Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ιεραποστολή και Ιστορικά

Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων * H Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία τετραπλασίασε τις ενορίες της κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες * Οι Θεσσαλονικείς άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος διδάσκαλοι τών Σλάβων

Το κράτος των Ρως (Ρώσων)

και ο εκχριστιανισμός τών Ανατολικών Σλάβων (9ος-10ος αιώνας)

Βυζάντιο και Σλάβοι

Γεώργιος Νεκτάριος Λόης*

 

Πηγή: Περιοδικό "Θεολογία" Τόμος 88, Τεύχος 2. Απρίλιος-Ιανουάριος 2007. Σελ. 217-229.

1. Η εμφάνιση των Ρως

Οι Σκανδιναβοί, οι οποίοι, προέρχονταν κυρίως από την περιοχή της σημερινής Σουηδίας, διακρίνονταν ως πολεμιστές Βίκινγκς[1] και έμποροι. Από τον 8° αιώνα άρχισαν να επεκτείνουν έτι περαιτέρω τις εμπορικές δραστηριότητές τους στα ανατολικά παράλια της Βαλτικής θάλασσας, στον Φιννικό κόλπο και τις ακτές του. Έτσι, μέσω των ποταμών που εκβάλλονταν στη Βαλτική θάλασσα, οι Σκανδιναβοί εισήλθαν στο εσωτερικό της ρωσικής πεδιάδας. Χρησιμοποίησαν την υδάτινη οδό των ποταμών που συναντούσαν στο διάβα τους, ώστε να φθάσουν έως το Βυζάντιο. Η υδάτινη αυτή οδός κατεγράφη στην ιστορία με τη χαρακτηριστική φράση των Ρώσων χρονογράφων «από τους Βαράγγους στους Έλληνες», δηλαδή από τη Σκανδιναβία στο Βυζάντιο[2]. Για τη σπουδαιότητα της υδάτινης αυτής οδού κάνει λόγο και το έργο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου (913-959): Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν - De administrando Imperio[3]. Αρχικά, χρησιμοποίησαν τον Βόλγα ποταμό και στη συνέχεια, μετά από τον 9° αιώνα, τον Δνείπερο.

Οι Ανατολικοί Σλάβοι εξαπλώνονται στη ρωσική πεδιάδα από τον 6° έως τον 8° αιώνα, πραγματοποιώντας τη διείσδυσή τους με κατεύθυνση από τον Νότο προς τον Βορρά[4]. Η αρχική κοιτίδα τους είναι κοινή με τους υπόλοιπους Σλάβους και εντοπίζεται στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ των ποταμών Όντερ και Βιστούλα δυτικά και στον άνω ρου του Δνείπερου ανατολικά, δηλαδή πλησίον της σημερινής ανατολικής Πολωνίας, της δυτικής Ουκρανίας και νοτιοδυτικής Λευκορωσίας. Για τους δε Σκανδιναβούς η διείσδυση στα σλαβικά εδάφη έγινε με αντίστροφη κατεύθυνση από τον Βορρά προς τον Νότο.

Ο δρόμος από τη Σκανδιναβία προς το Βυζάντιο διήρχετο από τη ρωσική πεδιάδα. Τα εμπορεύματα που μετέφεραν οι Σκανδιναβοί ήταν διάφορα δέρματα, γούνες, κερί και μέλι, αλλά ασκούσαν και το δουλεμπόριο. Τα εμπορεύματα αυτά συνοδεύονταν πάντοτε και από ένοπλους άνδρες. Καθ’ οδόν, όπου έκριναν ότι ήταν απαραίτητο για την ανάπαυσή τους αλλά και στρατηγικής σημασίας για την απρόσκοπτη συνέχιση του εμπορίου, κατασκεύαζαν διάφορα οχυρά, τα οποία στην πορεία θα μετεξελιχθούν σε οχυρωμένες πόλεις. Οι Ανατολικοί Σλάβοι αποκαλούσαν τους Σκανδιναβούς που συναντούσαν με το όνομα «Rus», στις βυζαντινές πηγές «Ρως». Η ονομασία αυτή είναι σλαβική και προέρχεται από το όνομα Ruotsi[5], το οποίο με την σειρά του ανάγεται στον παλαιοσουηδικό αυτοχαρακτηρισμό των Σουηδών ως Rops-men, δηλαδή «ομάδα κωπηλατών», «πλήρωμα», και συνδέεται με την παράκτια περιοχή Ros-lagen της ανατολικής Σουηδίας, στα παράλια της Uppland. Έτσι, το αρχικό Ruotsi έλαβε στη σλαβική γλώσσα, λόγω των φωνητικών ιδιαιτεροτήτων, τη μορφή «Rus». Αργότερα όταν θα διαμορφωθεί το πρώτο ρωσικό κράτος, επικεφαλής του οποίου ήταν μία δυναστεία σκανδιναβικής προέλευσης, το όνομα «Rus» η «Ρως» θα σημαίνει τόσο το κρατικό αυτό μόρφωμα όσο και τους σλαβικής καταγωγής υπηκόους του[6]. Η ανωτέρω ετυμολογική προέλευση της ονομασίας «Ρως» είναι η επικρατέστερη[7].

