Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Αγία Γραφή και Ψυχοθεραπευτικά

Κυριακή Προσευχή: Ο καινός οφθαλμός ενός γηραιού κόσμου

Ερμηνεία στην Κυριακή Προσευχή

Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης

 

Αναδημοσίευση από: alopsis.gr

 

Διάλεξα ένα κομμάτι από το Ευαγγέλιο, από την Αγία Γραφή, και ιδιαίτερα το «Πάτερ ημών», γιατί νομίζω είναι η πιο χαρακτηριστική προσευχή, εφόσον είναι «Κυριακή» προσευχή, ή προσευχή που μας έδωσε ο Κύριος.

Και νομίζω ότι ο Κύριος μάς δίδαξε την προσευχή που Εκείνος έκανε, μάς έδωσε τη ζωή που Εκείνος έζησε και μάς δίδαξε τον ίδιο τον εαυτόν Του· κι αυτό είναι η αλήθεια του Ιησού Χριστού. Και όπως μάς είπε άλλη φορά «Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα» (Ιω. ιε´ 5)· όπως η σχέση τού κλήματος και τής αμπέλου είναι μια σχέση οργανική και αθόρυβα προχωρά ο χυμός τής αμπέλου προς τα κλήματα, έτσι και ο Κύριος μάς έδωσε όλη την ύπαρξή Του, οπότε, μέσα στην προσευχή αυτή - αν την κάνουμε συνειδητά και αν την ζούμε - νομίζω ότι ζούμε εν Χριστώ Ιησού.

Αλλά ας αρχίσουμε να διαβάζουμε την προσευχή αυτή και να την παρακολουθούμε φράση προς φράση.

 

Η πρώτη φράση λέει: «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς».

Νομίζω ότι η αμαρτία μας η μεγάλη είναι μία· πολλές φορές απογοητευόμαστε και ξεχνάμε ένα πράγμα: όχι ότι είμαστε αδύνατοι, αλλ' ότι ο Θεός μας αγαπάει. Αν έχουμε ένα κεφάλαιο εμείς οι αδύνατοι, είναι ότι ο Θεός μας αγαπά και ότι ο Θεός είναι Πατέρας μας.

Λέμε ότι ο πατέρας, η μάνα, αγαπούν το παιδί τους όχι γιατί είναι καλό, αλλά γιατί είναι παιδί τους· οπότε είναι μεγάλο πράγμα αν αυτή τη συνείδηση την αποκτήσουμε και νοιώσουμε ότι μπορούμε εμείς να πούμε το Θεό Πατέρα μας. Γιατί αυτή η λέξη τα λέει όλα. Αμέσως μάς βάζει μέσα στο κλίμα της Εκκλησίας. Μπορεί να είναι κανένας ορφανός, μπορεί να τον έχουν εγκαταλείψει οι δικοί του, μπορεί όλα να τα έχει χάσει και να αισθάνεται μόνος· από τη στιγμή όμως που ο Θεός είναι Πατέρας του, νοιώθει μια ασφάλεια, μια σιγουριά και όλος ο κόσμος γίνεται σπίτι του.

Θα τολμούσα να πω και το εξής: μήπως δεν θα 'ταν καλύτερα να μάς εγκαταλείψουν όλοι, για να νοιώθουμε αυτή την αγάπη του Θεού; Θαρρώ πως κι αυτό μπορούμε να το πούμε. Γι αυτό, βλέπετε κι ο Κύριος στους μακαρισμούς Του λέγει: «Μακάριοι οι πενθούντες, μακάριοι οι διψώντες, μακάριοι οι πεινώντες, μακάριοι οι κλαίοντες...». Δηλ. Μακάρι να στερηθούμε τη στοργή την ανθρώπινη, να τα χάσουμε όλα, για να νοιώσουμε ότι ο Θεός είναι Πατέρας μας.

Θυμάμαι μια φορά που είχαμε ρωτήσει μια γριά στο Παρίσι, Ρωσίδα, τι είναι μοναχός, και αυτή μάς είπε αυθόρμητα ότι μοναχός είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος κρέμεται από ένα σχοινί, και το σχοινί αυτό είναι η αγάπη του Θεού. Νομίζω ότι αυτό τελικά μπορούμε να το πούμε για κάθε άνθρωπο: ότι ο άνθρωπος έχει μια δύναμη στη ζωή του και η δύναμη αυτή είναι ότι ο Θεός τον αγαπά. Ήλθαμε στη ζωή και ελπίζουμε, γιατί κάποιος μας αγαπά· κι αυτός ο κάποιος είναι δυνατός άσχετα αν εμείς είμαστε αδύνατοι.

