένοιτο· 20 ως γαρ δέδοται ημίν ζην παρά του Κυρίου, τούτο ικανόν ημίν υπάρχει.

21 και είπεν αυτή Τωβίτ· μη λόγον έχε, αδελφή· υγιαίνων ελεύσεται, και οι οφθαλμοί σου όψονται αυτόν· 22 άγγελος γαρ αγαθός συμπορεύσεται αυτω, και ευοδωθήσεται η οδός αυτού, και υποστρέψει υγιαίνων. και επαύσατο κλαίουσα.

3ο Μέρος: Το ταξίδι του Τωβία και του Ραφαήλ

Κεφάλαιο 5ο

Ο γιος του Τωβίτ βρίσκει συνοδό

O Τωβίας αποκρίθηκε στον Τωβίτ: «Πατέρα, θα κάνω όλα όσα με πρόσταξες-2 αλλά πώς θα μπορέσω να πάρω τα χρήματα, αφού δε γνωρίζω το Γαβαήλ;»

3 Ο Τωβίτ τού έδωσε το γραμμάτιο και του είπε: «Ψάξε να βρεις έναν άνθρωπο να σε συνοδέψει και εγώ όσο ζω θα του δίνω αμοιβή. Κι όταν φτάσεις στο Γαβαήλ, πάρε τα χρήματα».

4 Ο Τωβίας πήγε να βρει έναν άνθρωπο και βρήκε το Ραφαήλ, χωρίς να ξέρει ότι επρόκειτο για άγγελο.

5 «Μήπως μπορείς να με συνοδέψεις στους Ράγους της Μηδίας;» τον ρώτησε. «Γνωρίζεις εκείνα τα μέρη;»6Ο άγγελος του απάντησε: «θα 'ρθω μαζί σου. Και το δρόμο ξέρω και στο συμπατριώτη μας το Γαβαήλ έχω διανυκτερεύσει».

7 Ο Τωβίας του είπε: «Περίμενε με να το πω στον πατέρα μου».

8 «Πήγαινε», του είπε ο άγγελος, «αλλά μην καθυστερήσεις».

 

 

Ο Τωβίας αποχαιρετάει τους γονείς του

9 O Τωβίας μπήκε στο σπίτι και είπε στον πατέρα του: «Βρήκα άνθρωπο να με συνοδέψει». Ο πατέρας του του είπε: «Φώναξε τον να 'ρθει μέσα για να μάθω από ποια φυλή είναι· και αν είναι έμπιστος τότε να έρθει μαζί σου».

10 Τον φώναξε και μπήκε στο σπίτι και αλληλοχαιρετήθηκαν.

11 O Τωβίτ τον ρώτησε: «Συμπατριώτη, πες μου από ποια φυλή κι από ποια συγγένεια είσαι;» 12 O άγγελος του απάντησε: «Φυλή και συγγένεια ζητάς εσύ ή μισθωτό, να συνοδέψει το γιο σου;» Ο Τωβίτ του είπε: «Συμπατριώτη, θέλω να μάθω τη συγγένεια σου και το όνομα σου».13 Εκείνος του απάντησε: «Είμαι ο Αζαρίας, γιος του Ανανία του ονομαστού συμπατριώτη σου».

14 O Τωβίτ του είπε: «Καλώς ήρθες συμπατριώτη! Και μη μου θυμώνεις που ζήτησα να μάθω τη φυλή σου και τη συγγένεια σου. Είσαι κι εσύ συγγενής μου από εξαίρετη οικογένεια· εγώ τον ήξερα τον Ανανία και τον Ιωνάθαν, τους γιους του ξακουστού Σεμεΐα. Πηγαίναμε μαζί στην Ιερουσαλήμ να προσκυνήσουμε, και προσφέραμε τα πρωτογέννητα των ζώων μας και το δέκατο των προϊόντων μας. Αυτοί δεν ακολούθησαν τον κακό δρόμο των άλλων συμπατριωτών μας. Από καλή οικογένεια είσαι, συμπατριώτη.

15 »Πες μου, όμως, τι μισθό θέλεις να σου δώσω; Μια δραχμή την ημέρα και τα αναγκαία για σένα και το γιο μου;16 Και θα σου δώσω ακόμα παραπάνω, αν γυρίσετε πίσω γεροί».17Έτσι και συμφώνησαν. Τότε ο Τωβίτ είπε στον Τωβία: «Ετοιμάσου για το ταξίδι και σας εύχομαι καλό δρόμο».

Όταν ο γιος του ετοίμασε ότι χρειάζονταν για την πορεία, ο πατέρας του του είπε: «Πήγαινε μ' αυτόν εδώ τον άνθρωπο· κι ο Θεός που κατοικεί στον ουρανό να δώσει να 'χετε καλό ταξίδι κι ο άγγελος του να σας συνοδεύει». Βγήκαν, λοιπόν, οι δύο για να φύγουν και το σκυλί του παιδιού πήγε μαζί τους.18 Η μάνα του η Άννα έκλαιγε κι έλεγε στον Τωβίτ: «Γιατί έστειλες μακριά το παιδί μας; Ήταν το στήριγμα μας όταν ήταν μαζί μας.19Δε θέλουμε άλλα χρήματα· άσ' τα να χαθούν και να 'χουμε το παιδί μας!20 Μας φτάνουν όσα μας έχει δώσει ο Κύριος για να ζούμε».

21 O Τωβίτ όμως της είπε: «Μη στενοχωριέσαι, καλή μου- θα έρθει πίσω γερός και θα τον δεις με τα ίδια σου τα μάτια. Άγγελος καλός θα πορευτεί μαζί του, θα 'χει καλό ταξίδι, και θα επιστρέψει σώος και αβλαβής». 23 Έτσι η Άννα σταμάτησε να κλαίει.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ.

 1 ΟΙ δε πορευόμενοι την οδόν ήλθον εσπέρας επί τον Τίγριν ποταμόν, και ηυλίζοντο εκεί.

2 το δε παιδάριον κατέβη περικλύσασθαι, και ανεπήδησεν ιχθύς από του ποταμού και εβουλήθη καταπιείν το παιδάριον. 3 ο δε άγγελος είπεν αυτω· επιλαβού του ιχθύος. και εκράτησε τον ιχθύν το παιδάριον και ανέβαλεν αυτόν επί την γην. 4 και είπεν αυτω ο άγγελος· ανάτεμε τον ιχθύν και λαβών την καρδίαν και το ήπαρ και την χολήν θές ασφαλώς. 5 και εποίησε το παιδάριον ως είπεν αυτω ο άγγελος, τον δε ιχθύν οπτήσαντες έφαγον.

6 και ωδευον αμφότεροι, έως ου ήγγισαν εν Εκβατάνοις. 7 και είπε το παιδάριον τω αγγέλω· Αζαρία αδελφέ, τι εστιν η καρδία και το ήπαρ και η χολή του ιχθύος; 8 και είπεν αυτω· η καρδία και το ήπαρ, εάν τινα οχλή δαιμόνιον ή πνεύμα πονηρόν, ταύτα δεί καπνίσαι ενώπιον ανθρώπου ή γυναικός, και ουκέτι ου μη οχληθή· 9 η δε χολή, εγχρίσαι άνθρωπον, ος έχει λευκώματα εν τοις οφθαλμοίς, και ιαθήσεται.

10 ως δε προσήγγισαν τη Ράγη, 11 είπεν ο άγγελος τω παιδαρίω· αδελφέ, σήμερον αυλισθησόμεθα παρά Ραγουήλ, και αυτός συγγενής σου εστι, και έστιν αυτω θυγάτηρ ονόματι Σάρρα· 12 λαλήσω περί αυτής του δοθήναί σοι αυτήν εις γυναίκα, ότι σοι επιβάλλει η κληρονομία αυτής, και συ μόνος ει εκ του γένους αυτής, και το κοράσιον καλόν και φρόνιμόν εστι. 13 και νυν άκουσόν μου και λαλήσω τω πατρί αυτής, και όταν υποστρέψωμεν εκ Ραγών, ποιήσομεν τον γάμον· διότι επίσταμαι Ραγουήλ ότι ου μη δω αυτήν ανδρί ετέρω κατά τον νόμον Μωυσή ή οφειλήσει θάνατον, ότι την κληρονομίαν σοί καθήκει λαβείν ή πάντα άνθρωπον.

14 τότε είπε το παιδάριον τω αγγέλω· Αζαρία αδελφέ, ακήκοα εγώ το κοράσιον δεδόσθαι επτά ανδράσι και πάντας εν τω νυμφώνι απολωλότας. 15 και νυν εγώ μόνος ειμί τω πατρί και φοβούμαι μη εισελθών αποθάνω καθώς και οι πρότεροι, ότι δαιμόνιον φιλεί αυτήν, ό ουκ αδικεί ουδένα πλήν των προσαγόντων αυτή. και νυν εγώ φοβούμαι μη αποθάνω και κατάξω την ζωήν του πατρός μου και της μητρός μου μετ ‘ οδύνης επ ‘ εμοί εις τον τάφον αυτών· και υιος έτερος ουχ υπάρχει αυτοίς, ος θάψει αυτούς.

