Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Αγία Γραφή

Σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης Θεού // Πρέπει να δεχόμαστε ΜΟΝΟ την Αγία Γραφή; // Από τα κτιστά ρήματα στα άρρητα ρήματα // Οι Προφήτες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης

Διαφορά μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης

Η βασική ομοιότητα και διαφορά μεταξύ ΠΔ και ΚΔ έγκειται σε τρία πράγματα

τού π. Ι. Ρωμανίδη

 

Πηγή: Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου: "Εμπειρική Δογματική".

 

Όπως έχει έντοπισθή προηγουμένως, υπάρχει ταυτότητα εμπειριών μεταξύ Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων, δηλαδή Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Η πνευματική ζωή είναι κοινή, τα στάδια της τελειότητος τα ίδια, ο δοξασμός βιώνεται από τους θεουμένους Αγίους. Υπάρχουν όμως και διαφορές.

Η πρώτη διαφορά είναι ότι στην Παλαιά Διαθήκη εμφανίζεται ο άσαρκος Λόγος, ενώ στην Καινή ο σεσαρκωμένος Λόγος. Αυτό έχει τονισθή αναλυτικά σε άλλη ενότητα.

Η δεύτερη διαφορά είναι ότι η θέωση των Προφητών στην Παλαιά Διαθήκη είχε προσωρινό χαρακτήρα, αφού δεν είχε καταργηθή ο θάνατος, ενώ η θέωση των Αποστόλων στην Καινή Διαθήκη έχει σταθερότητα, λόγω της υπάρξεως της τεθεωθείσης ανθρώπινης φύσεως στον Χριστό και της νίκης επί του θανάτου.

«Η δεύτερη μεγάλη διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης είναι και η προσωρινότητα και η μονιμότητα της μεθέξεως στην δόξα του Θεού. Ενώ, στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει προσωρινή μέθεξη, δηλαδή η εμπειρία της Θεώσεως είναι προσωρινή, αυτοί που είδαν την άκτιστη δόξα του Λόγου, παρά ταύτα απέθαναν και σωματικά και ψυχικά, ενώ τώρα, με την ενσάρκωση, όσοι είδαν την δόξα του Λόγου μετέχουν κατά μόνιμο τρόπο στην δόξα της Αγίας Τριάδος, διότι με τον θάνατο του σώματος δεν υφίσταται τον θάνατο και η ψυχή. Διότι ο θάνατος της ψυχής είναι έλλειψη της Θεώσεως, που σημαίνει θεοπτία.

Δηλαδή, ένας άνθρωπος που σε αυτή την ζωή, τώρα, φθάνει στην θέωση, δεν τον κυριεύει πλέον ο θάνατος και η εμπειρία της Θεώσεως συνεχίζεται και μετά τον θάνατο. Και μια ισχυρότατη ένδειξη και μαρτυρία περί αυτού του γεγονότος είναι τα ιερά λείψανα. Τα ιερά λείψανα υπάρχουν, διότι αυτοί που έχουν αφήσει τα λείψανα, ως μαρτυρία της σωματικής τους αναστάσεως, έχουν αφήσει και τα ιερά λείψανα, και γι’ αυτό αποτελούν αυτοί όλοι μαζί την κοινωνία των Αγίων».

Γενικά, σε τρία βασικά ερωτήματα τίθενται η σχέση και η διαφορά μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης.

«Υποβάλλω ορισμένα ερωτήματα. Δεν προσφέρω καμιά λύση σε αυτά τα θέματα. Απλώς, νομίζω ότι πρέπει να τεθούν σε κάποιο έλεγχο και να ερευνηθούν πλέον.

α) Στην Παλαιά Διαθήκη τι έχει αποκαλυφθή; Έχει αποκαλυφθή η αλήθεια ή έχουμε ψέματα; β) Τι διαφέρει η Παλαιά από την Καινή Διαθήκη; και γ) Τι εννοεί ο Χριστός ότι οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν; Ποια είναι η πάσα αλήθεια και πότε αποκαλύφθηκε αυτή η πάσα αλήθεια; Κι αν έχη αποκαλυφθή η πάσα αλήθεια, αυτό σημαίνει ότι εκείνο πλέον πρέπει να θεωρηθή η ακμή της ακμής. Και το εάν έχουμε ακμή, μετά από αυτή την ακμή, πρέπει να μετράται εάν έχουμε ακόμη εκείνη την κατάσταση ή όχι. Γιατί, το να αποκαλυφθή η πάσα αλήθεια πρέπει να είναι και κάποια κατάσταση. Τι αποκαλύφθηκε ως πάσα αλήθεια; Το δόγμα της Αγίας Τριάδος; Το δόγμα της ενσαρκώσεως; Τι έχει αποκαλυφθή ως πάσα αλήθεια; Και πότε αποκαλύπτετο σιγά σιγά; Με την πάροδο του χρόνου, μέσω των αιώνων; Ή, δια μιας αποκαλύφθηκε, με μια αποκαλυπτική εμπειρία; κ.ο.κ.

