Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Κοινωνία και Εκπαίδευση

Το μάθημα των Θρησκευτικών: Η ουσία και η Εθνική σημασία του // Τα θρησκευτικά και η επιρροή στα παιδιά // Ο π. Παϊσιος για την παιδεία // Η διδασκαλία των θρησκευτικών // Μάθημα Θρησκευτικών: υποχρεωτικά προαιρετικό // Η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών και η Δημοκρατία // Το μάθημα των Θρησκευτικών: τι απωθημένα πληρώνουμε // Στο στόχαστρο των λαϊκιστών το «μάθημα των Θρησκευτικών»

Η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών κατά το Σύνταγμα

Δρ. Αναστάσιος Ν. Μαρίνος Αντιπρόεδρος Συμβουλίου Επικρατείας

 

Αναδημοσίευση από τον συλλογικό τόμο με Εισηγήσεις-Συζητήσεις από τη διημερίδα που οργάνωσε στη Γερμανική Σχολή Αθηνών ομάδα θεολόγων-καθηγητών σχολείων του Νομού Αττικής, 5-6 Μαΐου 2000. Ο τόμος εκδόθηκε υπό το τίτλο: «Θρησκευτική παιδεία και σύγχρονη κοινωνία. Θέσεις και αντιθέσεις», εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2006, σελ. 107-124.

(Αναδημοσιεύονται τα, κατά την άποψή μας, σημαντικότερα τμήματα της εισήγησης. Όλες οι επισημάνσεις είναι δικές μας)

[…]

Μιλάμε όλοι, νομικοί και θεολόγοι, αλλά και άλλοι, κυρίως όμως θεολόγοι και νομικοί, μετά δυνάμεως δεδικασμένου για το μάθημα των Θρησκευτικών. Και δεν ξέρουμε τι θα πει «μάθημα των Θρησκευτικών», δεν ξέρουμε πώς πρέπει να διδάσκεται και κυρίως γιατί πρέπει να διδάσκεται ή αντιθέτως, για την άλλη πλευρά, γιατί δεν πρέπει να διδάσκεται. Υπάρχουν τρεις κατηγορίες σκεπτόμενων ανθρώπων σ’ αυτό το θέμα. Υπάρχουν αυτοί που ωθούνται από ένα θρησκευτικό φανατισμό […] Υπάρχουν όμως και οι άλλοι, που νομίζουν ότι, εάν επιτεθούν κατά της θρησκείας γενικώς και κατά της Εκκλησίας ειδικότερα, θα δώσουν -τρομάρα τους!- αποδείξεις προοδευτικότητας και δημοκρατικότητας, όπως σε άλλες εποχές υπήρχαν εκείνοι που αγωνίζονταν να δώσουν αποδείξεις εθνικοφροσύνης

[…]

Δεν ήθελαν να δουν σωστά το πράγμα. Το γιατί δεν ήθελαν, αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που εξακολουθεί να εξελίσσεται και σήμερα. Αναγκάστηκα και έκανα μια ομιλία εις την Αρχαιολογική Εταιρεία με θέμα: «Το Σύνταγμα, η Δημοκρατία και το μάθημα των Θρησκευτικών». Και με αυτήν αντέκρουσα όσα έλεγαν οι αντιτιθέμενοι στη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών οι οποίοι υπεστήριζαν πως το Σύνταγμα δεν λέει «Ελληνοχριστιανική συνείδηση», αλλά «θρησκευτική συνείδηση», άρα πρέπει να μπαίνουν όλοι μέσα, όπως γινόταν στα σχολεία της Νέας Υόρκης και να διδάσκουν το μάθημα των Θρησκευτικών, όλων των θρησκειών. Δεν έχει λένε το δικαίωμα η Πολιτεία να κατοχυρώνει το μάθημα των Θρησκευτικών υπέρ μιας θρησκείας. Αυτό είναι αντιδημοκρατικό, περιορίζει την ελευθερία της σκέψης, περιορίζει την ελευθερία των νέων, προσβάλλει την προσωπικότητα των παιδιών και, και... Όλες αυτές οι ιστορίες. Να δούμε λοιπόν, εάν αυτές οι απόψεις, έχουν κάποια βάση.

