Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Ορθοδοξία

Το γλυκό μυστήριο της Ενορίας // Ενορία και Ευχαριστία: Η Ορθόδοξη Εμπειρία στον Δυτικό Κόσμο // Η ενότητα της Εκκλησίας "εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω" κατά τους τρεις πρώτους αιώνες // Ιστορική προπαρασκευή και πρώτη εμφάνιση της ενορίας

Η Ενορία

Η σύγχρονη Ενορία: Επακριβώσεις και προοπτικές

Μια συνέντευξη με τον πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό

 

Πηγή: "Ενορία: Προς μια νέα ανακάλυψή της" Εκδόσεις "Ακρίτας". Β΄ Έκδοση Αθήνα 1993. Σελ. 113-124.

Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός είχε την καλοσύνη, ανταποκρινόμενος στην πρόσκλησή μας για συνεργασία σ' αυτόν τον τόμο να παραχωρήσει την παρακάτω συνομιλία. Στην συζήτηση επισημαίνεται πως κάθε προσπάθεια αναγέννησης της εκκλησιαστικής ζωής περνά απ' την Ενορία, τον πυρήνα της Εκκλησίας. Απαραίτητη προϋπόθεση κάθε ενοριακού έργου είναι η σχέση Ποιμένος και ποιμνίου· κάτι τέτοιο είναι αδύνατο στις μεγάλες ενορίες. Χρειάζεται ακόμη αναζωογόνιση της λατρευτικής σύναξης στη συνείδηση και τη ζωή μας. Τονίζεται επίσης η ανάγκη επανεύρεσης τού πνευματικού και χαρισματικού χαρακτήρα της Ιερωσύνης. Προς την κατεύθυνση αυτή αναφέρεται ότι θα πρέπει να καταργηθεί η επαγγελματική Ιερωσύνη και να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της υπαλληλοποίησης των Ιερέων. Η συζήτηση καταλήγει στην διαπίστωση ότι αυθεντική ενοριακή ζωή βρίσκεται στις κοινότητες των μοναστηριών. Το "καθολικόν" των μονών είναι πρότυπο του ενοριακού ναού και της σχέσης των πιστών με αυτόν.

Ακρίτας: Πάτερ Γεώργιε, τον Δεκέμβριο του 1988 βραβεύθηκε από την Αποστολική Διακονία ένα βιβλίο σας για την Ενορία και, απ' όσο γνωρίζουμε, κυκλοφορεί αυτόν τον καιρό. Έχοντας ασχοληθεί, λοιπόν, εν εκτάσει με το θέμα, πιστεύουμε πως θα μπορούσατε να φωτίσετε κάποιες πρακτικές όψεις του. Σάς παρακαλούμε να μάς πείτε κατ' αρχήν, πώς βλέπετε την Ενορία και τη ζωή της στην εποχή μας.

π. Γ. Μεταλληνός: Ο λόγος για την Ενορία στην εποχή μας κρίνεται αναγκαιότατος, διότι αγγίζει το επίκεντρο της Χριστιανικής ζωής. Η εν Χριστώ ζωή. Ως ζωή του εκκλησιαστικού σώματος, αναπτύσσεται και πραγματώνεται στα όρια της Ενορίας. Αλλά και η ακμή η παρακμή (κατ' άνθρωπον) της Εκκλησίας συνδέεται άμεσα με την κατάσταση τής Ενορίας, ως της μικρότερης και γι' αυτό κυριολεκτικά πυρηνικής εκκλησιαστικής μονάδας. Αυτό σημαίνει σχέση του Ποιμνίου με το ενοριακό κέντρο, το ιερό θυσιαστήριο και σύνολη τη ζωή της τοπικής Εκκλησίας. Η ποιμαντική μας πείρα, όσο μικρή και ατελής και αν είναι, μας έχει πείσει, ότι κάθε προσπάθεια για αναγέννηση της εκκλησιαστικής ζωής πρέπει να αρχίζει πάντοτε από την Ενορία και σ' αυτήν να καταλήγει. Ζωντανή Ενορία σημαίνει ζωντανό εκκλησιαστικό οργανισμό. Δηλαδή δυναμικότητα στην παρουσία της Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού, στο εδώ και τώρα, στη συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα.

