Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Ορθοδοξία

 

Μπορούν να υπάρξουν φαινόμενα σκληρού γκουρουϊσμού σε ορθόδοξο χώρο;

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΗ


Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων, κατόχου μεταπτυχιακών διπλωμάτων στο Δημόσιο Δίκαιο και στην Φιλοσοφία του Δικαίου

 

Όταν ο γράφων βρισκόταν σε συνέδριο στην Γερμανία που οργάνωσε η Ευαγγελική Εκκλησία σε συνεργασία με το Ιδρυμα Αντενάουερ το φθινόπωρο του 1996 με θέμα τις νεοφανείς αιρέσεις και την περί αυτών ενημέρωση ειδικών από όλες τις χώρες της Ευρώπης, τέθηκε από έναν λουθηρανό ποιμένα, ειδικό εντεταλμένο για τις αιρέσεις, προς τους ορθοδόξους συνέδρους το ερώτημα: υπάρχουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία φαινόμενα δημιουργίας σχέσεων εξαρτήσεως σαν και αυτά που παρατηρούνται στις νεοφανείς αιρέσεις;

Πολλά χέρια σηκώθηκαν για να απαντήσουν με “ζήλο”, αλλά απήντησε απ' ευθείας ο προεδρεύων, επίσης ευαγγελικός (Λουθηρανός) ποιμένας Τόμας Γκάντοου Είπε εύστοχα, ότι τέτοια φαινόμενα σχεδόν δεν απαντούν στον Ορθόδοξο χώρο, και ότι ακόμη και αν τυχόν υπάρξουν σχέσεις εξαρτήσεως, αξιολογούνται αρνητικά και αποτελούν πρόβλημα στην Ορθοδοξία, ενώ στις νεοφανείς αιρέσεις αποτελούν μόνιμη κατάσταση και γενικώς επιδιωκτέο στόχο τους.

Από την μελέτη του ευάλωτου του ανθρωπίνου προσώπου σε επιρροές από αδίστακτους ανθρώπους, σαν και αυτούς που φτιάχνουν τις λεγόμενες σέκτες ή καταστροφικές λατρείες, και από τις πληροφορίες σχετικά με την νοοτροπία που καλλιεργείται σε ορισμένους χριστιανούς για τυφλή “υπακοή” στον “γέροντα”,, παρ όλο που πρόκειται για χριστιανούς που ζουν μέσα στον κόσμο και όχι για μοναχούς, φοβούμαι ότι το προπαρατεθέν ερώτημα δεν είναι ούτε άστοχο, ούτε απλώς θεωρητικό και ότι η ανωτέρω απάντηση, καλόπιστα βεβαίως δοσμένη, απλώς κάλυψε λογικά το θέμα χωρίς να αγγίξη το σοβαρό ποιμαντικό πρόβλημα που υπολανθάνει.

Φαντασθείτε, έναν ορθόδοξο ιερέα που γνωρίζει τις μεθόδους των σεκτών και έχει εκκοσμικευμένο φρόνημα. Ασχολούμενος με τις σέκτες, αναπτύσσει μία κατανόηση των θεμάτων στα οποία οι διάφοροι τύποι ανθρώπων είναι ευάλωτοι και ευαίσθητοι σε μεθόδους χειρισμού του νου τους και της συμπεριφοράς τους. Ένας τέτοιος ιερέας, αρχίζει ασυναίσθητα στην αρχή και με μαεστρία κατόπιν να χρησιμοποίει την φρικτή τεχνογνωσία του χειρισμού ανθρώπων που χρησιμοποιούν οι νεοφανείς αιρέσεις. Τούτο δύναται να συμβεί, όταν ένας ιερεύς αντιλαμβάνεται το ποιμαντικό του καθήκον ανεξάρτητα από το πνευματικό συμφέρον του ποιμνίου του, δηλαδή ως προσωπικό εκκοσμικευμένο έργο του, που έχει ενδεχομένως ακόμη και τις ευλογίες της επίσημης εκκλησίας - είτε πρόκειται για την κατασκευή ενός πνευματικού κέντρου της Εκκλησίας, είτε για την επιτέλεση κάποιου έργου που του έχει ανατεθεί από τον οικείο μητροπολίτη.

