Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πατερικά και Θεολογικά

Εν αρχή ην ο Λόγος * Ερμηνεία τού κατά Ιωάννην Ευαγγελίου: Εν αρχή ην ο Λόγος * Ερμηνεία τού κατά Ιωάννην Ευαγγελίου: ...και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος * Πειραματική απόδειξη τού... ακτίστου τού Θεού Λόγου

Ομιλία ιστ΄

Λόγος εις το «εν αρχή ην ο Λόγος»

Αγίου Βασιλείου Καισαρείας

 

Απόδοση στα νέα ελληνικά: Βασίλειος Ψευτόγκας.

Η/Υ επιμέλεια: Νεκταρίας Κυριακούλη.

 

Πηγή Μετάφρασης: Μετάφραση: Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», Τεύχος 266, Ιανουάριος 2015. Από τη σειρά βιβλίων Μ. Βασιλείου Έργα, τόμος 7, εκδ. ΕΠΕ.

Πηγή Κειμένου: (PG 31, σελ. 472 – 481). Ερευνητικό έργο: "Δρόμοι τής Πίστης - Ψηφιακή Πατρολογία". Χρηµατοδότηση: ΚΠ Interreg ΙΙΙΑ (ETΠΑ 75%, Εθν. πόροι 25%). Εργαστήριο Διαχείρισης Πολιτισµικής Κληρονοµιάς, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab. Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Πολιτισµικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, © 2006.

Αναδημοσίευση από: http://www.orp.gr (Μετάφραση) και https://greekdownloads3.files.wordpress.com (Μεταφορά Κειμένου από pdf σε html).

Κείμενο Μετάφραση

Άφες σεαυτού τον νουν δραμείν όσον βούλεται, και διαταθήναι επί τα άνω· είτα ευρήσεις αυτόν μυρία πλανηθέντα, και πολλά κενεμβατήσαντα, και πάλιν επανιόντα προς εαυτόν, δια το μη δύνσθαι κατωτέραν εαυτού την αρχήν ποιήσαι. Διότι αεί τού νοουμένου εξωτέρα και πλείων ευρίσκεται η αρχή. Εν αρχή τοίνυν ην ο Λόγος.

Ω τού θαύματος! Πώς πάσαι αλλήλαις ομοτίμως αι φωναί συν εζεύχθησαν! Το, Ην, ίσον δύναται τού, Εν αρχή.

Πού ο βλάσφημος; πού η χριστομάχος γλώττα; η λέγουσα, Ην ποτε, ότε ουκ ην; Άκουε τού Ευαγγελίου, Εν αρχή ην. Ει δε εν αρχή ην, πότε ουκ ην;

Την ασέβειαν αυτών στενάξω, ή την αμαθίαν βδελύξομαι; Αλλά προ τού γεννηθήναι, ουκ ην. Οίδας γαρ πότε εγεννήθη, ίνα το πριν δυνηθής επ ενεγκείν τω χρόνω; Το γαρ, Προ τού, χρονική εστι φωνή, έτερον ετέρου προτιθείσα εις παλαιότητα. Τον δε τού χρόνου ποιητήν πώς εύλογον ταις χρονικαίς προσηγορίαις υποκειμένην έχειν την γέννησιν;

Εν αρχή τοίνυν ην. Εάν μη αποστής τού Ην, ουδεμίαν παρείσδυσιν δώσεις τη πονηρά βλασφημία. Ώσπερ γαρ οι θαλαττεύοντες, όταν επί δύο σαλεύωσιν αγκυρών, καταφρονούσι τού κλύδωνος· ούτω και συ τής πονηράς ταύτης ταραχής, τής εκ τών πνευμάτων τής πονηρίας εγγινομένης τω βίω, και διασαλευούσης τών πολλών την πίστιν, καταγελάση, εάν τη ασφαλεία τών ρημάτων τούτων την ψυχήν έχης ενορμισθείσαν.

