Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή και Προτεσταντισμός

Πρέπει να δεχόμαστε ΜΟΝΟ την Αγ. Γραφή; * Είναι η Αγία Γραφή η ΜΟΝΗ πηγή πίστης; * Είναι η Αγία Γραφή αλάθητη; * Σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης Θεού * Ερμηνευτική κακοήθεια των εχθρών του Χριστιανισμού * Η ερμηνεία τής Αγίας Γραφής * Είναι η Αγία Γραφή ο Λόγος του Θεού; * Ήταν οι Ορθόδοξοι Πατέρες οπαδοί του Προτεσταντικού δόγματος Sola Scriptura («μόνο η Αγία Γραφή»); * Η αμφισβήτηση των αφηγήσεων στην Καινή Διαθήκη * Ποιος εγγυάται τη Θεοπνευστία τής Αγίας Γραφής;

Κηρύττοντας χωρίς Αγία Γραφή 

Πώς άκμαζε η Εκκλησία επί αιώνες χωρίς Αγία Γραφή;

π. Ιωσήφ Γκλίσον

Μετάφραση Α. Ν.

 

Πηγή: https://russian-faith.com/ Το κήρυγμα αυτό έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 2009 στον Ιερό Ναό του Βασιλέως Χριστού, στην πόλη Όμαχα, του Ιλλινόϊς.

 

Οι πρώτοι Χριστιανοί δεν είχαν μια ολοκληρωμένη Αγία Γραφή. Και όμως, επί αιώνες πολλαπλασιάσθηκαν και άκμασαν, και φύτεψαν πάμπολλες εκκλησίες. Πώς συνέβη αυτό;

 

Φαντάσου πως είσαι κήρυκας. Ο  ίδιος ο Θεός σε είχε καλέσει να γίνεις κήρυκας, και σού ανέθεσε να μεριμνάς για πολλούς ανθρώπους. Η δουλειά σου είναι να τους διδάξεις τρία πράγματα:

1. Ποιος είναι ο Θεός;

 2. Τι έχει κάνει ο Θεός;

3. Τι απαιτεί ο Θεός;

Έχεις μόνο μία εβδομάδα να ετοιμάσεις ένα περιεκτικότατο κήρυγμα για να το παρουσιάσεις στον λαό του Θεού.  Πιάνεις λοιπόν δουλειά και ετοιμάζεις φιλόπονα το κήρυγμά σου.

Μόνο που υπάρχει κάποιος όρος: δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις μια Αγία Γραφή! Ούτε επιτρέπεται να ανατρέξεις σε βιβλία που παραθέτουν ο,τιδήποτε από την Αγία Γραφή. Και δεν έχεις μνημονευμένο κανένα εδάφιο της Αγίας Γραφής.

Τι πρέπει να κάνεις τώρα; Πώς θα κηρύττεις στον κόσμο για τον Θεό, αν δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις την Αγία Γραφή;  Είναι καν δυνατόν κάτι τέτοιο;

Και όμως, η Αγία Γραφή μας λέει για έναν άνθρωπο ο οποίος εκτελούσε αυτό ακριβώς το έργο, σε πολλαπλές περιπτώσεις.  Το όνομά του ήταν Νώε. Στο Β’ Πετρου 2: 5 ονομάζεται «δικαιοσύνης κήρυκας».  Προ του Κατακλυσμού, κήρυττε στον κόσμο για την δικαιοσύνη του Θεού – και όμως, ο Νώε έζησε πολλούς αιώνες πριν συναρμολογήσει ο Μωυσής την Πεντάτευχο. Σύμφωνα με την Γραφή λοιπόν, ο Νώε εκφωνούσε καλά κηρύγματα, χωρίς να χρησιμοποιεί την Βίβλο.  Αυτή ήταν μάλιστα η κανονική κατάσταση επί χιλιάδες χρόνια.

Οι άνθρωποι του Θεού δεν είχαν την Βίβλο, και όμως κήρυτταν πιστά.  Ο δε Ενώχ έζησε πολύ πριν από τον Νώε, και η Γραφή μας λέει πως δίδασκε στον κόσμο για την Δευτέρα Παρουσία του Ιησού.

Ο Ενώς έζησε ακόμα πιο πριν από τον Ενώχ, και η Γραφή μάς λέει πως οι άνθρωποι επικαλούντο το όνομα του Κυρίου στην εποχή του.  Μα πώς γινόταν αυτό, αν κανείς δεν είχε αντίγραφο της Βίβλου;  Χωρίς Γραφή, δεν θα μπορούσαν να γίνονται μελέτες της Γραφής, ούτε εξηγητικά κηρύγματα από τις Γραφές, ούτε σχολιασμοί πάνω στην Βίβλο… Οπότε, πώς στο καλό έμαθαν οι άνθρωποι του Θεού να κηρύττουν, να προσεύχονται, να ψάλλουν ή να λατρεύουν;  Χωρίς μια Βίβλο, πώς ήταν δυνατόν να γίνονται αυτά;

Ίσως πούμε «Ναι, αυτό ήταν παλιά, την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης».  Ο Θεός όντως ενεργούσε με μυστήριους τρόπους τότε.  Επέτρεπε ένα σωρό πράγματα που μοιάζουν ξένα σε εμάς, όπως η μοναρχία, η πολυγαμία, οι θυσίες κατσικιών, και ακόμα κάτι επίπονο, όπως η περιτομή!  Έκανε επίσης πολλά πράγματα που μας φαίνονται παράξενα.  Αν τα παιδιά επέμεναν να είναι επαναστάτες, ο Θεός απαιτούσε να τους λιθοβολήσουν μέχρι θανάτου.  Αν η κόρη ιερέα ήταν ανήθικη σεξουαλικά, ο Θεός απαιτούσε όπως την θανατώσουν στην πυρά.  Ο Θεός είπε στον Ησαΐα να κυκλοφορήσει γυμνός, στον Ιεζεκιήλ να μαγειρεύει το φαγητό του πάνω από κοπριά, και στον Ωσηέ να νυμφευθεί μια πόρνη. Ο Θεός μετέβαλε σε βασιλιά ένα νεαρό βοσκό. Επίσης ο Θεός πήρε ένα μεγάλο βασιλιά και τον ανάγκασε να τρώει χόρτα επί επτά χρόνια, σαν πρόβατο. Πράγματι, ο Θεός έκανε πολλά παράξενα πράγματα τις εποχές της Παλαιάς Διαθήκης. 

