Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ιεραποστολή - Χριστιανική Επέκταση, Ορθοδοξία και Ιστορικά θέματα

Οι Θεσσαλονικείς άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος διδάσκαλοι τών Σλάβων // Η Χριστιανική επέκταση εν μέσω διωγμών // Ο Ευαγγελισμός τών Γότθων // Διάδοση τού Χριστιανισμού στη Μοραβία από τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο // Η 2η περίοδος μεγάλων Ιεραποστολικών επιτευγμάτων τού Βυζαντίου

Ιεραποστολή στα πέριξ της Αυτοκρατορίας βάρβαρα έθνη

Τελευταίες Ανταύγειες τής Βυζαντινής Ιεραποστολής

(12ος-13ος αιώνας)

 

Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου: "Έως εσχάτου τής γης" σελ. 146 - 150.

 

Η ιεραποστολική εξόρμηση του Βυζαντίου κορυφώθηκε, όπως είδαμε, τον 9ο και 10ο αιώνα, για να αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στην ιστορία του πολιτισμού. Αλλά και στους επόμενους αιώνες η Εκκλησία του Βυζαντίου συνέχισε την πνευματική της ακτινοβολία.

Εν πρώτοις εξακολούθησε να προσφέρει ανώτερα εκκλησιαστικά στελέχη στη Ρωσική Εκκλησία, τα οποία ανέπτυξαν περαιτέρω το Ιεραποστολικό έργο που είχε αρχίσει στις διάφορες περιοχές της αχανούς αυτοκρατορίας. Επί δυόμισι εκατονταετηρίδες, ακόμη και μετά τη μογγολική εισβολή (1237), «Μητροπολίτες Κιέβου και πάσης Ρωσίας» ήσαν, εκτός από δύο εξαιρέσεις, συνεχώς Έλληνες, εργαζόμενοι αόκνως, τόσο για την πνευματική καλλιέργεια του λαού, όσο και για τη διοικητική και νομική ρύθμιση του κράτους[1]. Πολλοί επίσης Επίσκοποι και μορφωμένοι ιερομόναχοι ελληνικής καταγωγής εργάσθηκαν μεταξύ του ρωσικού λαού.

Ιδιαιτέρως πρέπει να σημειωθεί η πνευματική άνθηση που παρατηρήθηκε στη Νοτιοσλαβία, υπό την πνευματική επίδραση του Βυζαντίου, στα τέλη του 12ου αιώνα, επί της βασιλείας του Στεφάνου Α' του Νεμάνια (1113-1199).

Ο δυναμικός αυτός ηγεμόνας, αφού βαπτίσθηκε, εργάσθηκε δραστήρια όχι μόνο για την πολιτική συγκρότηση της χώρας του, αλλά και για τη θρησκευτική καλλιέργεια του λαού. Ίδρυσε πολλά μοναστήρια, με βάση βυζαντινά πρότυπα, και είχε στενή επαφή με τους μοναχούς του Αγίου Όρους. Ο νεότερος γιος του αναχώρησε στο Άγιον Όρος, όπου εκάρη μοναχός και πήρε το όνομα Σάββας. Αργότερα τον ακολούθησε και ο πατέρας του. Παραιτήθηκε από τον θρόνο, έγινε μοναχός, με το όνομα Συμεών, και ίδρυσε τη Μονή του Χιλιανδαρίου, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα και υπήρξε το πνευματικό ορμητήριο πολλών λογίων Σλάβων, ειδικότερα Σέρβων, κληρικών. Η Μονή του Χιλιανδαρίου υπήρξε σπουδαία γέφυρα μεταφοράς της Ορθόδοξης πνευματικότητος και καλλιτεχνικής δημιουργίας στον σλαβικό κόσμο.