Επιζητεί δε ημών η διάνοια, τις ην εν αρχή; Ο Λόγος, φησί. Ποίος λόγος; ο ανθρώπινος λόγος; αλλ' ο τών αγγέλων λόγος; Και γαρ ηνίξατο ημίν ο Απόστολος, ως και τών αγγέλων ιδίαν εχόντων γλώσσαν, ειπών· Εάν ταις γλώσσαις τών ανθρώπων λαλώ και τών αγγέλων.

Αλλά και τού λόγου διπλή τις εστιν έννοια. Ο μεν γαρ τις εστιν ο δια τής φωνής προφερόμενος, ούτος ο μετά το προενεχθήναι τω αέρι εναπολλύμενος· ο δε τις εστιν ο ενδιάθετος, ενυπάρχων ημών ταις καρδίαις· ο εν νοηματικός. Και άλλος, ο τεχνικός λόγος. Όρα μη ποτέ σε παρακρούσηται το ομώνυμον τής φωνής. Πώς γαρ ην εν αρχή ο ανθρώπινος λόγος, τού ανθρώπου κάτω που λαβόντος την αρχήν τής γενέσεως; Προ ανθρώπου θηρία· προ ανθρώπου κτήνη, τα ερπετά πάντα· όσα χερσαία, και όσα ένυδρα, πετεινά τού ουρανού, αστέρες, ήλιος, σελήνη, βοτάναι, σπέρματα, γη, θάλαττα, ουρανός. Ου τοίνυν εν αρχή ην ο ανθρώπινος λόγος, αλλ' ουδέ ο τών αγγέλων.

Πάσα γαρ η κτίσις κατωτέρα τών αιώνων εστί, την αρχήν τού είναι λαβούσα παρά τού κτίσαντος. Ο δε εν καρδία λόγος, και αυτός εκάστου τών νοηθέντων εστί νεώτερος. Αλλ' άκουε τού λόγου θεοπρεπώς. Περί γαρ τού Μονογενούς διαλεγόμενός σοι, Λόγον είπεν αυτόν. Ώσπερ ουν και φως μετ' ολίγον ερεί, και ζωήν, και ανάστασιν, και ούτε φως ακούσας, επί το αισθητόν τούτο και οφθαλμοίς ορατόν καταφέρη, ούτε ζωήν ακούσας, την κοινήν ταύτην νοείς, ην και τα άλογα ζη· ούτω και Λόγον ακούων, φύλαξαι μήποτε τη ση ασθενεία τής διανοίας προς χαμαιζήλους και ταπεινάς διανοίας υπενεχθής. Αλλ' ερεύνα την διάνοιαν τού ρήματος.

Διά τι Λόγος; Ίνα δειχθή, ότι εκ τού νου προήλθε. Διά τι Λόγος; Ότι απαθώς εγεννήθη. Διά τι Λόγος; Ότι εικών τού γεννήσαντος, όλον εν εαυτώ δεικνύς τον γεννήσαντα, ουδέν εκείθεν απομερίσας, και τέλειος υπάρχων καθ' εαυτον· ως και ο ημέτερος λόγος όλην ημών απεικονίζει την έννοιαν.

Α γαρ κατά καρδίαν ενενοήσαμεν, ταύτα τω ρήματι προηνέγκαμεν, και έστι τού εν τη καρδία νοήματος απεικόνισμα το λαλούμενον. Εκ γαρ τού περισσεύματος τής καρδίας ο λόγος προφέρεται. Και έστιν η μεν καρδία ημών οίον πηγή τις, ο δε προφερόμενος λόγος οίον ολκός τις εκ τής πηγής ταύτης ρέων. Τοσούτον ουν το απορέον, όσον το πρώτως αναφερόμενον· και οίον το κεκρυμμένον, τοσούτον και το φαινόμενον.