Οπότε ίσως αυτό το «κήρυγμα χωρίς μια Βίβλο» είναι άλλη μια από τις παραξενιές που μπορούμε να εξαφανίσουμε μέσα στον ωκεανό της δικής μας λησμοσύνης.  Σίγουρα ο Θεός δεν συνεχίζει να συμπεριφέρεται έτσι παράξενα, ε;

Ας πεταχτούμε τώρα νοερά μπροστά, δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα.  Ο Ενώχ, ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Μωυσής και ο Δαυίδ έχουν όλοι «φύγει», αιώνες τώρα πια, και οι ένδοξες ημέρες της Εκκλησίας έχουν αρχίσει.  Ο Ιησούς πέθανε, αναστήθηκε, και αναλήφθηκε στον Ουρανό. Η Πεντηκοστή ήρθε, και το Άγιο Πνεύμα φωτίζει μεγαλοπρεπώς τους ανθρώπους Του. Τώρα που ζούμε στην εποχή της Καινοδιαθηκικής Εκκλησίας, σίγουρα ο Θεός δεν θα περίμενε από κανένα να κηρύττει χωρίς μια Καινή Διαθήκη ανά χείρας, έτσι;  Μπορούμε να φανταστούμε το κήρυγμα να γίνεται πάλι για πολλά χρόνια, χωρίς ποτέ να χρησιμοποιηθεί η Καινή Διαθήκη;

Και όμως Η πρώτη Εκκλησία κυριολεκτικά άκμαζε επί ολόκληρες δεκαετίες, χωρίς να έχει οποιαδήποτε Καινή Διαθήκη! Επί πολλά χρόνια οι Απόστολοι ταξίδευαν σε όλη την οικουμένη (τον κατοικημένο κόσμο), κηρύττοντας το Ευαγγέλιο, βαπτίζοντας νέους μεταστραφέντες και τις οικογένειές τους, χειροτονώντας πρεσβύτερους, και «φυτεύοντας» εκκλησίες. Τα έκαναν όλα αυτά, χωρίς να έχουν στην διάθεσή τους ούτε ένα από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης.  Όταν εκήρυτταν, δεν είχαν αναφορές από την Καινή Διαθήκη, και όταν ίδρυαν εκκλησίες, δεν μπορούσαν να μοιράσουν αντίτυπα της Καινής Διαθήκης στους νεοφώτιστους μεταστραφέντες. «Φύτεψαν» εκατοντάδες εκκλησίες σε όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και τις άφησαν όλες χωρίς ούτε ένα αντίγραφο της Καινής Διαθήκης.  Χρόνια ολόκληρα, οι Απόστολοι ήσαν απλώς τόσο απασχολημένοι, που δεν είχαν χρόνο να καθίσουν να γράψουν. Δεν ήταν προτεραιότητα για αυτούς η συγγραφή – θεωρούσαν πιο σημαντικό να κηρύττουν το Ευαγγέλιο και να ιδρύουν εκκλησίες. Για πολλά χρόνια, το Άγιο Πνεύμα μάλλον λογάριαζε πως ήταν μια χαρά να κηρύττουν και να διδάσκουν όλες οι εκκλησίες, βάσει των προφορικών διδασκαλιών που είχαν μάθει από τους Αποστόλους, και τίποτε παραπάνω.

Πέρασαν πολλά χρόνια, πολλές εκκλησίες φυτεύτηκαν, και πολλές χιλιάδες κόσμου είχαν μεταστραφεί, πριν οποιοσδήποτε από τους αποστόλους τελικά βρει χρόνο να καθίσει και να συνθέσει τα βιβλία που συνενώθηκαν στην συλλογή που ονομάζουμε «Καινή Διαθήκη».  Μπορεί σήμερα να το βλέπουμε σαν ένα πολυτιμότατο βιβλίο, και όμως, η αρχαία Εκκλησία άκμαζε για ολόκληρες δεκαετίες χωρίς να υπάρχει καν.

ΟΚ, δεκτόν, υπήρχαν κήρυκες στην Παλαιά Διαθήκη που δεν είχαν καμμία Γραφή μεν, όμως ο Θεός ο Ίδιος έκανε ένα σωρό θαυμάσια πράγματα την εποχή εκείνη.  Ομοίως, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως η πολύ πρώιμη Εκκλησία αυξανόταν και άκμαζε για πολλά χρόνια πριν καν γραφτεί η Καινή Διαθήκη.  Όμως τότε, οι Απόστολοι τουλάχιστον ζούσαν ακόμα!  Μπορούμε να πούμε πως η πρώιμη Εκκλησία ήταν μεν ελλειμματική από απόψεως Γραφών, όμως το έλλειμμα αυτό υπερκαλυπτόταν, από το γεγονός πως οι Απόστολοι ήσαν ακόμα ζωντανοί.  Στο κάτω-κάτω, για σκεφθείτε:  αντί να κάθονται να ξοδεύουν ατελείωτες ώρες μελέτης για να γράψουν κείμενα, δεν θα ήταν πολύ πιο βολικό να πήγαινε ο κόσμος προσωπικά στους αποστόλους και να τους έθετε απ’ ευθείας τα δύσκολα ερωτήματα; «Πέτρο, πρέπει να βαφτίζουμε τα μωρά, ναι ή όχι;»… «Παύλε, πόσο συχνά θα πρέπει να κοινωνούμε τον κόσμο;»… «Ιάκωβε, πειράζει αν η εκκλησία μας θα έχει γυναίκα πάστορα, ή μήπως δεν το βρίσκεις πρέπον;» … «Ιωάννη, πολύ μού άρεσε εκείνο το βιβλίο «Αποκάλυψη» που έγραψες, αλλά μου φαίνεται τόσο δυσνόητο… τι θα πρέπει να πιστέψω περί Συντέλειας;»…