Ο Σάββας αργότερα επανήλθε στη Σερβία, έγινε ηγούμενος της Μονής Στουδενίτζης. Εν συνεχεία Αρχιεπίσκοπος Πεκίου και εργάσθηκε δραστήρια για τη βαθύτερη Ορθόδοξη καλλιέργεια του λαού. Παρακίνησε πολλούς συνεργάτες του να μεταφράσουν Ελληνικά εκκλησιαστικά έργα και μετέφρασε και ο ίδιος πολλά. Με τα συγγράμματά του αναδείχθηκε ο πρώτος Σέρβος συγγραφέας. Στη συνέχεια έφερε τεχνίτες και ζωγράφους από τα Ιεροσόλυμα και άλλες περιοχές του Βυζαντίου και οικοδόμησε ναούς και μοναστήρια. Γενικώς μετέφερε σε όλες τις εκφράσεις ζωής του σερβικού λαού το πνεύμα του Χριστιανικού Βυζαντίου. Οι περίφημοι μοναστηριακοί ναοί Γκρατσάνιτσα, Σοποτσάνι, Ναγκορίτσα, Μάρκοβα και Κρκβά, διακηρύσσουν σιωπηρά με την επιβλητική μορφή τους την τεράστια βυζαντινή επίδραση.

Πολύ επίσης συνέβαλαν στην πνευματική εξέλιξη του σερβικού λαού οι Ελληνίδες πριγκίπισσες, οι οποίες έγιναν σύζυγοι Σέρβων ηγεμόνων. Επτά είναι ιδιαιτέρως γνωστές στην ιστορία: Ευδοκία, Άννα, Σιμωνίς, Μαρία Παλαιολογίνα, Ειρήνη Καντακουζηνή, Ελένη Καντακουζηνή και μία ανώνυμη. Όλες αυτές οι Βυζαντινές πριγκίπισσες διοχέτευσαν όχι μόνο ελληνικό αίμα και βυζαντινό πνεύμα στις σερβικές δυναστείες, αλλά και εργάσθηκαν δραστήρια για την πνευματική ανάπτυξη του λαού. Η Ειρήνη Καντακουζηνή ζει ακόμη στα δημοτικά τραγούδια και τις παραδόσεις του λαού της Σερβίας.

Και άλλες Βυζαντινές πριγκίπισσες συνετέλεσαν στη διάδοση του Χριστιανικού πνεύματος και του βυζαντινού πολιτισμού κατά τους αιώνες αυτούς. Όπως η ανεψιά του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου Μαρία, η οποία υπήρξε σύζυγος του Ιωάννη Β΄ Ασάν (1218-1241) και επηρέασε πολύ τον βουλγαρικό λαό· η κόρη του Ισαακίου Αγγέλου Ειρήνη (1208). Η οποία έγινε σύζυγος του βασιλέως Φιλίππου της Σουηδίας και αγαπήθηκε βαθύτατα στις χώρες του Βορρά, ώστε ένας Γερμανός ποιητής την ονόμασε «ρόδο χωρίς αγκάθι και περιστέρι χωρίς χολή»· και η Μαρία Παλαιολογίνα, η οποία έγινε σύζυγος του Μογγόλου ηγεμόνα Άβακα και άσκησε βαθύτατη επίδραση στον μογγολικό λαό[2].

Παραλλήλως δεν έπαυσε στην ανατολή. Παρά τις συνεχείς επιδρομές και πολεμικές αναταραχές (μογγολική και οθωμανική προέλαση), η διείσδυση του ευαγγελίου. Περί τα μέσα του 12ου αιώνα, νοτίως της Τάκλα Μακάν, οι Σηίτες συγκρούσθηκαν κατά την προέλασή τους με φυλές ως επί το πλείστον Χριστιανικές, διοικούμενες από Χριστιανό κυβερνήτη της Αξού, ο οποίος ήταν υποτελής σε ένα Χριστιανό πρίγκιπα, τον Ντουντούμ Χαν[3]. Όπως παρατήρησε ο Έσελιγκ «επιζεί ακόμη το Βυζάντιον εις τας χώρας τας εκτεινομένας πέραν των ορίων της Ισλαμικής κατακτήσεως»[4].

 

Συμπέρασμα

Από όσα προηγουμένως εκτέθηκαν, και όπως τονίζεται από πολλούς σύγχρονους μελετητές του Χριστιανικού Βυζαντίου, «η Βυζαντινή Εκκλησία υπήρξε πάντοτε ιεραποστολική Εκκλησία»[5]. Αντιπρόσωποι από όλες τις κοινωνικές τάξεις, κληρικοί και λαϊκοί, πατριάρχες, Επίσκοποι, ηγούμενοι μονών, Ιερείς, απλοί μοναχοί, αυτοκράτορες μεγαλεπήβολοι ή μέτριοι, πριγκίπισσες, διπλωμάτες, ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι, στρατιώτες, έμποροι, ναυτικοί, απλοί ταξιδιώτες, μετανάστες, αιχμάλωτοι πολέμων, σε εποχές ευημερίας και ειρήνης αλλά και σε εποχές πολιτικών και πολεμικών αναστατώσεων, έλαβαν μέρος στην μακρόπνοη και πολύμοχθη αυτή εκστρατεία για τη διάδοση του ευαγγελίου.