Κριτήριο του ιερέως αυτού, γίνεται η επιτυχής έκβαση του έργου του στα πλαίσια των “εκκλησιαστικών” ή καλλίτερα υπηρεσιακών δημοσιο-υπαλληλικών του καθηκόντων. Όποιος δεν συμμορφώνεται με τις εκκοσμικευμένες και... ”διπλωματικές”-ελισσόμενες απόψεις του περί της εκτάσεως, της μορφής και του νοήματος του ανατεθέντος εις αυτόν “από την Εκκλησία” έργου, διαβάλλεται ως αποστάτης, όπως και στις νεοφανείς αιρέσεις. Όποιος δείχνει ζήλο περισσότερο από όσον ο ίδιος, εκκοσμικευμένος και δημοσιο-υπαλληλοποιημένος, διαθέτει, θεωρείται “μπελάς” και πρόβλημα, ένας κίνδυνος για το “έργο του”. Πρόθυμα ο εν λόγω εμπαθής (λόγω του εκκοσμικευμένου φρονήματός του) ιερεύς, αποδέχεται τις σχετικές διαβολές οποιουδήποτε, κατά του “επικίνδυνου ζηλωτή”. Θεωρεί άρα ότι οφείλει και μπορεί έναν τέτοιον “αποστάτη”, να τον εξουδετερώση, να σπάση το “απόστημα” που θέτει εις κίνδυνο το “έργο του”, την “υπηρεσία του εις την Εκκλησία”.

Τούτο μπορεί δυστυχώς εύκολα να επιτευχθή, π.χ., με τον τονισμό, επιλεκτικώς, εις ορισμένους από αυτούς που συμμετέχουν καλόπιστα εις το ίδιο έργο της Εκκλησίας, ορισμένων πλευρών του χαρακτήρος του “πραξικοπηματία” ή των περισσοτέρων “επικίνδυνων ζηλωτών”: ο δείνα είναι υπερβολικά ευαίσθητος, η δείνα είναι δυσαρεστημένη και δεν βοηθάει, ο δείνα κακώς αναμίχθηκε σ' αυτό το έργο της Εκκλησίας γιατί το κάνει για να πετύχει τους δικούς του στόχους, τον τάδε δεν μπορούμε να τον εμπιστευόμαστε σε όλα, εκείνος είναι καλός αλλά φανατικός, ο άλλος, δεν τον βλέπεις; είναι να τον εμπιστεύεται κανείς; εκείνος είναι επικίνδυνος (!!! -η απολύτως αναπόδεικτη διαβολή κατά της οποίας δεν χωρεί ανταπόδειξις)..

Παράλληλα, ο εν λόγω ιερέας, αναπτύσσει μία σχέση εμπιστοσύνης αλλά και εξαρτήσεως με έναν στενό κύκλο εμπίστων, οι οποίοι όπως και στις νεοφανείς αιρέσεις αισθάνονται καταξίωση από την αναγνώριση που τους αποδίδει ο αρχηγός (ιεράς) όταν αυτοί υπακούουν τυφλά στις εντολές του. Γι' αυτό δεν διστάζουν να θέτουν στο περιθώριο όσους αυτός τους υποδεικνύει και να ευνοούν την συνεργασία με μέρος του ποιμνίου μόνον.

Αυτά, μπορούν δυστυχώς να συμβούν και στα πλαίσια της Ορθοδοξίας, όχι φυσικά ως κανονική κατάστασις, αλλά ως ανώμαλη και επικριτέα κατάστασις.

Φυσικά λοιπόν, εις μια τέτοια ανώμαλη κατάσταση, ορισμένοι από τους συμμετέχοντες εις το έργο το οποίο έχει ανατεθή εις τον ιερέα “από την Εκκλησία” ή το οποίον ο ίδιος έχει φροντίσει να αναλάβη προκειμένου να λάμψη η δόξα του ενώπιον των ισχυρών ανθρώπων του κόσμου τούτου (οικουμενιστών περιλαμβανομένων), αποστασιοποιούνται, αφού αισθάνονται να καλλιεργείται μία αρρωστημένη και καθόλου εκκλησιαστική ατμόσφαιρα εις βάρος τους, από τους “εμπίστους” του στενού κύκλου της ιδιότυπης “σέκτας”.