Θα ήταν τόσο όμορφα, να μπορούσαμε να ρωτάμε τους αποστόλους αυτοπροσώπως!  Αν και, ίσως να ήταν ακόμα πιο εύκολα τότε - τις περισσότερες φορές- χωρίς να ρωτάς καν έναν Απόστολο για ο,τιδήποτε, μπορούσες απλώς να πηγαίνεις να τον παρατηρείς ο ίδιος, να δεις κατά πόσο βαπτίζει βρέφη ή όχι.  Θα μπορούσες να επισκεφθείς κάμποσες από τις εκκλησίες των Αποστόλων, και να διαπιστώσεις ο ίδιος αν χειροτονούν γυναίκες ή όχι.  Αν είχες απορίες για το πόσο συχνά έπρεπε να τελούν την Θεία Ευχαριστία, δεν χρειαζόταν παρά να παραβρεθείς.  Αν ήσουν περίεργος για το είδος της μουσικής που άρμοζε στην εκκλησία, απλώς πήγαινε και παρακολούθησε ο ίδιος.  Αν ήθελες να δεις πόσο θα μπορούσε να διαρκέσει ένα κήρυγμα, μπορούσες να πάρεις μαζί σου κολατσιό (και γεύμα!), καθώς θα παρακολουθούσες εσύ ο ίδιος τον Παύλο να κηρύττει μέχρι τα μεσάνυχτα...  Οι ζώντες Απόστολοι ήσαν όντως ένα μεγάλο δώρο στην Εκκλησία. Ίσως η φυσική παρουσία τους στις πρώτες δεκαετίες της Ιστορίας της Εκκλησίας εξηγεί γιατί δεν χρειαζόταν ακόμα η Καινή Διαθήκη.

Ίσως δεχθήκαμε το ότι ο Θεός εργαζόταν με παράξενους τρόπους μέσα στην Παλαιά Διαθήκη, και ίσως εργάσθηκε παράξενα και στα πρώτα χρόνια της Καινοδιαθηκικής Εκκλησίας.  Οπότε, πόσα χρόνια να «προχωρήσουμε μπρος» στην Ιστορία, για να δούμε κάτι που να μοιάζει έστω λιγάκι με το καθεστώς που θεωρούμε σήμερα ως «κανονικό»;  Πόσα χρόνια στο μέλλον να προχωρήσουμε πριν βρεθούμε στην γνώριμη «βολική ζώνη» μας;

Σίγουρα - όταν είχε συνταχθεί και το τελευταίο Βιβλίο της Καινής Διαθήκης και ο τελευταίος Απόστολος είχε αποβιώσει - θα είχε κατασταλάξει η Εκκλησία στην «κανονική» θέση που βλέπουμε σήμερα, σωστά;  Οι ιστορικοί μας λένε πως ο Απόστολος Ιωάννης ήταν ο τελευταίος που απεβίωσε, και πως απεβίωσε περίπου στο τέλος του πρώτου μ.Χ. αιώνα.  Άρα… γύρω στο 100 μ.Χ. θα είχε -επί τέλους- ευλογήσει ο Θεός την Εκκλησία Του με την ολοκληρωμένη Καινή Διαθήκη, για να μπορούν να γράφονται σχόλια, να ξεκινήσουν μελέτες της Αγίας Γραφής, να μοιράζονται αντίτυπα της Καινής Διαθήκης, να γίνονται εξηγήσεις, και να κηρύττουν τακτικά από την Καινή Διαθήκη – σωστά;

Λάθος!

Η Εκκλησία χρειάσθηκε σχεδόν 300 χρόνια για να αναγνωρίσει πλήρως ποια Βιβλία ανήκουν στην Καινή Διαθήκη.  Τις δύο πρώτες γενεές μετά από τον θάνατο του Αποστόλου Ιωάννη, η Εκκλησία ακόμα δεν είχε συμφωνήσει ευρύτερα για την κανονικότητα των Βιβλίων Πράξεις, Προς Εβραίους, Ιακώβου, Πέτρου Α’ και Β’, Ιωάννου Α, Β, Γ, Ιούδα, και Αποκάλυψη – δηλαδή 10 από τα 27 Βιβλία!  Επίσης, κάποιες εκκλησίες πίστευαν πως το Α’ Κλήμεντος ήταν Γραφικό, καθώς και η «Διδαχή» και το «Ποιμήν» του Ερμά.  Και όμως, τότε, τους επόμενους δύο αιώνες, η Εκκλησία μελετούσε, προσευχόταν, και συζητούσε για όλα αυτά τα βιβλία. Έφθασε το τέλος του 4ου αιώνα, και η Εκκλησία τελικά συμφώνησε επί του Κανόνα της Καινής Διαθήκης που γνωρίζουμε σήμερα.