 

Α: Πώς βλέπετε πιο συγκεκριμένα, μέσα από την εκκλησιολογική προοπτική την Ενορία και τη ζωή της;

π. Γ. Μ.: Ως ευχαριστιακή σύναξη των πιστών εμφανίζεται σε κάθε εποχή η (κάθε) Ενορία -σε συνάρτηση πάντα με την Επισκοπή, στην οποία οργανικά ανήκει- ως η Καθολική Εκκλησία, η Εκκλησία δηλαδή στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Ο πιστός ζει το μυστήριο της Εκκλησίας, μετέχοντας στη ζωή και πράξη της Ενορίας του, μέσα στην οποία αγιαζόμενος και αγωνιζόμενος, ενώνεται με τον Χριστό και τους εν Χριστώ αδελφούς του. Πραγματοποιώντας συνεχώς την εν Χριστώ ύπαρξή του, την εκκλησιαστικότητά του. Αυτό συντελείται με την ολοτελή (Α' Θεσσ. 5, 23) ένταξή του στο Σώμα του Χριστού, δηλαδή με την εκούσια αυτοπαράδοση σ' Εκείνον, έμπρακτα και με συνέπεια, ολόκληρης της υπάρξεώς του (πνευματικής και κοινωνικής ζωής), σύμφωνα με τον κατηγορηματικό εκείνο λόγο της λατρείας μας: "Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών, Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα".

 

Α: Ποιος μπορεί να είναι σύμφωνα με όσα λέτε ο σκοπός της ενοριακής ζωής σήμερα;

π. Γ. Μ.: Αυτός που ήταν ανέκαθεν. "Χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας". Αν αλλάξει, τυχόν, στο ελάχιστο ο σκοπός της ενοριακής ζωής, αλλοιώνεται και αλλοτριώνεται μέσα μας η ουσία της Εκκλησίας. Και αυτό είναι, νομίζω, το δράμα πολλών Ενοριών σήμερα, ιδιαίτερα στο χώρο της Διασποράς. Η μεταβολή τους από εν Χριστώ σύναξη σε κοινωνική, εθνική, πολιτιστική ή οποιαδήποτε άλλη σύναξη. Ο σκοπός, τον οποίο υπηρετεί και πραγματώνει με την ύπαρξη και παρουσία της η Ενορία, δεν μπορεί να κλείνεται στα στεγανά αποιωνδήποτε ενδοκοσμικών συμβατικοτήτων. Αρχίζει από τον κόσμο αυτόν, αλλά προεκτείνεται στην αιωνιότητα. Είναι η κατάρτιση των μελών της κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε μια συνεχή πορεία προς τη θέωση. Ως γνωστόν η θέωση, όπως διδάσκει με το παράδειγμα των Αγίων η παράδοση μας, είναι ο μοναδικός, ο απόλυτος στόχος της ζωής του πιστού στην Εκκλησία. Προϋποθέτει δε την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, με την βοήθεια έμπειρου Πνευματικού (εμπείρου σημαίνει: να έχει επιτύχει αυτός πρώτα την κάθαρση της καρδιάς του και να έχει αγιοπνευματικές εμπειρίες και όχι απλώς ηθικολόγου καθοδηγητού). Μέσα στην καθαρμένη από τα πάθη καρδιά μπορεί να εισέλθει η Χάρη του Αγίου Πνεύματος (φωτισμός) και να ενοικήσει σ' αυτήν, καθιστώντας τον πιστό "Πνευματικό", "Πνευματοφόρο". Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν επιτυγχάνεται η θέωση (και στον κόσμο αυτό, όταν ο Θεός το θελήσει), δηλαδή η είσοδος όλης της υπάρξεως στον δοξασμό, το άκτιστο φως της θείας παρουσίας.