16 είπε δε αυτω ο άγγελος· ου μέμνησαι των λόγων, ων ενετείλατό σοι ο πατήρ σου, υπέρ του λαβείν σε γυναίκα εκ του γένους σου; και νυν άκουσόν μου, αδελφέ, διότι σοί έσται εις γυναίκα, και του δαιμονίου μηδένα λόγον έχε, ότι την νύκτα ταύτην δοθήσεταί σοι αύτη εις γυναίκα. 17 και εάν εισέλθης εις τον νυμφώνα, λήψη τέφραν θυμιαμάτων και επιθήσεις από της καρδίας και του ήπατος του ιχθύος και καπνίσεις, 18 και οσφρανθήσεται το δαιμόνιον και φεύξεται και ουκ επανελεύσεται εις τον αιώνα του αιώνος. όταν δε προσπορεύη αυτή, εγέρθητε αμφότεροι και βοήσατε προς τον ελεήμονα Θεόν, και σώσει υμάς και ελεήσει. μη φοβού, ότι σοί αυτή ητοιμασμένη ην από του αιώνος, και συ αυτήν σώσεις, και πορεύσεται μετά σου, και υπολαμβάνω ότι σοι έσται εξ αυτής παιδία.

19 και ως ήκουσε Τωβίας ταύτα, εφίλησεν αυτήν, και η ψυχή αυτού εκολλήθη σφόδρα αυτή.

Κεφάλαιο 6ο

O Τωβίας πιάνει ένα ψάρι

O Τωβίας και ο Ραφαήλ πήραν το δρόμο κι έφτασαν το βράδυ στον ποταμό Τίγρη, όπου και πέρασαν τη νύχτα τους.

2 Όταν το παιδί κατέβηκε στην όχθη να πλύνει τα πόδια του, πήδησε ένα ψάρι από το ποτάμι και ήθελε να τον καταβροχθίσει. 3Ο άγγελος του είπε: «Πιάσ' το». Το παιδί έπιασε το ψάρι και το έβγαλε στη στεριά.4 Ο άγγελος του είπε: «Άνοιξε το ψάρι και βγάλε του την καρδιά, το συκώτι και τη χολή, και φύλαξε τα καλά». 5Το παιδί έκανε όπως του είπε ο άγγελος- μετά έψησαν το ψάρι και το έφαγαν.

6 Στη συνέχεια της πορείας τους πλησίασαν στα Εκβάτανα.7 Το παιδί είπε στον άγγελο: «Αδερφέ Αζαρία, τι τα θέλουμε το συκώτι, την καρδιά και τη χολή του ψαριού;» 8 Εκείνος του απάντησε: «Εάν κάποιον, άντρα ή γυναίκα, τον ενοχλεί ένας δαίμονας ή ένα κακό πνεύμα, πρέπει κάποιος να κάψει μπροστά του την καρδιά και το συκώτι, κι ο δαίμονας δε θα τον ξαναενοχλήσει ποτέ πια.9 Η χολή χρειάζεται όταν ένας έχει λευκά στίγματα στα μάτια: αν τα αλείψει μ' αυτήν θα θεραπευτεί».

 

Ο Τωβίας πρόκειται να παντρευτεί τη Σάρρα

10 'Οταν πλησίασαν στους Ράγους, 11 είπε ο άγγελος στον νέο: «Αδερφέ, σήμερα θα περάσουμε τη νύχτα μας στο σπίτι του Ραγουήλ. Αυτός είναι συγγενής σου κι έχει μια μονάκριβη κόρη, που ονομάζεται Σάρρα.12 θα μιλήσω για να σου τη δώσουν γυναίκα, γιατί εσύ είσαι ο πλησιέστερος συγγενής της και σ' εσένα ανήκει το δικαίωμα να την πάρεις γυναίκα και να κληρονομήσεις την περιουσία του πατέρα της. Εξάλλου το κορίτσι είναι όμορφο και μυαλωμένο. 13 Άκουσε με: θα μιλήσω στον πατέρα της και όταν επιστρέψουμε από τους Ράγους, θα κάνουμε το γάμο. Γνωρίζω ότι ο Ραγουήλ, σύμφωνα με το νόμο του Μωυσή, δε θα τη δώσει σε άλλον άντρα, γιατί αλλιώς θα καταδικαζόταν σε θάνατο" μόνο εσύ ως συγγενής έχεις το δικαίωμα να πάρεις την κόρη του γυναίκα σου, μαζί και την περιουσία και κανένας άλλος».

 

Ο άγγελος εξαφανίζει όλους τους φόβους

14 Τότε ο νέος είπε στον άγγελο Αζαρία: «Ναι, αδερφέ μου, αλλά έχω ακούσει ότι το κορίτσι έχει παντρευτεί άλλους εφτά άντρες, και όλοι τους πέθαναν στο νυφικό δωμάτιο. 15 Εμένα όμως ο πατέρας μου με έχει έναν και φοβάμαι μήπως, όταν μπω κι εγώ στο νυφικό δωμάτιο, πεθάνω όπως και οι προηγούμενοι. Λένε πως την αγαπάει ένας δαίμονας, ο οποίος δε βλάπτει κανέναν άλλο, παρά μόνον εκείνους που την πλησιάζουν. Αν πεθάνω η λύπη για το θάνατο μου θα σκοτώσει και τον πατέρα μου και τη μάνα μου. Δεν έχουν άλλο γιο για να τους θάψει».

16 Αλλά ο άγγελος του είπε: «Δε θυμάσαι που σε συμβούλεψε ο πατέρας σου να πάρεις γυναίκα από τη συγγένεια σου; Τώρα, λοιπόν, άκουσε με, αδερφέ μου: αυτή θα γίνει γυναίκα σου· και για το δαιμόνιο μη συζητάς καθόλου- γιατί απόψε αυτή θα σου δοθεί γυναίκα.17 Όταν θα μπεις στο νυφικό δωμάτιο, πάρε σταχτωμένα κάρβουνα από το θυμιατήρι και βάλε πάνω τους ένα κομμάτι από την καρδιά και το συκώτι του ψαριού και άφησε τα να βγάλουν καπνό. Όταν θα τα μυρίσει το δαιμόνιο, θα φύγει και δε θα ξαναγυρίσει πια.18 Πριν την πλησιάσεις μάλιστα, σηκωθείτε και οι δυο και προσευχηθείτε στον εύσπλαχνο Θεό, κι αυτός θα σας σπλαχνιστεί. θα σας προστατέψει, μη φοβάσαι. Αυτή ήταν από πάντα προορισμένη για σένα-εσύ θα τη σώσεις και θα 'ρθεί μαζί σου, και πιστεύω ότι απ' αυτήν θα αποκτήσεις και παιδιά».

19Όταν τ' άκουσε αυτά ο Τωβίας, αγάπησε την κοπέλα και αφοσιώθηκε ολόψυχα σ' αυτήν.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ.

1 ΚΑΙ ήλθον εις Εκβάτανα και παρεγένοντο εις την οικίαν Ραγουήλ, Σάρρα δε υπήντησεν αυτοίς και εχαιρέτισεν αυτούς και αυτοί αυτήν, και εισήγαγεν αυτούς εις την οικίαν.

2 και είπε Ραγουήλ Έδνα τη γυναικί αυτού· ως όμοιος ο νεανίσκος Τωβίτ τω ανεψιω μου; 3 και ηρώτησεν αυτούς Ραγουήλ· πόθεν εστέ, αδελφοί; και είπαν αυτω· εκ των υιών Νεφθαλίμ των αιχμαλώτων εκ Νινευή.

4 και είπεν αυτοίς· γινώσκετε Τωβίτ τον αδελφόν ημών; οι δε είπον· γινώσκομεν. και είπεν αυτοίς· υγιαίνει; 5 οι δε είπαν· και ζη και υγιαίνει. και είπε Τωβίας· πατήρ μου εστι. 6 και ανεπήδησε Ραγουήλ και κατεφίλησεν αυτόν και έκλαυσε 7 και ευλόγησεν αυτόν και είπεν αυτω· ο του καλού και αγαθού ανθρώπου υιος· και ακούσας ότι Τωβίτ απώλεσε τους οφθαλμούς εαυτού, ελυπήθη και έκλαυσε.

8 και Έδνα η γυνή αυτού και Σάρρα η θυγάτηρ αυτού έκλαυσαν και υπεδέξαντο αυτούς προθύμως· 9 και έθυσαν κριόν προβάτων και παρέθηκαν όψα πλείονα.

 

είπε δε Τωβίας τω Ραφαήλ· Αζαρία αδελφέ, λάλησον υπέρ ων έλεγες εν τη πορεία, και τελεσθήτω το πράγμα. 10 και μετέδωκε τον λόγον τω Ραγουήλ· και είπε Ραγουήλ προς Τωβίαν· φάγε, πίε και ηδέως γίνου, σοί γαρ καθήκει το παιδίον μου λαβείν· πλήν υποδείξω σοι την αλήθειαν. 11 έδωκα το παιδίον μου επτά ανδράσι, και οπότε εάν εισεπορεύοντο προς αυτήν, απέθνησκον υπό την νύκτα. αλλά το νυν έχον, ηδέως γίνου.

και είπε Τωβίας· ου γεύομαι ουδέν ώδε, έως αν στήσητε και σταθήτε προς με. και είπε Ραγουήλ· κομίζου αυτήν από του νυν κατά την κρίσιν· συ δε αδελφός ει αυτής, και αυτή σου εστιν· ο δε ελεήμων Θεός ευοδώσει υμίν τα κάλλιστα.

12 και εκάλεσε Σάρραν την θυγατέρα αυτού, και λαβών της χειρός αυτής παρέδωκεν αυτήν Τωβία γυναίκα και είπεν· ιδού κατά τον νόμον Μωυσέως κομίζου αυτήν και άπαγε προς τον πατέρα σου· και ευλόγησεν αυτούς.13 και εκάλεσεν Έδναν την γυναίκα αυτού· και λαβών βιβλίον έγραψε συγγραφήν, και εσφραγίσατο.