Οι σημερινές αντιλήψεις, που έχουμε περί αυτών των θεμάτων συνήθως, δεν είναι στα πλαίσια της πατερικής παραδόσεως. Ένας καθηγητής δικός μας σκάλωσε στο όνομα αποκάλυψη και λέει ότι και μετά την Πεντηκοστή υπάρχει αποκάλυψη. Τώρα, τι είναι αποκάλυψη για να υπάρχη μετά την Πεντηκοστή; Τι σημαίνει αποκάλυψη στους Πατέρες της Εκκλησίας; Και τι διαφέρει η αποκάλυψη μετά την Πεντηκοστή, από την αποκάλυψη της Πεντηκοστής, από την αποκάλυψη προ της Πεντηκοστής, από την αποκάλυψη μετά την Ανάσταση, από την αποκάλυψη προ της Αναλήψεως, από την αποκάλυψη προ της Αναστάσεως, από την αποκάλυψη προ της ενσαρκώσεως;

Οπότε, προ της ενσαρκώσεως, έχουμε αποκαλύψεις σε όλη την Παλαιά Διαθήκη. Μετά την ενσάρκωση έχουμε αποκαλύψεις. Προ της Αναστάσεως έχουμε αποκαλύψεις. Εν τη αναστάσει και μετά την Ανάσταση έχουμε αποκαλύψεις. Προ της Αναλήψεως, κατά το γεγονός της Αναλήψεως, έχουμε την εμπειρία της Αναλήψεως. Μετά έχουμε και την Πεντηκοστή. Μετά, πάλι μιλούν οι Πατέρες για αποκαλύψεις. Όταν μιλάνε οι Πατέρες για αποκάλυψη, τι σημαίνει αποκάλυψη; Και τι σχέση έχει η αποκάλυψη με την θεοπνευστία;».

Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι ότι στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει αποκάλυψη του άσαρκου Λόγου -πρόκειται περί αληθείας και όχι περί ψέματος- αλλά η «πάσα αλήθεια», που αποκαλύφθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής, είναι ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού. Ο άσαρκος Λόγος τώρα είναι σεσαρκωμένος. Αυτή είναι η «πάσα αλήθεια».

«Η βασική διαφορά μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης είναι η ενσάρκωση. Πρώτα - πρώτα ο Λόγος ασάρκως εμφανίζεται στους Προφήτες. Η πρώτη μεγάλη διαφορά: Δεν υπάρχει ενσάρκωση στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά στην Παλαιά Διαθήκη είναι η Αγία Τριάδα, η οποία εμφανίζεται στους Προφήτες, διότι είναι ο Λόγος, ο Χριστός ο ίδιος, ο οποίος φανερώνεται στους Προφήτες. Γι’ αυτόν τον λόγο, για μας τους Ορθοδόξους, η Παλαιά Διαθήκη είναι καθαρά Χριστοκεντρική. Αυτά που λένε μερικοί για την Παλαιά Διαθήκη, ότι απεκαλύφθη ο μονοθεϊσμός κλπ., δεν είναι έτσι».

Αυτό σημαίνει ότι διαφορά μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης δεν είναι το δόγμα περί της Αγίας Τριάδος, αλλά η ενσάρκωση.

«Ο Λόγος ο οποίος ήταν άσαρκος στην Παλαιά Διαθήκη, εμφανιζόταν χωρίς σάρκα. Τώρα, όμως, ο Λόγος που είναι εν σαρκί, όταν αποκαλύπτεται στον άνθρωπο, αποκαλύπτεται πάντοτε εν σαρκί. Οπότε, συγκεντρώνεται η αποκάλυψη στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, πλέον, στην Καινή Διαθήκη.

