Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή

Η μεταρρύθμιση τού Ιωσήφ * Ψευδείς κατηγορίες κατά τού Αβραάμ * Η ερμηνευτική κακοήθεια των εχθρών του Χριστιανισμού * Είπε ποτέ ο Ιωάνν. Χρυσόστομος ότι ‘εξέδωσεν’ ο Αβραάμ τη Σάρρα και διέπραξε αυτή ‘μοιχείαν’; * Ψευδείς κατηγορίες κατά τού Λωτ * Ο θάνατος των νηπίων και η καρδιά τού Φαραώ

Η Υπόσχεση του Θεού προς τον Ιακώβ

ήταν βασισμένη πάνω σε ψέμα;

Στηρίχθηκε η ευλογία τού αρχαίου λαού τού Θεού σε μία απάτη;

Dr. Eli Lizorkin-Eyzenberg

Μετάφραση Α. Ν.

 

Πηγή: https://weekly.israelbiblecenter.com

 

Πολλοί πιστοί προβληματίζονται με την βιβλική μορφή του Ιακώβ, όταν αναπολούν την ζωή του σε στιγμές προσωπικών σκέψεων. Το βασικό ερώτημα που θέτουν είναι: Πώς είναι δυνατόν ένας κλέφτης, ψεύτης και δειλός να θεωρείται ο πατέρας του Λαού του Θεού – τού Ισραήλ, με μια κλεμμένη ευλογία;

"Και αφού ο Ισαάκ γέρασε, και τα μάτια του αμβλύνθηκαν, ώστε δεν έβλεπε, κάλεσε τον Ησαύ, τον μεγαλύτερο γιο του, και του είπε:

-Γιε μου!

Κι αυτός του είπε:

-Εδώ είμαι.

Κι εκείνος είπε:

-Δες τώρα, εγώ γέρασα· δεν γνωρίζω την ημέρα τού θανάτου μου· πάρε, λοιπόν, παρακαλώ τα όπλα σου, τη φαρέτρα σου και το τόξο σου, και βγες στην πεδιάδα, και κυνήγησε για μένα ένα κυνήγι· και κάνε μου νόστιμα φαγητά, καθώς μου αρέσουν, και φέρε μου να φάω για να σε ευλογήσει η ψυχή μου πριν πεθάνω.

Και η Ρεβέκκα άκουσε καθώς ο Ισαάκ μιλούσε στον γιο του τον Ησαύ. Και ο Ησαύ πήγε στην πεδιάδα για να κυνηγήσει ένα κυνήγι, και να το φέρει.

Και η Ρεβέκκα μίλησε στον γιο της τον Ιακώβ, λέγοντας:

-Δες, εγώ άκουσα τον πατέρα σου να μιλάει στον αδελφό σου τον Ησαύ, και να λέει: "Φέρε μου κυνήγι, και κάνε μου νόστιμα φαγητά για να φάω, και να σε ευλογήσω μπροστά στον Κύριο πριν πεθάνω". Τώρα, λοιπόν, γιε μου, να ακούσεις τη φωνή μου σε όσα εγώ σου παραγγέλλω:

Πήγαινε, τώρα, στο κοπάδι και πάρε μου από εκεί δύο καλά κατσικάκια· για να τα κάνω νόστιμα φαγητά για τον πατέρα σου, όπως του αρέσουν· και θα τα φέρεις στον πατέρα σου να φάει, για να σε ευλογήσει πριν πεθάνει.

Και ο Ιακώβ είπε στη Ρεβέκκα τη μητέρα του:

-Δες, ο Ησαύ ο αδελφός μου είναι άνδρας δασύτριχος, ενώ εγώ είμαι άνδρας άτριχος· ίσως ο πατέρας μου με ψηλαφήσει, και θα φανώ σ' αυτόν ως απατεώνας και θα επισύρω επάνω μου κατάρα και όχι ευλογία.

Και η μητέρα του είπε σ' αυτόν:

-Επάνω μου η κατάρα σου, παιδί μου· μόνο υπάκουσε στη φωνή μου, και πήγαινε, φέρ' τα σε μένα.

Και πήγε, και πήρε, και τα έφερε στη μητέρα του· και η μητέρα του έκανε νόστιμα φαγητά, όπως άρεσαν στον πατέρα του. Και παίρνοντας η Ρεβέκκα τα καλύτερα ενδύματα του μεγαλύτερου γιου της του Ησαύ, που είχε στο σπίτι, έντυσε μ' αυτά τον Ιακώβ, τον νεότερο γιο της· και με τα δέρματα από τα κατσικάκια σκέπασε τα χέρια του, και τα γυμνά μέρη τού λαιμού του· και έδωσε στα χέρια του γιου της του Ιακώβ τα νόστιμα φαγητά, και το ψωμί, που ετοίμασε.

Και ήρθε στον πατέρα του, και είπε:

-Πατέρα μου!