Άλλοι πάλι από τους ορθοδόξους χριστιανούς, επίσης φυσιολογικά σε μια τέτοια ανώμαλη κατάσταση, προσπαθούν να βρουν τι συμβαίνει, δηλαδή, γιατί το ανατεθέν έργο της Εκκλησίας να διεξάγεται με επίκληση μιας εξωχριστιανικής και ολοκληρωτικής αντιλήψεως περί “υπακοής”, πράγματι δε υποταγής, γιατί να έχη δημιουργηθεί ένας στενός κύκλος “εμπίστων” με αποκλεισμό των λοιπών ορθοδόξων χριστιανών που  παλαιότερα συμμετείχαν στο ίδιο έργο της Εκκλησίας, και γιατί όλα αυτά να έχουν οδηγήσει σε πλήρη εκκοσμίκευση του έργου τούτου και σε συνεργασία με κύκλους του κόσμου τούτου, καθόλου δικαιολογημένη από την ακρίβεια ζωής της Ορθοδοξίας.

Φαντασθείτε, τώρα, ότι στην φάση αυτή, ο εν λόγω ιερέας, αντί να δώση κάποιες καλόπιστες εξηγήσεις σε όσους αναρωτιούνται γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, αντιλαμβάνεται τις συζητήσεις του ποιμνίου “του” ως αποστασία από την εξουσία του, όπως αν ήταν αρχηγός αιρέσεως! Και ότι, αντί άλλης αντιδράσεως, απλώς φροντίζει να μάθη ποιος ορθόδοξος χριστιανός αμφισβητεί αυτόν και την. . . . καλή του πίστη!

Μπορεί άραγε κανείς να υποθέσει ότι ο ιερέας, ένας ορθόδοξος ιερέας, μπορεί να φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να προσεταιρισθή μέλη του ποιμνίου που χρήζουν στηρίξεως πνευματικώς και αυτός να τα μετατρέψη σε κήρυκες των αγαθών του προθέσεων και καταγγελείς των κακών προθέσεων εκείνων που αμφισβητούν την καλοπιστία του; Μπορεί κανείς να φαντασθεί ότι ευάλωτους στον γκουρουϊσμό και εν μετανοία ορθοδόξους χριστιανούς, ένας τέτοιος ιερέας δεν θα διστάση, χρησιμοποιώντας την άτονη θέλησή τους και την γεμάτη διάθεση για τυφλή υπακοή διάθεσή τους, να τους μετατρέψει εις υβριστάς ή διαβολείς των άλλων χριστιανών που αμφισβητούν την απόλυτη κυριαρχία του επί της ομάδας “του”;

Και μπορεί κανείς να φαντασθή ότι ένας τέτοιος ιερέας προβάλλει τον εαυτό του ως θύμα “αδίστακτων” ανθρώπων, αυτών ακριβώς των ορθοδόξων χριστιανών που αμφισβήτησαν την απόλυτη αυθεντία του και που θέλουν την συνέχιση του ιδίου έργου της Εκκλησίας αλλά με εκκλησιαστικό φρόνημα, ορθοδόξως, και με συνεργασία περισσοτέρων πιστών και ποιμένων; Δηλαδή, ότι κάνει μία ηθική αντιστροφή ανάλογη με αυτήν της σαηεντόλοτζυ; Και μπορεί κανείς να φαντασθή ότι περαιτέρω, ο εν λόγω ιερέας, έχοντας χάσει την απόλυτη κυριαρχία στην “ομάδα του”, ακριβώς λόγω των συζητήσεων και της ελευθερίας γνώμης των ορθοδόξων χριστιανών, προσπαθεί να εφαρμόση καταστάσεις ελέγχου της προσωπικότητας των “στασιαστών” με χρήση της οργής “αξιωματικών ηθικής” όπως κάνει η σαηεντόλοτζυ; δηλαδή με λόγια των “εμπίστων του” που να σπάνε την προσωπικότητα και τις αντιστάσεις των “αντιφρονούντων”; Και ότι, επί πλέον, τείνει να χαρακτηρίσει τους “αποστάτες” ακόμη και ως “κατασκόπους” οργανώσεων εχθρικών προς την “ομάδα του” και φυσικά προς . . . την Εκκλησία;!!!

Όχι, τέτοια πράγματα, δεν επιτρέπεται να συμβαίνουν στην Ορθοδοξία. Αλλά, τίποτε δεν εγγυάται ότι δεν συμβαίνουν ή ότι δεν πρόκειται να συμβούν!