Αυτό το έργο και με αυτό το στόχο (οφείλει πάντα να) επιτελεί η Ενορία. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να χάνεται ποτέ από την προοπτική τόσο των Ποιμένων, όσο και των Ποιμαινομένων. Ότι δε αυτός είναι ο σκοπός της ενοριακής ζωής, μολονότι η Ενορία μας κινείται και αναπτύσσεται μέσα στην πραγματικότητα του παρόντος κόσμου, φαίνεται από τα Λειτουργικά μας βιβλία, τα οποία και διακρατούν αδιάσπαστη τη συνέχεια της παραδόσεώς μας. Οι ύμνοι και οι προσευχές της Εκκλησίας μας είναι μια συνεχής υπόμνηση του σκοπού αυτού. Αρκεί να έχουμε ώτα να την ακούμε. Τι άλλο λ.χ. σημαίνει -για να περιορισθώ σε ένα, αλλά πολύ γνωστό παράδειγμα- ο περίφημος εκείνος αναβαθμός του Αγ. Θεοδώρου του Στουδίτου; "Αγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωούται και καθάρσει υψούται, λαμπρύνεται, τη Τριοδική Μονάδι ιεροκρυφίως"; Ερμηνεύοντας εν Αγίω Πνεύματι ο μέγας Πατέρας μας των νεωτέρων χρόνων, άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, σημειώνει: "Ιεροκρυφίως δε είπεν ο μελωδός, ότι καθαίρεται ο νους και υψούται και λαμπρύνεται· καθότι αι τοιαύται ενέργειαι του Αγίου Πνεύματος, μάλλον δε της Αγίας Τριάδος, η κάθαρσις λέγω, η ύψωσις και η λαμπρότης δεν είναι αισθητοί· υπερβαίνουσι γαρ την αντίληψιν των αισθήσεων· ούτε είναι γνωσταί εις τους άλλους· υπερβαίνουσι γαρ την γνώσιν του νοός· αλλ' είναι ιεραί εν ταυτώ και κρύφιαι. Ιεραί μεν, ως θείαι και πνευματικαί· πώς γαρ ου; κρύφιαι δε, ως μυστικώς και απορρήτως εν τη καρδία των κεκαθαρμένων υπό της χάριτος ενεργούμεναι" (Νέα Κλίμαξ, εν Βόλω 1956. Σ. 163).

 

Α: Πιστεύουμε όμως. π. Γεώργιε, ότι δεν θα έχετε και σεις αντίρρηση στην ένσταση, ότι πολλά πράγματα έχουν αλλάξει στους τελευταίους αιώνες στην εκκλησιαστική ζωή μας, ώστε να γίνονται όλο και περισσότερο δυσδιάκριτοι οι στόχοι της. Μπορούμε να μιλούμε για ενοριακή ζωή σήμερα στα πλαίσια που την εννοούσε, ακόμη και στα τέλη του 18ου αιώνα, ο άγιος Νικόδημος; Υπάρχει αυθεντική ενοριακή ζωή σήμερα;

