Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Αγία Γραφή

Η ερμηνεία τής Αγίας Γραφής

Ο Μωυσής και ο φόνος του Αιγύπτιου τυράννου (Έξ. 2,12)

Papyrus 52

 

Στο σύντομο αυτό άρθρο θα εξετάσουμε την διδασκαλία που προκύπτει από την Αγία Γραφή, σχετικά με τον φόνο του Αιγυπτίου τυράννου από τον Μωυσή. Εκ πρώτης όψεως, θα έλεγε κανείς ότι η Γραφή δεν σχολιάζει το γεγονός, όμως αυτό δεν είναι αλήθεια. Θα δούμε λοιπόν το ζήτημα προσεκτικά ξεκινώντας με μια σύντομη ιστορική αναδρομή.

 

Το ιστορικό της παρουσίας του Μωυσή στην Αίγυπτο και στην αυλή του Φαραώ

Ως γνωστόν, η ιστορία των ισραηλιτών ξεκινά από την αρχαία βαβυλωνιακή πόλη Ουρ (στα μισά περίπου μεταξύ Περσικού κόλπου και Βαγδάτης), όπου κατοικούσε μια μικρή οικογενειακή φυλή με ηγέτη τον Αβραάμ, τον οποίο διαδέχθηκαν στην ηγεσία ο Ισαάκ και κατόπιν ο Ιακώβ (οι λεγόμενοι και «Πατριάρχες»).

Από τα χρόνια του Αβραάμ η φυλή είχε μεταβεί και κατοικούσε στην Χαναάν, όμως στα χρόνια του Ιακώβ η πείνα τους οδήγησε σε επαφές με την πλούσια Αίγυπτο όπου τελικά και μετοίκησαν (Γέν. 41,57. 42,1. 42.5. 46,3).

Στο νέο αυτό περιβάλλον, η εβραϊκή φυλή όχι μόνο κατάφερε να επιζήσει, αλλά αναπτύχθηκε και ισχυροποιήθηκε, με αποτέλεσμα ο νέος Φαραώ της Αιγύπτου να φθονήσει τους ισραηλίτες, να τους υποδουλώσει και να φτάσει στο σημείο να διατάξει να θανατώνονται όλα τα αρσενικά τους νήπια (Έξ. 1,6-16) με σκοπό να εξαφανίσει ολοκληρωτικά το γένος τους.

Σε αυτό το επικίνδυνο περιβάλλον γεννήθηκε ο Μωυσής. Οι γονείς του για να τον προστατέψουν, τον τοποθέτησαν σε στεγανοποιημένο καλάθι το οποίο έριξαν κατόπιν στο ποτάμι. Εκεί τον βρήκε η κόρη του σκληρού βασιλιά, τον υιοθέτησε, και έτσι έγινε ο Μωυσής θετός εγγονός του Φαραώ και ανατράφηκε στο παλάτι με τα πλούτη (Εβρ. 11,26), τη δόξα και τη μόρφωση (Πράξ. 7,21-22) που του άρμοζαν.

Μετά τα παραπάνω περιστατικά, ο Μωυσής εμφανίζεται και πάλι στην Αγία Γραφή σε ηλικία 40 ετών (Πράξ. 7,23). Παρά το γεγονός ότι η κόρη του Φαραώ τον ανέθρεψε σαν δικό της γιο (Πράξ. 7,21), μέσα στο ειδωλολατρικό αυτό περιβάλλον δεν έχασε ούτε την εθνική, ούτε τη θρησκευτική του συνείδηση (Εβρ. 11,24) και τον βλέπουμε να γνωρίζει ποιοι είναι οι ομοεθνείς του και να ενδιαφέρεται γι’ αυτούς (Έξ. 2,11). Μια εξήγηση για το γεγονός θα μπορούσε να μας δώσει η διήγηση Έξ. 2,4-10 όπου κατά ευτυχή συγκυρία, η κόρη του Φαραώ, η οποία μετά την ανεύρεση του μικρού Μωυσή ψάχνει για Εβραία τροφό, χωρίς να το γνωρίζει δίνει τον μικρό στην ίδια του τη μάνα ώστε να τον θηλάσει και να τον μεγαλώσει. Προφανώς η επαφή με το οικογενειακό του περιβάλλον βοήθησε τον Μωυσή να διατηρήσει την πίστη στον Θεό και την αγάπη στον λαό τους.

 

Το περιστατικό με τον Αιγύπτιο

Από το εδάφιο 2,11 και εξής, το βιβλίο της Εξόδου μας διηγείται το περιστατικό με τον φόνο του Αιγυπτίου που μας απασχολεί στο παρόν άρθρο.