Πρώτον είναι δεδομένο ότι το άρθρο 13 του Συντάγματος καθιερώνει το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Αυτό το αποσιωπούν. Όταν τους συμφέρει επικαλούνται το δικαίωμα αυτό. Εδώ το αποσιωπούν. Θρησκευτική ελευθερία είναι μεταξύ των άλλων, και αυτό το κατοχυρώνει όχι μόνο το Σύνταγμά μας, αλλά το κατοχυρώνει και η Σύμβαση της Ρώμης, την οποία αποσιωπούν εδώ και την επικαλούνται όταν τους συμφέρει, και το δικαίωμα του γονιού να καθορίσει το θρήσκευμα του παιδιού του. Όπως εγώ το παιδί μου το ταΐζω, το ντύνω, του παρέχω ευκαιρίες αναψυχής, το πηγαίνω στα καλύτερα σχολεία, του δίνω τη δυνατότητα να χαρεί, να έχει κάποια αναψυχή, έτσι έχω το δικαίωμα να του καθορίσω τη θρησκεία του.

Και δεν προσβάλλω την προσωπικότητά του, γιατί από απόψεως δικαίου, το παιδί το ανήλικο δεν έχει προσωπικότητα. Είναι ανίκανο προς δικαιοπραξία. Ούτε να αγοράσει μπορεί, ούτε να πουλήσει, ούτε να συνάψει σύμβαση. Τίποτε. Εγώ το εκπροσωπώ, ο πατέρας του. Γιατί εγώ είμαι το αίμα του. Και έχω το δικαίωμα να το τρέφω, να το ταΐζω, να το ντύνω, να του καθορίζω τη θρησκεία του. Και όταν θα μεγαλώσει, τότε είναι ελεύθερο να αλλάξει τη θρησκεία του. Αυτό δεν το λέω μόνο εγώ, δεν το λέει η ερμηνεία του Συντάγματος, το λέει και η σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, το Α΄ Πρωτόκολλο.

Επομένως, όταν ο ελληνικός λαός, στη συντριπτική του πλειονότητα, αποτελείται από χριστιανούς ορθόδοξους, αυτοί οι χριστιανοί ορθόδοξοι έχουν αξίωση από την Πολιτεία να εξασφαλίσει στα παιδιά τους τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών κατά το ορθόδοξο δόγμα. Δεν κατοχυρώνει, όπως ελέχθη […] το μάθημα των Θρησκευτικών. […] Κατοχυρώνει μόνον το δικαίωμα κάθε Έλληνα να εξασφαλίσει στο παιδί του τη θρησκεία που θέλει. Όχι μόνο την Ορθόδοξη. Μπορεί να είμαι βουδιστής εγώ. Και να θέλω να κάνω το παιδί μου βουδιστή. Είναι δικαίωμα μου. Επομένως η κατοχύρωση αυτού του δικαιώματος, δεν σημαίνει θρησκευτική καθοδήγηση του λαού. Σημαίνει ότι, αν θέλω εγώ δεν το κάνω Ορθόδοξο το παιδί μου, το κάνω μουσουλμάνο, το κάνω αγνωστικιστή, το κάνω άθεο. Δεν κατοχυρώνεται το μάθημα. Κατοχυρώνεται το δικαίωμα κάθε Έλληνα πολίτη να καθορίζει το θρήσκευμα του παιδιού του, όπως αυτός θέλει. Και αφού η συντριπτική πλειονότης των Ελλήνων ανήκει στην ορθόδοξη Εκκλησία, είναι σαν να λέει ο συντακτικός νομοθέτης, και έχει υποχρέωση να το πει, ότι υποχρεούται η Πολιτεία να διδάσκει το μάθημα των Θρησκευτικών κατά το ορθόδοξο δόγμα και ως υποχρεωτικό, για να αναπτυχθεί η θρησκευτική συνείδηση του μαθητού.

Τότε θα μου πείτε, κι αν ένας είναι μουσουλμάνος δεν έχει υποχρέωση η Πολιτεία να κάνει το ίδιο; Εάν οι ετερόδοξοι ή οι ετερόθρησκοι σε μια περιοχή είναι πράγματι σε σημαντικό αριθμό, έχει υποχρέωση. Γι’ αυτό εγώ πιστεύω ότι στις Κυκλάδες, όπου υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ρωμαιοκαθολικών έχει υποχρέωση η Πολιτεία να βάλει δάσκαλο ρωμαιοκαθολικό να διδάξει τη θρησκεία. Και νομίζω ότι αυτό γίνεται.