π. Γ. Μ.: Συμφωνώ κατ' αρχήν με τη θέση σας. Ότι πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Και αυτό με κάνει να βρίσκομαι πολύ κοντά, αν δεν ταυτίζομαι κιόλας, με την αμφιβολία σας περί υπάρξεως αυθεντικής ενοριακής ζωής σήμερα. Βέβαια, αυτό ισχύει -κατά τα φαινόμενα τουλάχιστον- αν περιορίσουμε το στόχαστρό μας σ' αυτή τη γνωστή μέσα στον κόσμο Ενορία, στην οποία είμασθε και μεις εγγεγραμμένοι από τη γέννηση και τη βάπτιση μας. Συμφωνώ τότε ότι δεν χρειάζεται μεγάλος ενδοιασμός, για να προχωρήσει κανείς σε μια διαπίστωση, σαν αυτή που έχετε κάμει ήδη. Είναι γεγονός, ότι παρατηρείται μεγάλη αντινομία ανάμεσα στη λατρειακή πράξη, που συνεχίζει ακαινοτόμητα η Ορθόδοξη Ενορία, και στη συμμετοχή στην κηρυττομένη απ' αυτήν ζωή μέσω του υπολοίπου έργου της Ενορίας, ως και της ανταποκρίσεως σ' αυτό των πιστών, που θεωρητικά είναι μέλη της. Δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε, ότι στη ζωή της Εκκλησίας μας δεν υπάρχει μόνο η κοσμική (εν κοσμώ) Ενορία αλλά και η μοναστική Ενορία, η αδελφότητα του Μοναστηριού. Η μοναστική Ενορία συνεχίζει καθολικά και αυθεντικά την ζωή της Ορθοδόξου Ενορίας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ανεξάρτητα από την τελειότητα ή μη των μελών της. Διότι, απλούστατα, ζει και κινείται στα υπαρκτικά πλαίσια της Εκκλησίας ως Κυριακού σώματος· στα όρια δηλαδή της ασκήσεως και του πνευματικού αγώνος. Μη λησμονούμε, άλλωστε, ότι αυτός ακριβώς είναι και ο κύριος ιστορικός λόγος της εμφανίσεως της αναχωρήσεως στα τέλη του γ' αιώνα και της οργανώσεως του κοινοβιακού μοναστηριού από τον Μ. Βασίλειο (4ος αι.). Η συνέχιση δηλαδή απαραχάρακτης και ακαινοτόμητης, τής ενοριακής ζωής. Όπως καθορίσθηκε από τον Κύριο και τους Αποστόλους του (βλέπε Πράξ, κεφ. 2, 4 και 6), ώστε να λειτουργεί αδιάκοπα ως ίατρείον πνευματικόν και κοινωνία αγάπης και (Κι)τηρίας (Θεώσεως). Γι' αυτό θα επαναλάβουμε και εδώ για μια ακόμη φορά, ότι η μοναστική Ενορία μένει για μας τους Ορθοδόξους το πρότυπο για την αναγέννηση και των κοσμικών Ενοριών μας.

 

Α: Για να θίγετε όμως το θέμα της αναγεννήσεως της Ενορίας, συνάγεται ότι κατ' αρχήν θεωρείτε αναγκαία αυτή την "αναγέννηση''…

π. Γ. Μ.: Βεβαιότατα. Άλλωστε, παραδεχθήκαμε και οι δύο μας αυτή την ανάγκη για την κοσμική μας Ενορία, η οποία έχει χάσει πολλά από την ουσία της και τα οποία πρέπει να επαναλειτουργήσουν. Γιατί πρώτιστο στοιχείο της ενοριακής ζωής είναι η δυνατότητα βιώσεως της εσχατολογικής αυτοσυνειδησίας της Ορθοδοξίας στη σημερινή πραγματικότητα. Και αυτό σημαίνει, να μπορούμε να λειτουργήσουμε όλοι μαζί ως Ενορία, μέσα στα σημερινά πολιτικά, πολιτισμικά και κοινωνικά δεδομένα. Αυτή, άλλωστε, είναι η στάση της Ορθοδοξίας σε κάθε εποχή. Διακρατεί τη συνέχειά της, όχι μέσω κάποιας συντηρητικής διασυνδέσεως με το παρελθόν, με την τυπική φύλαξη κάποιων στοιχείων του παρελθόντος, αλλά παροντοποιώντας την παράδοσή της στο κάθε παρόν. Αυτό όμως προϋποθέτει μόνιμο και συνεχές βάπτισμα όλων, Κληρικών και λαϊκών, στην ιερά κολυμβήθρα της Αποστολικής και πατερικής παραδόσεώς μας. Όσο περισσότερο είμασθε άνθρωποι της παραδόσεως, όσο λειτουργικότερα ζούμε την παράδοσή μας, τόσο πιο ζωντανή είναι η ενοριακή ζωή μας.

Στο σημείο όμως αυτό μπορούμε να κάνουμε μια σημαντική διαπίστωση:  Ενοριακή ζωή είναι δυνατή όταν μπορεί να ισχύει ο λόγος εκείνος του Κυρίου μας: "γινώσκω τα εμά και γιγνώσκομαι υπό των εμών" (Ιωάν. 10. 14). Δηλαδή, όταν είναι δυνατή η ζώσα εν Χριστώ σχέση Ποιμένος και Ποιμνίου. Κάτι που εμποδίζεται τεράστια σήμερα με τις Ενορίες των μεγαλουπόλεων ή χαοτικών αστικών κέντρων, όπως η Αθήνα.