 

«Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς».

Πατέρας μας λοιπόν δεν είναι απλώς κάποιος που μπορεί να εντοπισθεί εδώ και εκεί, αλλά είναι ο εν τοις ουρανοίς, ουράνιος Πατέρας, οπότε, όλος ο κόσμος, όλος ο ουρανός γίνεται σπίτι μας. Έτσι, λοιπόν, μπορούμε να νοιώθουμε άνετα κι ελεύθερα. Γι αυτό, λέγεται, ότι όταν είπαν στον Ευάγριο Ποντικό, ένα από τους πρώτους ασκητές της Νιτρίας, ότι ο πατέρας του πέθανε, αυτός αντέδρασε αυθόρμητα και λέει: «Μη βλαστημείτε· ο Πατέρας μου δεν πέθανε ποτέ»!

Έτσι, λοιπόν, με την πρώτη φράση ο Κύριος μάς δίνει κουράγιο, μάς κάνει δικούς Του αδελφούς, και μάς λέει τον Πατέρα Του να τον λέμε και δικό μας Πατέρα. Και κάτι άλλο λένε οι Πατέρες: Λέμε το Θεό «Πάτερ ημών» - δεν λέμε απλώς Πατέρα μου - οπότε ο Θεός είναι όλων Πατέρας μας και, έτσι, όλοι είμαστε μεταξύ μας αδελφοί.

 

Η επόμενη φράση λέει, «αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου...».

Σ' αυτές τις δύο φράσεις οι Πατέρες της Εκκλησίας μας βλέπουν την παρουσία του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και έτσι λοιπόν, σ' αυτές τις τρεις φράσεις «Πάτερ ημών... ελθέτω η βασιλεία σου», είναι παρούσα όλη η Αγία Τριάς. Το Όνομα του Θεού Πατρός είναι ο Λόγος του Θεού Πατρός, ο Υιος του Θεού, και η βασιλεία του Θεού είναι το Πνεύμα το Άγιον. (Υπάρχει μάλιστα μια γραφή του Ευαγγελίου παλαιότερη, που αντί να λέει «ελθέτω η βασιλεία σου» λέει «ελθέτω το Πνεύμα σου το Άγιον εφ ημάς και καθαρισάτω ημάς). Οπότε εδώ έχουμε παρούσα την Αγία Τριάδα. Είναι αυτό που λέμε: «Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα..., και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν..., και εις το Πνεύμα το Άγιον...».

 

»Αγιασθήτω το όνομά σου...».

Παρακαλούμε εμείς να αγιασθεί το όνομα του Θεού. Εδώ, αν βλέπουμε αυτά που λένε οι Πατέρες, ότι το όνομα τού Θεού Πατρός είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, αυτό το «αγιασθήτω το όνομά σου» μπορούμε να το συνδέσουμε με εκείνο που λέει ο Κύριος: «Εγώ αγιάζω εμαυτόν, ίνα και αυτοί ώσιν ηγιασμένοι εν αληθεία» (Ιω. ιζ´ 19). Και το «αγιάζω εμαυτόν» του Κυρίου σημαίνει ότι, εγώ θυσιάζω τον εαυτό μου για να αγιασθούν εν αληθεία, στην πραγματικότητα, οι πιστοί. Έτσι λοιπόν, όταν και εμείς λέμε «αγιασθήτω το όνομά σου», είναι σαν να λέμε, ας αγιασθεί η θυσία του Υιού και Λόγου του Θεού. Γι αυτό ο Κύριος είναι ο αγιασμός, η απολύτρωση και η δικαιοσύνη ημών. Και, «ελθέτω η βασιλεία σου», να έλθει το Πνεύμα το Άγιο στην Πεντηκοστή· και πάντοτε έρχεται το Άγιο Πνεύμα, και η Εκκλησία είναι μια συνεχής Πεντηκοστή.