Με άλλα λόγια, η πρώτη Εκκλησία αύξανε, άκμαζε και δίδασκε επί 300 χρόνια, πριν καν ο οποιοσδήποτε και οπουδήποτε να κατέχει ένα πλήρες αντίτυπο της «Καινής Διαθήκης» όπως την αναγνωρίζουμε σήμερα. Για πάμπολλες γενεές, κυριολεκτικά εκατομμύρια πιστοί Χριστιανοί έζησαν και πέθαναν χωρίς να έχουν ακούσει για ένα τέτοιο αντικείμενο.  Τον καιρό εκείνο, τα δωμάτια των πανδοχείων δεν είχαν κανένα αντίτυπο της Βίβλου «Γεδεών» με την Καινή Διαθήκη, τους Ψαλμούς και τις Παροιμίες.  (Αν η Εκκλησία ήταν κοτόπουλο, και η Καινή Διαθήκη ήταν αυγό, δεν θα χρειαζόταν το μυαλό ενός σοφού, για να λογαριάσει πιο ήρθε πρώτο)…

Αλλά πώς επιβίωσε η Εκκλησία; Πώς καθοδηγούσαν οι Χριστιανοί άνδρες τις οικογένειές τους;  Πώς εκτελούσαν οι διδάσκαλοί τα καθήκοντά τους;  Πώς εκήρυτταν επί τρεις αιώνες, χωρίς πρόσβαση σε μια Καινή Διαθήκη;  

Η απάντηση σε αυτά γίνεται πιο σαφής, αν εστιάσουμε για ένα λεπτό σε μερικά πράγματα που ο Ιησούς ΠΟΤΕ δεν έκανε:

1)  Ψάξτε όσο θέλετε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη, ποτέ δεν πρόκειται να βρείτε τον Ιησού να γράφει βιβλία.

2)  Ψάξτε όσο θέλετε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη, ποτέ δεν πρόκειται να βρείτε τον Ιησού να διατάζει τους Μαθητές Του να συντάσσουν βιβλία.

3)    Ψάξτε όσο θέλετε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη, ποτέ δεν πρόκειται να βρείτε τον Ιησού να προλέγει πως ένα βιβλίο όπως η «Καινή Διαθήκη» επρόκειτο να υπάρξει καν στο μέλλον.

Μάλιστα αν η Καινή Διαθήκη τηρεί σιωπή για οποιοδήποτε δόγμα, σίγουρα τηρεί σιωπή σε ό,τι αφορά την κατοπινή διαμόρφωση της ίδιας της Καινής Διαθήκης!

Στην Μεγάλη Ανάθεση, ο Ιησούς δεν είπε στους Αποστόλους του να κρατούν αντίγραφα της καινής Του διαθήκης στα πέρατα της γης, επειδή την εποχή εκείνη δεν είχε γραφτεί τίποτε από την Καινή Διαθήκη. Επίσης δεν διέταξε τους Αποστόλους Του να παίρνουν άδειες για να μπορέσουν να συντάξουν την Καινή Διαθήκη. Μάλιστα δεν τους είπε καν να γράψουν το οτιδήποτε. Αντ αυτού, τους έδωσε της εξής εντολή:

«πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα τού Πατρός και τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν·…» (Ματθ. 28:19-20)

Σε αυτή την Μεγάλη Ανάθεση ο Ιησούς αναφέρει δύο φορές την εκμάθηση («μαθητεύσατε» και «διδάσκοντες») και μόνο μια φορά το «βαπτίζοντες», όμως η λέξη «γράψετε» δεν αναφέρεται καθόλου.  20 χρόνια αργότερα,  όντως κάποιοι από τους Αποστόλους συνέθεσαν μερικά βιβλία για συμπλήρωμα των διδασκαλιών τους, αλλά από την αρχή ως το τέλος, όσα εκήρυτταν ήταν κυρίως προφορικά και λειτουργικά, αξιοποιώντας έτσι και την όραση και την ακοή. Αντί να κηρύττουν από μια Επιστολή μέσα από την Καινή Διαθήκη, απλώς εκήρυτταν όσα είχαν μάθει από τον Ίδιο τον Χριστό. Αντί να συντάξουν λεπτομερείς οδηγίες για το Βάπτισμα, απλώς βάπτιζαν τον κόσμο.  Αντί να συνθέτουν γραπτές Λειτουργίες για τον Μυστικό Δείπνο του Κυρίου, απλώς ευλογούσαν άρτο και οίνο και τα έδιναν στους πιστούς την κατάλληλη στιγμή της λατρευτικής λειτουργίας.  Αντί να εκπονούν προγράμματα για τους «φυτευτές εκκλησιών», απλώς φύτευαν εκκλησίες.  Αντί να γράφουν άρθρα σχετικά με την διδασκαλία, δίδασκαν. Αντί να γράφουν βιβλία για το κηρύττειν, εκήρυτταν.  Οι Απόστολοι περπατούσαν πάνω στα χνάρια του Χριστού, και οι πιστοί Χριστιανοί τους ακολουθούσαν.  Οι Απόστολοι βίωναν την Χριστιανική ζωή, και οι πιστοί Χριστιανοί τους μιμούνταν. Αυτή είναι η δύναμη της Εκκλησίας, που δεν μπορεί να χωρέσει μέσα σε γραπτά βιβλία.  Όπως και σήμερα, έτσι και τότε, οι πράξεις άφηναν μεγαλύτερη εντύπωση από τα λόγια.