 

Α: Αν κατάλαβα καλά. Αναφέρεσθε στις μεγάλες Ενορίες των αστικών κέντρων και τα προβλήματά τους.

π. Γ. Μ.: Μάλιστα. Έχω υπ' όψιν μου τις Ενορίες-μαμμούθ, όπως προσφυέστατα έχουν χαρακτηρισθεί, που δεν επιτρέπουν τη λειτουργία μιας Ενορίας κατά τα παραδοσιακά πρότυπα. Η Ενορία στη ρωμαίικη παράδοσή μας ταυτιζόταν οριακά με το χωριό (και την κοινότητα). Ενώ δε το ελληνικό χωριό διατηρεί ακόμη και σήμερα τη συνοχή και ενότητά του, το αστικό περιβάλλον δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα στην άσκηση του ποιμαντικού μας έργου (βλέπε Ευθυμίου Στύλιου, Επισκόπου Αχελώου: "Το σύγχρονον αστικόν περιβάλλον ως ποιμαντικόν πρόβλημα, Αθήναι 1980). Γι' αυτό όχι μόνο στο δικό μας περιβάλλον, αλλά και ανάμεσα στους ετεροδόξους, έχει αρχίσει από αρκετά χρόνια να γίνεται συνειδητή η ανάγκη αναβιώσεως της Ενορίας (Gemeinde) με την επανεύρεση της λειτουργικότητάς της και της δυναμικής της στα λαϊκά στρώματα. Κύριο αίτημά μας πρέπει να είναι η αναζωογόνηση της ευχαριστιακής συνάξεως στη συνείδηση και τη ζωή μας. Το μικρό και ευκίνητο οργανωτικά ενοριακό σχήμα είναι πρώτιστη ανάγκη στην εποχή μας, για την δυνατότητα ισχυροτέρας ενότητος των μελών της και εξασφάλιση της πνευματικής αποστολής της στην πράξη. Μήπως, άλλωστε, και στη διατροφή των πεντακισχιλίων δεν χώρισε ο Κύριος το λαό σε μικρές ομάδες; "Και επέταξεν αυτοίς ανακλιθήναι πάντας συμπόσια - συμπόσια επί τω χλωρώ χόρτω. Και ανέπεσαν πρασιαί - πρασιαί κατά εκατόν και κατά πεντήκοντα" (Μάρκος 6. 40). Τι άλλο σημαίνει αυτό παρά οργανωμένο τρόπο ενεργείας και δημιουργίας προϋποθέσεων αποτελεσματικότητας; Αυτή η υποδειγματική πράξη του Χριστού μας, βρήκε στη ζωή της ρωμαίικης ενορίας, απ' όσο ξέρω, εφαρμογή. Έτσι, όχι μόνο το (μικρό) χωριό ταυτιζόταν με την Ενορία, αλλά και τα μεγαλύτερα χωριά (κώμες) φρόντιζε ο Επίσκοπος να έχουν τόσους κληρικούς, ώστε να αντιστοιχεί ο καθένας σε όχι παραπάνω από 200-300 ψυχές. Έχω επισημάνει αρκετά παρόμοια παραδείγματα, αλλά δεν είναι δυνατόν να παρατεθούν εδώ ονομαστικά. Η Ενορία, ή τουλάχιστον το τμήμα, που αναλογεί σε κάθε Ποιμένα, δεν μπορεί να πάσχει από γιγαντισμό, διότι τότε καθίσταται δυσκολοποίμαντο. Η Ενορία είναι μια διευρυμένη οικογένεια. Έχει όρια, γι' αυτό ονομάζεται και εν-ορία.