Μέσα, λοιπόν, σ' αυτές τις τρεις φράσεις βλέπουμε παρούσα όλη την Αγία Τριάδα. Αλλά, μπορούμε να δούμε σ' αυτές τις τρεις φράσεις, και την πραγματικότητα της επικλήσεως της κεντρικής ευχής της Θείας Λειτουργίας: Αυτό που ο ιερεύς, παρακαλεί τον Ουράνιο Πατέρα, να στείλει δηλ. το Πνεύμα το πανάγιον και να ποιήσει τον άρτον και τον οίνον Σώμα και Αίμα Χριστού.

 

Και φθάνουμε στην τέταρτη φράση, η οποία είναι η κεντρική φράση του «Πάτερ ημών», και το κεντρικό σημείο της ζωής του Κυρίου και της δικής μας ζωής: είναι το «γενηθήτω το θέλημά σου».

Ίσως αυτή η φράση, «γενηθήτω το θέλημά σου», μπορεί να παρομοιασθεί με το «Αμήν» της επικλήσεως. Και αυτό το «γενηθήτω το θέλημά σου» είναι η κατάληξη και η ανακεφαλαίωση των προηγουμένων φράσεων· στις προηγούμενες φράσεις λέμε, «αγιασθήτω το Όνομά σου», «ελθέτω η βασιλεία σου», «γενηθήτω το θέλημά σου». Αναφερόμαστε στο Θεό, λέμε το όνομά Του να αγιασθεί, η βασιλεία Του να έλθει, το θέλημά του να γίνει. Δίνουμε τα πάντα στο Θεό, και αυτό επικυρώνεται και ανακεφαλαιώνεται μ' αυτή τη φράση, «γενηθήτω το θέλημά σου».

Για να καταλάβουμε καλύτερα τι σημασία έχει το «γενηθήτω το θέλημά σου», θα είναι καλά να θυμηθούμε αυτό που είπε ο Κύριος, γιατί κατέβηκε απ' τον Ουρανό: «Εγώ καταβέβηκα εκ του ουρανού ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός και τελειώσω αυτού το έργον». Και το άλλο πάλι που λέει, ότι «η κρίσις η εμή δικαία εστί...»· η κρίσις μου είναι δίκαιη και σωστή γιατί «ου ζητώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός». Και κάτι άλλο: θυμάστε που ο Κύριος συναντήθηκε με τη Σαμαρείτιδα· όταν ήλθαν οι μαθητές, είπαν στον Κύριο: «Ραββί, φάγε»· κι εκείνος τους απάντησε, ότι «εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ην ημείς ουκ οίδατε...». Εγώ έχω να φάω ένα φαγητό το οποίο εσείς δεν ξέρετε. «Εμόν βρώμαεστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον».

Αυτό, λέει, που εμένα με τρέφει είναι να ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός. Και νομίζω ότι αυτό είναι το βασικό πράγμα το οποίο καθορίζει τη ζωή του Κυρίου και τη ζωή τη δική μας. Γι αυτό βλέπουμε τον Κύριο στη συνέχεια, την ώρα της Γεθσημανή, δηλ. την ώρα της πραγματικής αγωνίας - θάλεγε κανείς την ώρα ενός δυνατού σεισμού που τα πάντα δοκιμάζονται, και ο Κύριος «γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο» - να λέει «Πάτερ μου, ει ου δύναται τούτο το ποτήριον παρελθείν απ' εμού εάν μη αυτό πίω, γενηθήτω το θέλημά σου» (Ματθ. κστ´ 42). Αυτό που μας είπε ο Κύριος να λέμε, και εκείνος το είπε στη δύσκολη στιγμή και προχωρεί ο Κύριος ήρεμα, αλλά παντοκρατορικά προς το πάθος ακριβώς γιατί λέγοντας, «όχι το δικό μου θέλημα, αλλά το δικό σου να γίνει», αμέσως στρέφεται εσωτερικά, παίρνει άλλη δύναμη και προχωρεί.