Λόγον ουν είπεν, ίνα την απαθή σοι γέννησιν τού Πατρός παραστήση, και την τελείαν ύπαρξίν σοι τού Υιού θεολογήση, και την άχρονον συνάφειαν τού Υιού προς Πατέρα δια τούτων ενδείξηται. Και γαρ ο ημέτερος λόγος τού νου γέννημα, απαθώς γεννώμενος· ούτε γαρ τέμνεται, ούτε μερίζεται, ούτε ρέει· αλλά μένων όλος ο νους εν τη ιδία συστάσει, όλον τον λόγον και απηρτισμένον υφίστησι· και προελθών ο λόγος, πάσαν τού γεννήσαντος νου την δύναμιν εν εαυτώ περιέχει.

Όσον ουν ευσεβές, τοσούτον λαβών προς την τού Μονογενούς θεολογίαν εκ τής τού λόγου φωνής· όπερ αν εύρης απεμφαίνον και ανάρμοστον φαινόμενον, τούτο παραίτησαι, και υπέρβηθι μηχανή πάση. Εν αρχή ην ο Λόγος. Ει δε είπεν· Εν αρχή ην ο Υιος, τη προσηγορία τού Υιού συνεισήλθεν αν σοι η περί τού πάθους έννοια. Επειδή γαρ παρ' ημίν τα γεννώντα χρόνω γεννά, και εμπαθώς γεννά, δια τούτο προλαβών, Λόγον είπε, προδιορθούμενος τας απρεπείς υπολήψεις, ίνα σου την ψυχήν άτρωτον διασώσηται.

Και ο Λόγος ην προς τον Θεόν.

Πάλιν το, Ην, δια τους βλασφημούντας, ότι ουκ ην. Πού ην ο Λόγος; Ουκ εν τόπω· ου γαρ περιέχεται τόπω τα απερίγραπτα. Αλλά πού ην; Προς τον Θεόν. Ούτε ο Πατήρ εν τόπω, ούτε ο Υιος εν περιοχή τινι και περιγραφή ομολογουμένη κατειλημμένος· αλλ' άπειρος μεν ο Πατήρ, άπειρος δε ο Υιός. Παν όπερ αν νοήσης, και όπουπερ αν πορευθής τω πνεύματί σου, τού Θεού ευρήσεις πεπληρωμένον· πανταχού συμπαρεκτεινομένην ευρήσεις τού Υιού την υπόστασιν. Και ο Λόγος ην προς τον Θεόν. Θαύμασον την ακρίβειαν εκάστης φωνής· ουκ είπεν, Εν τω Θεώ ην ο Λόγος· αλλά, Προς τον Θεόν· ίνα το ιδιάζον τής υποστάσεως παραστήση.

Ουκ είπεν, Εν τω Θεώ, ίνα μη πρόφασιν δώ τη συγχύσει τής υποστάσεως. Πονηρά γαρ κακείνη η βλασφημία τών φύρειν τα πάντα επιχειρούντων, και εν το υποκείμενον λεγόντων, Πατέρα και Υιόν και άγιον Πνεύμα, προσηγορίας δε διαφερούσας τω ενί πράγματι επιφημίζεσθαι. Πονηρά η ασέβεια, και φευκτή ουχ ήττον τών ανόμοιον είναι κατ' ουσίαν τον Υιόν τού Θεού τω Θεώ και Πατρί βλασφημούντων.

Και ο Λόγος ην προς τον Θεόν. Είτα συγχρησάμενος τη τού Λόγου φωνή προς την παράστασιν τής κατά την γέννησιν απαθείας, ταχύ και το εκ τού Λόγου βλάβος εγγινόμενον ημίν παρεμυθήσατο. Και οίον αφαρπάζων αυτόν τής συκοφαντίας τών βλασφημούντων, Τι, φησίν, εστίν ο Λόγος; Θεός ην ο Λόγος.