Στις πηγές συχνά αναφέρεται για τους Σκανδιναβούς, παράλληλα με το όνομα «Ρως», και η ονομασία «Βάραγγοι». Η ετυμολογία της λέξεως προέρχεται από την αρχαία νορβηγική «Vaeringjar», «Var», η οποία σημαίνει «λόγος τιμής» η «όρκος», και πιθανόν αφορά τον αμοιβαίο όρκο πίστης τον οποίο έδιναν μεταξύ τους οι Βάραγγοι όταν πολεμούσαν σε ξένους τόπους. Οι Ρως/Βάραγγοι ήταν μισθοφόροι στρατιώτες στη Ρωσία και στρατολογούνταν από τους ηγεμόνες των Ανατολικών Σλάβων. Σύμφωνα με την παράδοση οι Βάραγγοι προσκλήθηκαν στη Ρωσία από τον Σλάβο ηγεμόνα του Νόβγκοροντ, με σκοπό να τον βοηθήσουν κατά των επιδρομών των Φίννων. Στη συνέχεια, οι Βάραγγοι, όταν αντελήφθησαν ότι οι Σλάβοι δεν ήταν σε θέση να τους απωθήσουν, κατέλαβαν την εξουσία του Νόβγκοροντ το έτος 862, και λίγο αργότερα το 864, άλλοι Βάραγγοι (ο Άσκολ και ο Ντιρ) θα καταλάβουν την εξουσία και του Κιέβου. Όλα τα ανωτέρω αναφέρονται στην αρχαιότερη Ρωσική πηγή, το «Ρωσικό Χρονικό τον Νέστορα» (1116)[8]. Έτσι, σύμφωνα με την παράδοση ο σκανδιναβός ηγεμόνας Ριούρικ είναι αυτός που εκλήθη από τους Ανατολικούς Σλάβους για βοήθεια και αυτός είναι ο ιδρυτής της πρώτης δυναστείας, η οποία κυβέρνησε τη Ρωσία από το έτος 862 έως το 1613.

Όμως οι έως τώρα ερευνητές της ανωτέρω πηγής, του «Χρονικού τον Νέστορα», συγκρούονται σε δύο διαμετρικά αντίθετα συμπεράσματα σχετικά με τον ρόλο των Σκανδιναβών στη δημιουργία του πρώτου Ρωσικού κράτους. Αυτοί είναι οι οπαδοί της «νορμανικής» θεωρίας και οι οπαδοί της «αντινορμανικής». Οι πρώτοι πιστεύουν ότι οι Σκανδιναβοί διεδραμάτισαν ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας με την ίδρυση του πρώτου Ρωσικού κράτους του Κιέβου[9], ενώ οι οπαδοί της δεύτερης θεωρίας υποστηρίζουν ότι το Ρωσικό κράτος του Κίεβου είναι αποτέλεσμα της σταδιακής εξέλιξης των ίδιων των Ανατολικών Σλάβων[10]. Πιστεύουμε ότι στην εξέλιξη και διαμόρφωση του πρώτου Ρωσικού κράτους συνέβαλαν στην πράξη και οι δύο ανωτέρω διεργασίες. Και οι δύο πλευρές χρησιμοποιούν την ίδια πηγή, το «Χρονικό του Νέστορα», και λόγω της χρήσης αυτής καμία πλευρά δεν δύναται να αποκλείσει την άλλη και να διεκδικήσει για λογαριασμό της την ίδρυση του κράτους του Κιέβου. Θεωρούμε ότι η ενοποίηση έγινε λόγω των Σκανδιναβών, τον 9° αιώνα, άλλα με βάση τις ήδη ιδρυμένες και ανεπτυγμένες σλαβικές πόλεις του Νόβγκοροντ και του Κιέβου.

Οι Βάραγγοι/Ρως ήταν ιδιαίτερα πιστοί στον εκάστοτε ηγεμόνα τους. Μάλιστα γνωρίζουμε ότι στα τέλη του 10ου αιώνα, ο Ρώσος ηγεμόνας Βλαδίμηρος παραχώρησε στον βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ έξι χιλιάδες (6000) Βαράγγους[11], τους όποιους μετά από τη νίκη κατά των αδελφών του δεν τους εχρειάζετο. Οι Βάραγγοι θα αποτελέσουν στη συνέχεια τον βασικό πυρήνα της φρουράς του βυζαντινού αυτοκράτορα[12]. Όταν μετά από τα μέσα του 10ου αιώνα οι Σκανδιναβοί Ρως θα εκσλαβιστούν εξ ολοκλήρου, η λέξη «Βάραγγος», στα ρωσικά «Varjag», θα σημαίνει εκτός από τον μισθοφόρο και τον Σκανδιναβό[13]. Οι σύγχρονες σκανδιναβικές πηγές αποκαλούν τη Ρωσία ως «Γαρδαρίκι», δηλαδή «Καστροπολιτείες», μία χώρα με οικισμούς οχυρωμένους.

Σχετικά με τον Χριστιανισμό, η διδασκαλία λατρεία του ήσαν ήδη γνωστές στους Ανατολικούς Σλάβους από το πρώτο ήμισυ του 9ου αιώνα, δια μέσου του Δούναβη, της Κριμαίας και του Καυκάσου. Ιδιαιτέρως στην Κριμαία από τους πρώτους αιώνες υπήρχαν ακμαίες τοπικές Εκκλησίες. Το δε πολιτιστικό έργο του Ελληνισμού του Ευξείνου Πόντου ήταν ήδη γνωστό και το συνέχιζαν οι Χριστιανικές επισκοπές. Σε όλο το μήκος και πλάτος της αυτοκρατορίας των Χαζάρων η Κωνσταντινούπολη είχε ιδρύσει επισκοπές, οι οποίες προετοίμαζαν τους γειτονικούς λαούς να δεχθούν τον Χριστιανισμό. Παρόλα αυτά, από την πλευρά του Βυζαντίου δεν είχε υπάρξει μία συγκεκριμένη συστηματική προσπάθεια έως τον 9° αιώνα για τη διάδοση της Χριστιανικής πίστης ανάμεσα στους Σλάβους.