Δεν θα 'ταν άσχημα να πάμε τώρα για μια στιγμή και στη δικιά μας ζωή. Αγωνιζόμαστε στη ζωή μας, αρχίζουμε, έχουμε σχέδια, έχουμε προγράμματα, προχωράμε καλά, αλλά σε μια στιγμή μπορεί να περάσουμε δυσκολίες. Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην περάσει τη Γεθσημανή του. Και την ώρα που τα πάντα καταρρέουν, τότε μόνο τα πάντα ανασταίνονται, και τότε μόνο καταλαβαίνει κανείς αυτό που είπε ο Κύριος, ότι το να ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός και όχι το δικό μου, αυτό είναι που με τρέφει. Εκείνη τη στιγμή που τα πάντα καταστρέφονται και δεν υπάρχει καμμιά ελπίδα πουθενά και κανένα φως, και τα πάντα είναι σκεπασμένα με σκοτάδι, αν ο άνθρωπος πει - Θεέ μου, να γίνει το θέλημά σου, αμέσως παίρνει μια άλλη δύναμη, ανασταίνεται και προχωρεί παντοκρατορικά και σεμνά προς την οδό, προς τη διάβαση, προς το Πάσχα που είναι ο Χριστός, σε μια εξέλιξη που δεν σταματά ποτέ. Και τότε, εκ των υστέρων, θα ευχαριστεί κανείς το Θεό όχι για τις ευκολίες, αλλά για τις δυσκολίες της ζωής του και για τη Γεθσημανή του, η οποία τον ανάγκασε, μέσα στην εξάρθρωση του εαυτού του, να πει το λογισμό του ελεύθερα, να καταλήξει στο: «Θεέ μου, να γίνει το δικό σου θέλημα».

Νομίζω ότι αυτό το «γενηθήτω το θέλημά σου» μοιάζει με το «γενηθήτω» το δημιουργικό (αυτό που λέει ο Κύριος, «Είπε και εγενήθησαν, ενετείλατο και εκτίσθησαν»), και με το λειτουργικό γενηθήτω (όταν ο ιερεύς ιερουργεί το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και παρακαλεί τον Πατέρα να καταπέμψει το Άγιο Πνεύμα και να ποιήσει τον άρτον Σώμα Χριστού και το εν τω Ποτηρίω Αίμα Χριστού και λέει το Αμήν, Αμήν, Αμήν, οπότε ήδη έγινε το μυστήριο. Υπάρχει μια σχέση μεταξύ τού δημιουργικού γενηθήτω και τού λειτουργικού). Όταν ο άνθρωπος συνειδητά πει, Θεέ μου, να γίνει το θέλημά σου και σε μένα, μοιάζει και με αυτό που είπε η Παρθένος στον Αρχάγγελο Γαβριήλ: «γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»· να γίνει σε μένα, στην ύπαρξή μου, μέσα μου, κατά το ρήμα σου· Θεέ μου, να γίνει κατά το θέλημά σου. Οπότε ο άνθρωπος αγιάζεται και παίρνει μια άλλη δύναμη.

Λέει ο Αββάς Ισαάκ κάπου, ότι ο άνθρωπος μπορεί, υπακούοντας στο Θεό, να γίνει Θεός κατά χάριν, και να δημιουργήσει εκ του μη όντος νέους κόσμους: ο άνθρωπος γίνεται τελείως νέος, ο αδύνατος παίρνει άλλη δύναμη και ο νεκρός παίρνει νέα ζωή και προχωρεί. Τότε καταλαβαίνει ότι, πράγματι, είναι τροφή πραγματική το να καταλήξει να πει ήρεμα, «Θεέ μου, να γίνει το θέλημά σου και όχι το δικό μου».