14 και ήρξαντο εσθίειν. 15 και εκάλεσε Ραγουήλ Έδναν την γυναίκα αυτού και είπε αυτή· αδελφή, ετοίμασον το έτερον ταμιείον και εισάγαγε αυτήν. 16 και εποίησεν ως είπε και εισήγαγεν αυτήν εκεί, και έκλαυσε· και απεδέξατο τα δάκρυα της θυγατρός αυτής και είπεν αυτή· 17 θάρσει, τέκνον, ο Κύριος του ουρανού και της γης δώη σοι χάριν αντί της λύπης σου ταύτης· θάρσει, θύγατερ.

Μέρος 4ο: O γάμος του Τωβία με τη Σάρρα:

Κεφάλαιο 7ο

Άφιξη στο σπίτι του Ραγουήλ

Όταν ήρθαν στα Εκβάτανα και πλησίασαν στο σπίτι του Ραγουήλ, η Σάρρα τους προϋπάντησε και τους χαιρέτησε. Αυτοί την αντιχαιρέτησαν κι εκείνη τους πέρασε στο σπίτι.

2 Ο Ραγουήλ είπε στη γυναίκα του την Έδνα: «Κοίτα πόσο μοιάζει αυτός ο νέος με τον ανηψιό μου τον Τωβίτ!»3 Μετά τους ρώτησε: «Από πού είστε, συμπατριώτες;» Αυτοί του απάντησαν: «Είμαστε από τους απογόνους του Νεφθαλίμ, που είναι αιχμάλωτοι στη Νινευή».

4 «Γνωρίζετε τον Τωβίτ, το συγγενή μας;» τους ρώτησε. Εκείνοι απάντησαν: «Τον γνωρίζουμε». 5«Είναι καλά;» τους είπε. «Ζει και είναι καλά», απάντησαν. Και ο Τωβίας είπε: «Ο Τωβίτ είναι πατέρας μου». 6 Ο Ραγουήλ τότε πετάχτηκε πάνω και τον φίλησε· έκλαψε και τον ευλόγησε μ' αυτά τα λόγια: «Είσαι λοιπόν γιος του εξαίρετου εκείνου ανθρώπου!» Και όταν άκουσε ότι ο Τωβίτ είχε χάσει το φως του, λυπήθηκε και έκλαψε.

7 Η γυναίκα του η Έδνα και η κόρη του η Σάρρα έκλαψαν κι αυτές και τους πρόσφεραν πρόθυμη φιλοξενία. 8Έσφαξαν ένα κριάρι από τα πρόβατα τους και τους ετοίμασαν πλούσιο τραπέζι.

 

Ο Τωβίας ζητάει σε γάμο τη Σάρρα

9 Τότε είπε ο Τωβίας στο Ραφαήλ: «Αδερφέ μου Αζαρία, μίλησε στους ανθρώπους για κείνα που μου έλεγες στο δρόμο κι ας γίνουν όπως τα είπες.10Ο Αζαρίας ανακοίνωσε το θέμα στο Ραγουήλ. Τότε ο Ραγουήλ είπε στον Τωβία: «Φάε, πιε κι ευχαριστήσου, γιατί εσύ έχεις το δικαίωμα να πάρεις την κόρη μου· αλλά θα σου φανερώσω όλη την αλήθεια:11 Πάντρεψα την κόρη μου με εφτά άντρες κι όταν πλάγιαζαν μαζί της, πέθαιναν την ίδια νύχτα· για την ώρα όμως απόλαυσε το φαγητό σου».

12Ο Τωβίας είπε: «Δε θα φάω τίποτα εδώ, μέχρις ότου κλείσετε τη συμφωνία μαζί μου». Ο Ραγουήλ είπε: «Σύμφωνοι! Πάρ' την από τώρα γυναίκα σου, όπως αποφάσισες. Εσύ είσαι συγγενής της, σου ανήκει· κι ο σπλαχνικός Θεός θα σας βοηθήσει να προκόψετε με το παραπάνω».

 

13 Έπειτα κάλεσε την κόρη του τη Σάρρα, την πήρε από το χέρι και την παρέδωσε στον Τωβία για γυναίκα του λέγοντας: «Πάρε την, σύμφωνα με το νόμο του Μωυσή, και πήγαινε την στον πατέρα σου». Και τους ευλόγησε.14 Φώναξε και τη γυναίκα του την Έδνα, πήρε ένα χαρτί, έγραψε το συμβόλαιο και το σφράγισαν. Ύστερα άρχισαν να τρώνε.

 

15 Στη συνέχεια ο Ραγουήλ κάλεσε τη γυναίκα του και της είπε: «Ετοίμασε, καλή μου, το άλλο δωμάτιο και οδήγησε μέσα την κόρη μας». 16 Εκείνη έκανε όπως της είπε ο άντρας της κι έφερε την κόρη της στο δωμάτιο. Όταν η κοπέλα άρχισε να κλαίει, η Έδνα κατάλαβε γιατί έκλαιγε η κόρη της και της είπε:17«θάρρος, παιδί μου- μακάρι ο Κύριος του ουρανού και της γης να σου δώσει χαρά σ' αυτή σου τη λύπη· θάρρος, κόρη μου».

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η.

1 ΟΤΕ δε συνετέλεσαν δειπνούντες, εισήγαγον Τωβίαν προς αυτήν. 2 ο δε πορευόμενος εμνήσθη των λόγων Ραφαήλ και έλαβε την τέφραν των θυμιαμάτων και επέθηκε την καρδίαν του ιχθύος και το ήπαρ και εκάπνισεν. 3 ότε δε ωσφράνθη το δαιμόνιον της οσμής, έφυγεν εις τα ανώτατα Αιγύπτου και έδησεν αυτό ο άγγελος.

4 ως δε συνεκλείσθησαν αμφότεροι, ανέστη Τωβίας από της κλίνης και είπεν· ανάστηθι, αδελφή, και προσευξώμεθα, ίνα ελεήση ημάς ο Κύριος. 5 και ήρξατο Τωβίας λέγειν· ευλογητός ει, ο Θεός των πατέρων ημών, και ευλογητόν το όνομά σου το άγιον και ένδοξον εις τους αιώνας· ευλογησάτωσάν σε οι ουρανοί και πάσαι αι κτίσεις σου. 6 συ εποίησας Αδάμ και έδωκας αυτω βοηθόν Εύαν στήριγμα την γυναίκα αυτού· εκ τούτων εγεννήθη το ανθρώπων σπέρμα. συ είπας· ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον, ποιήσωμεν αυτω βοηθόν όμοιον αυτω. 7 και νυν, Κύριε, ου δια πορνείαν εγώ λαμβάνω την αδελφήν μου ταύτην, αλλά επ ‘ αληθείας επίταξον ελεήσαί με και αυτή συγκαταγηράσαι.

8 και είπε μετ‘ αυτού· αμήν. 9 και εκοιμήθησαν αμφότεροι την νύκτα.

10 και αναστάς Ραγουήλ επορεύθη και ώρυξε τάφον λέγων· μη και ούτος αποθάνη; 11 και ήλθε Ραγουήλ εις την οικίαν εαυτού 12 και είπεν Έδνα τη γυναικί αυτού· απόστειλον μίαν των παιδισκών, και ιδέτωσαν ει ζη· ει δε μη, ίνα θάψωμεν αυτόν, και μηδείς γνω.

13 και εισήλθεν η παιδίσκη ανοίξασα την θύραν και εύρε τους δύο καθεύδοντας. 14 και εξελθούσα απήγγειλεν αυτοίς, ότι ζη. 15 και ευλόγησε Ραγουήλ τον Θεόν λέγων· ευλογητός ει συ, ο Θεός, εν πάση ευλογία καθαρά και αγία, και ευλογείτωσάν σε οι άγιοί σου και πάσαι αι κτίσεις σου, και πάντες οι άγγελοί σου και οι εκλεκτοί σου ευλογείτωσάν σε εις τους αιώνας. 16 ευλογητός ει ότι ηύφρανάς με, και ουκ εγένετό μοι καθώς υπενόουν, αλλά κατά το πολύ έλεός σου εποίησας μεθ ‘ ημών. 17 ευλογητός ει ότι ηλέησας δύο μονογενείς· ποίησον αυτοίς, δέσποτα, έλεος, συντέλεσον την ζωήν αυτών εν υγιεία μετ ‘ ευφροσύνης και ελέους.

18 εκέλευσε δε τοις οικέταις χώσαι τον τάφον.

 

19 και εποίησεν αυτοίς γάμον ημερών δεκατεσσάρων. 20 και είπεν αυτω Ραγουήλ πριν ή συντελεσθήναι τας ημέρας του γάμου ενόρκως μη εξελθείν αυτόν εάν μη πληρωθώσιν αι δεκατέσσαρες ημέραι του γάμου. 21 και τότε λαβόντα το ήμισυ των υπαρχόντων αυτού πορεύεσθαι μεθ ‘ υγιείας προς τον πατέρα· και τα λοιπά, όταν αποθάνω και η γυνή μου.

Κεφάλαιο 8ο

Η παράξενη πρώτη νύχτα του γάμου

Όταν τέλειωσαν το φαγητό, οδήγησαν τον Τωβία στη Σάρρα. Αυτός, όταν μπήκε στο δωμάτιο, θυμήθηκε τα λόγια του Ραφαήλ. Πήρε, λοιπόν, σταχτωμένα κάρβουνα από το θυμιατήρι, έβαλε πάνω την καρδιά του ψαριού και το συκώτι, και τ' άφησε να βγάλουν καπνό.3 Όταν το δαιμόνιο ένιωσε τη μυρωδιά, έφυγε στα μέρη της άνω Αιγύπτου και ο άγγελος το έδεσε.

