Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Προφητείες, Εσχατολογικά και Προτεσταντισμός

Η Παναγία ως "γυνή η περιβεβλημένη τον ήλιο" της Αποκάλυψης 12/ιβ * Ο συμβολισμός της Αποκαλύψεως * Οι 24 Πρεσβύτεροι της Αποκάλυψης, ως Βασίλειον Ιεράτευμα της κτίσης * Το πιστό υπόλοιπο τών 144.000 * Η 7η Σφραγίδα και οι Δημιουργικές Ημέρες * Ο πάπας ως πεσμένο αστέρι τής Αποκάλυψης και το κλειδί τής αβύσσου * «Γυνή περιβεβλημένη τον ήλιον»: Η Παναγία ως παράλληλο τής Εκκλησίας στην όραση

2ο Μέρος

Η γυναίκα του Αποκάλυψις 12/ιβ, κατά την ερμηνεία των 8 πρώτων αιώνων

Η Αποκάλυψη του Ιωάννη: Προβλήματα φιλολογικά, ιστορικά, ερμηνευτικά, Θεολογικά

Του Στεργίου Ν. Σάκκου

Ομοτίμου Καθηγητού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

Πηγή: Εισηγήσεις στ΄ συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων. Λευκωσία 26 Σεπτεμβρίου - 3 Οκτωβρίου 1991.

Δείτε το πρώτο μέρος ΕΔΩ

 

Στο 10° θεολογικό συνέδριο της ί. μητροπόλεως Θεσσαλονίκης (Νοέμβριος του 1989) είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω μία εισήγησι για το πρόσωπο της γυναίκας που αναφέρεται στο 12ο κεφάλαιο της αποκαλύψεως ως «περιβεβλημένη τον ήλιον και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής και επί της κεφαλής αυτής στέφανος αστέρων δώδεκα» (Απ. 12,1)1. Το θέμα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, καθ' όσον αποτελεί καθοριστικό «σημείον», «μέγα», μέσα στο ρου της αποκαλύψεως του αγίου Ιωάννου, και απασχολεί ιδιαίτερα τους ερμηνευτάς, ούτως ώστε να διατυπώνωνται πολλές και ποικίλες προτάσεις για την κατανόησί του. Το πρόσωπο της Γυναίκας απασχόλησε ήδη αρκετούς πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς από τους πρώτους ακόμη αιώνες της αρχαίας ερμηνευτικής παραδόσεως, οι οποίοι μπορούν να προσφέρουν σήμερα τις γνώμες τους ως μία έγκυρη και έγκριτη βοήθεια στην έρευνα του ζητήματος, θεώρησα λοιπόν αξιόλογο και σκόπιμο, προκειμένου να συμβάλω σε ένα συνέδριο με θέμα το ιερό βιβλίο της Αποκαλύψεως, να συμπληρώσω την προηγουμένη μου εισήγησι παρουσιάζοντας ειδικά τις σχετικές ερμηνείες των αρχαίων ερμηνευτών, Ελλήνων και Λατίνων, για τη γυναίκα του Απ. 12 και εκθέτοντας συστηματικά τις απόψεις τους.

Μία γενική θεώρηση και συνοπτική αντίληψι των θέσεων εκείνων των πρώτων ερμηνευτών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ομοφωνία και ταύτισι μεταξύ τους, αλλά ούτε και αποκλειστική και επίμονη ενασχόλησι με το ζήτημα. Ωρισμένοι συγγραφείς αρκούνται να επαναλάβουν τις προτάσεις, ακόμη και τα λόγια, των προγενεστέρων και άλλοι περνούν το πρόβλημα αδιάφορα. Είναι χαρακτηριστικό, εξ άλλου, ότι δεν απαντάται καμμία συγκεκριμένη και αναμφισβήτητη τουλάχιστον μαρτυρία στα πρώτα μεταποστολικά χρόνια, στο β' αι. Οι αποστολικοί πατέρες και οι απολογηταί δεν έχουν μία ωρισμένη και ειδική αναφορά2. Σαφώς μιλούν για πρώτη φορά συγγραφείς που ανήκουν στον γ' αι. και είναι αξιοσημείωτο ότι από τότε, από την πρώτη αρχή ακόμη, διατυπώνονται όλες σχεδόν οι δυνατές ερμηνείες που επαναλήφθηκαν αργότερα από διαφόρους κατά τη συνέχεια των αιώνων. Από την εποχή του αγίου Ιππολύτου (μαρτύρησε το 237 μ. Χ.), ο οποίος αποτελεί τον πρώτο αδιαφιλονίκητο μάρτυρα, μέχρι τα χρόνια του βενεδικτίνου Ισπανού Beatus (πέθανε το 798 μ. Χ.), έγραψε το 786 μ. Χ.), απαριθμούνται 24 τουλάχιστον ονόματα ελλήνων και περισσότερο λατίνων ερμηνευτών Ιππόλυτος, Βικτωρίνος, Μεθόδιος, Εφραίμ, «Κυπριανός», Τυχώνιος, Επιφάνειος, Ιερώνυμος, Αυγουστίνος, «Αυγουστίνος», Quodvultdeus, Πριμάσιος, Οικουμένιος, Κασσιόδωρος, Μέγας Γρηγόριος, Πατέριος, Alulfus, Ανδρέας Καισαρείας, «Επιφάνειος», Βέδας, Αμβρόσιος Autpert, Beatus, Αλκουΐνος, Αρέθας και άλλοι ανώνυμοι.