Όσοι λαοί βρέθηκαν κατά καιρούς πλησίον η εντός των εκτεταμένων συνόρων της αυτοκρατορίας, αλλά επίσης και πολλοί που βρίσκονταν μακριά, δέχθηκαν την ευεργετική επίδρασή της: Γότθοι, Έρουλοι, Ούννοι, Λαζοί, Αβασγοί, Τζάνοι, Ίβηρες, Αρμένιοι, Πέρσες, διάφορα τουρκικά φύλα της Κεντρικής Ασίας, Άραβες, Φοίνικες, Αιθίοπες, Νοβαταίοι, Αλοδαίοι, Μαυρούσιοι κ.ά. Κατά τους πρώτους αιώνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Μοραβοί, Βοημοί, Ούγγροι, Χαζάροι, Αλανοί, Ρώσοι και γενικώς όλος ο σλαβικός κόσμος κατά τη δεύτερη περίοδο της μεγάλης ιεραποστολικής εξορμήσεως.

Οι μεγάλες εθνολογικές μεταμορφώσεις και ανακατατάξεις που έγιναν κατά τη διαδρομή των αιώνων της ζωής του Βυζαντίου, και ιδιαιτέρως η εξάπλωση του Ισλάμ προς ανατολάς και προς νότον, κατέστρεφαν στον κύριο όγκο του το έργο της πρώτης περιόδου. Αντιθέτως τα αποτελέσματα των ιεραπόστολικών προσπαθειών του 9ου και 10ου αιώνα υπήρξαν τεράστιας σημασίας για το μέλλον της Ευρώπης και τον παγκόσμιο πολιτισμό. «Εάν οι Ρώσοι», σημειώνει ο Chr. Dawson, «είχαν προτιμήσει τη θρησκεία των εγγύς ευρισκομένων μωαμεθανών γειτόνων τους από τη Χριστιανική, η ιστορία της Ευρώπης θα ήταν εντελώς διαφορετική»[6]

Με την πνοή του ευαγγελίου, την οποία εμφύσησε το Χριστιανικό Βυζάντιο στον όγκο των απολίτιστων φύλων που είχαν κατακλύσει την Ανατολική Ευρώπη, έφερε μια εντελώς νέα ζωή σ’ αυτά, πνευματική, κοινωνική, πολιτική. Όπως παρατηρεί ο Ch. Diehl, «σε όλους αυτούς τους βάρβαρους λαούς το Βυζάντιο δεν έφερε μόνο τη θρησκεία. Μαζί της έφερε την ιδέα του κράτους, τις μορφές της διοικήσεως, ένα νέο δίκαιο, το οποίο θα ρύθμιζε τις κοινωνικές σχέσεις, την εκπαίδευση, και το Κυρίλλειο αλφάβητο, με το οποίο θα γραφόταν και θα παγιωνόταν η γλώσσα τους. Έλληνες διδάσκαλοι έρχονται να διδάξουν στα σχολεία. Έλληνες Ιερείς λειτουργούν στους νέους ναούς, τους οικοδομημένους κατά το σχέδιο των βυζαντινών προτύπων και διακοσμημένους από Βυζαντινούς καλλιτέχνες με θαυμάσια μωσαϊκά. Τα κύρια έργα της βυζαντινής φιλολογίας μεταφράζονται μετά το ευαγγέλιο στα σλαβικά και δίδουν τοιουτοτρόπως πρότυπα, προετοιμάζοντας σε κάθε χώρα την αναγέννηση μιας εθνικής φιλολογίας… Έτσι όλα αυτά τα βάρβαρα φύλα γίνονταν πραγματικοί λαοί… Και για όλη την ανατολική Ευρώπη το Βυζάντιο ήταν αληθώς ο μέγας παιδαγωγός, ο μέγας μύστης»[7].

