Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Ορθόδοξες Πρακτικές

Η πονηρία του όρκου // Πρέπει να ορκιζόμαστε, ή όχι;

Τελευταίο κατάλοιπο της θεοδικίας

Του Ι. Μ. Κονιδάρη καθηγητή της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

 

Αναδημοσίευση από: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=295936&ct=114&dt=25/10/2009

 

Το θέμα του θρησκευτικού όρκου θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα από τα ζητήματα που έχουν στοιχειώσει από τη Μεταπολίτευση ως σήμερα. Και τούτο παρά το γεγονός ότι σχεδόν ομόφωνα η θεωρία και η συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας έχει εκφρασθεί για την ανάγκη να υπάρξει επιτέλους μια τομή στο ζήτημα αυτό με την ολοσχερή κατάργηση του θρησκευτικού όρκου.

Τρεις δεκαετίες έχουν ήδη παρέλθει από την παραπομπή του καθηγητή Κων. Δεσποτόπουλου στα δικαστήρια γιατί αρνήθηκε να ορκισθεί όταν κλήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας στον ανακριτή. Την αθώωσή του στον πρώτο βαθμό (1979) ακολούθησε καταδίκη του στον δεύτερο, ενώ ο Αρειος Πάγος ουδέποτε απεφάνθη, αφού στο μεταξύ η πράξη παραγράφηκε...

Για να κατανοήσει κανείς τη φιλοσοφία που οδήγησε στην καθιέρωση του θρησκευτικού όρκου, αρχικώς ως απολύτως υποχρεωτικού για τους ορθόδοξους χριστιανούς της ελληνικής επικράτειας, αρκεί να εντρυφήσει στις εύγλωττες διατυπώσεις της Εισηγητικής Εκθέσεως του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που τέθηκε σε ισχύ το 1950: «... ουχ ήττον η θρησκευτική επίκλησις ευρίσκει εις την ψυχήν πολλών μαρτύρων κατά το μάλλον ή ήττον ζωηράν απήχησιν και ωθεί αυτούς εις το να είπωσιν την αλήθειαν, ιδία παρ΄ ημίν όπου το θρησκευτικόν αίσθημα είναι εισέτι οπωσδήποτε ερριζωμένον μεταξύ των λαϊκών τουλάχιστον τάξεων»!

Φευ, όμως, η διδασκαλία της Εκκλησίας άλλα επιτάσσει...

Ηδη στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο βρίσκουμε σαφή την εντολή του ιδρυτού της: «εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως» (Ματθ. 5.34-37). Η απαγόρευση απαντά και στους κανόνες του Μ. Βασιλείου, που επικυρώθηκαν από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, ο οποίος ρητώς ορίζει ότι «ο όρκος απηγόρευται» (καν. 29). Το θέμα αντιμετωπίζει και εγκύκλιος επιστολή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ανθίμου Δ΄ (1849), η οποία προσυπογράφεται και από τους λοιπούς Ορθόδοξους Πατριάρχες και τα μέλη της Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που θεωρεί «αθέμιτον όλως... το ορκίζεσθαι τους ευσεβείς χριστιανούς, είτε κατ΄ ιδίαν είτε εν τοις δικαστηρίοις».
 

Η Πολιτεία τον επέβαλε

Σε απόλυτη συνέπεια προς τις επιταγές της Εκκλησίας θεσμοθετείται από τη νομοθεσία μας ότι οι κληρικοί όλων των βαθμών και οι ιερομόναχοι δεν ορκίζονται αλλά διαβεβαιώνουν στην ιερωσύνη ή την αρχιερωσύνη τους. Τούτο επιτάσσει και ο ισχύων Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος προκειμένου για τη «διαβεβαίωση» που δίδουν ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και οι Μητροπολίτες μετά την έκδοση του διατάγματος περί αναγνωρίσεως και καταστάσεως αυτών και πριν από την ενθρόνισή τους. Συνεπώς δεν είναι η Εκκλησία που απαιτεί την επιβολή του όρκου, αφού η διδασκαλία της τον απαγορεύει. Είναι η Πολιτεία που τον επέβαλε για να υπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς. Αλλά και η κοινωνική πραγματικότητα έχει, και στη χώρα μας, ριζικώς διαφοροποιηθεί. Εχουν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που προτάσεις νόμων των τότε βουλευτών Στ. Παπαθεμελή και Ι. Κουτσοχέρα για κατάργηση της ορκοδοσίας δεν έτυχαν της αποδοχής της Βουλής.

Η νομοθεσία μας έχει κάνει ήδη σημαντικά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Οι διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχουν τροποποιηθεί, σύμφωνα με τις οποίες ο μάρτυρας πριν ορκισθεί ερωτάται εάν επιθυμεί να δώσει θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο, μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν τον οδηγό προς την ορθή κατεύθυνση.

Αλλά και στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, παρ' ότι οι αντίστοιχες διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας δεν έχουν αποκτήσει ακόμη την ίδια ευλυγισία, η δικαστηριακή πρακτική παρέχει συνήθως στους μάρτυρες τη δυνατότητα να δώσουν, αντί όρκου, απλή διαβεβαίωση στην τιμή και την υπόληψή τους.


Η συνταγματική αναθεώρηση

Παραμένει ένα ζήτημα που αφορά στην ορκοδοσία των βουλευτών και του Προέδρου της Δημοκρατίας, διατάξεις δηλ. που απαιτούν για την τροποποίηση ή κατάργησή τους συνταγματική αναθεώρηση.

Εχει παρέλθει δεκαετία και πλέον από τότε που από την ίδια αυτή φιλόξενη στήλη είχα κάνει λόγο για το ζήτημα αυτό ( «Το Βήμα της Κυριακής», 15.6.1997, σελ. Α18) και είχα προτείνει να συμπεριληφθεί στην υπό εξέλιξη τότε συνταγματική αναθεώρηση...

Ατυχώς, οι διατάξεις αυτές παρέμειναν ως είχαν, άρα ατελείς, και είναι προφανές ότι θα ισχύουν όσο δεν θα υπάρξει η αναγκαία πολιτική βούληση να τροποποιηθούν και να εναρμονισθούν με την περί θρησκευτικής ελευθερίας θεμελιώδη συνταγματική επιταγή.

Τελευταίο, αλλά όχι ασήμαντο... Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να διαπραχθεί το σφάλμα η κατάργηση του θρησκευτικού όρκου να συνδεθεί με την επαναχάραξη των ορίων στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας. Ας μη γίνει και πάλι το ίδιο λάθος και δοθούν λάθος μηνύματα προς την πλευρά της Εκκλησίας.

Το Σύνταγμα, άλλωστε, τη διάταξη περί όρκου θέτει στο άρθρο 13, που καθιδρύει το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και το οποίο δεν έχει καμία οργανική σχέση με το άρθρο 3 του Συντάγματος. Και ο νοών νοείτω...

Δημιουργία αρχείου: 6-11-2009.

Τελευταία ενημέρωση: 6-11-2009.

ΕΠΑΝΩ