Το γεγονός ότι υπερτερούν οι δυτικοί και λατίνοι ερμηνευταί εξηγείται βέβαια από το ότι η Αποκάλυψι αντιμετωπίσθηκε με επιφύλαξι για την κανονικότητα της από τους έλληνες ερμηνευτάς της Ανατολής 3. Είναι το μοναδικό βιβλίο της Καινής Διαθήκης για το οποίο όχι μόνο δεν υπάρχουν πολύ αρχαία υπομνήματα στην Ανατολή (το πρώτο χρονολογείται τον στ' αι, ενώ το πρώτο στη Δύσι τον δ' αι.), αλλά έχουν απολεσθή και ακρωτηριασθή όσα παλαιά υπομνήματα είχαν γραφή 4.

Τέσσερις είναι οι κύριες ερμηνείες που προτείνονται για τη Γυναίκα και στις οποίες κατατάσσονται όλοι οι παραπάνω ερμηνευταί:

α) Εκπροσωπεί την Εκκλησία του Χριστού,

β) Αποτελεί σύμβολο της αρχαίας Εκκλησίας, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.

γ) Είναι η Παρθένος Μαρία, η Θεοτόκος Μητέρα του Κυρίου μας.

δ) Σημαίνει τη Θεοτόκο Μαρία, αλλά και την Εκκλησία του Χριστού.

Θα εξετάσω χωριστά κάθε μία ερμηνεία με τους εκφραστάς της και θα διατυπώσω στο τέλος την προσωπική μου άποψι.

α) Ότι πρόκειται για την Εκκλησία του Χριστού υποστηρίχθηκε από την αρχή και από τους περισσότερους συγγραφείς της αρχαίας παραδόσεως. Συγκεκριμένα την αναφέρουν οι έξης: Ο Ιππόλυτος, Επίσκοπος Ρώμης, μαθητής του Ειρηναίου, στο έργο του Περί του αντίχριστου 5. Ο Μεθόδιος, Επίσκοπος Ολύμπου (μαρτύρησε γύρω στο 312 μ. Χ.), στο έργο του Συμπόσιον 6. Ο «Κυπριανός» (γύρω στο 253 μ. Χ.) από την Αφρική ή τη Ρώμη σε έργο κατά του αιρετικού Νοβατιανού 7. Ο Τυχώνιος, μετριοπαθής δονατιστής στην Αφρική (πέθανε το 390 μ. Χ.), οξυδερκής ερμηνευτής, στο περίφημο υπόμνημά του στην Αποκάλυψι του Ιωάννη, το οποίο επιβλήθηκε και επηρέασε για αιώνες τους μεταγενεστέρους λατίνους συγγραφείς μέχρι την αναγέννησι, αλλά διασώθηκε μόνο σε αποσπάσματα, μεταξύ των οποίων και η ερμηνεία στο Απ. 12,1-6 8. Ο «Αυγουστίνος» (5ο-6ο αι. μ. Χ.), σε υπόμνημα για την Αποκάλυψι 9. Ο Πριμάσιος, Επίσκοπος Αδρυμήτου Αφρικής (πέθανε γύρω στο 552 μ. Χ.), στο υπόμνημά του στην Αποκάλυψι, το οποίο έχει ιδιαίτερη αξία, διότι εμπεριέχει όλο σχεδόν το χαμένο έργο του Τυχωνίου, του οποίου κάνει χρήσι κατά κόρον 10. Ο Γρηγόριος ο Μέγας, στις Ομιλίες του στον Ιώβ 11. Ο Πατέριος, γραμματέας του Γρηγορίου, σε ερμηνευτικό του έργο για διάφορα χωρία της αγίας Γραφής 12. Ο Alulfus, μαθητής του Γρηγορίου 13. Ο Ανδρέας, Επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας (6ο-7ο αι. μ. Χ.), στο υπόμνημά του στην Αποκάλυψι 14. Ο Βέδας, βενεδικτίνος Ιερέας στο Jarrow της Αγγλίας (672-735 μ. Χ.), εμβριθής μελετητής των πατέρων, στο υπόμνημά του στην Αποκάλυψι 15.