Μη μοι τεχνολόγει διαφοράς τινας λόγων, μηδέ εκ τής σης κακοτεχνίας προστρίψης τινά βλασφημίαν τη διδασκαλία τού Πνεύματος. Έχεις την απόφασιν· υποτάγηθι τω Κυρίω. Θεός ην ο Λόγος· ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. Πάλιν ανακεφαλαιούται εν ολίγοις ρήμασι πάσαν εαυτού την θεολογίαν, ην περί τού Μονογενούς ημίν ο ευαγγελιστής παρέδωκεν. Ούτος τις; Ούτος, ο Λόγος ο Θεός. Επειδή γαρ σοι διήρθρωσε την περί αυτού έννοιαν, οίον εντυπώσας σου τη ψυχή δια τής διδασκαλίας τα αγνοούμενα, και ενοικίσας τον Λόγον Χριστόν εν τη καρδία σου, Ούτός φησι.

Ποίος ούτος; Μη έξω διαβλέψη, δια τής δεικτικής φωνής τον υποδεικνύμενόν σοι περισκοπών, αλλ' είσελθε εις τα κρυπτά τής σεαυτού ψυχής, και ον εδιδάχθης Θεόν τον εν αρχή όντα, τον ως Λόγον προελθόντα, τον προς τον Θεόν όντα, τούτον γνωρίσας και καταπλαγείς, και προσκυνήσας τον σεαυτού Δεσπότην, τον σοι δια τής διδασκαλίας ενιδρυθέντα, γνώριζε, ότι ούτος ην εν αρχή· τουτέστιν, αεί προς τον Θεόν τον εαυτού Πατέρα.

Ταύτας μοι τας ολίγας φωνάς διασώσατε, ώσπερ σφραγίδα ταις μνήμαις υμών ενσημηνάμενοι. Αύται αραγέστατον έσονται τειχίον προς τας τών επιβουλευόντων καταδρομάς· αύται φυλακτήριόν εισι τών ψυχών σωτήριον τοις προβαλλομένοις αυτάς.

Αν τις σοι προσελθών λέγοι· Ουκ ων, εγεννήθη· ει γαρ ην, πώς εγεννήθη; ως δαιμόνων φωνήν αποτρέπου την κατά τής δόξης τού Μονογενούς βλασφημίαν. Αυτός δε επανελθών ήκε προς τας τών Ευαγγελίων φωνάς· Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν.

Τέταρτον ειπέ το, Ην, και καταργήσεις αυτών το, Ουκ ην. Ούτοι άσειστοι μενέτωσαν οι θεμέλιοι τής πίστεως. Τούτοις εποικοδομήσομεν, Θεού διδόντος, και τα λειπόμενα. Ου γαρ εστι δυνατόν περί πάντων υμίν εις άπαξ διαλεχθήναι, μήποτε τη αμετρία τού λόγου άχρηστα ποιήσωμεν υμίν τα φιλοπόνως συνειλεγμένα.

Ατονούσα γαρ η διάνοια πάντων ομού περιδράξασθαι, όμοιον πάσχει γαστρί τη δια την υπερβολήν τού κόρου εις πέψιν αγαγείν τα παραπεμφθέντα μη δυναμένη.

Εύχομαι ουν υμάς γλυκανθήναι μεν τη γεύσει, ωφεληθήναι δε τη αναδόσει. Αυτός δε έστηκα υμίν έτοιμος προς την διακονίαν τών λειπομένων, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας τών αιώνων.

Αμήν.

Άφησε τον νουν σου να τρέξη όσον θέλει και να επεκταθή προς τα επάνω. Θα τον εύρης έπειτα να έχει περιπλανηθεί πάρα πολύ και να έχει αεροβατήσει πολύ και πάλιν να ξαναγυρίζει εις τον εαυτόν του, διότι δεν ημπορεί να κάμη κατωτέραν του εαυτού την αρχήν. Διότι πάντοτε η αρχή ευρίσκεται έξω και είναι ανωτέρα από αυτό το οποίον γίνεται κατανοητόν. Λοιπόν «εν αρχή ην ο Λόγος».