Κι εκείνος είπε:

-Εδώ είμαι· ποιος είσαι παιδί μου;

Και ο Ιακώβ είπε στον πατέρα του:

-Εγώ είμαι ο Ησαύ, ο πρωτότοκός σου· έκανα καθώς μου είπες, σήκω, λοιπόν, κάθισε και φάε από το κυνήγι μου, για να με ευλογήσει η ψυχή σου.

Και ο Ισαάκ είπε στον γιο του:

-Πώς έγινε αυτό παιδί μου, ότι το βρήκες τόσο γρήγορα;

Κι εκείνος είπε:

-Επειδή, ο Κύριος ο Θεός σου το έφερε μπροστά μου.

Και ο Ισαάκ είπε στον Ιακώβ:

-Πλησίασε παιδί μου, για να σε ψηλαφήσω, αν είσαι εσύ αυτός ο γιος μου ο Ησαύ ή όχι.

Και ο Ιακώβ πλησίασε στον Ισαάκ τον πατέρα του· κι εκείνος τον ψηλάφησε και είπε:

-Η μεν φωνή είναι φωνή τού Ιακώβ, τα χέρια όμως είναι χέρια τού Ησαύ.

Και δεν τον γνώρισε, επειδή τα χέρια του ήσαν σαν τα χέρια τού αδελφού του, του Ησαύ, δασύτριχα· και τον ευλόγησε. Και είπε:

-Εσύ είσαι ο ίδιος ο γιος μου ο Ησαύ;

Κι εκείνος είπε:

-Εγώ!

Και είπε:

-Φέρε κοντά μου, και θα φάω από το κυνήγι του γιου μου, για να σε ευλογήσει η ψυχή μου.

Και έφερε κοντά του, και έφαγε· και έφερε σ' αυτόν κρασί, και ήπιε.

Και ο Ισαάκ ο πατέρας του είπε σ' αυτόν:

-Πλησίασε τώρα, και φίλησέ με, παιδί μου.

Και πλησίασε, και τον φίλησε· και οσφράνθηκε την οσμή των ενδυμάτων του και τον ευλόγησε και είπε:

-Να, η οσμή τού γιου μου είναι σαν οσμή πεδιάδας, που την ευλόγησε ο Κύριος· Λοιπόν, ο Θεός να σου δώσει από τη δρόσο τού ουρανού, και από το πάχος τής γης, και αφθονία σιταριού και κρασιού· Λαοί να σε δουλέψουν, και έθνη να σε προσκυνήσουν· Να είσαι κύριος των αδελφών σου, και οι γιοι τής μητέρας σου να σε προσκυνήσουν· Καταραμένος όποιος σε καταριέται και ευλογημένος όποιος σε ευλογεί!

Και καθώς ο Ισαάκ έπαυσε να ευλογεί τον Ιακώβ, μόλις ο Ιακώβ είχε φύγει μπροστά από τον πατέρα του τον Ισαάκ, τότε ήρθε ο Ησαύ, ο αδελφός του, από το κυνήγι του.

Και έκανε κι αυτός νόστιμα φαγητά, και τα έφερε στον πατέρα του· και είπε στον πατέρα του:

-Ας σηκωθεί ο πατέρας μου κι ας φάει από το κυνήγι τού γιου του, για να με ευλογήσει η ψυχή σου.

Και ο πατέρας του ο Ισαάκ είπε σ' αυτόν:

-Ποιος είσαι;

Κι εκείνος είπε:

-Είμαι ο γιος σου, ο πρωτότοκός σου, ο Ησαύ.

Και ο Ισαάκ εξεπλάγη με υπερβολικά μεγάλη έκπληξη, και είπε:

-Ποιος είναι, λοιπόν, εκείνος, που κυνήγησε ένα κυνήγι και μου έφερε, και έφαγα απ' όλα πριν μπεις μέσα, και τον ευλόγησα; Και θα είναι ευλογημένος.

Όταν ο Ησαύ άκουσε τα λόγια τού πατέρα του, έβγαλε μια κραυγή μεγάλη και πικρή σε υπερβολικό βαθμό· και είπε στον πατέρα του:

-Ευλόγησε και μένα, πατέρα μου.

Κι εκείνος είπε:

-Ήρθε ο αδελφός σου με δόλο, και πήρε την ευλογία σου.

Και ο Ησαύ είπε:

-Δικαιολογημένα αποκλήθηκε το όνομά του Ιακώβ, επειδή, τώρα για δεύτερη φορά με υποσκέλισε· πήρε τα πρωτοτόκιά μου, και να, τώρα πήρε και την ευλογία μου. Και είπε: Δεν φύλαξες για μένα ευλογία;

Και ο Ισαάκ αποκρίθηκε, και είπε στον Ησαύ:

-Δες, τον έκανα κύριό σου, και όλους τους αδελφούς του τούς έκανα δούλους του, και τον στήριξα με σιτάρι και κρασί· και τι να κάνω, λοιπόν, σε σένα, παιδί μου;

Και ο Ησαύ είπε, στον πατέρα του:

-Μήπως μόνον αυτή την ευλογία έχεις, πατέρα μου; Ευλόγησέ με και μένα, πατέρα μου.

Και ύψωσε ο Ησαύ τη φωνή του και έκλαψε.