4 Όταν κλείστηκαν και οι δυο στο δωμάτιο, σηκώθηκε ο Τωβίας από το κρεβάτι και είπε: «Σήκω καλή μου να προσευχηθούμε για να μας ελεήσει ο Κύριος».5 Κι άρχισε να λέει: «Δοξασμένος είσαι, θεέ των προγόνων μας, και δοξασμένο το άγιο και τιμημένο όνομά σου για πάντα! Ας σε δοξάζουν οι "ουρανοί και όλα τα δημιουργήματα σου.6 Εσύ έπλασες τον Αδάμ και του έδωσες βοηθό και στήριγμα τη γυναίκα του την Εύα- απ' αυτούς προήλθε το ανθρώπινο γένος. Εσύ είπες, "δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος του, ας του κάνουμε ένα σύντροφο όμοιο μ' αυτόν".7 Ξέρεις τώρα, Κύριε, ότι δεν παίρνω τη συγγενή μου αυτή για να ικανοποιήσω ένα παροδικό πάθος αλλά για πραγματική γυναίκα μου. Δείξε μου το έλεος σου και δώσε να γεράσω μαζί της».

8 Εκείνη είπε μαζί του: «*Αμήν». 9 Ύστερα πλάγιασαν μαζί εκείνη τη νύχτα.

 

Ο τάφος ήταν έτοιμος

10 Στο μεταξύ, ο Ραγουήλ σηκώθηκε και πήγε κι άνοιξε έναν τάφο, γιατί σκέφτηκε: «Λες να πεθάνει κι αυτός;» 11 Μετά γύρισε σπίτι του 12 και είπε στη γυναίκα του την Έδνα: «Στείλε μια από τις δούλες, να δει αν ζει ο Τωβίας. Αν όχι, να τον θάψουμε και κανείς να μην μάθει τίποτε».

13 Η δούλη άνοιξε την πόρτα, μπήκε στο δωμάτιο και βρήκε τους νεόνυμφους να κοιμούνται. 14 Βγήκε, λοιπόν, και ανακοίνωσε ότι ζούσε ο Τωβίας.15Τότε ο Ραγουήλ δόξασε το Θεό μ' αυτά τα λόγια: «Σου αξίζει θεέ να σε δοξολογούν όλοι με καθαρή και αφοσιωμένη καρδιά. Όλοι οι πιστοί σου και τα δημιουργήματα σου ας σε δοξολογούν. Όλοι οι άγγελοι σου και οι εκλεκτοί σου ας σε ευλογούν για πάντα! 16Δοξασμένος είσαι γιατί με γέμισες χαρά- δε μου συνέβη αυτό που φοβόμουν, αλλά μας συμπεριφέρθηκες με μεγάλη αγάπη. 17Δοξασμένος είσαι, γιατί λυπήθηκες δυο μοναχοπαίδια· δειξ' τους, Κύριε, το έλεος σου και κάνε να τελειώσει η ζωή τους με υγεία, χαρά και αγάπη».

18Μετά διάταξε τους υπηρέτες να σκεπάσουν τον τάφο.

 

Η γιορτή του γάμου

19 Ο Ραγουήλ έκανε σ' αυτούς γαμήλιο συμπόσιο, που κράτησε δεκατέσσερις μέρες. 20 Και πριν τελειώσουν οι μέρες της γαμήλιας γιορτής, έβαλε τον Τωβία να του υποσχεθεί με όρκο ότι δε θα φύγει πριν τελειώσουν οι δεκατέσσερις μέρες του γάμου. 21 Και μετά, αφού πάρει τα μισά από τα υπάρχοντα του Ραγουήλ, να πάει γερός στον πατέρα του· τα υπόλοιπα θα τα έπαιρνε όταν θα πέθαινε αυτός και η γυναίκα του.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ.

 1 ΚΑΙ εκάλεσε Τωβίας τον Ραφαήλ και είπεν αυτω· 2 Αζαρία αδελφέ, λάβε μετά σεαυτού παίδα και δύο καμήλους και πορεύθητι εν Ράγοις της Μηδίας παρά Γαβαήλ και κόμισαί μοι το αργύριον και αυτόν άγε μοι εις τον γάμον· 3 διότι ωμόμοκε Ραγουήλ μη εξελθείν με, 4 και ο πατήρ μου αριθμεί τας ημέρας, και εάν χρονίσω μέγα, οδυνηθήσεται λίαν.

5 και επορεύθη Ραφαήλ και ηυλίσθη παρά Γαβαήλ, και έδωκεν αυτω το χειρόγραφον· ος δε προήνεγκε τα θυλάκια εν ταις σφαγίσι και έδωκεν αυτω. 6 και ώρθρευσαν κοινώς και ήλθον εις τον γάμον. και ευλόγησε Τωβίας την γυναίκα αυτού.

 

Κεφάλαιο 9ο

Ο άγγελος ταξιδεύει στους Ράγους

O Τωβίας κάλεσε το Ραφαήλ και του είπε: 2 «Αδελφέ Αζαρία, πάρε μαζί σου ένα δούλο και δύο καμήλες και πήγαινε στους Ράγους της Μηδίας, στο Γαβαήλ, και φέρε μου τα χρήματα* φέρε και τον ίδιο στο γάμο, γιατί ο Ραγουήλ με όρκισε να μη φύγω.4 Ο πατέρας μου όμως μετράει τις μέρες· αν καθυστερήσω παραπάνω, θα στενοχωρηθεί πάρα πολύ».

5O Ραφαήλ πήγε και έμεινε τη νύχτα στο σπίτι του Γαβαήλ και του έδωσε το γραμμάτιο. Εκείνος έβγαλε σφραγισμένα τα σακούλια και του έδωσε τα χρήματα. 6 Νωρίς το πρωί σηκώθηκαν και ήρθαν μαζί στο γάμο. Και επαίνεσε ο Τωβίας τη γυναίκα του.

 

 

 

 

 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι.

1 ΚΑΙ Τωβίτ ο πατήρ αυτού ελογίσατο εκάστης ημέρας· και ως επληρώθησαν αι ημέραι της πορείας και ουκ ήρχοντο, 2 είπε· μήποτε κατήσχυνται; ή μήποτε απέθανε Γαβαήλ και ουδείς αυτω δίδωσι το αργύριον; 3 και ελυπείτο λίαν. 4 είπε δε αυτω η γυνή· απώλετο το παιδίον, διότι κεχρόνικε· και ήρξατο θρηνείν αυτόν και είπεν· 5 ου μέλοι μοι, τέκνον, ότι αφήκά σε το φως των οφθαλμών μου;

6 και Τωβίτ λέγει αυτή· σίγα, μη λόγον έχει, υγιαίνει. 7 και είπεν αυτω· σίγα, μη πλάνα με, απώλετο το παιδίον μου. και επορεύετο καθ ‘ ημέραν εις την οδόν έξω, οίας απήλθεν, ημέρας τε άρτον ουκ ήσθιε, τας δε νύκτας ου διελίμπανε θρηνούσα Τωβίαν τον υιόν αυτής, έως ου συνετελέσθησαν αι δεκατέσσαρες ημέραι του γάμου, ας ώμοσε Ραγουήλ ποιήσαι αυτόν εκεί· είπε δε Τωβίας τω Ραγουήλ· εξαπόστειλόν με, ότι ο πατήρ μου και η μήτηρ μου ουκέτι ελπίζουσιν όψεσθαί με.

8 είπε δε αυτω ο πενθερός· μείνον παρ‘ εμοί, καγώ εξαποστελώ προς τον πατέρα σου και δηλώσουσιν αυτω τα κατά σε. 9 και Τωβίας λέγει· εξαπόστειλόν με προς τον πατέρα μου.

10 αναστάς δε Ραγουήλ έδωκεν αυτω Σάρραν την γυναίκα αυτού και τα ήμισυ των υπαρχόντων, σώματα και κτήνη και αργύριον, 11 και ευλογήσας αυτούς εξαπέστειλε λέγων· ευοδώσει υμάς, τέκνα, ο Θεός του ουρανού προ του με αποθανείν. 12 και είπε τη θυγατρί αυτού· τίμα τους πενθερούς σου, αυτοί νυν γονείς σου εισιν· ακούσαιμί σου ακοήν καλήν, και εφίλησεν αυτήν.

και Έδνα είπε προς Τωβίαν· αδελφέ αγαπητέ, αποκαταστήσαι σε ο Κύριος του ουρανού και δώη μοι ιδείν σου παιδία εκ Σάρρας της θυγατρός μου, ίνα ευφρανθώ ενώπιον του Κυρίου· και ιδού παρατίθεμαί σοι την θυγατέρα μου εν παρακαταθήκη, μη λυπήσης αυτήν.

13 μετά ταύτα επορεύετο και Τωβίας ευλογών τον Θεόν, ότι ευώδωσε την οδόν αυτού, και κατευλόγει Ραγουήλ και Έδναν την γυναίκα αυτού.

Μέρος 5ο: Επιστροφή από το ταξίδι και θεραπεία του Τωβίτ

Κεφάλαιο 10ο

O Τωβίτ και η Άννα μετρούν τις μέρες

Στο μεταξύ ο Τωβίτ, πατέρας του Τωβία, μετρούσε τις μέρες. Και όταν συμπληρώθηκαν οι απαιτούμενες ημέρες του ταξιδιού κι αυτοί δε γύριζαν,2 σκέφτηκε μήπως τους είχε συμβεί τίποτε ή μήπως πέθανε ο Γαβαήλ και δε βρισκόταν κανείς να του δώσει τα χρήματα. Στενοχωριόταν λοιπόν πάρα πολύ.4 Η γυναίκα του, του έλεγε: «Χάθηκε το παιδί- γιατί αργεί;» Τότε άρχισε να τον κλαίει και έλεγε: 5 «Στενοχωριέμαι παιδί μου που σε άφησα να φύγεις, εσένα, το φως των ματιών μου».

