Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Πρακτικές της Ορθοδοξίας

 

Το "αφορίζεσθαι" στους κανόνες

Πηγή: Ιστοσελίδα "Φιλόλογος"

http://www.philologus.gr/2008-08-02-10-20-04/37/72

Γιατί για το ίδιο παράπτωμα ο μεν λαϊκός, που είναι λιγότερο υπεύθυνος, αφορίζεται (= παύει να είναι μέλος της εκκλησίας;) ο δε κληρικός, ο πιο υπεύθυνος, μόνο καθαιρείται από το αξίωμα, χωρίς να παύει να είναι μέλος της εκκλησίας; και γιατί ο κληρικός με την πρώτη διάπραξη κάποιου παραπτώματος, αφορίζεται (= παύει να είναι μέλος της εκκλησίας;), με την αμετανόητη δε εξακολούθηση της παρανομίας του μόνο καθαιρείται από το αξίωμά του; και πως καθαιρείται από το αξίωμα, αφού πιο μπροστά έχει παύσει να είναι μέλος της εκκλησίας;

ΤΟ ΑΦΟΡΙΖΕΣΘΑΙ ΣΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ

Σάββατο, 13 Ιανουάριος 2007 22:26

Στην αρχή προκαλεί εντύπωσι κι εν τέλει πονοκέφαλο στους ερμηνευτάς το ότι πολλοί κανόνες των συνόδων, στους οποίους διατάσσεται η επιβολή των δύο βαρυτέρων ποινών, της εσχάτης και της προτελευταίας, για το ίδιο παράπτωμα διατάσσεται για μεν τους λαϊκούς αφοριζέσθω για δε τους κληρικούς καθαιρείσθω, η άλλοτε, που πρόκειται μόνο για κληρικό, διατάσσεται για κάποιο παράπτωμά του αφοριζέσθω, επιμένων δε καθαιρείσθω· «αν επιμένη και συνεχίζη ν αμαρτάνη αδιόρθωτος, τότε να καθαιρήται». Γιατί για το ίδιο παράπτωμα ο μεν λαϊκός, που, εννοείται, είναι λιγώτερο υπεύθυνος, αφορίζεται (= παύει να είναι μέλος της εκκλησίας;) ο δε κληρικός, ο πιο υπεύθυνος, μόνο καθαιρείται από το αξίωμα, χωρίς να παύη να είναι μέλος της εκκλησίας; και γιατί ο κληρικός με την πρώτη διάπραξι κάποιου παραπτώματος, αφορίζεται (= παύει να είναι μέλος της εκκλησίας;), με την αμετανόητη δε εξακολούθησι της παρανομίας του μόνο καθαιρείται από το αξίωμά του; και πως καθαιρείται από το αξίωμα, αφού πιο μπροστά έχει παύσει να είναι μέλος της εκκλησίας; σά να μιλούμε για φυλάκισι μετά την εκτέλεσι θανατοποινίτου (λαϊκός αφοριζέσθω, κληρικός καθαιρείσθω· Αποστ. Καν. 63· 64· 65· 66· 69· 70 ·84· Ζ΄ οικ. Συν. , 5· 9· κλπ. . Αφοριζέσθω, επιμένων δε καθαιρείσθω· Αποστ. Καν. 5· 30· 45· 58· 59· κλπ. ).

Και μόνο το όλο νόημα των συμφραζομένων μας δίνει να καταλάβουμε ότι στους κανόνες αυτούς το αφορίζεσθαι δεν έχει την έννοια με την οποία το λέμε σήμερα. Έτσι κι αλλιώς άλλωστε το αφορίζεσθαι και στη Βίβλο και στη μεταβιβλική χριστιανική γραμματεία έχει πολλαπλή σημασία. Όταν η Γραφή λέη ότι ο Παύλος στην Εφεσο αφώρισε τους μαθητάς (Πρξ 19,9), εννοεί ότι ξεχώρισε τους Χριστιανούς από τους Ιουδαίους μετά από τρεις μήνες κοινή σύναξι στην ιουδαϊκή συναγωγή, όπου μπήκε με σκοπό να εκχριστιανίση όσους Ιουδαίους προλάβη, και τους απεξάρτησε από τον ιουδαϊσμό. Όταν ο Παύλος λέη ότι ο Κύριος τον αφώρισεν εκ κοιλίας μητρός, . . . Ίνα ευαγγελίζηται αυτόν (Γα 1,15), η συστήνεται ως αφωρισμένος εις ευαγγέλιον θεού (῾Ρω 1,1), εννοεί ότι «επιλέχθηκε και σημαδεύτηκε» για το έργο αυτό. Όταν λέη ότι ο Πέτρος στην Αντιόχεια έκανε το λάθος ν αφορίζη εαυτόν από τους απεριτμήτους Χριστιανούς (Γα 2,12), εννοεί ότι ο Πέτρος μόνος του, με κάποιες μη σωστές διακρίσεις, που άρχισε ξαφνικά να κάνη, «ξεχώριζε τον εαυτό του από τους Χριστιανούς εκείνους και τους απέφευγε». Όταν ο Χριστός στο Κατά Λουκάν λέη Μακάριοί εστε, όταν μισήσωσιν υμάς οι άνθρωποι και όταν αφορίσωσιν υμάς (Λκ 2,22), εννοεί το ρήμα με την έννοια που το εννοούμε και σήμερα, αλλά φυσικά από την ανάποδη (όταν οι κακοί «αφορίσουν» τους καλούς). Έχει δηλαδή το ρήμα καθ εαυτό μεν πάντοτε την ίδια σημασία του «ξεχωρίζω», αλλά μέσα στους συμφραζομένους συντακτικούς όρους λειτουργεί κάθε φορά αλλιώς και υπηρετεί άλλο νόημα. Άλλοτε σημαίνει ότι αφορίζει (= ξεχωρίζει) κάποιος κάτι για καλό η για κακό, άλλοτε ότι οι καλοί αφορίζουν (= ξεκόβουν) τους κακούς από τους καλούς, η οι κακοί αφορίζουν τους καλούς (κακό της κεφαλής τους κάνοντας βέβαια), άλλοτε ότι οι καλοί αφορίζονται μόνοι τους από τους κακούς, άλλοτε ότι κάποιοι αφορίζουν κάποιους για λίγο μόνο η για πάντα, και για αποχή από ένα μόνο πράγμα η ολότελα, κλπ. .