Έχοντας λοιπόν κατά νου τις προϋποθέσεις που αναφέραμε πιο πάνω, βλέπουμε τον Μωυσή να πηγαίνει στην περιοχή Γεσέμ της Αιγύπτου, όπου κατοικούσαν οι συμπατριώτες του καταδικασμένοι σε βαριά καταναγκαστικά έργα.

Εκεί, βλέπει κάποιον από τους ανθρώπους του Φαραώ να χτυπά με μαστίγιο έναν Εβραίο και φορτισμένος προφανώς από τα όσα αντίκρισε στην Γεσέμ, ο Μωυσής αγανάκτησε και από πατριωτικό ζήλο επιτέθηκε στον Αιγύπτιο τύραννο και τον σκότωσε.

Εδώ λοιπόν απαιτείται μια προσεκτική ανάγνωση των Ιερών Κειμένων, διότι το γεγονός ότι η Βίβλος δεν εκφράζει κάποιο τυποποιημένο «ηθικό δίδαγμα» σχετικά με τον συγκεκριμένο φόνο, δεν σημαίνει ότι αυτός γίνεται αποδεκτός. Αυτό μας το δείχνει η Γραφή ξεκάθαρα στους αμέσως επόμενους στίχους όπου φαίνονται τα αποτελέσματα της πράξης αυτής του Μωυσή.

Πρώτ’ απ’ όλα, στον στίχο Έξ. 2,14 βλέπουμε το εντυπωσιακό, εξαιτίας του φόνου αυτού να έρχεται αντιμέτωπος ο Μωυσής με την απαξίωση από την πλευρά των συμπατριωτών του, τους οποίους ήθελε να βοηθήσει! Του μιλούν περιφρονητικά και τον απορρίπτουν ως άρχοντα και δικαστή τους.

Αν λοιπόν η Αγία Γραφή δικαιολογούσε έναν φόνο που φαίνεται «δίκαιος» στα μάτια του κόσμου, τότε ο Μωυσής  θα έπρεπε να ηρωοποιηθεί από τη βιβλική διήγηση. Όμως αυτό δεν συμβαίνει. Ακόμα και ο Εβραίος που σώθηκε από το μαστίγιο του Αιγυπτίου δεν επιθυμούσε μια τέτοια κατάληξη. Αν ήταν διαφορετικά, θα έπρεπε να αποσιωπήσει το γεγονός ώστε να μην βάλει σε κίνδυνο τον «σωτήρα» του. Ο ισραηλίτης όμως όχι μόνο διέδωσε το περιστατικό, αλλά και από την αντιμετώπιση που είχε ο Μωυσής βλέπουμε ότι η ενέργειά του θεωρήθηκε απαράδεκτη.

Έτσι λοιπόν εξαιτίας του φόνου, όχι μόνο ο λαός που τόσο αγαπούσε ο Μωυσής καταδικάζεται να μείνει χωρίς αρχηγό και να υπομείνει έτσι άλλα 40 χρόνια καταπίεσης (Πράξ. 7,30) αλλά και ο ίδιος χάνει όλα του τα προνόμια, μια που ο Φαραώ έμαθε το συμβάν και ζητούσε να τον σκοτώσει (Έξ. 2,15). Ο Μωυσής που βρίσκεται σε κίνδυνο, αναγκάζεται να κατευθυνθεί προς την Μαδιάμ στα νοτιοανατολικά της Σιναϊτικής χερσονήσου, ταλαιπωρία πολύ μεγάλη για κάποιον που ανατράφηκε στην πολυτέλεια των ανακτόρων και είναι τώρα αναγκασμένος να διανύσει μια τεράστια και δύσκολη διαδρομή 500 χιλιομέτρων περίπου.

Τελικά το κόστος για τον Μωυσή ήταν μεγάλο. Έχασε την ευκαιρία να ηγηθεί των ισραηλιτών και να τους σώσει από τα δεινά, έχασε την προνομιακή θέση κοντά στον Φαραώ που θα του επέτρεπε περισσότερο από κάθε άλλον να τους βοηθήσει, οδήγησε τους συμπατριώτες του σε παράταση της σκλαβιάς τους, ο ίδιος έχασε τη χλιδή του παλατιού και τη δόξα της ηγεσίας ενώ κατέληξε κυνηγημένος στην Μαδιάμ ως ένας απλός τσομπάνης να βόσκει πρόβατα για 40 ολόκληρα χρόνια, έχοντας πρόσκαιρα γευτεί την περιφρόνηση από τους ανθρώπους του λαού του.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη ερμηνευτική Παράδοση, το εδάφιο 9 της Επιστολής Ιούδαο δε Μιχαήλ ο αρχάγγελος, ότε τώ διαβόλω διακρινόμενος διελέγετο περί τού Μωϋσέως σώματος») σχετίζεται ακριβώς με τον φόνο του Αιγυπτίου. Σύμφωνα λοιπόν με την ερμηνεία που δίνει ο άγιος Οικουμένιος, επίσκοπος Τρίκκης[1]:

 

«Η δε περί του Μωυσέως κρίσις εστιν αύτη. Λέγεται τον Μιχαήλ τον αρχάγγελον τη του Μωυσέως ταφή δεδιηκονηκέναι, του διαβόλου τούτο μη καταδεχόμενου, αλλ' επιφέροντος έγκλημα αυτώ διά τον του αίγυπτίου φόνονκαι διά τούτο μη συγχωρείσθαι αυτώ τυχείν της εντίμου ταφής»[2].

 

Την ερμηνεία αυτή ακολουθεί και ο άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας[3]. Επίσης, όπως σημειώνει ο καθ. Ιερεμίας Φούντας, «ο ιερός Αυγουστίνος αν και λέει ότι ο Μωυσής έκανε τον φόνο από πατριωτική αγανάκτηση, όμως δεν τον απαλλάσσει από την κατηγορία»[4].

Έτσι λοιπόν βλέπουμε πως ο φόνος αυτός πουθενά δεν δικαιώνεται και η Αγία Γραφή μας διδάσκει ότι κάθε τι το καλό, θα πρέπει να γίνεται και με τον ορθό τρόπο. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα.

Σύμφωνα όμως με τη διδασκαλία του Κυρίου, υπάρχει πάντα το περιθώριο για την ειλικρινή μετάνοια. Οι κακουχίες, η ταπεινή ζωή, η πνευματική άσκηση και οι προσευχές επί 40 χρόνια που πέρασε ως βοσκός στην έρημο του Σινά έφεραν αποτέλεσμα, και ο Μωυσής αξιώθηκε να ζήσει τη θεοπτία της Καιόμενης Βάτου (Έξ. 3,1-15), να του ανατεθεί από τον Θεό η αρχηγία για την απελευθέρωση του λαού Του και να χαρακτηρισθεί «μετά τοσούτων τιμητικών τίτλων», όπως «άνθρωπος του Θεού», «μέγιστος προφήτης» και «νομοθέτης»[5].


Σημειώσεις

[1] Η μνήμη του τιμάται στις 3 Μαΐου. Όπως διαβάζουμε, «ο Άγιος Οικουμένιος έζησε περί τα τέλη του 10ου αιώνος μ.Χ. και ήταν Επίσκοπος Τρίκκης. Διακρίθηκε για την αγιότητα του βίου του, τη φιλανθρωπία του, και συνέγραψε υπομνήματα στις Πράξεις, στις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου και τις Καθολικές Επιστολές. Εκοιμήθηκε με ειρήνη και ενταφιάσθηκε στο ναό των Αρχαγγέλων στα Τρίκαλα» (Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας (επιμ. Αγαθαγγέλου επισκ. Φαναρίου), τόμ. 5ος - Μάιος, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 59). Πάντως, το πρόβλημα του βίου και του χρόνου δράσεως του Αγίου Οικουμενίου απασχόλησε τους ερευνητές και διατυπώθηκαν πολλές και αλληλοσυγκρουόμενες γνώμες. Βλ. και Μουτσούλας Ηλίας, «Οικουμένιος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 9, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1966, στ. 876-878. Επίσης, βλ. σχετική μελέτη του καθ. Χρίστου Κρικώνη, «Υπήρξε Οικουμένιος Επίσκοπος, άγιος και πολιούχος Τρίκκης; Και πότε;», ΕΕΘΣΘ, τμήμα Ποιμαντικής, τόμ. 2, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 49-69.

[2] «Υπόμνημα εις την Επιστολή Ιούδα», PG 119,713 BC.

[3] «Ερμηνεία εις την Καθολικήν επιστολήν του Ιούδα», PG 126,96 BC.

[4] Φούντας Ιερεμίας, «Ερμηνεία Παλαιάς Διαθήκης - Έξοδος», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2005, σελ. 23.

[5] «Μωυσής», ΘΗΕ, τόμ. 9 (1966), στ. 284.

Δημιουργία αρχείου: 7-1-2012.

Τελευταία ενημέρωση: 7-1-2012.