Έτσι, ο Παύλος προτρέπει ως εξής την εκκλησία στην Θεσσαλονίκη μέσα στην Επιστολή του: «Αρα ουν, αδελφοί, στήκετε, και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι' επιστολής ημών» (Β’ Θεσσ. 2:15).  Ο Παύλος λέει πως δεν έχει σημασία αν ο Χριστιανός έμαθε κάτι από εκείνον προφορικά, ή μέσω των γραπτών του. Είτε έτσι είτε αλλιώς, η διδασκαλία του Παύλου θα ετηρείτο, επειδή ο ίδιος ήταν απόστολος του Χριστού. Αν ίδρυε μια εκκλησία ο Παύλος, η εκκλησία εκείνη θα γνώριζε πώς να τελέσει την Θεία Ευχαριστία αφού θα είχαν δει τον  Παύλο να το κάνει – και ας μην είχαν αντίγραφο της Α’ Προς Κορινθίους Επιστολής.  Ήδη γνώριζαν πώς να προσεύχονται, πώς να κηρύττουν, και πώς να συστήσουν στους ανθρώπους τον Χριστό, χωρίς αντίγραφο της Προς Ρωμαίους Επιστολής. Επίσης γνώριζαν τις απαιτήσεις για Ιερείς, παρ’ ό,τι δεν είχαν αντίγραφα των ποιμαντικών Επιστολών.  Πολύ πριν αποκτήσουν αντίτυπα της Καινής Διαθήκης, παρέδιδαν πιστά τις διδασκαλίες του Παύλου από χρόνο σε χρόνο, και από γενιά σε γενιά.

Ο Απόστολος Παύλος χειροτόνησε πολλούς άνδρες στον Κλήρο.  Ένας από τους πιο διάσημους μαθητές ήταν ένας επίσκοπος ονόματι Τιμόθεος.  Έχοντας πλησιάσει το τέλος της ζωής του, ο Παύλος ήθελε να εξασφαλίσει πως η Εκκλησία θα συνέχιζε δυνατή μετά από τον θάνατό του, και πως θα συνέχιζε να κηρύττεται γνήσιο το Ευαγγέλιο.  Έτσι, έδωσε στον Τιμόθεο οδηγίες σχετικές με τον τρόπο που θα πρέπει να διαδίδεται η αποστολική διδασκαλία στην απανταχού Εκκλησία, και διαχρονικά:

«και ά ήκουσας παρ' εμού δια πολλών μαρτύρων, ταύτα παράθου πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι»  (Β’ Τιμ. 2:2)

Στο σημείο αυτό, είναι πολύ σημαντικό να μην εστιάσουμε στον Τιμόθεο μόνο. Μάλιστα δεν θα είχαμε άδικο να παρατηρήσουμε την ιδιαίτερα προνομιούχα θέση του, μιας και είχε την ευλογία να λάβει προσωπική αλληλογραφία από τον ίδιο τον Απόστολο Παύλο!  Επειδή κανένας μας δεν μπορεί να δηλώσει πως έχει λάβει προσωπικό σημείωμα από τον Παύλο, ας προσπεράσουμε για λίγο τον Τιμόθεο, και ας παρατηρήσουμε τι είπε ο Παύλος σχετικά με τους «άλλους πιστούς ανθρώπους» στο παραπάνω εδάφιο.

Πρώτα, να προσέξουμε πως ο Παύλος λέει στον Τιμόθεο να «παραθέσει» τις διδασκαλίες του Παύλου σε «πιστούς ανθρώπους».  Δηλαδή, ο Παύλος λέει στον Τιμόθεο να διδάξει την Αλήθεια σε άλλους άνδρες, οι οποίοι εν καιρώ θα γίνουν επίσης λειτουργοί του Ευαγγελίου. Λέει στον Τιμόθεο να εκπαιδεύσει άνδρες για να γίνουν επίσκοποι και πρεσβύτεροι (Ιερείς).  Βέβαια δεν μας δόθηκαν τα ονόματα όλων αυτών των ανδρών, αλλά για χάρη ευκολίας μας, ας πούμε πως μετά από τον θάνατο του Παύλου, ο Τιμόθεος απέκτησε μαθητή με όνομα «Μιχάλης».  Ο Τιμόθεος τον εκπαιδεύει  πιστά, και τελικά χειροτονεί τον Μιχάλη στην τάξη του Κλήρου.  Ο Μιχάλης τότε αρχίζει να ποιμαίνει πιστά μια από τις εκκλησίες. 

Όμως τι θα γινόταν, αν ρωτούσατε τον Μιχάλη ποια είναι τα διαπιστευτήριά του;  Τι θα μπορούσε να σας πει; Δεν είχε κανένα αντίγραφο της Καινής Διαθήκης, αφού αντίγραφο ολοκληρωμένης Καινής Διαθήκης δεν θα υπήρχε, για 200 ακόμα χρόνια και περισσότερα. Ούτε θα είχε αποδεικτικό θεολογικής σχολής, διότι αυτές δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα. Οπότε, τον ρωτάτε αν είχε διδαχθεί απευθείας από κάποιον Απόστολο.  Όμως αλίμονο, η απάντησή του στο ερώτημά σας θα ήταν «όχι».  Όπως εσύ και εγώ, ο Μιχάλης ομοίως δεν είχε γνωρίσει κανέναν από τους Αποστόλους προσωπικά. Προσέξτε όμως τι έχει να πει ο Μιχάλης:  «Εγώ έμαθα την Πίστη από έναν άνθρωπο που έμαθε την Πίστη από έναν Απόστολο, ο οποίος Απόστολος είχε μάθει την Πίστη από τον Ίδιο τον Χριστό». Και, μιάς και το Β’ Τιμ. 2:2 φανερώνει πως τέτοιου είδους διαπιστευτήρια είναι αποδεκτά, καλό θα ήταν να συμφωνήσουμε πως η χειροτονία του «Μιχάλη» είναι όντως έγκυρη. Κατέχει δικαιωματικά μια θέση κύρους μέσα στο έργο της Εκκλησίας, επειδή ο «καθαγιασμός» του αυτός ήταν σύμφωνος με την αποστολική διδασκαλία και την αποστολική πρακτική. Πέραν αυτού, πολλοί συνάδελφοι του Μιχάλη συμφωνούν πως ο Μιχάλης είναι καλός ποιμένας, ο οποίος αναμεταδίδει την αποστολική διδασκαλία. Έτσι, δεν έχουμε κάποια εύλογη αιτία να αμφισβητήσουμε το κύρος του Μιχάλη, ούτε να αμφισβητήσουμε πως κατέχει ορθά τα διδάγματα. Αν και η Καινή Διαθήκη απέχει αιώνες από την πλήρη αναγνώριση της Εκκλησίας ανά την οικουμένη, ο Μιχάλης δεν παύει να είναι άτομο που μπορεί να εμπιστευθεί κανείς πως θα διδάξει πιστά το Ευαγγέλιο, κάθε εβδομάδα, κάθε Κυριακή πρωί.  Το ποίμνιό του είναι σε ασφαλή χέρια