Ω τι θαύμα! Πώς όλαι αι λέξεις συνεδέθησαν ισαξίως η μία με την άλλην! Το «ην» ισοδυναμεί με το «εν αρχή».

Πού είναι αυτός που βλασφημεί; Που είναι η γλώσσα που μάχεται τον Χριστόν; Αυτή η οποία λέγει: υπήρχε κάποτε εποχή κατά την οποίαν δεν υπήρχε. Να ακούεις την γλώσσαν του Ευαγγελίου «εν αρχή ην». Εάν δε υπήρχεν ανέκαθεν, τότε, πότε δεν υπήρχε;

Να αναστενάξω διά την ασέβειαν των ή να σιχαθώ την αγραμματωσύνην των; Αλλά προτού γεννηθή, δεν υπήρχε. Γνωρίζεις δηλαδή πότε εγεννήθη, διά να ημπορέσεις να προσδιορίσης τον χρόνον; Διότι το προτού είναι λέξις που σημαίνει χρόνον και η οποία εις αρχαιότητα τοποθετεί άλλο εμπρός από άλλο. Πώς είναι σωστόν η γέννησις του ποιητού του χρόνου να υπόκειται εις τας χρονικάς κατηγορίας;

Λοιπόν «εν αρχή ην». Εάν δεν απομακρυνθής από το «ην», δεν θα επιτρέψης καμία διείσδυσιν της πονηράς βλασφημίας. Διότι όπως οι θαλασσοπόροι, όταν στηρίζωνται εις δύο αγκύρας, περιφρονούν την τρικυμίαν, έτσι και εσύ θα χλευάσης την πονηράν αυτήν ταραχήν που προκαλείται εις την ζωήν από τα πονηρά πνεύματα και κλονίζει την πίστιν των περισσοτέρων, εάν με την ασφάλειαν των λόγων τούτων οδηγήσης εις το λιμάνι την ψυχήν σου.

Επιζητεί η διάνοιά μας, ποίος «ην εν αρχή»; Ο Λόγος, λέγει. Ποίος λόγος; Ο ανθρώπινος λόγος ή ο λόγος των αγγέλων; Διότι ο απόστολος μας υπαινίχθη ότι και οι άγγελοι έχουν ιδίαν γλώσσαν, με το να ειπή: «εάν ομιλώ τας γλώσσας των ανθρώπων και των αγγέλων» (Α΄ Κορ. 13, 1).

Αλλά και η έννοια του λόγου είναι διπλή. Διότι ο ένας λόγος είναι αυτός που προφέρεται με την φωνήν και που χάνεται εις τον αέρα αμέσως μετά την προφοράν του. Ο άλλος δε είναι «ενδιάθετος», διότι υπάρχει μέσα εις τας καρδίας. Αυτός είναι διανόημα. Και διάφορος είναι ο τεχνικός λόγος. Να προσέχης να μη σε ξεγελάσει ποτέ η συνωνυμία της λέξεως. Διότι πώς θα υπήρχεν ανέκαθεν ο ανθρώπινος λόγος, εφ’ όσον ο άνθρωπος έλαβε την αρχήν της δημιουργίας του κάπου εδώ κάτω; Πριν από τον άνθρωπον υπήρχαν θηρία. Πριν από τον άνθρωπον υπήρχαν κτήνη. Δηλαδή, όλα τα ερπετά, όλα τα χερσαία ζώα και όλα τα ζώα που ζουν εις το νερόν, τα πετεινά του ουρανού, τα άστρα, ο ήλιος, η σελήνη, τα βότανα, τα σπέρματα, η γη, η θάλασσα, ο ουρανός. Δεν υπήρχε λοιπόν ανέκαθεν ο ανθρώπινος λόγος, αλλ’ ούτε ο λόγος των αγγέλων.