Κι αυτό το τελευταίο συμβαίνει στους εν λόγω κανόνες. Το αφοριζέσθω σε αντιδιαστολή από το καθαιρείσθω, σημαίνει κάτι ελαφρότερο, ήτοι για μεν το λαϊκό «να εμποδιστή από τη θεία ευχαριστία επί ένα διάστημα η μέχρι τις παραμονές του θανάτου, χωρίς να παύση να είναι μέλος της εκκλησίας έστω και τιμωρημένο», για δε τον κληρικό σημαίνει «να γίνη πάλι ακοινώνητος, όπως ο λαϊκός, και φυσικά και αργός, χωρίς να καθαιρεθή από το αξίωμά του, το οποίο βέβαια θα έχη πάλι ενεργό και λειτουργικό μετά την έκτισι της ποινής του τη μετάνοιά του και τη διόρθωσί του». Έτσι καταλαβαίνουμε πως στους κανόνες αυτούς το αφορίζεσθαι λέγεται σαν ποινή ελαφρότερη από το καθαιρείσθαι, οπότε καταλαβαίνουμε και ότι για το ίδιο παράπτωμα ο κληρικός, ως περισσότερο υπεύθυνος, τιμωρείται αυστηρότερα από το λαϊκό με το να καθαιρήται, και πως γίνεται λόγος για καθαίρεσι μετά τον αφορισμό. Υπάρχει άλλωστε η ερμηνεία αυτή στον κανόνα 6 της Γ΄ οικουμενικής συνόδου, όπου η πρώτη έκφρασι ανευρίσκεται αναλυμένη και λεκτικώς τροποποιημένη ως ει μεν επίσκοποι είεν η κληρικοί, του οικείου παντελώς αποπίπτειν βαθμού, ει δε λαϊκοί, ακοινωνήτους υπάρχειν, και στον κανόνα 8 της Δ΄, όπου το ίδιο λέγεται ει μεν είεν κληρικοί, τοις των κανόνων υποκείσθωσαν επιτιμίοις, ει δε μονάζοντες η λαϊκοί, έστωσαν ακοινώνητοι. Υπάρχει δε και στη λεγομένη Πενθέκτη σύνοδο η διαφωτιστική διατύπωσι επί εβδομάδα μίαν αφοριζέσθω (καν. 27). Τέλος πρέπει να προσθέσω ότι αυτό το αφοριζέσθω λέγεται αλλιώς και αναθεματιζέσθω, εννοούμενο με την ίδια πρόσκαιρη ισχύ, στους κανόνες 7 της Γ΄ και 27 της Δ΄ οικουμενικής συνόδου. Στον έναν απ αυτούς τους δυό κανόνες λέγεται τον μεν επίσκοπον απαλλοτριούσθαι της επισκοπής και είναι καθηρημένον, τον δε κληρικόν ομοίως εκπίπτειν του κλήρου, ει δε λαϊκός τις είη, και ούτος αναθεματιζέσθω· στον δε άλλο κανόνα λέγεται ει μεν κληρικοί είεν, εκπίπτειν του ιδίου βαθμού, ει δε λαϊκοί, αναθεματίζεσθαι. Και το αναθεματίζεσθαι εννοείται ως πρόσκαιρη ακοινωνησία.

Επειδή όμως οι κανόνες έχουν διατυπωθή σε διάστημα χιλίων περίπου ετών, μέσα στο οποίο είναι και τα έτη 284-610, όταν επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου εκκλησιαστική μεν ήταν η ελληνική, κρατική δε ήταν η λατινική, που αλλοίωσε πολύ τη δημώδη ελληνική, ανάμεσα στα άλλα και η σημασία του αφορίζεσθαι επιμερίστηκε και περιωρίστηκε· και σε οψιμώτερα εκκλησιαστικά κείμενα ανευρίσκεται μόνο με την έννοια που το συνηθίζουμε σήμερα, και που απαντάται βέβαια ήδη στα Ευαγγέλια (Λκ 2,22).

 

Συμβολή 12 (2006).

Δημιουργία αρχείου: 25-9-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 25-9-2008.

ΕΠΑΝΩ