Γι αυτό βλέπετε ότι ο αληθινός θεολόγος δεν είναι αυτός που πάει στο πανεπιστήμιο και παίρνει άριστα επειδή θυμάται μερικές χρονολογίες και μερικά ονόματα ή γράφει μια εργασία· αλλά, αληθινός θεολόγος που γνωρίζει ποια είναι η δύναμη και η αλήθεια της διδασκαλίας του Κυρίου, είναι αυτός ο οποίος στη δύσκολη στιγμή λέγει: μη το εμόν, αλλά το σον γενέσθω θέλημα. Τότε όλος ο Θεός μπαίνει μέσα του, τον ίδιο τον άνθρωπο τον κάνει θεολόγο, τον κάνει θεό κατά χάριν και προχωρεί εν Χριστώ Ιησού με ένα άλλο τρόπο μπροστά. Και όπως ο Κύριος αναστημένος προχωρούσε κεκλεισμένων των θυρών έτσι και ο άνθρωπος, αυτός ο αδύνατος αλλά και παντοδύναμος με τη χάρη του Θεού, προχωρεί είτε τα προβλήματα είναι λυμένα ή ανοικτά. Γι αυτό αν τυχόν περνάμε δυσκολίες ας λέμε το λογισμό μας ελεύθερα· όπως θέλει κανείς να εκφρασθεί, ας εκφρασθεί, γιατί ο Θεός είναι Πατέρας μας. Αλλά στη συνέχεια ας πούμε, Θεέ μου, εγώ δεν ξέρω, εσύ ξέρεις, εσύ με αγαπάς πιο πολύ από ό,τι τους αγαπώ εγώ και πιο πολύ ανήκουν σε σένα όλοι απ' ό,τι ανήκουν σε μένα. Οπότε ας γίνει το θέλημά σου. Αν τυχόν το θέλημά σου εξωτερικά φαίνεται καταστροφή, να 'ναι καταστροφή. Καλύτερα μια θεοθέλητη καταστροφή παρά οποιαδήποτε επιτυχία με την ανθρώπινη βούληση, που είναι αληθινό χαντάκωμα και αληθινή καταστροφή. Τότε το «γενηθήτω το θέλημά σου» είναι η φράση που μάς τρέφει και μάς ανασταίνει σε ένα άλλο χώρο.

 

Η άλλη φράση είναι, «ως εν ουρανώ και επί τής γης».

Εδώ πέρα, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Χριστός, βάζει τον καθένα μας υπεύθυνα για τη σωτηρία όλου του κόσμου. Δεν λέει, «Θεέ μου, να γίνει το θέλημά σου στη ζωή μου», αλλά να γίνει το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης, να γίνει σ' ολόκληρη τη γη. Θυμάμαι σ' ένα νησί, στην Κω, που είχα πάει μια φορά είχα δει μια γριούλα. Μού λέει, «Εγώ δεν ξέρω γράμματα και δεν ξέρω να κάνω καμιά προσευχή, μα ούτε το Πιστεύω μπορώ να πω ούτε το Πάτερ ημών. Γι αυτό, το βράδυ όταν πέσω να κοιμηθώ, κάνω το σταυρό μου και παρακαλώ ο Θεός να ξημερώσει με το καλό όλον τον κόσμο». Με ρωτά, «Καλά κάνω;» Της λέω, «Καλά κάνεις». Βλέπετε, η γριούλα είχε συλλάβει το μυστικό της ευχής αυτής· και επειδή ζούσε μέσα στην Εκκλησία, και επειδή είχε τη χάρη του Χριστού που κυκλοφορούσε μέσα στην ύπαρξή της αθόρυβα, όπως πάει ο χυμός της αμπέλου προς το κλήμα, γι αυτό, χωρίς να ξέρει γράμματα, έκανε αυτό το αληθινό: παρακαλούσε ο Θεός να ξημερώσει με το καλό όλο τον κόσμο. Έτσι λοιπόν λέμε «ως εν ουρανώ και επί της γης».

 

Παρακάτω λέμε, «τον άρτον ημών τον επιούσιον».