Η παρουσία των Σκανδιναβών βοήθησε στην ενοποίηση των Ανατολικών Σλάβων. Οι πρώτες συναντήσεις Σκανδιναβών και Ανατολικών Σλάβων τοποθετούνται χρονικά μεταξύ του 750-830 μ.Χ. Όμως η παρουσία των Σκανδιναβών ήταν αριθμητικά ιδιαιτέρως περιορισμένη σε σχέση με τον πολυπληθή συμπαγή σλαβικό πληθυσμό, γεγονός που οδήγησε σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα στον εκσλαβισμό τους, περί τα τέλη του 10ου αρχές του 11ου αιώνα. Η ενοποίηση των Ανατολικών Σλάβων άρχεται τον ένατο αιώνα και ολοκληρώνεται στις αρχές του δεκάτου. Έτσι, από τους Σκανδιναβούς Ρως διατηρήθηκε μόνο το όνομα «Ρώσοι», για να χαρακτηρίζει στη συνέχεια την εθνική ταυτότητα των Ανατολικών Σλάβων.

 

2. Η εξέλιξη του κράτους των Ρως

Όταν απεβίωσε ο Ριούρικ, τον διεδέχθη ο επίσης σκανδιναβός Όλεγκ (879-912)[14], ο οποίος σύμφωνα με το «Ρωσικό Χρονικό του Νέστορα» μετακίνησε την πρωτεύουσα του κράτους του από το Νόβγκοροντ στο Κίεβο, αφού πρώτα το κατέλαβε το έτος 882. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων για την κατάληψη του Κιέβου, ο Όλεγκ εφόνευσε τους νεοφωτιζόμενους στον Χριστιανισμό ηγεμόνες του Κιέβου Άσκολντ και Ντιρ. Τον Χριστιανισμό άλλωστε τον θεωρούσε ως διασπαστικό στοιχείο του λαού του. Με την κατάληψη του Κιέβου ο Όλεγκ ένωσε αφ’ ενός την εμπορική οδό από την Βαλτική θάλασσα έως τον Εύξεινο Πόντο και αφ’ ετέρου ενοποίησε για πρώτη φορά τους Ανατολικούς Σλάβους σε ένα ενιαίο κράτος. Το Κίεβο ήταν ιδιαίτερης σημασίας για τους Ρως / Ρώσους, διότι ευρίσκετο πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία ήταν πόλος έλξης και το σημαντικότερο τότε κέντρο εμπορίου. Κατά την εκτίμησή μας τον Όλεγκ δεν τον ενδιέφερε τόσο το Κίεβο, όσο το ότι ευρίσκετο πλησιέστερα στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ήταν και ο επόμενος στόχος του. Σε όλη την διαδρομή έως το Κίεβο οι Ρώσοι δημιούργησαν διάφορες οχυρωμένες βάσεις, οι οποίες αποτελούσαν αναχώματα των οποίων επιθέσεων από ξένες δυνάμεις. Οι βάσεις αυτές απετέλεσαν στη συνέχεια τις διάφορες πρώτες πόλεις. Με τον τρόπο αυτόν υπήρξε και η σταδιακή υποταγή των σλαβικών εκείνων φύλων που συναντούσαν στη διαδρομή προς το Κίεβο. Οι εμπορικές σχέσεις των Ρώσων με το Βυζάντιο ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένες. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους Ρώσους, από τον ένατο έως και τον ενδέκατο αιώνα, να επιχειρήσουν πέντε φορές να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, χωρίς όμως να το κατορθώσουν[15].

Τον Όλεγκ διεδέχθη στην ηγεσία των Ρώσων του Κιέβου ο Ίγκορ (913-945)[16]. Την περίοδο αυτή η Χριστιανική πίστη στο Κίεβο επανέκτησε την ελευθερία της[17]. Πλησίον του Ίγκορ τοποθετούνται για πρώτη φορά και δύο Σλάβοι, οι οποίοι εμφανίζονται και ως συγγενείς του[18]. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι ο εκσλαβισμός του πολυεθνικού κράτους βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη. Ο βίος όμως του Ίγκορ θα σταματήσει απρόσμενα, διότι το έτος 945 θα δολοφονηθεί από τη σλαβική φυλή των Δερεβλιάνων, λόγω των πολύ υψηλών φόρων που είχαν επιβάλει οι Βάραγγοι στα σλαβικά φύλα. Στον θρόνο του Κιέβου τον διεδέχθη η σύζυγός του Όλγα (945-961) ως προσωρινή ηγεμόνας λόγω του ότι ο διάδοχος του θρόνου και Υιός του, Σβιατοσλάβος, ήταν ανήλικος.

Η Όλγα ανεδείχθη εξαίρετη πολιτικός. Εγκατέλειψε τις εξωτερικές επιδρομές και επιδόθηκε στην εσωτερική αναδιοργάνωση της χώρας. Ενίσχυσε το κράτος, περιόρισε τις οποίες αυθαιρεσίες διαφόρων ηγετικών προσώπων της κεντρικής εξουσίας και σταθεροποίησε το φορολογικό σύστημα της χώρας. Η Όλγα ήταν ιδιαιτέρως διορατική και στα πολιτικά σχέδιά της περιελαμβάνετο, μετά από τη βάπτισή της σε Χριστιανή, η ανακήρυξη του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους. Έτσι, αποφάσισε να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη το έτος 947, για να συναντήσει και να συζητήσει με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο, αφ’ ενός ορισμένες εμπορικές συμφωνίες και τον εκχριστιανισμό των Ρώσων του Κιέβου αφ’ ετέρου.