Αλλά, όταν είναι ένας βουδιστής, ένας σιντοϊστής, δεν μπορεί, δεν είναι πρακτικώς δυνατόν να διορίσει η Πολιτεία δάσκαλο θεολόγο βουδιστή ή σιντοϊστή. Οι μουσουλμάνοι έχουν μια ειδική μεταχείριση επάνω στη Θράκη. Έχουν τα δικά τους σχολεία από απόψεως θρησκευτικής. Αυτή είναι λοιπόν η έννοια της θρησκευτικής συνειδήσεως ενόψει της Ιστορίας του Συντάγματος. Και ο νόμος και το Σύνταγμα πρέπει να ερμηνεύονται ενόψει της ιστορίας. Και επαναλαμβάνω, οι νόμοι δεν γίνονται για να κατοχυρώνουν πραγματικές καταστάσεις, οι πραγματικές καταστάσεις της ζωής υπαγορεύουν τους νόμους. Και εάν οι καταστάσεις αυτές μεταβληθούν, μεταβάλλονται αυτομάτως σχεδόν και οι νόμοι. Κοιτάει ο δικαστής να βρει ερμηνεία ενόψει της μεταβολής της καταστάσεως και αν η ερμηνεία αυτή δεν είναι ικανοποιητική, τότε επεμβαίνει ο νομοθέτης και αλλάζει το νόμο ή αναθεωρείται το Σύνταγμα.

Συνεπώς η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά κατοχύρωση του δικαιώματος του πολίτη να διαμορφώνει τη θρησκευτική συνείδηση των παιδιών του όπως θέλει αυτός, και επειδή οι περισσότεροι είναι ορθόδοξοι, να κατοχυρώνει τη θρησκευτική συνείδηση με το περιεχόμενο αυτό. Και είναι υποχρεωτική η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών.

Μου δόθηκε η ευκαιρία και με δύο αποφάσεις του Στ' τμήματος του Σ.τ.Ε. του οποίου είμαι Πρόεδρος, να διατυπώσω και με δικαστικές αποφάσεις τις απόψεις αυτές. Για ν’ ακούσω και πάλι ότι είμαι «θρησκευόμενος» και άρα «φασίστας».

Αλλά προχωρεί η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, αφού δέχθηκε ευθέως και ρητώς ότι το μάθημα διδάσκεται κατά το ορθόδοξο δόγμα και ότι είναι υποχρεωτική η διδασκαλία κατά το δόγμα αυτό και είναι υποχρεωτική η παρακολούθησή του, προβληματίστηκε στη συνέχεια, διότι οι δικαστές σκέφθηκαν ότι είναι πιθανόν μεταξύ των μαθητών να είναι και μη ορθόδοξοι. Μπορεί να είναι ρωμαιοκαθολικοί, μπορεί να είναι διαμαρτυρόμενοι, μπορεί να είναι ετερόθρησκοι ή άθεοι.

Αυτοί τι θα κάνουν; Θα καθήσουν υποχρεωτικά και θα ακούσουν το μάθημα; Όχι, λέει η νομολογία, εάν δεν θέλουν να τ’ ακούσουν, διότι έχουν πρόβλημα θρησκευτικής συνειδήσεως, έχουν το δικαίωμα να απόσχουν αζημίως. Δεν έχει όμως το δικαίωμα ο διευθυντής να τους πει «βγείτε έξω», γιατί αυτοί μπορεί να θέλουν, να καθήσουν. Αν θέλουν βέβαια, να βγουν […] διότι έχουν πρόβλημα θρησκευτικής συνειδήσεως. Και αυτό το πρόβλημα πρέπει να το σεβαστεί ο νομοθέτης. Και γι’ αυτό λέει η νομολογία ότι όσοι δεν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι έχουν το δικαίωμα να απόσχουν. Το δικαίωμα, όχι την υποχρέωση. Αν θέλουν όμως να μείνουν, μένουν. Και κάποιος μας είπε ότι πολλές φορές έχει μεταξύ των μαθητών του και ετερόδοξους μαθητές ή ετερόθρησκους, που θέλουν να καθήσουν. Επομένως ας μη λέμε πράγματα και ας μην κάνουμε κρίσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, διότι με το να πει αυτό το πράγμα ο ομιλητής, ότι «χωρίζονται οι μαθητές σε δύο κατηγορίες και είναι απαράδεκτο φαινόμενο», δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Ποιος τους χωρίζει; Όλοι είναι εξίσου μαθητές. Όποιος θέλει κάθεται, όποιος θέλει φεύγει. Το μόνο που θέλω να πω εδώ είναι ότι όποιος θέλει να φύγει, δεν έχει συνέπειες. Δε θα του βάλουν απουσία.