6O Τωβίτ της έλεγε: «Ησύχασε, μη λες τίποτα- το παιδί είναι καλά».7Εκείνη του απαντούσε: «Σώπα, δε με ξεγελάς εμένα· το παιδί μου χάθηκε!» Και πήγαινε κάθε μέρα έξω στο δρόμο, απ' όπου είχε φύγει ο Τωβίας. Τη μέρα δεν έτρωγε και τη νύχτα δε σταματούσε να θρηνεί το γιο της, μέχρις ότου συμπληρώθηκαν οι δεκατέσσερις μέρες του γάμου, που είχε ορκίσει ο Ραγουήλ τον Τωβία να μείνει εκεί.

 

O Τωβίας αποχαιρετά το Ραγουήλ

8 Τότε είπε ο Τωβίας στο Ραγουήλ: «Άφησε με να φύγω, γιατί ο πατέρας μου και η μάνα μου θα έχουν χάσει πια κάθε ελπίδα να με ξαναδούν». 9Ο πεθερός του του είπε: «Μείνε κοντά μου κι εγώ θα στείλω ανθρώπους στον πατέρα σου και θα τον πληροφορήσουν για σένα». «Όχι», λέει ο Τωβίας. «Άφησε με να πάω στον πατέρα μου».

10 Τότε ο Ραγουήλ σηκώθηκε και του έδωσε τη γυναίκα του τη Σάρρα μαζί με τη μισή περιουσία του, δούλους, ζώα και χρήματα. 11 Ύστερα τους ευλόγησε και τους άφησε να φύγουν λέγοντας: «Παιδιά μου, ο Θεός του ουρανού να σας κάνει ευτυχισμένους, προτού πεθάνω». 12Και στην κόρη του είπε: «Να σέβεσαι τα πεθερικά σου- αυτοί είναι γονείς σου τώρα. Μακάρι πάντα ν' ακούω καλά λόγια για σένα». Και τη φίλησε.

13 Η  Έδνα είπε στον Τωβία: «Αγαπητό μου παιδί, ο Κύριος του ουρανού να σε οδηγήσει πίσω στο σπίτι σου με ασφάλεια και να με αξιώσει κι εμένα να δω τα παιδιά σου από τη Σάρρα, την κόρη μου, για να χαρώ ενώπιον του Κυρίου. Να, σου παραδίνω την κόρη μου και σου την εμπιστεύομαι· μην τη στενοχωρήσεις ποτέ».

14 Μετά απ' αυτά αναχώρησε ο Τωβίας δοξάζοντας το Θεό, γιατί όλα είχαν πάει καλά στο ταξίδι του· ευχαρίστησε και το Ραγουήλ και την Έδνα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ.

1 ΚΑΙ επορεύετο μέχρις ου εγγίσαι αυτούς εις Νινευή. και είπε Ραφαήλ προς Τωβίαν· ου γινώσκεις, αδελφέ, Πως αφήκας τον πατέρα σου; 2 προδράμωμεν έμπροσθεν της γυναικός σου και ετοιμάσωμεν την οικίαν· 3 λαβέ δε παρά χείρα την χολήν του ιχθύος. και επορεύθησαν, και συνήλθεν ο κύων όπισθεν αυτών.

4 και Άννα εκάθητο περιβλεπομένη εις την οδόν τον παίδα αυτής· 5 και προσενόησεν αυτόν ερχόμενον και είπε τω πατρί αυτού· ιδού ο υιος μου έρχεται και ο άνθρωπος ο πορευθείς μετ ‘ αυτού.

6 και Ραφαήλ είπεν· επίσταμαι εγώ ότι ανοίξει τους οφθαλμούς ο πατήρ σου. 7 συ έγχρισον την χολήν εις τους οφθαλμούς αυτού, και δηχθείς διατρίψει και αποβαλείται τα λευκώματα και όψεταί σε.

8 και προσδραμούσα Άννα επέπεσεν επί τον τράχηλον του υιού αυτής και είπεν αυτω· είδόν σε, παιδίον, από του νυν αποθανούμαι και έκλαυσαν αμφότεροι.

9 και Τωβίτ εξήρχετο προς την θύραν και προσέκοπτεν, ο δε υιος αυτού προσέδραμεν αυτω 10 και επελάβετο του πατρός αυτού και προσέπασε την χολήν επί τους οφθαλμούς του πατρός αυτού λέγων· θάρσει, πάτερ.

11 ως δε συνεδήχθησαν, διέτριψε τους οφθαλμούς αυτού, και ελεπίσθη από των κάνθων των οφθαλμών αυτού τα λευκώματα. 12 και ιδών τον υιόν αυτού επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού 13 και έκλαυσε και είπεν·

ευλογητός ει, ο Θεός,

και ευλογητόν το όνομά σου εις τους αιώνας,

και ευλογημένοι πάντες οι άγιοί σου άγγελοι·

ότι εμαστίγωσας και ηλέησάς με,

ιδού βλέπω Τωβίαν τον υιόν μου.

 

14 και εισήλθεν ο υιος αυτού χαίρων και απήγγειλε τω πατρί αυτού τα μεγαλεία τα γενόμενα αυτω εν τη Μηδία.

15 και εξήλθε Τωβίτ εις συνάντησιν τη νύμφη αυτού χαίρων και ευλογών τον Θεόν προς τη πύλη Νινευή· και εθαύμαζον οι θεωρούντες αυτόν πορευόμενον, ότι έβλεψε. 16 και Τωβίτ εξωμολογείτο ενώπιον αυτού, ότι ηλέησεν αυτούς ο Θεός· και ως ήγγισε Τωβίτ Σάρρα τη νύμφη αυτού, κατευλόγησεν αυτήν λέγων· έλθοις υγιαίνουσα, θύγατερ· ευλογητός ο Θεός, ος ήγαγέ σε προς ημάς, και ο πατήρ σου και η μήτηρ σου.

και εγένετο χαρά πάσι τοις εν Νινευή αδελφοίς αυτού. 17 και παρεγένετο Αχιάχαρος και Νασβάς ο εξάδελφος αυτού, 18 και ήχθη ο γάμος Τωβία μετ ‘ ευφροσύνης ημέρας επτά.

Κεφάλαιο 11ο

Ο Τωβίτ ξαναβρίσκει το φως του

O Τωβίας βάδιζε μέχρις ότου πλησίασαν στη Νινευή. Τότε ο Ραφαήλ του είπε:2 «θυμάσαι, αδερφέ μου, σε τι κατάσταση άφησες τον πατέρα σου;3 Ας τρέξουμε πριν από τη γυναίκα σου κι ας ετοιμάσουμε το σπίτι· ετοίμασε και τη χολή του ψαριού». Προπορεύτηκαν, λοιπόν, και το σκυλί τούς ακολουθούσε.

5 Η Άννα καθόταν και κοίταζε γύρω το δρόμο για το παιδί της.6 Όταν τον είδε να έρχεται, είπε στον πατέρα του: «Να, ο γιος σου έρχεται μαζί με το συνοδό του».

 

7O Ραφαήλ είπε στον Τωβία: «Εγώ ξέρω καλά ότι θ' ανοίξουν τα μάτια του πατέρα σου.8 Άλειψε εσύ τη χολή του ψαριού στα μάτια του κι όταν ερεθιστούν θα τα τρίψει και θα φύγουν τα λευκά στίγματα και θα σε δει.

 

9Η Άννα έτρεξε, έπεσε στο λαιμό του γιου της και του είπε: «Παιδί μου, σε είδα! Από 'δω και πέρα μπορώ πια να πεθάνω. Κι έκλαψαν κι οι δυο».

10 Ο Τωβίτ έβγαινε από την πόρτα σκοντάφτοντας, κι ο γιος του έτρεξε στον πατέρα του· 11 τον έπιασε και του άλειψε τη χολή πάνω στα μάτια και του είπε: «θάρρος, πατέρα!»

 

12 Όταν ερεθίστηκαν τα μάτια του, ο Τωβίτ τα έτριψε και ξεφλουδίστηκαν τα λευκά στίγματα. 13 Όταν είδε το γιο του, έπεσε στο λαιμό του κλαίγοντας και είπε:14

«Δοξασμένος είσαι, Θεέ,

και δοξασμένο το όνομα σου για πάντα,

και δοξασμένοι όλοι οι άγιοι άγγελοί σου!

Με ταλαιπώρησες αλλά με λυπήθηκες,

και έκανες να ξαναδώ το γιο μου τον Τωβία».

 

Η άψιξη της Σάρρας στη Νινευή

15 Ο Τωβίας μπήκε στο σπίτι με χαρά και ανήγγειλε στον πατέρα του τα θαυμαστά γεγονότα που του είχαν συμβεί στη Μηδία.

16Τότε βγήκε ο Τωβίτ να προϋπαντήσει τη νύφη του στην πύλη της Νινευή με χαρές και δοξολογίες στο Θεό. Όσοι τον έβλεπαν να βαδίζει μόνος του απορούσαν που έβλεπε, και ο Τωβίτ διακήρυπε ότι τον είχε βοηθήσει ο Θεός.17 Όταν ο Τωβίτ πλησίασε τη Σάρρα τη νύφη του, της ευχήθηκε και της είπε: «Καλώς ήρθες, κόρη μου- ας είναι δόξασμένος ο Θεός, που σ' έφερε κοντά μας· να 'ναι καλά κι ο πατέρας σου και η μητέρα σου!»

18 Τότε χάρηκαν και όλοι οι συμπατριώτες του στη Νινευή. 19Ήρθε κι ο Αχιάχαρος και ο ανηψιός του ο Νασβάς και γιόρτασαν το γάμο του Τωβία με πανηγυρισμούς άλλες εφτά μέρες.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ.