Σχετικά με την βάπτιση της Όλγας, υπάρχουν δύο διαφορετικές και διχαστικές απόψεις[19]. Η πρώτη και επικρατέστερη τονίζει ότι εβαπτίσθη στην Κωνσταντινούπολη από τον πατριάρχη Πολύευκτο το έτος 957 και έλαβε συμβολικά το όνομα της τότε αυτοκράτειρας Ελένης, συζύγου του Κωνσταντίνου Ζ'[20]. Η άλλη αναφέρει ότι εβαπτίσθη στο Κίεβο δύο έτη ενωρίτερον, το 955, και στη συνέχεια επεσκέφθη την Κωνσταντινούπολη[21]. Οποία εκδοχή και αν ισχύει, δυστυχώς η Όλγα δεν πρόφτασε να καθιερώσει τον Χριστιανισμό ως επιστήμη θρησκεία του κράτους, διότι το έτος 961 στον θρόνο ανέβηκε ο Υιός της Σβιατοσλάβος (961-971), ο οποίος ήταν υπέρ της παραδοσιακής παγανιστικής πίστεως των Σλάβων.

Απέναντι στον Χριστιανισμό ο Σβιατοσλάβος τήρησε στάση ανοχής, προφανώς από σεβασμό προς τη μητέρα του. Έτσι, ο εκχριστιανισμός της Ρωσίας, τον οποίο οραματίζετο η Όλγα θα πραγματοποιηθεί είκοσι επτά έτη αργότερον, το 988. Παρόλα αυτά, η διάδοση του Χριστιανισμού είχε αρχίσει να εισέρχεται και μεταξύ της άρχουσας τάξης των Βαράγγων. Την Όλγα κατά την επιστροφή στη Ρωσία την συνόδευαν κληρικοί από την Κωνσταντινούπολη. Μαζί της έφερε διάφορα λειτουργικά βιβλία, εικόνες και εκκλησιαστικά σκεύη. Η Όλγα με τον εκχριστιανισμό της κατέστησε το Κίεβο πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο των Ανατολικών Σλάβων με πρότυπο την Κωνσταντινούπολη. Το «Ρωσικό Χρονικό» αναφέρει ότι η Όλγα ανήγειρε τον ναό της Αγίας Τριάδος στο Πσκoφ, τον ναό του Αγίου Νικολάου στο σημείο όπου βρισκόταν ο τάφος του ηγεμόνα Άσκολντ και της Αγίας Σοφίας, εκεί όπου ήταν ο τάφος του Ντιρ στο Κίεβο. Στην Ιδιαίτερη πατρίδα της, το Welikaja, ανήγειρε τον ναό του Προφήτη Ηλία.

Καθ’ όλη την περίοδο που ήταν στην εξουσία ο Σβιατοσλάβος επιδόθηκε σε συνεχιζόμενες εκστρατείες[22]. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η μητέρα του, η Όλγα, να συνεχίσει να ελέγχει την εσωτερική δομή και οργάνωση του κράτους του Κίεβου. Η Όλγα απεβίωσε στις 11 Ιουλίου του 969 και η Ρωσική Εκκλησία την κατέταξε στον κατάλογο των Αγίων ως ισαπόστολο, το έτος 1587. Ο Σβιατοσλάβος ως πρώτο στόχο είχε το έτος 964 να καταλάβει το Iτίλ, το οποίο ήταν ένα σπουδαίο εμπορικό κέντρο και πρωτεύουσα του ισχυρού Χαγανάτου των Χαζάρων, στην περιοχή κάτω από τον Βόλγα ποταμό. Στη συνέχεια, εστράφη και κατά διαφόρων άλλων σλαβικών φυλών. Όμως, η κατάρρευση του κράτους των Χαζάρων είχε αντίθετα αποτελέσματα για το Κίεβο. Πλέον δεν υπήρχε ένα ισχυρό κράτος ως ανάχωμα στις οποίες επιθέσεις των διαφόρων νομαδικών λαών από την Ασία. Έτσι, το έτος 968 φθάνουν στα πρόθυρα του Κιέβου οι Πετσενέγκοι, φύλο Tουρανικό, το οποίο αναγκάζει τον Σβιατοσλάβο να διακόψει την εκστρατεία του στην Χερσόνησο του Αίμου για να επιστρέφει στο Κίεβο. Οι Πετσενέγκοι όμως κατόρθωσαν να δολοφονήσουν τον Σβιατοσλάβο (971) πλησίον του Δνειπέρου ποταμού κατά την επιστροφή του[23]. Τα επόμενα έτη οι διάφοροι νομαδικοί λαοί της Ασίας θα αποτελούν μία μόνιμη απειλή για το Ρωσικό κράτος.

Όλη αυτήν την περίοδο που εξετάζουμε εξελίσσεται με ιδιαίτερα ταχείς ρυθμούς ο εκσλαβισμός της άρχουσας τάξης. Ο Υιός του Ίγκορ και της Όλγας, Σβιατοσλάβος, έχει σλαβικό όνομα, όπως και τα δύο (2) από τα τρία (3) εγγόνια της Όλγας και υιοί του Σβιατοσλάβου. Και αυτό μαρτυρεί ότι η Όλγα ήταν σλαβικής καταγωγής και όχι σκανδιναβικής[24].