Η ευκαμψία και η κατανόηση με την οποία οι Έλληνες Ιεραπόστολοι προσάρμοσαν το βυζαντινό λειτουργικό τυπικό και τη βυζαντινή παράδοση στις διάφορες περιπτώσεις έδωσε σ’ αυτά έναν οικουμενικό χαρακτήρα και τα έκανε συνδετικό δεσμό μεταξύ των Ορθοδόξων λαών. Ταυτοχρόνως η ανάπτυξη της ιδιαίτερης γλώσσας και ψυχοσυνθέσεως του κάθε έθνους, για την οποία με τόσο σεβασμό και στοργή εργάσθηκαν πολλοί Βυζαντινοί Ιεραπόστολοι, έσωζε την προσωπικότητα των διαμορφουμένων λαών. Αντίθετα με οποιαδήποτε αντίληψη διοικητικού συγκεντρωτισμού και μονολιθικής αντιλήψεως της Εκκλησίας, οι Βυζαντινοί Ιεραπόστολοι έβλεπαν την ενότητα της επεκτεινόμενης Εκκλησίας στην από κοινού δοξολογία «εν πολλαίς μεν φωναίς, εν ενί δε Πνεύματι του ζώντος Θεού», στη μυστηριακή συμμετοχή τους στο Ποτήριο της Ζωής, «ότι (διότι) εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμεν». Ο σεμνός δε και επίμονος ηρωισμός, με τον οποίο αγωνίσθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση χιλιάδες γνωστοί και άγνωστοι Βυζαντινοί κατά τη μακραίωνα ζωή της αυτοκρατορίας, αναγκάζει τον μελετητή της ιστορίας να υπογραμμίσει αυτό το οποίο, με αφορμή τον εκχριστιανισμό των Σλάβων, τόνισε ο Ch. Diehl[8]: «Το έργο των ιεραπόστολών υπήρξε μία από τις δόξες του Βυζαντίου».

 

Βιβλιογραφία κατ’ επιλογήν

Πληροφορίες για τις ιεραποστολικές προσπάθειες κατά τους βυζαντινούς χρόνους είναι εγκατεσπαρμένες σε πολυπληθείς περί Βυζαντίου πηγές και εργασίες. Εκτός από τις πηγές που αναφέρονται στις σημειώσεις του κειμένου, επισημαίνουμε κατ’ εκλογήν μερικά μόνο βοηθήματα από τα πλέον βασικά και προσιτά (1964) στον Έλληνα αναγνώστη:

  • Αμάντου, Κ., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Αθήναι Α' (1939), Β΄ (1947).

  • Vassiliev, A. Α., Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, μετάφραση. Δ. Σαβράμη, Αθήναι 1954, Α' και Β΄ (στις σελ. 13-62 αναφέρονται οι εργασίες των σημαντικοτέρων βυζαντινολόγων).

  • Benz, Ε., Geist und Leben der Ostkirche. Hamburg 1957.

  • Bury. J. A History of the Eastern Roman Empire from the Fall of Irene to the Accession of Basil. I (802-867), London 1912. History of the Later Roman Empire from the Death of Theodosius Ι to the Death of Justinian (395-565), London 1923.

  • Γενναδίου, Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων, Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αθήναι 1935.

  • Diehl, Ch., Justinien et la civilisation byzantine au VI siede. Paris 1901., Byzance. Grandeur et decadence. Paris 1930.

 

Σημειώσεις:


1. Βλέπε A. Amman, Abriss der Ostslawischen Kirchengeschichte, Wien 1950.

2. «Βυζαντιναί ιεραποστολαί», περ. Ζωή, Αθήνα 1954, σ. 163.

3. Ε. Tisserant, «L'Eglise Nestorienne», Dictionnaire de Theologie Catholique, τόμ. VI, στ. 209.

4. Έσελιγκ, Βυζάντιον και βυζαντινός πολιτισμός, μετάφραση. Σ. Σακελλαροπούλου, εκδ. Γ' Αθήναι 1925, σ. 143.

5. Jean Meyendorff, «Orthodox Mission in Middle Age», περ. Student World, Geneva 1960, No 1-2.

6. Chr. Dawson, Les origines de l’Europe et la civilization europeenne, Paris 1934,σ. 249.

7. Ch. Diehl. Les grands pmblemes de L 'Histoire Byzantine, Paris 1943, σ. 17.

8.  Αυτόθι.

Δημιουργία αρχείου: 11-7-2016.

Τελευταία μορφοποίηση: 11-7-2016.

ΕΠΑΝΩ