Αυτοί οι ερμηνευταί βλέπουν στο πρόσωπο της γυναίκας την Εκκλησία επί τη βάσει των διαφόρων χαρακτηριστικών, τα οποία περιγράφει ο Ιωάννης και τα οποία εφαρμόζονται κατάλληλα στην ιστορία της Εκκλησίας. Εν τούτοις, δεν συμφωνούν όλοι στην εξήγησι των επί μέρους χαρακτηριστικών. Ο ήλιος που περιβάλλει τη γυναίκα αναγνωρίζεται βέβαια από τους πλείστους ότι είναι ο Χριστός, «ο ήλιος της δικαιοσύνης» κατά τον Προφήτη Μαλαχία (Μα 4,2) 16, ο Λόγος του Θεού που έγινε άνθρωπος 17, αλλά από ωρισμένους κατανοείται ότι σημαίνει επίσης την ελπίδα της αναστάσεως 18 ή την ενάργεια της αλήθειας 19. Η σελήνη έχει ποικίλες εκδοχές. Λέγεται ότι δηλώνει την επουράνια δόξα που στολίζει την Εκκλησία. 20 Την πίστι εκείνων που καθαρίζονται από τη φθορά με το λουτρό του βαπτίσματος, διότι το φως της μοιάζει μάλλον με νερό χλιαρό και διότι από αυτήν εξαρτάται η υγρά ουσία. Συγχρόνως δε εννοείται και η ενέργεια του βαπτίσματος, καθ' όσον με αυτό αναγεννώνται οι πιστοί όπως η νέα σελήνη 21. Λέγεται όμως και αντίθετα, ότι δηλώνει τους υποκριτάς ανθρώπους και τους κακούς Χριστιανούς, 22 όλα τα πρόσκαιρα πράγματα που εύκολα μεταβάλλονται, 23 την προσωρινή δόξα 24 και τον ιουδαϊκό νόμο 25. Οι δώδεκα αστέρες που πλέκουν το στεφάνι πάνω στο κεφάλι της γυναίκας συμβολίζουν κατά κοινή ομολογία τους δώδεκα Αποστόλους, με τους οποίους ιδρύθηκε η Εκκλησία 26. Οι ωδίνες του τοκετού κατά μία άποψι σημαίνουν τους διωγμούς που υπομένει η Εκκλησία από τους απίστους 27, αλλά κατά την επικρατέστερη δηλώνουν τους πνευματικούς κόπους της Εκκλησίας για την εν Χριστώ αναγέννησι του κόσμου 28. Τέλος, το αρσενικό παιδί που γεννά η γυναίκα αναγνωρίζεται αφ’ ενός βέβαια ως ο ιστορικός Χριστός, τον οποίο ζητούσε να καταβρόχθιση ο Ηρώδης 29, εννοείται όμως ότι είναι και ο μυστικός Χριστός, τον οποίο γεννά η Εκκλησία μέσα στις καρδιές των ανθρώπων 30, κατ' επέκτασιν δε και όλα τα μέλη του Χριστού, τα παιδιά της Εκκλησίας 31. Ωρισμένοι ερμηνευταί υπογραμμίζοντας το χαρακτηριστικό «άρρενα», το οποίο προσδιορίζει πλεοναστικά και εμφατικά τον «υιόν» που «έτεκεν» η γυναίκα, σχολιάζουν ότι φανερώνει «τους χαρακτήρας και την εκτύπωσιν και αρρενωπίαν ειλικρινώς του Χριστού», που προσλαμβάνουν όσοι βαπτίζονται 32 η ακόμη και το λαό του Θεού που είναι ανδρείος, απαλλαγμένος από τα γυναικεία πάθη 33. Άλλοι εννοούν ότι το αρσενικό δηλώνει το νικητή κατά του διαβόλου ο οποίος πολεμά τη γυναίκα 34.