Συνδυάζοντας αυτά με τη διάταξη του Συντάγματος που απαγορεύει τον προσηλυτισμό, οι αντιτιθέμενοι στην διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών αβασίμως ισχυρίζονται ότι το μάθημα αυτό αποτελεί προσηλυτισμό. Το Σύνταγμα του 1952 πράγματι έλεγε ότι απαγορεύεται ο προσηλυτισμός και πάσα άλλη επέμβαση κατά της επικρατούσας θρησκείας. Ο νόμος δε απηγόρευε γενικώς τον προσηλυτισμό. Και έχει αρχίσει μια φλυαρία και μια φιλολογία: ότι ο προσηλυτισμός απαγορεύεται, ότι απαγορεύεται να εκφράσεις τις σκέψεις σου τις θρησκευτικές. «Τι μεσαιωνικό Κράτος είναι η Ελλάς!». Ελέχθηκαν αυτά και σε διεθνές επίπεδο.

Αποσιωπάται όμως η έννοια του προσηλυτισμού. Προσηλυτισμός βέβαια προέρχεται από τον όρο «προσήλυτος» και προσήλυτοι ήταν εκείνοι που παροικούσαν την Ιερουσαλήμ την εποχή εκείνη. Προσηλυτισμός είναι η προσπάθεια να προσεταιριστείς κάποιον στις δικές σου πεποιθήσεις, είτε θρησκευτικές είτε πολιτικές, γιατί υπάρχει και ο πολιτικός προσηλυτισμός. Και έχω το δικαίωμα να συζητήσω μαζί σας και να σας πω: «κύριοι είστε ορθόδοξοι, εγώ δεν είμαι ορθόδοξος, είμαι βουδιστής». Και να σας πω ότι έχετε λάθος πεποιθήσεις, οι δικές μου είναι καλύτερες. Ελάτε να κάνουμε μια συζήτηση. Αυτό δεν απαγορεύεται. Όπως έχω το δικαίωμα να γράψω σ' ένα περιοδικό, έναν ύμνο υπέρ του Βουδισμού, υπέρ του Ισλαμισμού και να προσπαθώ να πείσω τους αναγνώστες ότι η δική μου θρησκεία είναι καλύτερη από την δική σας. Αυτό δεν απαγορεύεται. Αυτό δεν είναι ο προσηλυτισμός που απαγορεύει το Σύνταγμα.

Εκείνο που απαγορεύει το Σύνταγμα είναι [ο] […] κακόπιστος προσηλυτισμός- έτσι τον απεκάλεσε και το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών: κακόπιστο προσηλυτισμό. Δηλαδή, όταν έρχεται ένας άνθρωπος και μου πει: «κ. Μαρίνο ευρίσκομαι σε δύσκολη θέση. Το παιδί μου είναι άρρωστο βαριά. Εάν δεν το πάω έξω, θα πεθάνει. Μπορείς να μου δώσεις χρήματα να το πάω;» Κι αν του πω εγώ: «Βεβαίως να σου δώσω αλλά υπό έναν όρο, να εγκαταλείψεις την θρησκεία σου και να αποδεχθείς την δική μου», αυτό είναι προσηλυτισμός. Ή όταν ο άλλος δεν ξέρει τι είναι Ορθοδοξία, τι είναι Μουσουλμανισμός και τον εξαπατήσω, για να τον προσελκύσω στις απόψεις μου, αυτός είναι προσηλυτισμός απαγορευόμενος.