Και αποκρίθηκε ο πατέρας του, ο Ισαάκ, και του είπε:

-Δες, η κατοίκησή σου θα είναι στο πάχος τής γης, και στη δρόσο τού ουρανού από επάνω· και με το μαχαίρι σου θα ζεις, και στον αδελφό σου θα δουλέψεις. Όταν, όμως, υπερισχύσεις, θα συντρίψεις τον ζυγό του από τον τράχηλό σου." (Γένεσις 27: 1-40).

Ο τυφλός, υπερήλικας Ισαάκ είχε δύο διαφορετικές ευλογίες φυλαγμένες για τους γιούς του.  Η μία ήταν η ευλογία του πρωτότοκου Ησαύ, και η άλλη ήταν η ευλογία που ο Αβραάμ είχε ετοιμάσει για τον Ιακώβ. Η πρώτη ήταν μια γενική ευλογία για ευημερία και ισχύ, όμως η δεύτερη ευλογία είχε να κάνει με μια ειδική ευλογία του Αβραάμ:

«ο δε Θεός μου ευλογήσαι σε και αυξήσαι σε και πληθύναι σε, και έση εις συναγωγάς εθνών· και δώη σοι την ευλογίαν Αβραάμ του πατρός μου σοί και τω σπέρματί σου μετά σε, κληρονομήσαι την γην της παροικήσεώς σου, ην έδωκεν ο Θεός τω Αβραάμ.» (Γεν. 28: 3-4).

Η θέση του Ιακώβ μέσα στην Υπόσχεση δεν βασιζόταν πάνω στην κλεμμένη ευλογία, αλλά πάνω στην ευλογία που του έδωσε ο Ισαάκ πριν αναχωρήσει για την Χαρράν. Μάλιστα, ο Ιακώβ (κατά την επιστροφή του από την Χαρράν και πριν συναντηθεί με τον Ησαύ), του έστειλε αποζημιώσεις, αναγνωρίζοντας έτσι την αμαρτία της νεότητάς του.  Με αυτή την πράξη, επέστρεψε αυτό που είχε κλέψει (Γεν. 32: 1-21). Πριν συναντήσει τον Ησαύ, η συνάντηση του Ιακώβ με τον Άγγελο του Κυρίου τον έκανε να ξεπεράσει μέχρι και τους φόβους του (Γεν. 32: 22-30).

Στην ζωή του, ο Ιακώβ βίωσε το αντίθετο απ’ όσα είχαν αναφερθεί μέσα στην κλεμμένη ευλογία (ευμάρεια και ισχύ), ενώ ταυτόχρονα η ζωή του ξετυλίχθηκε σύμφωνα με την μεγάλη ευλογία-υπόσχεση που του είχε δώσει  ο Ισαάκ (Γεν. 47: 9).

Η ευμάρεια και η ισχύς ανήκαν στον Ησαύ:

«και δώη σοι ο Θεός από της δρόσου του ουρανού και από της πιότητος της γης και πλήθος σίτου και οίνου. Και δουλευσάτωσάν σοι έθνη, και προσκυνησάτωσάν σοι άρχοντες· και γίνου κύριος του αδελφού σου, και προσκυνήσουσί σε οι υιοί του πατρός σου. Ο καταρώμενός σε επικατάρατος, ο δε ευλογών σε ευλογημένος.» (Γεν. 27: 28-29).

Όμως ο Θεός είχε υποσχεθεί στον Ιακώβ την ευλογία του Αβραάμ – μια αιώνια κληρονομιά τέκνων και γαιών:

«Προσκαλεσάμενος δε Ισαάκ τον Ιακώβ ευλόγησεν αυτόν και ενετείλατο αυτώ λέγων· ου λήψη γυναίκα εκ των θυγατέρων των Χαναναίων· αναστάς απόδραθι εις την Μεσοποταμίαν, εις τον οίκον Βαθουήλ του πατρός της μητρός σου και λάβε σεαυτω εκείθεν γυναίκα εκ των θυγατέρων Λάβαν του αδελφού της μητρός σου. Ο δε Θεός μου ευλογήσαι σε και αυξήσαι σε και πληθύναι σε, και έση εις συναγωγάς εθνών· και δώη σοι την ευλογίαν Αβραάμ του πατρός μου σοί και τω σπέρματί σου μετά σε, κληρονομήσαι την γην της παροικήσεώς σου, ην έδωκεν ο Θεός τω Αβραάμ. Και απέστειλεν Ισαάκ τον Ιακώβ και επορεύθη εις την Μεσσοποταμίαν προς Λάβαν τον υιόν Βαθουήλ του Σύρου, αδελφόν Ρεβέκκας της μητρός Ιακώβ και Ησαύ(Γεν. 28: 1-5).

Ας μη συγχέεται λοιπόν η κλεμμένη ευλογία, με την δίκαιη ευλογία που όντως έλαβε από τον Θεό.

Δημιουργία αρχείου: 31-10-2019.

Τελευταία μορφοποίηση: 31-10-2019.

ΕΠΑΝΩ