Ο ανασχηματισμός των Ενοριών των αστικών κυρίως κέντρων, πάνω σε μια περιορισμένη αριθμητική βάση από πλευράς μελών, είναι το βασικότερο εκκλησιαστικό αίτημα των καιρών μας. Διαφορετικά, θα συνεχίσουν να λειτουργούν απρόσωπα οι Ενορίες μας, όπως οι διάφορες κρατικές υπηρεσίες, με τη μορφή συμβατικών διοικητικών θεσμών χωρίς εσωτερική ενότητα. Βέβαια, δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός, ότι από πλευράς ποιμαινόμενων πιστών μόνο ένα μέρος τών θεωρητικά ανηκόντων σε μιαν αστική Ενορία έχει ουσιαστική σχέση με το ενοριακό κέντρο. Είναι ένας στενότερος κύκλος, εσωτερικός, στον οποίο προστίθενται δύο ακόμη επάλληλοι κύκλοι, που συγκροτούνται κατά σειρά:

α) από εκείνα τα μέλη που διατηρούν μικρή και αποσπασματική σχέση με το κέντρο, την ενοριακή ζωή και

β) από εκείνους, που συνιστούν ένα είδος υπνωττόντων μελών, που ανήκουν περισσότερο στον κόσμο και ελάχιστα ή και καθόλου στην Εκκλησία. Με βάση αυτή την διαπίστωση θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς, ότι ο αριθμός των υπό διαποίμανση μελών περιορίζεται κατά πολύ. Και όμως! Η αδυσώπητη πράξη αποδεικνύει, ότι στα αστικά κέντρα και αυτός ο αριθμός είναι τόσο μεγάλος, ώστε να μη μπορούν να ανταποκριθούν με πληρότητα οι Εφημέριοι-Ποιμένες στο πνευματικό έργο (εξομολόγηση, διαρκή ποιμαντική σχέση με ένα έκαστο πιστό κ. τ. ό. ).

 

Α: Σύμφωνοι, αλλά ένας τέτοιος προσανατολισμός αναδιοργανώσεως της Ενορίας δεν νομίζετε, ότι θα επιβάλει πολλές ανακατατάξεις, αλλά και κάποιες θυσίες; Είναι δυνατόν να γίνουν αυτά, να ξεφύγουμε δηλαδή από τον "κατεστημένο" τρόπο ζωής μας;

π. Γ. Μ.: Έχετε απόλυτα δίκιο. Χωρίς θυσίες και μάλιστα οδυνηρές, δεν μπορεί να ξαναβρούμε το αρχαίον κάλλος μας. Εννοώ τη δομή της Ενορίας μέχρι την ίδρυση τού Νεοελληνικού Κράτους (1830/1833). Και πρώτο αποφασιστικό βήμα θα είναι ο απεγκλωβισμός μας από την υπαλληλοποίηση. Το πώς και γιατί επεβλήθη είναι ένα θέμα, που θα χρειαζόταν μακρά ιστορική ανάλυση. Πρέπει όμως να λεχθεί, ότι τελικά ωφέλησε περισσότερο το Κράτος απ' όσο την Εκκλησία. Δεν είναι μικρό πράγμα οι Κληρικοί (και μάλιστα οι Επισκοποι-Μητροπολίταί) να είναι κρατικοί υπάλληλοι… Αν μάλιστα λάβουμε υπ' όψιν ότι ήδη προ της καταρρεύσεως και του υπαρκτού σοσιαλισμού, κομμουνιστικές χώρες, όπως η Τσεχοσλοβακία, είχαν υπαλληλοποιήσει τους Ιερείς όλων των θρησκευμάτων, αντιλαμβανόμεθα τι σημαίνει αυτό. Ποιμαντικό έργο σημαίνει σχέση πνευματικής πατρότητος, όπως στην μοναστική ενορία, το μοναστήρι. Και, όπως σε κάθε πνευματική προσπάθεια, δολοφόνος του πνεύματος είναι το επάγγελμα.