Όταν φθάσουμε στο σημείο να περάσουμε τη Γεθσημανή και να πούμε στη δύσκολη στιγμή, «Θεέ μου, γενηθήτω το θέλημά σου» και δεν δυσανασχετούμε, δεν αγανακτούμε, αλλά αυτό το δεχόμαστε με καρτερία και ηρεμία, τότε νομίζω ότι είναι ικανό το πνευματικό μας στομάχι να χωνέψει την όντως τροφή. Και η όντως τροφή πάλιν είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο Ιησούς Χριστός. Είδατε ότι είπε: «Εγώ ειμί ο άρτος ο ζων ο εκ τού ουρανού καταβάς· εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα» (Ιω. στ´ 51). Εγώ είμαι ο αληθινός άρτος, ο ζωντανός, που κατέβηκε από τον ουρανό· και αν κανείς φάει απ αυτόν τον άρτο θα ζήσει και δεν πρόκειται να πεθάνει. Δηλ. παίρνει από τώρα μια δύναμη και μια χάρη, η οποία τον βοηθά να ξεπεράσει το θάνατο· ήδη από τώρα, ενώ βρίσκεται εν σαρκί, βρίσκεται μέσα στην αιώνια ζωή. Γι αυτό όταν λέει ο Κύριος, «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον», τι ακριβώς θέλει να πει; Και λένε οι Πατέρες ο «επιούσιος» σημαίνει ο άρτος που αφορά την ουσία του ανθρώπου ή ο άρτος της επιούσης ημέρας. Επιούσα ημέρα είναι η επόμενη μέρα· και επόμενη μέρα είναι ο επόμενος αιών, είναι η βασιλεία των ουρανών. Έτσι λοιπόν, παρακαλούμε το Θεό Πατέρα να μας αξιώσει της «επιούσης ημέρας», του ουρανίου άρτου, του Ιησού Χριστού, να μάς Τον δώσει σαν τροφή αληθινή από σήμερα. Και ενώ βρισκόμαστε εν σαρκί, ενώ βρισκόμαστε σ' αυτό τον κόσμο, ο αληθινός άρτος που θα μας τρέφει να 'ναι ο άρτος των αγγέλων, ο άρτος της «επιούσης ημέρας», ο άρτος της μελλούσης ζωής και βασιλείας.

 

»Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».

Εδώ πέρα θυμόμαστε την προσευχή του Κυρίου που είπε για τους σταυρωτές του: «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. κγ´ 34). Ο Κύριος τους συγχώρεσε και επειδή δεν υπήρχε καμιά δικαιολογία γι αυτό, ο Κύριος βρήκε μια δικαιολογία γι αυτούς, ότι δεν ξέρουν τι κάνουν.

»Και άφες ημίν..., ως και ημείς αφίεμεν...». Η φράση αυτή έχει κάτι λίγο πιο απαιτητικό. Δεν μας λέει ο Κύριος να παρακαλούμε το Θεό Πατέρα να μάς βοηθήσει να συγχωρούμε τους άλλους, αλλά λέμε ότι εμείς οπωσδήποτε συγχωρούμε. Και λέει ο Γρηγόριος ο Νύσσης ότι εδώ πέρα, εμείς σαν να λέμε στο Θεό Πατέρα να λάβει εμάς σαν υπόδειγμα και να μας συγχωρήσει και εμάς.

Αλλά αν τυχόν εμείς δεν συγχωρούμε, τότε τίποτε δεν γίνεται, το είπε ο Κύριος ξεκάθαρα: «Εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. στ´ 15). Μπορεί να πηγαίνουμε στα Κατηχητικά, μπορεί να πηγαίνουμε στις ομιλίες, στην εκκλησία, να κοινωνούμε και να προχωρούμε στην πνευματική ζωή, μπορεί να κάνουμε θαύματα, και όμως να μη συγχωρούμε κάποιον. Αλλά εάν δεν συγχωρούμε δεν γίνεται απολύτως τίποτα.

Στο σημείο αυτό θα 'θελα να θυμηθούμε κάτι που έλεγε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός στους ανθρώπους που απευθυνόταν: «Πονάω γιατί δεν έχω χρόνο να σάς δω όλους χωριστά τον καθένα σας και να εξομολογηθείτε και να μου πείτε τα παράπονά σας και να σάς πω και εγώ ό,τι με φωτίσει ο Θεός. Αλλά επειδή δεν μπορώ να σάς δω όλους, θα σάς πω μερικά πράγματα τα οποία πρέπει να εφαρμόσετε. Κι αν αυτά εφαρμόσετε θα προχωρήσετε καλά. Το πρώτο είναι να συγχωράτε τους εχθρούς σας». Και για να τους κάνει να καταλάβουν τι ήθελε να πει, τούς δίνει ένα παράδειγμα: «Ήλθαν δύο να εξομολογηθούν, ο Πέτρος και ο Παύλος. Ο Πέτρος μου είπε: «Άγιε του Θεού, εγώ από μικρός πήρα τον καλό δρόμο. Ζω στην εκκλησία, έχω κάνει όλα τα καλά, προσεύχομαι, κάνω ελεημοσύνες, έχω κτίσει εκκλησίες, έχω κτίσει μοναστήρια, έχω ένα μικρό ελαττωματάκι, ότι δεν συγχωρώ τούς εχθρούς μου». Και λέει ο άγιος Κοσμάς ότι, «Εγώ, αυτόν τον αποφάσισα για την κόλαση, κι είπα «όταν πεθάνει θα τον πετάξουν στο δρόμο να τον φάνε τα σκυλιά»». Μετά από λίγο έρχεται ο Παύλος, ο οποίος εξομολογήθη και μου λέει: «Εγώ από μικρός πήρα το στραβό δρόμο, έχω κλέψει, έχω ατιμάσει, έχω σκοτώσει, έχω κάψει εκκλησίες, μοναστήρια, δηλ. είμαι σαν δαιμονισμένος· μόνο ένα καλό έχω, ότι συγχωρώ τον εχθρό μου». Και λέει ο Άγιος Κοσμάς, «εγώ κατέβηκα, τον αγκάλιασα, τον φίλησα και του είπα σε τρεις μέρες να κοινωνήσει».