Λέει ο νόμος «όστις εκμεταλλευόμενος την ανάγκην, κουφότητα ή απειρίαν του άλλου προσπαθεί να τον προσελκύσει στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις τιμωρείται διά φυλακίσεως». Και υπάρχει και ο Αστικός Κώδιξ, ο οποίος λέει: «εκείνος που εξεμεταλλεύθη την ανάγκην, κουφότητα ή απειρίαν του άλλου για να συνομολογήσει μετ’ αυτού μίαν σύμβασιν αισχροκερδή, τότε η σύμβασις αυτή είναι άκυρη». Γι’ αυτή τη διάταξη, που απαγορεύει τις αισχροκερδείς συμβάσεις δεν λένε τίποτα. Όλοι δε την έχουν εξυμνήσει ως κόσμημα του Αστικού Κώδικος. Για τη διάταξη περί προσηλυτισμού όλοι είναι εναντίον και λένε είναι σκοταδιστική. Ενώ αυτή η διάταξη έχει σκοπό να προστατεύσει τη συνείδηση του ανθρώπου, το άσυλο αυτό, στο όποιο μόνο ο Θεός επιτρέπεται να εισέλθει. Και αυτά τα έχει πει και ο Άρειος Πάγος και το Σ.τ.Ε.

[…]

Συνεπώς, αυτό που λέγεται ότι δηλαδή με την διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, γίνεται προσηλυτισμός, είναι ανοησία. Διότι κατ’ αρχήν προσηλυτισμός είναι, όταν γίνεται υπό αθέμιτους συνθήκας και παρά την θέληση του γονιού. Εδώ ο γονιός στέλνει το παιδί του και λέει: «διδάξτε του την Ορθοδοξία». Ποιος προσηλυτισμός υπάρχει; Και όταν έχει ήδη διαμορφωθεί η συνείδηση του παιδιού, η διδασκαλία απευθύνεται σε ορθόδοξο. Πού είναι ο προσηλυτισμός; Διότι αυτά λένε: Ότι δηλαδή γίνεται προσηλυτισμός των μαθητών. Ποιων μαθητών; Αφού είναι ανήλικα τα παιδιά. Είναι ανίκανα προς δικαιοπραξία κατά τον Αστικό Κώδικα. Είναι λοιπόν σωστό να λέμε ότι τα προσηλυτίζουν, ή ότι τους προσβάλλουν την προσωπικότητά τους; Και να τα αφήσουν μόνα τους να διαλέξουν, όταν είναι ανήλικα; Και να πέσουν θύματα του πρώτου απατεώνος και του πρώτου τυχάρπαστου που θα τα διδάξει; Εγώ θα τα διδάξω, ο γονιός, ποια θρησκεία θέλω. Και όταν αυτά μεγαλώσουν και ενηλικιωθούν, τότε πλέον είναι ελεύθερα να πάνε όπου θέλουν. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει το δικαίωμα του γονιού να καθορίσει το θρήσκευμα του παιδιού του. Και όταν το παιδί του μεγαλώσει, τότε θα αποφασίσει αυτό. Το ίδιο βλέπω και στο δικό μου παιδί. Εγώ το δίδαξα τη χριστιανική θρησκεία. Τώρα μεγάλωσε, είναι ενήλικο και έχει τις αντιρρήσεις του, τα προβλήματά του. Τα συζητάμε. Αλλά τώρα το αποφασίζει. Διότι έχει την ωριμότητα να κρίνει. Όχι δεν θα τ’ αφήσω ανήλικο, να έρθει ο καθένας και να του πει ό,τι θέλει. Επομένως αυτά τα λεγόμενα περί αντισυνταγματικότητος του μαθήματος των Θρησκευτικών δεν έχουν καμιά βάση, είναι εκ του πονηρού.

Το Σύνταγμά μας σκοπό έχει να διαφυλάξει την φυσιογνωμία του Ελληνικού λαού. Αυτού του λαού που έζησε σε περιπέτειες, σε πολέμους, σε δύσκολες στιγμές. Και το γένος των Ελλήνων οφείλει την επιβίωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Τη Μητέρα Εκκλησία. Ας την πολεμούν. Είναι της μόδας να την πολεμούν. […] Εγώ τουλάχιστον δεν φοβάμαι. «Πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» […].

Δημιουργία αρχείου: 16-9-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 9-5-2011.