Ο Μιχάλης δεν ήταν απόστολος, ούτε είχε διδαχθεί από Απόστολο. Επίσης δεν είχε ένα αντίγραφο της ολοκληρωμένης Καινής Διαθήκης. Και όμως, διέθεσε δεκαετίες από την ζωή του ως θεοσεβούμενος κήρυκας, διδάσκοντας πιστά το ποίμνιό του τις διδαχές της Χριστιανικής Πίστης… όντως κάτι εντυπωσιακό…

Αλλά δεν έχουμε εξορύξει τα βάθη του Β’ Τιμ. 2:2.  Υπάρχει ακόμη μια ομάδα ανθρώπων που αναφέρονται μέσα στο εδάφιο αυτό.

Ο Παύλος δεν δίνει εντολή στον Τιμόθεο μόνο να διδάξει άλλους όσα ο ίδιος έμαθε από τον Παύλο. Δίνει εντολή στον Τιμόθεο να διδάξει και ανθρώπους σαν τον Μιχάλη τόσο καλά, ώστε εκείνοι «ικανοὶ έσονται και ετέρους διδάξαι» - δηλαδή, η διδασκαλία δεν σταματά ύστερα από μόνο μία γενιά: ο Τιμόθεος οφείλει να διδάξει τον Μιχάλη να γίνει και δάσκαλος. Και στη συνέχεια, ο Μιχάλης οφείλει να επαναλάβει την ίδια διαδικασία.  Όπως ο Παύλος ήταν μαθητής του Ιησού, ο Τιμόθεος ήταν μαθητής του Παύλου, και ο Μιχάλης μαθητής του Τιμόθεου, έτσι οφείλει και ο Μιχάλης να εκπαιδεύσει μια νέα γενιά λειτουργών που θα μπορέσουν να κηρύττουν πιστά το Ευαγγέλιο, μετά από την αναχώρηση του Μιχάλη στον Ουρανό.

Τώρα ας υποθέσουμε πως ο «Μιχάλης» εκπαιδεύει έναν άνθρωπο ονόματι «Νίκο».  Ας πούμε πως ο Νίκος γίνεται ο πολύ αγαπητός ηγέτης μιας ακμάζουσας, θεοσεβούμενης σύναξης, κάπου στα τέλη του 2ου αιώνα. Ποια είναι του Νίκου τα διαπιστευτήρια; Μήπως έμαθε ό,τι έμαθε απευθείας από τον Ιησού; Όχι Από έναν Απόστολο; Όχι.  Μήπως έμαθε από κάποιον που έμαθε από έναν Απόστολο; Όχι.  Πρέπει να κοιτάξει τρεις ολόκληρες γενιές πίσω, για να φτάσει έναν Απόστολο.  Ο Νίκος έμαθε από κάποιον που έμαθε από κάποιον που έμαθε από έναν Απόστολο.  Και όμως, σύμφωνα με το Β’ Τιμ. 2:2, δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητηθεί το κύρος του ή η διδασκαλία του. Η Εκκλησία αναγνωρίζει πλήρως τον Νίκο ως ένα πιστό κήρυκα, για περισσότερο από 200 χρόνια πριν η Εκκλησία αναγνωρίσει πλήρως την Καινή Διαθήκη. 

Αλίμονο όμως. Ο διάβολος δεν ικανοποιείται με το να κάθεται στα περιθώρια.  Εξ αρχής η Εκκλησία δεχόταν επιθέσεις του διαβόλου από μέσα και από έξω, από αιρετικούς που κήρυτταν ψευδείς διδασκαλίες, ψευδείς μεσσίες, και ψευδή ευαγγέλια.  Ανάμεσα στους αιρετικούς στην πρώιμη Εκκλησία ήσαν κάποιες κακόφημες ομάδες που ονομάζονταν Γνωστικοί, Δονατιστές, Σαβελλιανοί, Πατροπασχίτες, Αρειανιστές, και ένα σμήνος ολόκληρο από άλλα ονόματα, οι οποίοι ήσαν αρνητές των πάντων – από το αγαθό της ύλης, μέχρι την θεότητα του Χριστού. Όλοι τους δήλωναν πως είναι αληθινά μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, και όλοι τους μηχανεύονταν πονηρά επιχειρήματα προκειμένου να παραπλανήσουν αμέτρητες χιλιάδες ανθρώπων. Οι περισσότερες από αυτές τις ομάδες χρησιμοποιούσαν μέχρι παραπομπές από την Γραφή για να στηρίξουν τις αιρέσεις τους.  Τι έπρεπε να κάνει η Εκκλησία, για να προστατευθεί από αυτή την ανελέητη επίθεση;

Σύμφωνα με την εντολή που είχε δώσει ο Ιησούς - και οι Απόστολοί Του αργότερα - οι θεοσεβείς ηγέτες μέσα στην Εκκλησία συνέχιζαν να κηρύττουν τις γνήσιες αποστολικές διδαχές που είχαν λάβει. Έκαναν και συναντήσεις μεταξύ τους, και συναρμολόγησαν δογματικές δηλώσεις όπως το αποστολικό «Σύμβολο της Πίστεως», το οποίο αποσαφήνιζε ξεκάθαρα τις διδασκαλίες των Αποστόλων, κατά τρόπον που θα «ξετρύπωναν» εύκολα τους αιρετικούς.