Ολόκληρος η κτίσις είναι κατωτέρα από τους αιώνας, διότι έλαβε την αρχήν της από τον Κτίστην. Και ο λόγος που υπάρχει εις την καρδίαν και αυτός είναι νεώτερος από καθένα από τα νοητά. Ομιλών προς χάριν σου διά τον Μονογενή, τον ωνόμασε Λόγον. Όπως λοιπόν και το φώς θα τον ειπή ολίγον παρακάτω και ζωήν και ανάστασιν. Και όπως όταν ακούσης φως δεν κατεβαίνης εις το φως τούτο που γίνεται αισθητόν εις τα μάτια, ούτε όταν ακούσης ζωήν δεν εννοείς την κοινήν αυτή ζωήν, την οποίαν ζουν και τα άλογα ζώα, έτσι και όταν ακούης Λόγον, να προσέξης μήπως εξ’ αιτίας της αδυναμίας της διανοίας κατέλθεις εις χαμερπή και ταπεινά νοήματα. Αλλά να εξετάσης το νόημα της λέξεως.

Διατί όμως λέγεται Λόγος; Διά να δειχθή ότι έχει προέλθει από τον νουν. Διατί Λόγος; Διότι εγεννήθη χωρίς πάθος. Διατί Λόγος; Διότι είναι εικών αυτού που τον εγέννησε και τον φέρει εις τον εαυτόν του ολόκληρον. Δεν απέσπασε κομμάτι απ’ εκείνον, αλλ’ υπάρχει από μόνος του τέλειος, όπως και ο ιδικός μας λόγος απεικονίζει ολόκληρον την έννοιά μας.

Αυτά δηλαδή που εσκέφθημεν εις την καρδίαν μας, αυτά επροφέραμεν διά του λόγου μας και αυτόν το οποίον προφέρεται είναι απεικόνισμα του νοήματος, που υπάρχει εις την καρδίαν. Διότι ο λόγος προφέρεται από το περίσσευμα της καρδίας. Και είναι η καρδία μας ωσάν κάποια πηγή, ο δε λόγος που προφέρεται ωσάν κάποιο ρυάκι που ρέει από την πηγήν αυτήν. Τόσο λοιπόν είναι αυτό το οποίο απορρέει, όσο είναι αυτό το οποίο πρώτα αναδύεται από μέσα. Και ό,τι λογής είναι αυτό το οποίο είναι κρυμμένο, τέτοιο είναι και αυτό το οποίο φαίνεται.

Είπε λοιπόν Λόγον, διά να παραστήση την απαθή γέννησιν από τον Πατέρα και διά να θεολογήση προς χάριν σου την τελείαν ύπαρξιν του Υιού και δια να υποδηλώση μ’ αυτά την άχρονον συνάφειαν του Υιού προς τον Πατέρα. Άλλωστε και ο ιδικός μας ο λόγος, που είναι γέννημα του νου, γεννάται απαθώς, δηλαδή δεν τέμνεται, ούτε μερίζεται, ούτε ρέει αλλά παραμένων ολόκληρος ο νους εις την σύστασίν του, παράγει ολόκληρον και τέλειον τον λόγον. Και ο λόγος ο οποίος εξεπορεύθη περιέχει εντός του ολόκληρον την δύναμιν του νου που τον εγέννησεν.

Όσον λοιπόν είναι ευσεβές, αυτό να λάβωμεν από την λέξιν Λόγος διά την θεολογίαν του Μονογενούς. Αυτό που τυχόν εύρης να είναι σφαλερόν και φαίνεται ανάρμοστον, να το αφήνης και με κάθε τρόπον να το υπερπηδάς. «Εν αρχή ην ο Λόγος». Εάν δε έλεγεν «εν αρχή ην ο Υιός», με την ονομασίαν του Υιού θα υπησείρχετο μαζί και η έννοια του πάθους. Επειδή λοιπόν εις ημάς, αυτά τα οποία γεννούν μέσα στον χρόνο και με πάθος, διά τούτο επρόλαβε και είπε Λόγον διά να διορθώση εκ των προτέρων τας αναρμόστους αντιλήψεις και διά να σου διαφυλάξη άτρωτον την ψυχήν.