 

3. Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων

Ο Σβιατοσλάβος είχε φροντίσει, πριν αποβιώσει, να διανείμει τη διοίκηση του κράτους του στους τρεις (3) υιούς του. Στον πρεσβύτερο, τον Γιαροπόλκο, παραχώρησε το Κίεβο. Στον δευτερότοκο, τον Όλεγκ, μία φυλή των Δερεβλιάνων (Λευκορώσων) και στον νεότερο, τον Βλαδίμηρο, την ηγεμονία της πόλης Νόβγκοροντ, η οποία ευρίσκετο στο βόρειο άκρο της εμπορικής οδού[25]. Όμως, μεταξύ των δύο πρεσβυτέρων αδελφών το έτος 975 εξερράγη εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος τερματίστηκε δύο έτη αργότερα με τη δολοφονία του Όλεγκ. Το γεγονός αυτό τρόμαξε τον Βλαδίμηρο, με αποτέλεσμα να διαφύγει στη Σουηδία. Επέστρεψε τέσσερα έτη αργότερα, το 979-980, από κοινού με ένα ισχυρό στρατό μισθοφόρων Βαράγγων και καταλαμβάνει σχετικά εύκολα το Νόβγκοροντ, αλλά και το Κίεβο. Απομάκρυνε τον Γιαροπόλκο και από το έτος 980 έως το 1015 ήλεγχε απόλυτα την εξουσία σε ολόκληρη τη Ρωσία. Ο ίδιος έγινε ο Μεγάλος ηγεμόνας του Κιέβου (Velikii Knjaz). Η επικοινωνία στο οδικό δίκτυο της χώρας εγίνετο πλέον απρόσκοπτα και με οχυρωματικά έργα εμπόδισε την πρόσβαση των Πετσενέγκων στο Κίεβο. Ο Βλαδίμηρος ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που κατήργησε τη θανατική ποινή, πράξη μοναδική για την εποχή της. Η σπουδαιότερη όμως κίνηση του Βλαδίμηρου και γενικότερα της ιστορίας του κράτους του Κιέβου είναι η απόφασή του να προσχωρήσει επίσημα στον Χριστιανισμό.

Ο Χριστιανισμός ήταν ήδη γνωστός στο Κίεβο από τη γιαγιά του Βλαδίμηρου, την Όλγα. Ο Βλαδίμηρος όμως τα πρώτα έτη της ηγεμονίας του ήταν ακραιφνής ειδωλολάτρης και με την ανοχή του επετράπη σε εξαγριωμένους ειδωλολάτρες να καταστρέφουν τις οικίες όσων ομολογούσαν ότι είναι Χριστιανοί, προκαλώντας μάλιστα και τον μαρτυρικό θάνατο δύο Χριστιανών, του Θεοδώρου και του Ιωάννη, οι οποίοι τιμώνται ως μάρτυρες από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στις 12 Ιουλίου κάθε έτους[26]. Το γεγονός όμως αυτό ήταν που συνετέλεσε ώστε να συνειδητοποιήσει ο Βλαδίμηρος την αγριότητα των ειδωλολατρικών εθίμων, να ανακαλέσει στη μνήμη όσα του έλεγε ή γιαγιά του η Όλγα και με πλήρη εσωτερική ωρίμανση και ελεύθερη βούληση να μετανοήσει και να μεταστραφεί πλέον στον Χριστιανισμό. Η παράδοση μάλιστα αναφέρει ότι ο Βλαδίμηρος αιφνιδίως τυφλώθηκε και ότι μετά από τη βάπτισή του επανήλθε το φως.

Η πρώτη προσπάθεια εκχριστιανισμού των Ανατολικών Σλάβων άρχεται από τον σπουδαίο Οικουμενικό Πατριάρχη Φώτιο (858-867 και 877-886) αμέσως μετά από την ήττα των Ρώσων ηγεμόνων Άσκολ και Ντιρ και τη συντριβή του στόλου τους στην προσπάθεια να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, το έτος 860[27]. Τότε οι δύο ηγεμόνες, Άσκολ και Ντιρ, επείσθησαν από κοινού με ένα μέρος των Ρώσων να ασπασθούν τον Χριστιανισμό και συμφώνησαν να δεχθούν επίσημα μία αντιπροσωπία από έναν Επίσκοπο και έναν κληρικό από το Βυζάντιο[28]. Ως αντάλλαγμα έλαβαν διάφορα εμπορικά προνόμια για τις αγορές της Κωνσταντινούπολης και της Χερσώνας. Με την επιστροφή τους στο Κίεβο οι Άσκολ και Ντιρ ανήγειραν και τον πρώτο Χριστιανικό ναό στην πόλη προς τιμήν του Προφήτη Ηλία[29].

Την περίοδο αυτή έχουμε μία συστηματική προσπάθεια του Βυζαντίου να εκχριστιανίσει τους Σλάβους. Η προσπάθεια αυτή άρχεται από τον πατριάρχη Φώτιο και τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' το έτος 863, με την Αποστολή των Ιεραποστόλων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου στην Μεγάλη Μοραβία[30]. Την ίδια περίοδο, το έτος 864, εβαπτίσθησαν Χριστιανοί και οι Βούλγαροι. Έτσι, παρατηρούμε μία πολύπλευρη κινητικότητα του Βυζαντίου σχετικά με το ζήτημα του εκχριστιανισμού των Σλάβων, αλλά και άλλων λαών όπως των Χαζάρων στην Κριμαία από τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο το έτος 860. Η πρώτη αυτή προσπάθεια του πατριάρχη Φωτίου συνέβαλε στην εν μέρει διάδοση του Χριστιανισμού στη Ρωσία. Και πράγματι, λίγα έτη αργότερα, το 867, ο πατριάρχης Φώτιος σε συνοδική επιστολή την οποία απέστειλε προς τους πατριάρχες της Ανατολής καυχάται για την επιτυχία της Ιεραποστολικής αυτής προσπάθειας και της διαδόσεως του Χριστιανισμού στους Ρώσους[31]. Αυτή είναι η πρώτη ιστορική μαρτυρία για την έναρξη του εκχριστιανισμού των Ρώσων.