Το έτος 325, στην πρώτη σύνοδο στην Νίκαια, μια μεγάλη διατομή της Εκκλησίας συνήλθε σε μια μόνο τοποθεσία, με σκοπό το «ξερίζωμα» της αίρεσης του Αρειανισμού.  Οι Αρειανιστές αρνούντο την θεότητα του Χριστού, ισχυριζόμενοι πως οι απόψεις τους στηρίζονται από Αγιογραφικά κείμενα.  Η αληθινή Εκκλησία ήξερε πως είχαν λάθος, όμως δεν μπορούσαν να παρουσιάσουν ούτε ένα απόσπασμα Αγιογραφικό με το οποίο οι Αρειανστές θα διαφωνούσαν. Οι αληθινοί αυτοί Χριστιανοί αναγνώρισαν την ανάγκη να καταγράψουν την Πίστη κατά τρόπο που θα ήταν αδύνατον για τους Αρειανιστές να έρθουν σε συμφωνία. Έτσι το 325 συνέθεσαν την πρώτη εκδοχή του Συμβόλου της Νίκαιας – το οποίο συνεχίζει να είναι σεβαστό σε όλη την Χριστιανοσύνη παγκοσμίως.

51 χρόνια αργότερα, το έτος 376, ο Αθανάσιος έγραψε μια επιστολή η οποία συμπεριελάμβανε κατάλογο των 27 Βιβλίων που ανήκουν στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Σύντομα μετά, η ανά την οικουμένη Εκκλησία συμφώνησε πως ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης είχε πλήρως αναγνωρισθεί. Η Προς Εβραίους Επιστολή ανήκε στην Καινή Διαθήκη, η Κλήμεντος Α’ Επιστολή, όχι.  Η Αποκάλυψη ανήκε, ενώ ο Ποιμήν του Ερμά, όχι. Στο τέλος του 4ου αιώνα, επί τέλους η Εκκλησία είχε λάβει πλήρως το δώρο του Θεού – την Καινή Διαθήκη.

Μόλις πέντε χρόνια μετά από την συγγραφή της επιστολής του Αθανασίου, το 381, το Σύμβολο της Πίστεως τελειοποιήθηκε στην σύγχρονη μορφή του, στην πρώτη Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη. Και σύντομα μετά, στα έτη 393 και 397, οι τοπικές σύνοδοι της Ιππώνος και της Καρθαγένης έβαλαν την σφραγίδα της δικής τους έγκρισης στον ίδιο Κανόνα της Καινής Διαθήκης που είχε δημοσιοποιήσει ο Αθανάσιος.

Είναι πράγματι αφυπνιστικό, αν σκεφθεί κανείς πως η πρωτότυπη εκδοχή του Συμβόλου της Νίκαιας είχε συνταχθεί από την Εκκλησία περισσότερο από μισό αιώνα πριν από την πλήρη αναγνώριση του Κανόνα της Καινής Διαθήκης από την Εκκλησία. Η μάχη γύρω από το δόγμα της Αγίας Τριάδος – τον πυρήνα της Πίστεώς μας – μαινόταν με σθένος πολλά χρόνια πριν γνωρίσει η Εκκλησία ποια Βιβλία ανήκαν στην Αγία Γραφή Της. Οπότε, μπορούμε να κυριολεκτούμε όταν πούμε πως τα Σύμβολα προηγήθηκαν των Γραφών. Πριν χρειαστεί ο κάθε Χριστιανός να πιστέψει στα 27 συνολικά Βιβλία της Καινής Διαθήκης, έπρεπε να πιστεύει σταθερά το Σύμβολο της Νίκαιας.  Αυτό ήταν το «δοκιμαστικό τεστ» για την εδραίωση στην αποστολική πίστη.

Φαντασθείτε πως ζείτε το 330 μ.Χ.  Σε ποια εκκλησία θα πηγαίνατε;  Σε ποιο δόγμα θα πιστεύατε; Τι θα περίμενε ο Θεός ο Ίδιος να κάνετε;  Σύμφωνα με τα λόγια της Προς Εβραίους Επιστολής 13:17, ο Θεός θα σου έλεγε «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε· αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ τών ψυχών υμών ως λόγον αποδώσοντες·».  Συμφωνώντας με την Προς Εφεσίους Επιστολή 4:11, ο Θεός θα σε ενημέρωνε πως Εκείνος έδωσε εξουσία στους Ιερείς και τους κήρυκες – κάτι που υπονοεί πως έδωσε την ευθύνη σε εμάς τους υπόλοιπους να τους ακούμε.  Εφ’ όσον ο Θεός εννοεί να είναι εκείνοι διδάσκαλοι, τότε ο Θεός εννοεί να είμαστε εμείς μαθητές.  Συμφωνώντας με το Β’ Τιμόθεον 2:2, θα αναζητούμε εκείνους τους Ιερείς και κήρυκες οι οποίοι μπορούν να συνδέσουν τις χειροτονίες τους μέχρι πίσω, στους ίδιους τους Αποστόλους.  Και, υποτασσόμενοι ταπεινά σε τέτοιους Πνευματοφόρους ανθρώπους του Θεού, θα ακολουθούμε και εμείς τις διδαχές τους και συνεπώς θα υπακούμε στις ευρέως αποδεκτές δογματικές δηλώσεις όπως το Σύμβολο της Νίκαιας.