1 ΚΑΙ εκάλεσε Τωβίτ Τωβίαν τον υιόν αυτού και είπεν αυτω· όρα, τέκνον, μισθόν τω ανθρώπω τω συνελθόντι σοι, και προσθείναι αυτω δεί.

2 και είπε· πάτερ, ου βλάπτομαι δούς αυτω το ήμισυ, ων ενήνοχα, 3 ότι με αγήοχέ σοι υγιή και την γυναίκα μου εθεράπευσε και το αργύριόν μου ήνεγκε και σε ομοίως εθεράπευσε.

4 και είπεν ο πρεσβύτης· δικαιούται αυτω. 5 και εκάλεσε τον άγγελον και είπεν αυτω· λάβε το ήμισυ πάντων, ων ενηνόχατε, και ύπαγε υγιαίνων. 6 τότε καλέσας τους δύο κρυπτώς είπεν αυτοίς·

ευλογείτε τον Θεόν και αυτω εξομολογείσθε και μεγαλωσύνην δίδοτε αυτω και εξολογείσθε αυτω ενώπιον πάντων των ζώντων, περί ων εποίησε μεθ ‘ υμών. αγαθόν το ευλογείν τον Θεόν και υψούν το όνομα αυτού, τους λόγους των έργων του Θεού εντίμως υποδεικνύοντες, και μη οκνείτε εξομολογείσθαι αυτω. 7 μυστήριον βασιλέως καλόν κρύψαι, τα δε έργα του Θεού ανακαλύπτειν ενδόξως.

αγαθόν ποιήσατε, και κακόν ουχ ευρήσει υμάς. 8 αγαθόν προσευχή μετά νηστείας και ελεημοσύνης και δικαιοσύνης· αγαθόν το ολίγον μετά δικαιοσύνης ή πολύ μετά αδικίας. καλόν ποιήσαι ελεημοσύνην ή θησαυρίσαι χρυσίον· 9 ελεημοσύνη γαρ εκ θανάτου ρύεται, και αυτή αποκαθαριεί πάσαν αμαρτίαν· οι ποιούντες ελεημοσύνας και δικαιοσύνας πλησθήσονται ζωής, 10 οι δε αμαρτάνοντες πολέμιοί εισι της εαυτών ζωής.

11 ου μη κρύψω αφ ‘ υμών παν ρήμα· είρηκα δη μυστήριον βασιλέως κρύψαι καλόν, τα δε έργα του Θεού ανακαλύπτειν ενδόξως. 12 και νυν ότι προσηύξω συ και η νύμφη σου Σάρρα, εγώ προσήγαγον το μνημόσυνον της προσευχής υμών ενώπιον του αγίου· και ότε έθαπτες τους νεκρούς, ωσαύτως συμπαρήγμην σοι. 13 και ότε ουκ ώκνησας αναστήναι και καταλιπείν το άριστόν σου, όπως απελθών περιστείλης τον νεκρόν, ουκ έλαθές με αγαθοποιών, αλλά συν σοί ήμην. 14 και νυν απέστειλέ με ο Θεός ιάσασθαί σε και την νύμφην σου Σάρραν. 15 εγώ ειμι Ραφαήλ, εις εκ των επτά αγίων αγγέλων, οί προσαναφέρουσι τας προσευχάς των αγίων, και εισπορεύονται ενώπιον της δόξης του αγίου.

 

16 και εταράχθησαν οι δύο και έπεσον επί πρόσωπον, ότι εφοβήθησαν. 17 και είπεν αυτοίς· μη φοβείσθε, ειρήνη υμίν έσται· τον δε Θεόν ευλογείτε εις τον αιώνα, 18 ότι ου τη εμαυτού χάριτι, αλλά τη θελήσει του Θεού ημών ήλθον, όθεν ευλογείτε αυτόν εις τον αιώνα. 19 πάσας τας ημέρας ωπτανόμην υμίν, και ουκ έφαγον ουδέ έπιον, αλλά όρασιν υμείς εθεωρείτε. 20 και νυν εξομολογείσθε τω Θεω, διότι αναβαίνω προς τον αποστείλαντά με, και γράψατε πάντα τα συντελεσθέντα εις βιβλίον.

21 και ανέστησαν, και ουκ έτι είδον αυτόν. 22 και εξωμολογούντο τα έργα τα μεγάλα και θαυμαστά αυτού και ως ώφθη αυτοίς ο άγγελος Κυρίου.

Μέρος 6ο: Η αποκάλυψη της ταυτότητας του αγγέλου Ραφαήλ

Κεφάλαιο 12ο

Αυτοαποκάλυψη του αγγέλου

Έπειτα ο Τωβίτ κάλεσε το γιο του τον Τωβία και του είπε: «Φρόντισε, παιδί μου, να δώσεις το μισθό του κι ακόμα παραπάνω στον άνθρωπο που σε συνόδεψε».

2 Εκείνος του απάντησε: «Πατέρα, δε χάνω κι αν ακόμα του δώσω τα μισά από κείνα που έφερα,3 γιατί με οδήγησε σ' εσένα σώο και αβλαβή, γιάτρεψε τη γυναίκα μου, μου βρήκε τα χρήματα μου και θεράπευσε κι εσένα».

4O γέροντας είπε: «Του ανήκουν».5Τότε ο Τωβίας κάλεσε τον "άγγελο και του είπε: «Πάρε τα μισά απ' όλα τα χρήματα που έφερες». 6Oάγγελος όμως τους κάλεσε και τους δυο ιδιαιτέρως και τους είπε:

 

«Να δοξάσετε το Θεό κι αυτόν να ευχαριστήσετε· τιμήστε τον και διηγηθείτε την καλοσύνη του μπροστά σ' όλους τους ανθρώπους, για όλα όσα σας έκανε. Αξίζει να δοξάζετε το Θεό και να διακηρύττετε το όνομά του, να φανερώνετε τα έργα του και ποτέ να μην παύετε να τον ευχαριστείτε.7Τα μυστικά του βασιλιά είναι καλό να κρατούνται μυστικά, αλλά τα έργα του Θεού πρέπει να φανερώνονται με κάθε επισημότητα.

»Να κάνετε το καλό, και κακό δε θα σας βρει.8 Καλύτερα να συνοδεύεται η προσευχή με 'νηστεία, ελεημοσύνες και δικαιοσύνη· καλύτερα να αποκτάς λίγα με τιμιότητα, παρά πολλά με αδικίες· είναι προτιμότερο να κάνεις ελεημοσύνη, παρά να συγκεντρώνεις θησαυρούς.9 Η ελεημοσύνη σώζει από τον πρόωρο θάνατο και καθαρίζει από κάθε αμαρτία. Αυτοί που κάνουν ελεημοσύνες και δίκαιες πράξεις θα ζήσουν πολλά και ευχάριστα χρόνια·10 εκείνοι όμως που αμαρτάνουν, λιγοστεύουν τη ζωή τους.

 

11 »Δε θα σας κρύψω τίποτα. Είπα λοιπόν ότι είναι καλό τα μυστικά του βασιλιά να κρατούνται κρυφά και τα έργα του Θεού να φανερώνονται με κάθε επισημότητα. 12 Και τώρα, όταν προσευχόσουν εσύ Τωβίτ και η νύφη σου η Σάρρα, εγώ έφερνα την προσευχή σας στον άγιο Θεό να τη θυμηθεί· κι όταν εσύ Τωβίτ έθαβες τους νεκρούς, πάλι εγώ σου παραστεκόμουν.13 Όταν άφηνες το φαγητό σου και σηκωνόσουν να πας να φροντίσεις την ταφή εκείνου του νεκρού κι έκανες το καλό, δεν ξέφευγες από την προσοχή μου· ήμουν εκεί μαζί σου. 14 Και τότε μ' έστειλε ο Θεός να θεραπεύσω εσένα και τη νύφη σου τη Σάρρα.15 Εγώ είμαι ο Ραφαήλ, ένας από τους εφτά αγίους αγγέλους που παρουσιάζονται μπροστά στη δόξα του αγίου Θεού, φέρνοντας σ' αυτόν τις προσευχές των αγίων».

 

Αποχαιρετισμός του αγγέλου

16Τότε ταράχτηκαν κι οι δυο τους και έπεσαν με το πρόσωπο στη γη, γιατί φοβήθηκαν. 17 Ο άγγελος τους είπε: «Μη φοβάστε· να πάτε στο καλό, και πάντα να δοξάζετε το Θεό. 18 Εγώ δεν ήρθα με δική μου θέληση, αλλά επειδή το ήθελε ο Θεός μας· γι’ αυτό πάντα εκείνον να δοξάζετε. 19Όλο τον καιρό που σας παρουσιαζόμουν δεν έτρωγα τίποτα ούτε έπινα, αλλά εσείς με βλέπατε σαν σε όραμα. Τώρα λοιπόν ευχαριστήστε το Θεό, γιατί εγώ ανεβαίνω σ' εκείνον που μ' έστειλε· και όλα όσα έγιναν γράψτε τα σε βιβλίο».

 

21 Όταν σηκώθηκαν από το έδαφος, δεν είδαν πια το Ραφαήλ.22 Και διηγούνταν τα μεγάλα και θαυμαστά έργα του Θεού και πώς παρουσιάστηκε σ' αυτούς ο άγγελος του Κυρίου.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ.

1 ΚΑΙ Τωβίτ έγραψε προσευχήν εις αγαλλίασιν και είπεν·

«Ευλογητός ο Θεός ο ζων εις τους αιώνας
και η βασιλεία αυτού,
2 ότι αυτός μαστιγοί και ελεεί,
κατάγει εις άδην και ανάγει,
και ουκ έστιν
ος εκφεύξεται την χείρα αυτού.
 