Ο Βλαδίμηρος διέγνωσε σύντομα ότι για την αποφυγή μιας ενδεχόμενης απομόνωσης από τους γειτνιάζοντες λαούς, λόγω της παγανιστικής πίστης του λαού του, θα έπρεπε να αποδεχθεί κάποια από τις μεγάλες θρησκείες, παρότι ο ίδιος παρέμενε πιστός ειδωλολάτρης. Οι ανατολικοί γείτονές του είχαν αποδεχθεί το Ισλάμ, οι Χαζάροι από το έτος 865 ανήκαν στον Ιουδαϊσμό, ενώ στη Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη οι λαοί προχωρούσαν ταχύτατα στον εκχριστιανισμό τους: η Πολωνία το 966, η Δανία το 974, η Νορβηγία το 976 και η Ουγγαρία το 985[32]. Την ίδια περίοδο ο στρατός του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ (976-1025) είχε ανάγκη από την υποστήριξη ανθρώπινου δυναμικού, λόγω των απωλειών από τον πόλεμο με τον Σαμουήλ της Βουλγαρίας. Έτσι, ο Βασίλειος Β΄ απέστειλε αντιπροσώπους στο Κίεβο για να αιτηθεί από τον Βλαδίμηρο στρατιωτική υποστήριξη. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν τον Σεπτέμβριο του 987 και συμφωνήθηκε να βοηθηθεί ο Βασίλειος Β΄ με Ρώσους στρατιώτες καθώς και να υπάρξει προσωπική υποστήριξη από τον Βλαδίμηρο στις επιχειρήσεις κατά της Κριμαίας. Στην Κριμαία οι Αποστάτες στρατηγοί Βάρδας Φωκάς και Βάρδας Σκληρός διέθεταν συμμάχους. Ο Βλαδίμηρος θα ελάμβανε ως αντάλλαγμα για σύζυγο την αδελφή του Βυζαντινού αυτοκράτορα πορφυρογέννητη Άννα, με την προϋπόθεση ότι θα ησπάζετο τον Χριστιανισμό τόσο ο ίδιος, όσο και ο λαός του. Και πράγματι ο Ρώσος ηγεμόνας Βλαδίμηρος, όπως αναφέραμε και ανωτέρω, παραχώρησε στον βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ έξι χιλιάδες (6000) Βαράγγους[33]. Έτσι, με τη συνεισφορά των Βαράγγων ο Βασίλειος Β΄ νίκησε τον Φωκά και τον Σκληρό και κατέλαβε την Κριμαία.

Σύμφωνα με το «Ρωσικό Χρονικό», ο Βλαδίμηρος πιθανότατα στις 6 Ιανουάριου του 988 εβαπτίσθη στην Χερσώνα Χριστιανός και την άνοιξη του ίδιου έτους έγινε και η βάπτιση των Ρώσων του Κιέβου στον ποταμό Δνείπερο. Έτσι, το Θέρος του 988 ο Βλαδίμηρος νυμφεύθηκε τη βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα. Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαίτερης σημασίας για τον Βλαδίμηρο και τον Ρωσικό λαό. Αφ’ ενός η Ρωσία αποκτούσε μία συμμαχία με την ισχυρότερη τότε χώρα, το Βυζάντιο, και αφ’ ετέρου ο Βλαδίμηρος αναβαθμίστηκε, διότι ήταν ο πρώτος ξένος ηγεμόνας που νυμφεύθηκε πορφυρογέννητη πριγκίπισσα, κόρη δηλαδή αυτοκράτορα, η οποία είχε γεννηθεί κατά τη διάρκεια που ο πατέρας της ήταν στον θρόνο του Βυζαντίου στην πορφύρα. Στο «Ρωσικό Χρονικό» αναφέρεται ότι κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων στην Κωνσταντινούπολη οι απεσταλμένοι του Βλαδίμηρου οδηγήθηκαν στην Αγία Σοφία, όπου παρηκολούθησαν τη Θεία Λειτουργία. Εκεί λέγουν ότι δεν γνώριζαν «αν ήταν στον ουρανό η στη γη, διότι στη γη δεν υπάρχει τέτοια λαμπρότητα και ομορφιά, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουν πώς να περιγράψουν το γεγονός. Αυτό που κατάλαβαν ήταν ότι ο Θεός κατοικεί ανάμεσα στους ανθρώπους»[34]. Για το Βυζάντιο ήταν εξίσου σημαντικό το γεγονός του εκχριστιανισμού των Ρώσων και κορυφαία πολιτική και διπλωματική επιτυχία, διότι μετέτρεπε τους επικίνδυνους γείτονες σε πιστούς συμμάχους· τους ενσωμάτωνε στην ίδια την αυτοκρατορία.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι ο Βυζαντινός αυτοκράτορας δώρισε στον Βλαδίμηρο τα ιερά λείψανα του Αγίου Κλήμεντος Ρώμης, με σκοπό να τα μεταφέρει στη νεοφώτιστη Εκκλησία του[35]. Επίσης, οι Ρώσοι έλαβαν εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη και διάφορα λειτουργικά και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία μεταφρασμένα στα σλαβικά. Ο νεοφώτιστος ηγεμόνας της Ρωσίας θα ανοικοδομήσει άμεσα και το πρώτο παρεκκλήσι στο Κίεβο, το οποίο αφιέρωσε στον Άγιο Βασίλειο, προς τιμήν του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄. Λίγα έτη αργότερα ο Βλαδίμηρος θα ανεγείρει τον ναό της Θεοτόκου (989-996)[36], για τον οποίο θα έλθουν στο Κίεβο τεχνίτες και μάστορες από την Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος ενδιαφέρθηκε προσωπικά για τη διάδοση της διδασκαλίας του Χριστιανισμού σε ολόκληρη την Ρωσία[37]. Σε αυτό τον βοήθησε ο άγιος Μιχαήλ, ο πρώτος μητροπολίτης Κιέβου και πασών των Ρωσιών (988-991)[38]. Ο άγιος Βλαδίμηρος απεβίωσε στις 15 Ιουλίου του 1015 και η Ρωσική Εκκλησία τον κατέταξε στον κατάλογο των Αγίων ως ισαπόστολο.