Εφ’ όσον έτσι έχουν τα πράγματα, ήδη προ της Πεντηκοστής έχουμε παραδείγματα Θεώσεως, όπως από την Παράδοση γνωρίζουμε περί της Θεώσεως της Παναγίας, που μπήκε τριών χρόνων μέσα στον Ναό, είχε φθάσει στα Άγια των Αγίων, που σημαίνει ότι η Παναγία τριών χρόνων είχε φθάσει στην εμπειρία της Θεώσεως. Αυτό σημαίνει ότι ζούσε μέσα στην δόξα του Θεού. Και είχε και θεοπτία από τριών χρόνων τουλάχιστον, και έτσι προετοιμαζόταν να είναι και Μητέρα του Θεού κ.ο.κ. Αυτό ένα παράδειγμα.

Μετά έχουμε το παράδειγμα της Βαπτίσεως του Χριστού. Έχουμε το παράδειγμα των δύο μαθητών του Ιωάννου. Μετά έχουμε την Μεταμόρφωση, και μετά την Πεντηκοστή. Από την Μεταμόρφωση, όμως, μέχρι την Πεντηκοστή ο Χριστός λέει ότι οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν (Ιωάννης Ιστ', 13). Τι σημαίνει οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν, αφού έχουμε στην Παλαιά Διαθήκη εμπειρία της Θεώσεως, ήδη αποκαλύπτεται στους Προφήτες η Αγία Τριάδα, ο Πατήρ εν τω Λόγω και Αγίω Πνεύματι αποκαλύπτεται στους Προφήτες;

Την ίδια αποκάλυψη έχουμε και στην Καινή Διαθήκη, αλλά τώρα προστίθεται η ανθρώπινη φύση του Χριστού. Στην Μεταμόρφωση έχουμε αποκάλυψη της δόξης του Χριστού, μέσω της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, αλλά και εν νεφέλη που επεσκίασε τους Αποστόλους και μετά έχουμε την Πεντηκοστή. Γιατί η Πεντηκοστή είναι η αποκάλυψη πάσης της αληθείας και δεν είναι η Μεταμόρφωση αποκάλυψη πάσης της αληθείας;».

Το φως που έβλεπαν οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης ήταν το θείο άκτιστο Φως, αλλά δεν υπήρχε σώμα. Κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού οι Μαθητές έβλεπαν το Φως να προχέεται από το Σώμα του Χριστού, το οποίο όμως βρισκόταν έξω από αυτούς, αφού δεν είχαν γίνει ακόμη μέλη του Σώματος του Χριστού. Την ημέρα, όμως, της Πεντηκοστής και μετά από αυτήν, οι Άγιοι Απόστολοι και οι Άγιοι βλέπουν το Φως μέσα από το Σώμα του Χριστού, αφού και οι ίδιοι είναι μέλη του αναστημένου και δοξασμένου αυτού Σώματος του Χριστού.

«Το να φθάνη κανείς στην θέωση, να έχη έσωθεν το Φως, σημαίνει ότι η πηγή του Φωτός, βέβαια, είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το άγιον Πνεύμα, αλλά είναι και η ανθρώπινη φύση τού Χριστού. Εξ αιτίας της υποστατικής ενώσεως, δηλαδή εξ αιτίας του ότι είναι το σώμα του Λόγου, γι’ αυτό πηγή ζωής δεν είναι μόνον ο Λόγος, αλλά και η σαρξ είναι πηγή της ζωής. Πηγή ζωής είναι η θεοπτία, δηλαδή η θέωση.

Αυτή είναι η βασική διαφορά μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Αυτό τώρα, εξ επόψεως της πραγματικότητος, που λέγεται Εκκλησία, ιστορική εκκλησιαστική πραγματικότητα».

Επομένως, οι θεοπτίες στην Καινή Διαθήκη διαφέρουν από τις θεοπτίες στην Παλαιά Διαθήκη, διότι τώρα η ανθρώπινη φύση του Λόγου είναι πηγή της Ακτίστου ενεργείας του Θεού και διότι οι θεόπτες είναι μέλη του Σώματος του Χριστού. Ακόμη, γιατί καταργήθηκε ο θάνατος και η θέωση δεν έχει προσωρινό χαρακτήρα. Επίσης τώρα η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και πέρα από την Εκκλησία δεν υπάρχει άλλη αλήθεια. Αυτό είναι η «πάσα αλήθεια» που αποκαλύφθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής και βιώνεται δια μέσου των αιώνων από τους πιστούς. Δεν υπάρχει μετά την Πεντηκοστή προσθήκη νέας αλήθειας.

Δημιουργία αρχείου: 26-5-2014.

Τελευταία ενημέρωση: 28-2-2015.