3 εξομολογείσθε αυτω οι υιοί Ισραήλ ενώπιον των εθνών,
ότι αυτός διέσπειρεν ημάς εν αυτοίς·
4 εκεί υποδείξατε την μεγαλωσύνην αυτού,
υψούτε αυτόν ενώπιον παντός ζώντος,
καθότι αυτός Κύριος ημών και Θεός,
αυτός πατήρ ημών εις πάντας τους αιώνας.
 

5 και μαστιγώσει ημάς εν ταις αδικίαις ημών
και πάλιν ελεήσει και συνάξει ημάς εκ πάντων των εθνών,
ου εάν σκορπισθήτε εν αυτοίς.
6 εάν επιστρέψητε προς αυτόν εν όλη τη καρδία υμών
και εν όλη τη ψυχή υμών
ποιήσαι ενώπιον αυτού αλήθειαν,
τότε επιστρέψει προς υμάς
και ου μη κρύψη το πρόσωπον αυτού αφ‘ υμών.
και θεάσασθε α ποιήσει μεθ ‘ υμών,
και εξομολογήσασθε αυτω εν όλω τω στόματι υμών·
και ευλογήσατε τον Κύριον της δικαιοσύνης
και υψώσατε τον βασιλέα των αιώνων.
 

εγώ εν τη γη της αιχμαλωσίας μου εξομολογούμαι αυτώ
και δεικνύω την ισχύν και την μεγαλωσύνην αυτού
έθνει αμαρτωλών.
επιστρέψατε, αμαρτωλοί,
και ποιήσατε δικαιοσύνην ενώπιον αυτού·
τις γινώσκει ει θελήσει υμάς και ποιήσει ελεημοσύνην υμίν;


 

 

7 τον Θεόν μου υψώ
και η ψυχή μου τον βασιλέα του ουρανού
και αγαλλιάσεται την μεγαλωσύνην αυτού.
 

8 λεγέτωσαν πάντες και εξομολογείσθωσαν αυτω
εν Ιεροσολύμοις·
9 Ιεροσόλυμα πόλις αγία,
μαστιγώσει επί τα έργα των υιών σου
και πάλιν ελεήσει τους υιούς των δικαίων.
10 εξομολογού τω Κυρίω αγαθώς
και ευλόγει τον βασιλέα των αιώνων,
ίνα πάλιν η σκηνή αυτού οικοδομηθή εν σοί
μετά χαράς, και ευφράναι εν σοί τους αιχμαλώτους
και αγαπήσαι εν σοί τους ταλαιπώρους
εις πάσας τας γενεάς του αιώνος.
 

 

11 έθνη πολλά μακρόθεν ήξει
προς το όνομα Κυρίου του Θεού
δώρα εν χερσίν έχοντες
και δώρα τω βασιλεί του ουρανού,
γενεαί γενεών δώσουσί σοι αγαλλίαμα.
 

12 επικατάρατοι πάντες οι μισούντές σε,
ευλογημένοι έσονται πάντες οι αγαπώντές σε εις τον αιώνα.
13 χάρηθι και αγαλλίασαι επί τοις υιοίς των δικαίων,
ότι συναχθήσονται και ευλογήσουσι τον Κύριον των δικαίων.
 

14 ω μακάριοι οι αγαπώντές σε,
χαρήσονται επί τη ειρήνη σου.
μακάριοι όσοι ελυπήθησαν επί πάσαις ταις μάστιξί σου,
ότι επί σοί χαρήσονται
θεασάμενοι πάσαν την δόξαν σου
και ευφρανθήσονται εις τον αιώνα.
 

 

15 η ψυχή μου ευλογείτω τον Θεόν τον βασιλέα τον μέγαν,
16 ότι οικοδομηθήσεται Ιερουσαλήμ
σαπφείρω και σμαράγδω
και λίθω εντίμω τα τείχη σου
και οι πύργοι και οι προμαχώνες εν χρυσίω καθαρώ,
17 και αι πλατείαι Ιερουσαλήμ εν βηρύλλω και άνθρακι
και λίθω εκ Σουφείρ ψηφολογηθήσονται.
18 και ερούσι πάσαι αι ρύμαι αυτής,
αλληλούϊα
και αινέσουσι λέγοντες·
ευλογητός ο Θεός,
ος ύψωσε πάντας τους αιώνας».

Μέρος 7ο: Ευχαριστήριος ύμνος του Τωβίτ και συμβουλές προς τον Τωβία

Κεφάλαιο 13ο

Προτροπή του Τωβίτ για ευχαριστία στο Θεό

Ο Τωβίτ έγραψε ευχαριστήρια προσευχή και είπε:

2 «Δοξασμένος να είναι ο Θεός, που ζει αιώνια

και δοξασμένη η βασιλεία του!

Αυτός τιμωρεί, μα και σπλαχνίζεται,

κατεβάζει στον άδη κι ανεβάζει,

και δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί

από τη δύναμη του να ξεφύγει.

3 Ευχαριστήστε τον, Ισραηλίτες, μπρος στα έθνη,
γιατί αυτός μας διασκόρπισε σ' αυτά·
4 εκεί το μεγαλείο του φανερώστε!
Δοξάστε τον μπρος στους ανθρώπους,
γιατί αυτός είναι ο Κύριος και Θεός μας,
αυτός είναι πατέρας μας αιώνιος.
 

5 Θα μας τιμωρήσει για τις αδικίες μας,
μα πάλι θα μας σπλαχνιστεί
και θα μας συγκεντρώσει απ' όλα τα έθνη,
όπου κι αν έχουμε διασκορπιστεί.
6Αν επιστρέψετε σ' αυτόν με όλη την καρδιά σας
και μ' όλη την ψυχή σας,
κι αν εφαρμόσετε το νόμο του,
τότε θα 'ρθει πάλι κοντά σας
και δε θα κρύψει πια το πρόσωπο του από σας.
7 Κοιτάξτε αυτά που για χάρη σας θα κάνει
κι ευχαριστήστε τον μ' όση έχει δύναμη η φωνή σας!
Τον Κύριο δοξάστε της δικαιοσύνης,
τιμήστε τον αιώνιο βασιλιά!
 

8 Εγώ στη χώρα της αιχμαλωσίας μου αυτόν ευχαριστώ
και διακηρύττω τη δύναμη του και το μεγαλείο του
στο έθνος των αμαρτωλών.
Αλλάξτε δρόμο, αμαρτωλοί,
και πράξτε το σωστό ενώπιον του-
ίσως να σας δεχτεί και να σας ελεήσει».


 
Μελλοντική μεγαλοπρέπεια της ουράνιας πολιτείας

9«Δοξάζω το Θεό μου, το βασιλιά του ουρανού-
και τη μεγαλοσύνη του θα χαίρεται η ψυχή μου.
 

10 Για κείνον ας μιλούν κι ας τον ευχαριστούν,
όλοι στην Ιερουσαλήμ.
Ιερουσαλήμ, άγια πόλη,
για τα έργα θα σε τιμωρήσει των κατοίκων σου
μα πάλι τους δικαίους θα τους σπλαχνιστεί.
11 Τον Κύριο ευχαρίστησε, Ιερουσαλήμ, με διάθεση αγαθή
και τον αιώνιο δόξασε το βασιλιά,
για να χτιστεί και πάλι εντός σου
ο ναός του με χαρά.
12 Για να σου δώσει χαρά
φέρνοντας σου τους αιχμαλώτους σου-
να δείξει την αγάπη του στους ταλαιπωρημένους,
όταν θα τους φέρει να ζήσουν σ' εσένα για πάντα.
 

13»Έθνη πολλά θα 'ρθουν από μακριά,
τ' όνομα του Κυρίου του Θεού για να τιμήσουν
στα χέρια τους κρατώντας δώρα για τ' ουρανού το βασιλιά·
γενιές ατέλειωτες θα σου προσφέρουν τη χαρά τους.
 

14 Καταραμένοι όλοι όσοι σε μισούν
θα 'ναι για πάντα ευλογημένοι όλοι που σ' αγαπούν.
15 «Νιώσε, λοιπόν, Ιερουσαλήμ,
χαρά και ευχαρίστηση για τους δικαίους,
γιατί θα συναχθούν και θα δοξάσουνε τον Κύριο των δικαίων.

 

Ευτυχισμένοι αυτοί που σ' αγαπούν!
θα χαίρουν για την ευτυχία σου.
16 Ευτυχισμένοι όσοι λυπήθηκαν για όλες σου τις συμφορές,
γιατί για σένα θα χαρούν,
όταν θα δουν όλη τη δόξα σου,
και θα νιώσουν αιώνια χαρά.
 

»Η ψυχή μου ας δοξάζει το Θεό, το βασιλιά τον μέγα,
17γιατί η Ιερουσαλήμ θ' ανοικοδομηθεί
με σάπφειρο και με σμαράγδι,
και με λίθους πολύτιμους τα τείχη της·
οι πύργοι της κι οι πολεμίστρες της με καθαρό χρυσάφι·
και θα στρωθούνε με ψηφιδωτά οι πλατείες της
από βήρυλλο, άνθρακα και λίθους από τη Σουφίρ.
18Τότε θα πουν όλοι οι δρόμοι της:
"τον Κύριο δοξάστε!"
Και θα υμνήσουν και θα πουν:
"δοξασμένος να είναι ο Θεός,
που όλους τους εξύψωσε για πάντα!"» 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ.