Η νέα Ρωσική Εκκλησία ανήκε στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αρχικά εδιοικείτο από Έλληνες Αρχιερείς, οι οποίοι απεστέλλοντο εκεί από το Βυζάντιο. Ο ιστορικός, λογοτέχνης και σλαβολόγος D. Lihačev υποστηρίζει ότι με τον εκχριστιανισμό δεν υπήρξε απλώς επίδραση του βυζαντινού πολιτισμού στη Ρωσία, αλλά μεταφύτευση του βυζαντινού πολιτισμού στον κόσμο των Σλάβων[39]. Και ο σπουδαίος Ρώσος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ συμπληρώνει λέγοντας ότι ο βυζαντινός πολιτισμός στη Ρωσία αποτελεί τον «ρωσικό βυζαντινισμό»[40]. Έτσι, με την είσοδο στη δεύτερη χιλιετία ο Χριστιανισμός θα αποτελέσει την ισχυρή ενοποιητική δύναμη του κράτους των Ρώσων.

 

Σημειώσεις


* Ο Δρ. Γεώργιος Νεκτάριος Λόης είναι Ιστορικός Σλαβολόγος και μέλος ΣΕΠ του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου.

1. Τέλη του 8ου αιώνα, οι Βίκινγκς, οι οποίοι ήταν πειρατές, δρούσαν κατά μήκος των ακτών του Ατλαντικού και της Μεσογείου. Οι περιοχές της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας κ.ά. υπέφεραν ιδιαίτερα από τις ληστρικές επιδρομές, των Βίκινγκς, μεταξύ 9ου και 11ου αιώνα. Την ίδια περίοδο επεκτείνονται ιδιαίτερα και προς τη Βαλτική θάλασσα.

2. X. Λασκαρίδη, Ιστορία της Ρωσίας. Η ηγεμονία της Μόσχας, Ιωάννινα 2003, σ. 11.

3. Constantinus Porphyrogenitus, De administrando Imperio (DAI), Washington 1967, κεφ. 1-12, p. 48-65.

4. Τα σλαβικά φύλα που διείσδυσαν στη ρωσική πεδιάδα είναι περίπου δεκατέσσερα. Τα σημαντικότερα ήταν: Οι Σλοβένοι, οι Κριβίτσοι, οι Δερεβλιάνοι, οι Πολιάνοι, οι Σεβεριάνοι, οι Βιάτιτσοι και οι Ραδιμίτσοι.

5. Την ονομασία αυτή χρησιμοποιούσαν τα φιννικά φύλα για τους Σουηδούς. Ακόμη και σήμερα την ονομασία Ruotsi χρησιμοποιούν οι Φιλανδοί και οι Εσθονοί για τους Σουηδούς και όχι για τους Ρώσους.

6. Γ. Κατσόβσκα - Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, Αθήνα 2013, σ. 24.

7. Υπάρχουν βέβαια και άλλες ερμηνείες: α) ότι προέρχεται από τον μικρό παραπόταμο Ros του Δνείπερου στη νότια Ρωσία, β) από τη σλαβική λέξη Rusij που σημαίνει ξανθός (ομάδα ξανθών ατόμων), γ) από την Ιρανική φυλή των Ρωξολάνων και δ) από τον ποταμό Rusa στη βόρεια Ρωσία. Σχετικά, βλέπε Γ. Μαλιγκούδη, Ιστορία της Ρωσίας. Η Ρωσία του Κιέβου 9ος αι. 1240, Α' τόμος, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 31, σημ. 43.

8. Το Ρωσικό Χρονικό Του Νέστορα «Povest Vremennikh Let» (D. Lihačev B. Romanov, Moscow - Leningrad 1950) αφορά σε ένα έργο, το οποίο αποτελείται από ιστορικά και λογοτεχνικά κείμενα και ασχολείται με την ιστορία της Ρωσίας από της εμφανίσεως έως την περίοδο του Βλαδίμηρου. Η συγγραφή του έργου έγινε κατά τη δεύτερη δεκαετία του 12ού αιώνα.

9. Το Ρωσικό κράτος του Κιέβου περιελάμβανε τη σημερινή Λευκορωσία, το βόρειο ήμισυ της Ουκρανίας και το κεντρικό και βορειοδυτικό τμήμα της ευρωπαϊκής Ρωσίας. Οι κάτοικοι των τριών αυτών κρατών αποτελούν τους Ανατολικούς Σλάβους. Το κράτος του Κιέβου (Kievskaja Rus) κατέρρευσε στα 1237-1240 από τις επιδρομές των Μογγόλων.

10. Lev Klejn, Spor ο varjagach. Istorija protivostojanija i argumenty storon, St. Peterburg 2009.

11. Georg. Ostrogorski, Ιστορία τού βυζαντινού κράτους, τ. Β΄, Αθήνα 2012, σ. 186.

12. Ιωαν. Κωτούλα, «Βάραγγοι. Η αινιγματική αυτοκρατορική φρουρά του Βυζαντίου», Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 69 (Μάιος 2002).

13. Sigfύs Blondal, The Varangians of Byzantium, Cambridge 1981.

14. Όλεγκ, στα σκανδιναβικά Helgi.