Έχει τονισθεί ήδη, ότι αριθμητικά περιορισμένες ευχαριστιακές κοινότητες σημαίνει αναπόφευκτα πολλαπλασιασμό των ενοριών, και ενδεχόμενα την προοδευτική κατάργηση της επαγγελματικής ιεροσύνης [… | Οπωσδήποτε η επαγγελματική Ιερωσύνη έχει ορισμένα πλεονεκτήματα για τον εκκλησιαστικό βίο. Αλλά και η υπέρβασή της, ιδιαίτερα σήμερα στα πλαίσια του "εκκοσμικευμένου" κοινωνικού περιβάλλοντος, θα μπορούσε να συμβάλει ουσιαστικά για την απαγγίστρωσή μας από την αντίληψη της Εκκλησίας ως συμβατικού θεσμού επαγγελματικά ιεραρχημένου για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών του λαού. Όταν ο Πρεσβύτερος της ευχαριστιακής σύναξης πάψει να αντλεί τον βιοπορισμό του από την ιερατική του διακονία, τότε είναι αποκλειστικά και μόνο εκφραστής της αλήθειας και εμπειρίας της λειτουργικής του κοινότητας και όχι ο επαγγελματικός εκπρόσωπος ενός θεσμοποιημένου οργανισμού, που τον συντηρεί οικονομικά. (Χρ. Γιανναρά. "Η ελευθερία τον ήθους". Β΄ έκδοση. Αθήνα 1979, σ. 296 ε.). Έξω από τον επαγγελματισμό η Ιερωσύνη ξαναβρίσκει τον χαρισματικό-πνευματικό της χαρακτήρα και η Ενορία-Κοινότητα θα ξαναποκτήσει τον Ιεραποστολικό, προς τα μέσα και προς τα έξω, δυναμισμό της.

Δεν αρνούμεθα, ότι ο στόχος θα απαιτήσει πολλές θυσίες. Και δεν είμασθε έτοιμοι για θυσίες. Το τραγικό όμως είναι, ότι δεν έχουμε αρχίσει καν να μελετάμε αυτά τα προβλήματα, ενώ ο κοινωνικοπολιτικός μας περίγυρος μάς στέλνει συνεχώς μηνύματα για την καταιγίδα που έρχεται. Γρήγορα θα βρεθούμε μέσα σε νέες συνθήκες και θα αλλάξουν πολλά καθιερωμένα και αυτονόητα. Ο Θεός να δώσει να μη βρεθούμε ανέτοιμοι και μάλιστα ανυποψίαστοι, μπροστά στις επερχόμενες εξελίξεις. Γιατί εμείς συνηθίσαμε να βλέπουμε τον Απόστολο Παύλο υπάλληλο του Καίσαρα… Πάντως η καθ' οιονδήποτε τρόπο υπέρβαση της επαγγελματικής Ιερωσύνης συνοδεύεται και από μια ζωντανή θεολογική συνείδηση του λειτουργήματος.

 

Α: Μιλώντας για επιστροφή στη μικρή Ενορία, ήλθε στο νου μου ο Ναός. Στον οποίο σεις διακονείτε. Είναι ένας μικρός Ναός. Είναι συγχρόνως και μια μικρή Ενορία;