Αυτός που είχε όλα τα καλά, με την κακότητα να μη συγχωρεί τον εχθρό του, όλα αυτά τα μόλυνε, όπως έχουμε 100 οκάδες ζυμάρι και βάζουμε λίγο προζύμι και κουφίζει όλο το ζυμάρι. Από την άλλη μεριά ο άλλος που έχει κάνει όλα τα κακά, συγχωρούσε τον εχθρό του· αυτό έδρασε μέσα σ' όλα αυτά σαν μια φλόγα κεριού και τα 'καψε όλα. Νομίζω, ότι αυτό είναι βασικό. Και πολλές φορές η ζωή μας ολόκληρη βγάζει μια αποφορά αντί να 'ναι άρωμα Χριστού, και δεν ξέρουμε γιατί γίνεται αυτό. Να συγχωρούμε, λοιπόν. Να μην κρατήσουμε καμιά κακότητα για κανένα. Τότε η ζωή μας θα προχωρήσει μπροστά. Αν αυτό δεν κάνουμε, τότε όλες οι θεολογίες μας κι όλες οι αγιότητές μας πάνε χαμένες. Γι αυτό ακριβώς λέει ο Κύριος, «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Ένα ελάχιστο πράγμα φτάνει για να σε βάλει στη βασιλεία των ουρανών, και ένα ελάχιστο πράγμα μπορεί να βρωμίσει όλη τη ζωή μας.

 

»Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού».

Λέμε, «μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν», και από την άλλη ο άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος λέει, «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις» (Ιάκ. α´ 2). Την απορία μας την λύνουν οι Πατέρες. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, λέει ότι υπάρχουν δύο ειδών πειρασμοί: από τη μια μεριά έχουμε τους ηδονικούς και προαιρετικούς που γεννούν την αμαρτία· σ' αυτούς παρακαλούμε τον Κύριον να μην επιτρέψει να μπούμε και να παρασυρθούμε. Απ την άλλη μεριά υπάρχουν άλλοι πειρασμοί και δοκιμασίες, οι απροαίρετοι και οδυνηροί πειρασμοί, οι οποίοι κολάζουν την φιλαμαρτήμονα γνώμη, οι οποίοι σταματούν την αμαρτία. Έτσι, λοιπόν, παρακαλούμε να μην πέσουμε στους πρώτους πειρασμούς, τους ηδονικούς και προαιρετικούς, αλλά αν τυχόν πέσουμε στις άλλες δοκιμασίες πρέπει να τις δεχόμαστε με κάθε χαρά, γιατί αυτοί οι πειρασμοί φέρνουν την γνώση, την ταπείνωση, τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και θυμάστε αυτό που λέει στο Γεροντικό: «έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζόμενος». Αν βγάλεις από τη ζωή μας τους πειρασμούς, αυτές τις δοκιμασίες, κανείς δεν πρόκειται να σωθεί.

 

»...αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού».