15. Οι Ρως επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για πρώτη φορά τον Ιούνιο του έτους 860, άλλα ηττήθηκαν. Επανεμφανίσθηκαν το έτος 907 και στη συνέχεια τον Ιούνιο του 941. Ακολούθησε η επίθεση του Φθινοπώρου του 944 και η τελευταία ήταν το έτος 1043. Σχετικά βλέπε Ιωαν. Κωτούλα, «Βάραγγοι…», όπου πριν, τεύχ. 69 (Μάιος 2002).

16. Ίγκορ, στα σκανδιναβικά Ingvar. Σχετικά με τον Ίγκορ βλέπε А. іелачиъ, Mcmopuja Pycuje, Баня Лука 2008, стр. 9

17. Г. М. Владимирович Толстоі, Mcmopuja Руске Православие Цркве, Шибеник 2005, сгр. 5.

18. Γ. Κατσόβσκα - Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, όπου πριν, σ. 34.

19. Σχετικά βλέπε D. Obolensky, «Η αυτοκατορία και οι Βόρειοι γείτονές της (565-1018)», Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ, Μέρος Α', Αθήνα 1979, σ. 375, σημ. 115 & Βλέπε Φειδά, εκκλησιαστική Ιστορία της Ρωσίας. Από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα, Αθήνα 2005, σσ. 20-26.

20. D. Obolensky, «Η αυτοκρατορία και οι Βόρειοι γείτονες της (565-1018)», όπου πριν, 375.

21. Ζ. Fajfric, Ruski Carevi, Sremska Mitrovica 2008, str. 37.

22. Σχετικά με τις εκστρατείες του Σβιατοσλάβου, οι επιστημονικές απόψεις διίστανται. Ορισμένοι θεωρούν ότι επρόκειτο για τις χαρακτηριστικές εκστρατείες των Βίκινγκς, με βασικό σκοπό τη λαφυραγώγηση. Ορισμένοι άλλοι υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για ένα ευρύτερο σχέδιο της εξωτερικής πολιτικής του, το οποίο είχε ως στόχο τη διεύρυνση του κράτους του και την ισχυροποίησή του. Όμως γεγονός είναι ότι ο Σβιατοσλάβος δεν μερίμνησε για τη διασφάλιση των εδαφών που αποκτούσε με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του. Γ. Κατσόβσκα - Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, όπου πριν, ο. 37.

23. А. ІЕЛАЧИЪ, Исторща Pycuje, όπου πριν, crp. 11.

24. Σχετικά βλέπε Β. Φειδά, «Η ηγεμονίς του Κιέβου Όλγα Ελένη (945-964) μεταξύ Ανατολής και Δύσεως», επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 39/40, Αθήνα 1972/1973, σ. 630.

25. Ž. FAJFRIĆ, Ruski Carevi, όπου πριν, str. 38.

26. X. Μπουλάκη Ζήση, Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 181-183.

27. Σχετικά βλέπε Β. Φειδά, Ο ιερός Φώτιος και η Εκκλησία της Ρωσίας, Αθήνα 1988.

28. Γ. Κατσόβσκα - Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, όπου πριν, σ. 40 και X. Μπουλάκη Ζήση, Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων, όπου πριν, σ. 134.

29. X. Μπουλάκη Ζήση, Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων, όπου πριν, 141.

30. Γεωρ. Νεκ. Λοη, «Ο εκχριστιανισμός των Κροατών. Απόψεις για τη ζωή και το έργο των διαφωτιστών των Σλάβων Κυρίλλου και Μεθοδίου», Προβληματισμοί Εθνικοί και Θρησκευτικοί επίκαιροι, τ. γ' Χριστιανική Μακεδονία. Η ενδοχώρα της στον κόσμο της Ορθοδοξίας της Χερσονήσου του Αίμου, ΙΕΘΠ, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 404-427.

31. D. Obolensky, «Η αυτοκρατορία και οι Βόρειοι γείτονές της (565-1018)», όπου πριν, σ. 366.

32. Γ. Κατσόβσκα - Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, όπου πριν, σσ. 40-41.

33. Georg. Ostrogorski, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. Β΄, όπου πριν, σ. 186.

34. Povest Vremennikh Let, D. Lihačev B. Romanov, Moscow Leningrad 1950, str. 75.

35. Ž. FAJFRIĆ, Ruski Carevi, όπου πριν, str. 43.

36. Ο ναός της Θεοτόκου ονομάζετο και «Desjatinnaja», δηλαδή «της Δεκάτης». Και αυτό διότι ο Βλαδίμηρος της δώρισε το ένα δέκατο των εσόδων του. Ο ναός αυτός ήταν ο πρώτος που ανηγέρθη από πέτρα στη Ρωσία, με τρίκλιτο σταυροειδές σχήμα. Καταστράφηκε από τους Μογγόλους το έτος 1240. . Ž. FAJFRIĆ, Ruski Carevi, όπου πριν, str. 44.

37. Σχετικά βλέπε Βλέπε Φειδά, Η πρώτη εν Ρωσία εκκλησιαστική ιεραρχία και αι ρωσικαί πηγαί, Αθήνα 1966.

38. Γ. Μ. ВЛАДИМИРОВИЧ ТОЛСТО], Исторща Руске Православие Цркве, όπου πριν, ctp. 10-11.

39. D. S. LIHAČEV, «Drevneslavjanskie Literatuiy как sistema», VI Meždunarodnyi sezd slavistov, Doklady sovetskoj delegacii, Moscow 1968, str. 5-48.

40. Κων. Παπουλίδη, Διαχρονικές σχέσεις Ελλάδας Ρωσίας, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 9.

Δημιουργία αρχείου: 25-2-2022.

Τελευταία μορφοποίηση: 25-2-2022.

ΕΠΑΝΩ