π. Γ. Μ.: Όχι. Ενορία με τη συνήθη έννοια του όρου δεν είναι. Είναι ο Πανεπιστημιακός Ναός του Αγίου Αντίπα, προστάτου των Οδοντιάτρων, ο Ναός της Οδοντιατρικής Σχολής Αθηνών. Δεν είναι ενοριακός Ναός, αφού δεν έχει Ενορία, με τη γεωγραφική της έννοια. Όταν επέστρεψα από τη Γερμανία (1975), τοποθετήθηκα εκεί, για να είμαι μέσα στην Πανεπιστημιακή οικογένεια, όπου επαγγελματικά ανήκω. Είχα όμως ήδη την εμπειρία τεσσάρων ετών διακονίας στη διασπορά της Δ. Γερμανίας, που λόγω των εκεί ειδικών συνθηκών ισοδυναμούσαν με δεκαπλάσια ενοριακή πείρα στην Ελλάδα. Αυτή η πείρα με τη Χάρη του Θεού με βοήθησε να ανταποκριθώ στη νέα (ενδοελλαδική) πραγματικότητα. Έτσι, μολονότι μη ενοριακός Ναός, εξελίχθηκε σιγά-σιγά σε μικρή Ενορία, όχι γεωγραφική αλλά πνευματική. Διότι έχει την βασική εκείνη προϋπόθεση, για την οποία μιλήσαμε παραπάνω: Γινώσκω τα εμά και γινώσκομαι υπό των εμών. Σήμερα είναι μια άτυπη (αλλά υπαρκτή) Ενορία τριακοσίων περίπου ψυχών. Στον αριθμό αυτό δεν περιλαμβάνω τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, που περιστασιακά περνούν όλη τη χρονιά από τους εσπερινούς, τις ολονυκτίες και τις ελεύθερες συζητήσεις της Πέμπτης. Ποιμένας και Ποιμαινόμενοι συνδέονται τόσο στενά, όπως τα μέλη μιας οικογενείας, με όλες τις ευνόητες συνέπειες. Υπάρχει, λοιπόν, ένα σταθερό Ποίμνιο, που έχει συνδεθεί με το Ναό και με τον Ποιμένα του. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν μιλώ για αποτελέσματα. Αυτά τα γνωρίζει ο Θεός. Αναφέρομαι απλώς στη ζωή της μικρής μας, άτυπης Ενορίας. Το λειτουργικό και πνευματικό μέρος της ζωής της συνδυάζεται με το αδελφικό-κοινωνικό. Σε κάθε περίσταση δε, που ανακύπτει σε διάφορα μέλη του ενοριακού μας σώματος, βλέπω τον τρόπο, με τον οποίο σπεύδουν να ανταποκριθούν τα υπόλοιπα. Και τότε. Ως θεολόγος κατανοώ τι σημαίνει η μικρή Ενορία και πόσο ευκολότερα ποιμαίνεται.

Για να καταλήξουμε όμως κάπου, όταν η Ενορία μας αποκτήσει επίγνωση του αληθινού λόγου υπάρξεως της, τότε σημαίνει πως έχει ξαναβρεί τον αληθινό εαυτό της. Τότε όμως δεν θα είναι τόπος περιπτωσιακής συνάντησης, αλλά το απόλυτο κέντρο της ζωής του πιστού. Τότε ο Ναός δεν θα περιορίζεται σε χώρο τελετών ή έστω -στην καλύτερη περίπτωση- σε κέντρο λατρείας, αλλά θα λειτουργεί, όπως ακριβώς το "καθολικόν" μέσα στο Μοναστήρι. Αυτός πρέπει να είναι ο μόνιμος στόχος των προσευχών και τών αγώνων μας, για την αναβίωση και επαναλειτουργία της Ενορίας μας. Στο μοναστικό κοινόβιο υπάρχει μόνιμη διασύνδεση ανάμεσα στην Αγία Τράπεζα, την Τράπεζα και τα Κελιά των μοναχών. Η λειτουργία του Ναού (πνευματικότητα) συνεχίζεται εκεί στη λειτουργία της κοινής Τραπέζης (αδελφικότητα) και του Κελλιού (ατομικός αγώνας). Το ίδιο και στην Ορθόδοξη Ενορία η λειτουργία του λατρευτικοί· κέντρου (Ναού) προεκτείνεται στα σπίτια των ενοριτών, που γίνονται έτσι κατ' οίκον Εκκλησίες. Μόνο έτσι μπορεί ν' αποκτήσει η ενοριακή ζωή την ενότητα και πληρότητά της. Και αυτό θα το χρειασθούμε μετά από μερικά χρόνια στα όρια της Ενωμένης Ευρώπης. Η Ενορία θα σώσει την ταυτότητά της, όπως η Ενορία-Κοινότητα (παρ' όλες τις ατέλειές της) σώζει επί δεκαετίες και τον Ελληνισμό της διασποράς. Διότι από την 1η Ιανουαρίου 1993 θα βρεθεί αυτόματα και ο ελλαδικός Ελληνισμός μέσα στη διασπορά της Ενωμένης Ευρώπης. Αν θέλει συνεπώς να επιβιώσει, ως Ορθόδοξος Ελληνισμός, δεν θα έχει παρά να καταφύγει στα Μοναστήρια και τις Ενορίες του. Αυτοί θα είναι οι μόνοι χώροι, που θα σώζουν την ελληνορθόδοξη παράδοσή του.

Δημιουργία αρχείου: 25-6-2014.

Τελευταία ενημέρωση: 25-6-2014.