1 ΚΑΙ επαύσατο εξομολογούμενος Τωβίτ. 2 και ην ετών πεντηκονταοκτώ, ότε απώλεσε τας όψεις, και μετά έτη οκτώ ανέβλεψε. και εποίει ελεημοσύνας και προσέθετο φοβείσθαι Κύριον τον Θεόν και εξωμολογείτο αυτω. 3 μεγάλως δε εγήρασε· και εκάλεσε τον υιόν αυτού και τους υιούς αυτού και είπεν αυτω·

τέκνον, λάβε τους υιούς σου· ιδού γεγήρακα και προς το αποτρέχειν εκ του ζην ειμι. 4 άπελθε εις την Μηδίαν, τέκνον, ότι πέπεισμαι όσα ελάλησεν Ιωνάς ο προφήτης περί Νινευή, ότι καταστραφήσεται, εν δε τη Μηδία έσται ειρήνη μάλλον έως καιρού, και ότι οι αδελφοί ημών εν τη γη σκορπισθήσονται από της αγαθής γης, και Ιεροσόλυμα έσται έρημος, και ο οίκος του Θεού εν αυτή κατακαήσεται και έρημος έσται μέχρι χρόνου.

5 και πάλιν ελεήσει αυτούς ο Θεός και επιστρέψει αυτούς εις την γην, και οικοδομήσουσι τον οίκον, ουχ οίος ο πρότερος, έως πληρωθώσι καιροί του αιώνος. και μετά ταύτα επιστρέψουσιν εκ των αιχμαλωσιών και οικοδομήσουσιν Ιερουσαλήμ εντίμως, και ο οίκος του Θεού εν αυτή οικοδομηθήσεται εις πάσας τας γενεάς του αιώνος οικοδομή ενδόξω, καθώς ελάλησαν περί αυτής οι προφήται. 6 και πάντα τα έθνη επιστρέψουσιν αληθινώς φοβείσθαι Κύριον τον Θεόν και κατορύξουσι τα είδωλα αυτών, και ευλογήσουσι πάντα τα έθνη Κύριον. 7 και ο λαός αυτού εξομολογήσεται τω Θεω, και υψώσει Κύριος τον λαόν αυτού, και χαρήσονται πάντες οι αγαπώντες Κύριον τον Θεόν εν αληθεία και δικαιοσύνη, ποιούντες έλεος τοις αδελφοίς ημών.

8 και νυν, τέκνον, άπελθε από Νινευή, ότι πάντως έσται α ελάλησεν ο προφήτης Ιωνάς. 9 συ δε τήρησον τον νόμον και τα προστάγματα και γενού φιλελεήμων και δίκαιος, ίνα σοι καλώς ή. και θάψον με καλώς και την μητέρα σου μετ ‘ εμού, και μηκέτι αυλισθήτε εις Νινευή. 10 τέκνον, ιδέ τι εποίησεν Αμάν Αχιαχάρω τω θρέψαντι αυτόν, ως εκ του φωτός ήγαγεν αυτόν εις το σκότος, και όσα ανταπέδωκεν αυτω· και Αχιάχαρος μεν εσώθη, εκείνω δε το ανταπόδομα επεδόθη, και αυτός κατέβη εις το σκότος. Μανασσής εποίησεν ελεημοσύνην και εσώθη εκ παγίδος θανάτου, ης έπηξεν αυτω, Αμάν δε ενέπεσεν εις την παγίδα και απώλετο.

11 και νυν, παιδία, ίδετε τι ελεημοσύνη ποιεί, και τι δικαιοσύνη ρύεται. και ταύτα αυτού λέγοντος, εξέλιπεν η ψυχή αυτού επί της κλίνης· ην δε ετών εκατόν πεντηκονταοκτώ, και έθαψαν αυτόν ενδόξως.

 

12 και ότε απέθανεν Άννα, έθαψεν αυτήν μετά του πατρός αυτού, απήλθε δε Τωβίας μετά της γυναικός αυτού και των υιών αυτού εις Εκβάτανα προς Ραγουήλ τον πενθερόν αυτού, 13 και εγήρασεν εντίμως και έθαψε τους πενθερούς αυτού ενδόξως και εκληρονόμησε την ουσίαν αυτών και Τωβίτ του πατρός αυτού.

14 και απέθανεν ετών εκατόν εικοσιεπτά εν Εκβατάνοις της Μηδίας. 15 και ήκουσε πριν ή αποθανείν αυτόν την απώλειαν Νινευή, ην ηχμαλώτισε Ναβουχοδονόσορ και Ασύηρος, και εχάρη προ του αποθανείν επί Νινευή.

Κεφάλαιο 14ο

Τελευταίοι λόγοι του Τωβίτ

Έτσι τέλειωσε η ευχαριστία του Τωβίτ προς το Θεό. 2 Ήταν πενήντα οκτώ ετών όταν έχασε το φως του, και μετά από οκτώ χρόνια το ξαναβρήκε. Συνέχισε να κάνει ελεημοσύνες και να σέβεται το Θεό και να τον ευχαριστεί για όλα. 3Όταν γέρασε πάρα πολύ, κάλεσε τον Τωβία μαζί με τους γιους του και του είπε:

«Παιδί μου, εγώ γέρασα και φεύγω γρήγορα από τη ζωή. Πάρε, λοιπόν, τους γιους σου 4 και πήγαινε στη Μηδία, γιατί έχω την πεποίθηση, με όσα είπε ο "προφήτης Ιωνάς για τη Νινευή, ότι η πόλη αυτή θα καταστραφεί. Στη Μηδία όμως θα υπάρχει ειρήνη για έναν ορισμένο χρόνο. Οι ομοεθνείς μας θα διασκορπιστούν απ' την ευλογημένη χώρα σ' όλη τη γη, και η Ιερουσαλήμ θα ερημωθεί· ο ναός του Θεού, που είναι εκεί, θα καεί και θα μείνει έρημος για ορισμένο χρόνο.

 

 

5»O Θεός όμως πάλι θα τους λυπηθεί και θα τους ξαναφέρει στη χώρα τους. θα χτίσουν το ναό, όχι όμως όπως ήταν ο προηγούμενος, και πάντως όχι πριν συμπληρωθεί ο ορισμένος χρόνος. Μετά απ' αυτά οι Ισραηλίτες θα επιστρέψουν από την αιχμαλωσία και θα χτίσουν την Ιερουσαλήμ κατά πώς της αξίζει. Ο ναός του Θεού θα χτιστεί σ' αυτήν μεγαλόπρεπος για ατέλειωτες γενιές στο μέλλον, όπως άλλωστε έχουν πει γι' αυτήν οι προφήτες.6Όλα τα έθνη θα επιστρέψουν εκεί για να προσφέρουν λατρεία στον Κύριο, τον αληθινό Θεό, και τα είδωλα τους θα τα θάψουν στη γη. Όλα τα έθνη θα δοξάζουν τον Κύριο.7 Ο λαός του Κυρίου θα ευχαριστήσει το Θεό κι εκείνος θα δοξάσει το λαό του. θα χαρούν κι όλοι όσοι αγαπούν πραγματικά τον Κύριο το Θεό πράττοντας το σωστό, και δείχνουν αγάπη στους ομοεθνείς μας.

 

8 »Τώρα, λοιπόν, παιδί μου φύγε από τη Νινευή, γιατί εξάπαντος θα γίνουν όσα είπε ο προφήτης Ιωνάς. 9 Εσύ όμως φύλαξε το νόμο και τις εντολές, και να 'σαι σπλαχνικός και δίκαιος για να ευτυχήσεις, θάψε με όπως πρέπει, και τη μητέρα σου μαζί μου-και μη μείνετε πια στη Νινευή.10 Παιδί μου, δες τι έκανε ο Αμάν στον Αχιάχαρο, ο οποίος τον είχε υιοθετήσει. Πώς τον φυλάκισε σ' ένα κελί που έμοιαζε με τάφο και με πόση κακία του συμπεριφέρθηκε. Κι ο μεν Αχιάχαρος σώθηκε, εκείνος όμως τιμωρήθηκε και κατέβηκε στο αιώνιο σκοτάδι. Ο Μανασσής έκανε ελεημοσύνη και σώθηκε από την παγίδα του θανάτου, που του είχε στηθεί- ο Αμάν όμως έπεσε στην παγίδα και χάθηκε. 11 Βλέπετε λοιπόν, παιδιά μου, τι κατορθώνει η ελεημοσύνη και από τι μας γλιτώνουν οι δίκαιες πράξεις;»

Ενώ έλεγε αυτά, ξεψύχησε στο κρεβάτι του, σε ηλικία εκατόν πενήντα οκτώ ετών. Και τον έθαψαν με πολλές τιμές.

 

Ο Τωβίας ακολουθεί τη συμβουλή του πατέρα του

12 Όταν πέθανε η μάνα του η Άννα, ο Τωβίας την έθαψε μαζί με τον πατέρα του. Μετά αναχώρησε με τη γυναίκα του και τους γιους του και πήγε στα Εκβάτανα, στον πεθερό του το Ραγουήλ.13 Εκεί γέρασε τιμημένος· έθαψε και τα πεθερικά του με τιμές και κληρονόμησε την περιουσία τους μαζί με την περιουσία του πατέρα του, του Τωβίτ.

 

14 Ο Τωβίας πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι εφτά ετών στα Εκβάτανα της Μηδίας. 15 Πριν πεθάνει, έμαθε για την καταστροφή της Νινευή, όταν την κατέλαβε ο Ναβουχοδονόσορ και οι Ασσύριοι.  Έτσι πέθανε ευτυχισμένος, που πρόφτασε να δει την  τιμωρία της Νινευή.

Ψηφιοποίηση - Διαμόρφωση: Ν. Μ. και Κ.- Κ. Μ.

Διαμόρφωση αρχείου: 3-10-2009.

Τελευταία ενημέρωση: 3-10-2009.

Πάνω