Η τελευταία φράση αυτής της προσευχής είναι ο πονηρός. Η πρώτη φράση της προσευχής είναι το «Πάτερ ημών». Ο Θεός είναι η πρώτη λέξη, η πρώτη πραγματικότητα, τελευταία δε είναι ο πονηρός. Η ζωή μας κινείται μεταξύ του πονηρού και του Θεού. Ο πονηρός δεν άφησε κανένα απείραστο· ούτε τον πρώτο Αδάμ στον Παράδεισο ούτε το δεύτερο Αδάμ, τον Κύριο Ιησού Χριστό, όταν βγήκε στην έρημο. Και λέει ο Κύριος πάλι, ότι «το γένος τούτο εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Μαρκ. θ´ 29). Δεν μπορούμε να ελευθερωθούμε από τον πονηρό παρά με την προσευχή και τη νηστεία. Δεν φεύγει ο πονηρός με τη λογική όπως δεν φεύγει το καρκίνωμα με τις ασπιρίνες. Δεν φεύγει ο διάβολος με τις εξυπνάδες. Λέγει και ένας μοναχός, ότι ο μεγαλύτερος δικηγόρος δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με το μικρότερο διάβολο. Γι αυτό δεν πρέπει να αρχίζομε συζήτηση με τον πονηρό. Ας τον αφήνουμε και να φεύγουμε.

Το θέμα στην πνευματική ζωή είναι να αποκτήσουμε τη διάκριση την πνευματική, να ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα αν κάτι είναι από το Θεό ή από το διάβολο. Μα θα πει κανένας: Εγώ είμαι αδύνατος άνθρωπος· πώς μπορώ να αποκτήσω αυτή τη διάκριση; Νομίζω τα πράγματα είναι απλά εάν τυχόν κάνουμε συνειδητά αυτή την προσευχή που μας δίδαξε ο Κύριος. Μπορούμε τώρα να αρχίσουμε από πίσω: εάν συγχωρούμε τους εχθρούς μας ασυζητητί· εάν τρεφόμεθα με τον ουράνιον άρτον· εάν στη δύσκολη στιγμή λέμε, «Θεέ μου, να γίνει το θέλημά σου» και εάν νοιώθουμε το Θεό, Πατέρα μας, τότε, ενώ είμαστε πάρα πολύ αδύνατοι, θα είμαστε ταυτόχρονα και πανίσχυροι. Εάν, αντίθετα, κάνουμε το θέλημά μας και δεν συγχωρούμε τον άλλο, τότε τον διάβολο από μυρμήγκι τον κάνουμε λιοντάρι και δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με καμιά δύναμη. Αντίθετα, εάν λέμε: το θέλημα του Θεού να γίνει, εγώ δεν ξέρω τίποτα· αν συγχωρούμε ασυζητητί· αν τη στιγμή που μας έχουν σκοτώσει, εμείς, σκοτωμένοι, μπορούμε να πούμε ότι δεν κρατάμε καμιά κακότητα γι αυτόν που μας σκότωσε και λέμε έχει ο Θεός, δεν πειράζει· τότε ο άνθρωπος, αυτός ο αδύνατος, είναι παντοδύναμος και μπορεί να τα βγάλει πέρα και ο διάβολος μπροστά του είναι μυρμήγκι. Και προχωρεί ελεύθερα.

Θυμάστε, στη Γεθσημανή, όταν ο Κύριος «γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο» και είπε «ου το εμόν θέλημα γενέσθω», αναφέρεται εκεί στην Αγία Γραφή ότι, «ώφθη δε αυτώ άγγελος απ' ουρανού ενισχύων αυτόν» (Λουκ. κβ´ 43). Και επίσης όταν στην έρημο είπε, «ύπαγε οπίσω μου, σατανά· γέγραπται γαρ, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις», τότε τον άφησε ο διάβολος «και ιδού άγγελοι προσήλθον και διηκόνουν αυτώ» (Ματθ. δ´ 10-11). Έτσι, λοιπόν, συμβαίνει και σ' εμάς· αν λέμε την προσευχή αυτή, αν ζούμε τη ζωή αυτή, ο πονηρός φεύγει, η διάκριση η πνευματική έρχεται μέσα μας και άγγελοι μας διακονούν. Και μπορούμε να νοιώσουμε αυτή τη συντροφιά των αγγέλων· και μπορούμε από τώρα να ζήσουμε στον Ουρανό· και μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις φράσεις τις κυπριακές και να πούμε ότι η ζωή μας γίνεται τότε «αγγελόκτιστη», «Θεοσκέπαστη». Τότε ο άνθρωπος ο μικρός γίνεται με τη χάρη του Θεού παντοδύναμος...

Δημιουργία αρχείου: 12-10-2013.

Τελευταία ενημέρωση: 12-10-2013.