Και ο Λόγος ην προς τον Θεόν. (Ιωάν. 1,1).

Πάλιν εδώ το «ην» λέγεται δι’ αυτούς που βλασφημούν ότι δεν υπήρχε. Που ήταν ο Λόγος; Όχι βέβαια εις κάποιον τόπον. Διότι τα απερίγραπτα δεν περιέχονται εις τόπον. Αλλά πού ήταν; Πλησίον εις τον Θεόν. Ούτε ο Πατήρ καταλαμβάνει κάποιον τόπον ούτε ο Υιός κάποιαν περιοχήν που να γίνεται παραδεκτή διά της περιγραφής. Αλλ’ άπειρος είναι ο Πατήρ, άπειρος είναι και ο Υιός. Καθετί που θα μπορούσες να εννοήσεις, και όπου θα ημπορούσες να πορευθής με το πνεύμα σου, θα το εύρης να είναι γεμάτον από την παρουσίαν του Θεού. Παντού εις όλα θα εύρης να επεκτείνεται συγχρόνως και η ύπαρξις του Υιού. «Και ο Λόγος ην προς τον Θεόν». Πρέπει να θαυμάσης την ακρίβειαν κάθε λέξεως. Δεν είπεν «εν τω Θεώ ην ο Λόγος» αλλά «προς τον Θεόν», διά να παραστήση το ιδιαίτερον γνώρισμα της υποστάσεως.

Δεν είπεν «εν τω Θεώ» διά να μη δώση λαβήν διά σύγχυσην της υποστάσεως. Διότι πονηρά είναι και εκείνη η βλασφημία αυτών, οι οποίοι επιχειρούν και συγχέουν τα πάντα, και οι οποίοι λέγουν ότι ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι ένα υποκείμενον και εις ένα και το αυτό πράγμα αποδίδονται διάφορα ονόματα.1 Η ασέβεια είναι πονηρά και ημπορή να αποφεύγεται όχι ολιγώτερον από όσον και εκείνη αυτών, οι οποίοι βλασφημούν και λέγουν ότι ο Υιός του Θεού κατά την ουσίαν του είναι ανόμοιος προς τον Θεόν Πατέρα.

«Και ο Λόγος ην προς τον Θεόν». Έπειτα με το να χρησιμοποιήσει συγχρόνως την λέξιν Λόγος διά να παραστήση την απαθήν γέννησιν, γρήγορα κατέπαυσεν και την ζημίαν που γίνεται ης ημάς από τον Λόγον. Και τρόπον τινά αφού τον αποσπά από την συκοφαντία των βλασφήμων, τι πράγμα, λέγει είναι ο Λόγος; «Θεός ην ο Λόγος».

Να μη, παρακαλώ, επινοής διαφοράς λόγων, διά να μην προσάψης κάποιαν βλασφημίαν εις την διδασκαλίαν περί του Αγίου Πνεύματος εξ’ αιτίας των κακών επινοημάτων. Έχεις την απόφασιν. Υποτάξου εις τον Κύριον. «Θεός ήταν ο Λόγος. Αυτός ήταν ανέκαθεν κοντά εις τον Θεόν» (Ιωάν. 1, 1-2). Πάλιν ανακεφαλαιώνεται με ολίγας λέξεις ολόκληρος η θεολογία, που ο ευαγγελιστής μας παρέδωκε περί του Μονογενούς. Αυτός ποιος είναι; Αυτός είναι ο Λόγος, ο Θεός. Αφού δηλαδή σου εσχημάτισεν την έννοιαν σχετικά με Αυτόν, με το να εντυπώση τρόπον τινά εις την ψυχήν σου με την διδασκαλίαν αυτά που είναι άγνωστα και με το να θρονιάση εις την καρδίαν σου τον Λόγον Χριστόν, έπειτα λέγει «Αυτός».