Ιδίως, αν κάπου ακουσθή ότι, σε χώρο της Ορθοδοξίας, ως υπακοή νοείται η απόλυτη υποταγή, ότι δημιουργήθηκε κάποιος κύκλος “εμπίστων” που αποδέχονται αυτή την υποταγή, και ότι όσοι άλλοι ορθόδοξοι χριστιανοί του ιδίου χώρου δεν συμφωνούν, είναι “φανατικοί”, ή “αποστάτες” ή “ιδιοτελείς” ή “υποκριτές” ή “πορωμένοι” ή. . . ή. . ., τότε όχι μόνο ως ορθόδοξοι χριστιανοί δεν θα πρέπει να εμπιστευθούμε την κρίση μας εις το “ράσο”, αλλά θα πρέπη να ανησυχήσουμε πολύ, γιατί αυτά θα σημαίνουν ότι κάποιος ιερέας συμπεριφέρεται σαν τον χειρότερο γκουρού και ότι χρειαζόμαστε όλοι - πάντως όχι φίμωση και αποσιώπηση των γεγονότων, αλλά - περισσότερη προσευχή και αληθινή μετάνοια, περαιτέρω δε, και παρρησία, και συνεννόηση, και διάλογο, και διατύπωση ερωτήσεων, διερευνητικών αντιρρήσεων, αποστασιοποίηση από τις επιλογές πρακτικών και προσώπων παρά του εν λόγω ιερέως..

Παρά τον υποθετικό χαρακτήρα τους, οι ανωτέρω σκέψεις μπορεί να φανούν πολύ χρήσιμες στις σημερινές περιστάσεις, κατά τις οποίες διάφοροι επιδιώκουν όχι απλώς την αλλοίωση του φρονήματος εντός της Εκκλησίας, αλλά και την εξουδετέρωση προσώπων και αντιστάσεων εντός της Εκκλησίας, για τον έλεγχο καταστάσεων χάριν της επικρατήσεως της λεγομένης Νέας Εποχής, ακόμη και εις την Εκκλησία, καθολικώς.

Κριτήριο της αντιστάσεώς μας, είναι η παράδοσις της Εκκλησίας μας και η, χωρίς την δημιουργία σχισμάτων, επιμονή μας εις την τήρηση, με ορθόδοξο φρόνημα, του κανονικού δικαίου της Εκκλησίας - με τον περιορισμό της εκκλησιαστικής “οικονομίας” εκεί όπου αυτή είναι απολύτως αναγκαία κατά την αληθώς ελευθέρα - και όχι εξαναγκασμένη, ούτε παγιδευμένη, ούτε υφαρπαζομένη, ούτε υπονομευομένη από τον συστηματικό ή ευκαιριακό αποκλεισμό ιεραρχών - κρίση των αρμοδίων να εκφράζουν το πλήρωμα της Εκκλησίας μας Ιερών Συνόδων.

Εις τον χώρον της Εκκλησίας, πολύ περισσότερον από οπουδήποτε αλλού, η σιωπή, η αποχή από επικρίσεις, από αντιρρήσεις, από ανταποδώσεις κτυπημάτων, από αντιδράσεις εις την αυθαιρεσίαν ή και εις την αδικίαν, δεν σημαίνουν αποδοχήν, αλλά ανοχήν.

Ο  Θεός, μακροθυμεί και περιμένει όχι μόνον την επιστροφήν του ασώτου αλλά και την ολοκλήρωσιν της ανομίας του ανόμου ώστε να είναι αναπολόγητος.

Εμείς δε, οι ορθόδοξοι χριστιανοί, κλήρος και λαός που πασχίζει ή και πάσχει ώστε να έχη ορθόδοξο φρόνημα, ανεχόμεθα τα ανωτέρω (αυθαιρεσία, κτυπήματα, αδικίες), ομιλούμε μετά παρρησίας καταγγέλοντας τις αιρετικές αποκλίσεις εις το δόγμα ή την συμπεριφορά, ακόμη και ιεραρχών, και περιμένουμε ελπίζοντες επί τον Θεόν.

Πλην, ο Κύριος μωραίνει εκείνον ο οποίος θέλει την απώλειάν του, και ο οποίος δια τούτο, λησμονών κατ' ουσίαν τον Θεόν και την τήρησιν των εντολών του Χριστού, ερμηνεύει την ανωτέρω ανοχήν μας, ως αδυναμίαν μας ή ως σιωπηράν αποδοχήν των ανομημάτων του εγωϊσμού του…

Δημιουργία αρχείου: 5-2-2007.

Τελευταία ενημέρωση: 29-5-2007.

ΕΠΑΝΩ