Προηγουμένως, σχετικά με το Β’ Τιμόθεον 2:2, αναφέραμε κάποιους υποθετικούς κήρυκες ονόματι «Μιχάλης» και «Νίκος», και ακούσαμε να μας λέει ο Απόστολος να τους ακούμε, παρ’ ότι οι ίδιοι δεν είναι απόστολοι.  Ο Θεός μάς λέει να ακούμε τον Νίκο, επειδή εκείνος έμαθε από τον Μιχάλη. Ο Θεός μάς λέει να ακούμε τον Μιχάλη, επειδή εκείνος έμαθε από τον Τιμόθεο. Ο Θεός μάς λέει να ακούμε τον Τιμόθεο, επειδή εκείνος έμαθε από τον Παύλο. Και ο Θεός μάς λέει να ακούμε τον Παύλο, επειδή εκείνος έμαθε από τον Ιησού.

Αλλά δεν είναι αναγκαίο να εστιάζουμε σε υποθετικά άτομα όπως ο «Μιχάλης» και ο «Νίκος». Υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι – πραγματικοί άνθρωποι – που επίσης αξίζουν τον σεβασμό μας. Σήμερα, ακόμα έχουμε το βιβλίο που έγραψε ο Κλήμης: ένας άνδρας που είχε χειροτονήσει ο ίδιος ο Απόστολος Πέτρος. Έχουμε επίσης πολλά γραπτά από τον Ιγνάτιο, ο οποίος επίσης είχε χειροτονηθεί από τον Πέτρο.  Μπορούμε να διαβάσουμε για το μαρτύριο του Πολύκαρπου, ο οποίος ήταν μαθητής του Αποστόλου Ιωάννου. Και μπορούμε να διαβάσουμε τα γραπτά του Ειρηναίου, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τον Πολύκαρπο. Αυτοί είναι οι άνδρες που εννοεί το Β’ Προς Τιμόθεον 2:2 (παράθου πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι). Αυτοί είναι οι άνδρες που έμαθαν από τους Αποστόλους, και που έμαθαν από τους μαθητές των Αποστόλων. Αυτοί είναι οι πρώιμοι «Πατέρες της Εκκλησίας».  Είναι οι άνθρωποι που ο Θεός μας λέει να τους υπακούμε.  Αν δεν ακούμε τι μας λένε, τότε παραβιάζουμε το πνεύμα του Β’ Προς Τιμόθεον 2:2, του Προς Εβραίους 13:7, του Προς Εφεσίους 4:11, και ένα πλήθος άλλων Γραφών. Με άλλα λόγια, η ίδια η Αγία Γραφή μας διδάσκει να ακούμε την φωνή των  Πατέρων της Εκκλησίας.

Χιλιάδες χρόνια πριν γραφτεί η Παλαιά Διαθήκη, ο Θεός και τότε ενδυνάμωνε ανθρώπους για να γίνουν κήρυκες.  Επί εκατοντάδες χρόνια πριν αναγνωρισθεί ολοκληρωτικά η Καινή Διαθήκη, ο Θεός πάλι ενδυνάμωνε ανθρώπους για να κηρύττουν το Ευαγγέλιο του Χριστού. Είναι γεγονός, πως το μεγάλο μέρος της κληρονομιάς μας θεμελιώθηκε πάνω σε «Κήρυκες Χωρίς Βίβλους».

Όμως τι σημαίνει αυτό για εμάς σήμερα; Θα πρέπει να πετάξουμε στην άκρη τις Βίβλους μας, να τις αφήσουμε να μαζεύουν σκόνη;  Θεός φυλάξοι!  Κάθε σύγχρονος Ιερέας οφείλει να είναι αφοσιωμένος μαθητής της Αγίας Γραφής, και κάθε κήρυγμά του πρέπει να είναι εμποτισμένο με Αγιογραφικές παραπομπές. Το ταξίδι μας μέσα στην Ιστορία δεν πρέπει να αποδυναμώσει το πώς βλέπουμε την Αγία Γραφή, αλλά μάλλον να δυναμώσει.  Η Βίβλος δεν βρέθηκε ξαφνικά στα χέρια μας έτοιμη, εξ ουρανού, γραμμένη πάνω σε πλάκες χρυσού, αλλά το Πνεύμα το Άγιο έγραψε τα λόγια του Θεού πάνω στις καρδιές των ανθρώπων μέσα στην Εκκλησία, και είναι από αυτούς τους ανθρώπους που έχουμε παραλάβει την Χριστιανική Πίστη μας.  Γιατί τιμούμε τόσο πολύ την Αγία Γραφή; Για τον ίδιο λόγο που τιμούμε τους πρώιμους Πατέρες της Εκκλησίας… την τιμούμε, επειδή περιέχει τις διδασκαλίες των Αποστόλων και των μαθητών των Αποστόλων.

Οι πρώιμοι Πατέρες της Εκκλησίας δεν είναι ανταγωνιστές της Αγίας Γραφής, αλλά αποστολικοί διδάσκαλοι, μέσω των οποίων ο Θεός μας έδωσε την Αγία Γραφή.

Δημιουργία αρχείου: 25-7-2019.

Τελευταία μορφοποίηση: 30-7-2019.

ΕΠΑΝΩ