Ποιος είναι αυτός; Να μη παρατηρήσεις έξω, εξετάζων προσεκτικώς αυτό το οποίον σου υποδηλώνει η δεικτική λέξις, αλλά να εισέλθης εις τα απόκρυφα της ψυχής σου και τον Θεόν. Που εδιδάχθης ότι υπάρχει «εν αρχή», δηλαδή αυτόν ο οποίος προήλθεν ως Λόγος, που ήταν κοντά εις τον Θεόν, αυτόν αφού γνωρίσης και θαυμάσης και προσκυνήσης τον Δεσπότην σου, αυτόν ο οποίος εγκατεστάθη εις σε διά της διδασκαλίας, να γνωρίζης ότι αυτός ήταν «εν αρχή», δηλαδή πάντοτε πλησίον εις τον Θεόν, τον Πατέρα του.

Αυτάς τας ολίγας λέξεις, παρακαλώ, να διατηρήσετε, με το να τας εντυπώσετε ωσάν σφραγίδαν εις την μνήμην σας. Αυταί θα είναι απόρθητον τείχος εις τας επιθέσεις αυτών οι οποίοι σκευωρούν. Αυταί είναι φυλακτήριον των ψυχών, σωτηρία δι’ αυτούς οι οποίοι τας προτάσσουν.

Αν κάποιος σε επλησίαζε και σου έλεγε: εγεννήθη, ενώ δεν υπήρχε, διότι εάν υπήρχε τότε πως εγεννήθη;, να αποκρούης την βλασφημίαν εναντίον της δόξης του Μονογενούς, ωσάν δαιμονική φωνή. Εσύ δε να επαναλαμβάνης τα ευαγγελικά λόγια: «εν αρχή ήταν ο Λόγος και ο Λόγος ήταν προς τον Θεόν και Θεός ήταν ο Λόγος. Αυτός υπήρχεν ανέκαθεν πλησίον του Θεού».

Να ειπής διά τετάρτην φοράν το «ην» και θα καταργήσης τα δικά τους ουκ ην. Αυτά τα θεμέλια της πίστεως να παραμείνουν ασάλευτα. Επάνω εις αυτά θα κτίσωμεν επιπλέον, εφ’ όσον το επιτρέψη ο Θεός, και τα υπόλοιπα. Διότι δεν ημπορούμεν να σας τα είπωμεν όλα διά μιας, δια να μην αχρηστεύσωμεν με την υπερβολική έκτασιν του λόγου αυτά τα οποία με κόπον έχετε συλλέξει.

Διότι η διάνοια αδυνατούσα να συλλάβη όλα μαζί, παθαίνει το ίδιον με την κοιλίαν, η οποία αδυνατή να χωνεύση, εξ’ αιτίας του υπερβολικού κόρου, αυτά τα οποία έφαγε.

Σας εύχομαι λοιπόν να γλυκαθήτε μεν κατά την γεύσιν, να ωφεληθείτε δε κατά την χώνευσιν. Εγώ δε στέκομαι έτοιμος προς χάριν σας διά την διακονίαν των υπολοίπων, με την βοήθειαν του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμις εις τους απεράντους αιώνας.

Αμήν.

 

Σημείωση: 1. Υπονοεί τον Σαβέλλιον και τους οπαδούς του, οι οποίοι εδέχοντο ότι ο εις Θεός φανερώνεται άλλοτε ως Πατήρ, άλλοτε ως Υιός και άλλοτε ως Άγιον Πνεύμα. Ότι δηλαδή τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι τρόποι φανερώσεως. Προσωπεία, με τα οποία η απρόσωπος θεότης εφανερώθη εις τον κόσμον.

Δημιουργία αρχείου: 24-4-2017.

Τελευταία μορφοποίηση: 24-4-2017.

ΕΠΑΝΩ