Η αρπαγή του τέκνου θεωρείται ως υπόδειξι ότι το τέκνο Χριστός είναι βασιλιάς επουράνιος και όχι επίγειος 35 και ως υπαινιγμός στην ανάληψι του Χριστού, η οποία ισχύει και για την Εκκλησία με την έννοια ότι τα μέλη του Χριστού βρίσκονται όπου και η κεφαλή τους 36. Η έρημος, όπου κατέφυγε η Γυναίκα και ο τόπος που της έχει ετοιμάσει ο Θεός δηλώνει αυτό τον κόσμο κι αυτή τη ζωή, όπου υπάρχουν σκορπιοί και φίδια, αλλά δεν μπορούν να βλάψουν την Εκκλησία (παράβαλλε Λκ. 10,19) 37. Οι δύο δε «πτέρυγες του αετού του μεγάλου», που δόθηκαν στη Γυναίκα για να σωθή, κατά τον Ιππόλυτο συμβολίζουν την πίστι στον Ιησού Χριστό, που άπλωσε τα δύο του χέρια πάνω στο σταυρό σαν φτερούγες «προσκαλούμενος πάντας τους εις αυτόν πιστεύοντας και σκεπάζων 'ως όρνις νεοσσούς'» 38, κατά άλλους τις δύο Διαθήκες της Εκκλησίας, οι οποίες την ασφαλίζουν 39 ή τους δύο Προφήτες που κατά το Απ. 11/ια εμφανίζονται στους έσχατους χρόνους, στον ένα από τους οποίους αναγνωρίζουν τον Ηλία 40. Ως ποταμός εννοείται ο διωγμός 41, ενώ ως γη που βοήθησε τη Γυναίκα καταπίνοντας τον ποταμό, εννοείται η χώρα των αγίων, οι άγιοι, που με τις προσευχές τους φυλάγουν την Εκκλησία από τους εχθρούς της 42 ή ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο οποίος μεσιτεύει για μας και έχει καταπιεί το θάνατο 43.

β) Ότι πρόκειται για την αρχαία Εκκλησία, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, πρότειναν ελάχιστοι συγγραφείς. Ο Βικτωρίνος, Επίσκοπος του Πεττώ (πέθανε γύρω στο 304 μ. Χ.), στο υπόμνημά του στην Αποκάλυψι, το οποίο είναι το αρχαιότερο λατινικό υπόμνημα που γνωρίζουμε 44. Ο Ιερώνυμος (340-420 μ. Χ.), στην αναθεώρησι του υπομνήματος του Βικτωρίνου 45, το οποίο επεξεργάσθηκε έτσι ώστε να δικαιούται να εκληφθή ως αυθεντικό έργο του Ιερωνύμου 46. Ως προς το Απ. 12 όμως, ο Ιερώνυμος δεν επέφερε πολλές αλλαγές στην ερμηνεία του Βικτωρίνου. Ο Αυγουστίνος, Επίσκοπος Ιππώνος (354-430 μ. Χ.), ερμηνεύοντας τον 142 ψαλμό αναφέρεται στο Απ. 12 με αφορμή τη γέννησι του Κυρίου από Παρθένο 47. Ο Beatus de Liebana, βενεδικτίνος ηγούμενος του Valcavado στην Ισπανία (πέθανε το 798 μ. Χ.), στο υπόμνημα του στην Αποκάλυψι, το οποίο έγραψε το 786 κατά την τάξι μιας catena 48.

Σύμφωνα μ' αυτή την άποψι η Γυναίκα συμβολίζει την αρχαία Εκκλησία των πατέρων και των Προφητών και των Αποστόλων. Αυτοί, σαν τη γυναίκα που ωδίνει τους πόνους του τοκετού, δοκίμασαν τις ωδίνες του πόθου για τον Μεσσία, κραύγασαν τη λαχτάρα τους να τον αποκτήσουν και βασανίσθηκαν από την επιθυμία της απαντοχής του. Τελικά ο Ισραήλ του Θεού γέννησε τον Χριστό και στη συνέχεια ο Χριστός με την Εκκλησία του γεννά τα μέλη του, τους πιστούς. Στην εν λόγω άποψι κυρίαρχη είναι η ερμηνεία του Βικτωρίνου, η οποία ουσιαστικά και επαναλαμβάνεται από τους υπόλοιπους ερμηνευτάς 49.

Ειδικώτερα, ο ήλιος δηλώνει κατά τον Βικτωρίνο την ελπίδα της αναστάσεως και τη δόξα της ανταμοιβής. Η σελήνη τους αγίους, οι οποίοι και αυτοί πεθαίνουν, αλλά έχουν την ελπίδα της αναστάσεως όπως το φως της σελήνης στο σκοτάδι το στεφάνι με τους δώδεκα αστέρες το χορό των κατά σάρκα προπατόρων του Χριστού. Το τέκνο, βέβαια, είναι ο Χριστός, τον οποίο δεν μπορεί να καταφάη ο δράκων, διότι αναστήθηκε την τρίτη ήμερα. Για τη φυγή της Γυναίκας στην έρημο ο Βικτωρίνος έχει τη γνώμη ότι υποδηλώνει τη σωτηρία της καθολικής Εκκλησίας κατά τις έσχατες ημέρες. Η αρπαγή του τέκνου αναφέρεται στην ανάληψι του Χριστού, οι δύο πτέρυγες του αετού είναι οι δύο Προφήτες των εσχάτων χρόνων, ο Ηλίας κι ο άλλος που έρχεται μαζί του. Ο ποταμός συμβολίζει το λαό, ο οποίος κατά διαταγή του όφεως καταδιώκει την Εκκλησία, ενώ ότι η γη κατάπιε τον ποταμό σημαίνει την τιμωρία των διωκτών. Δεν παραλείπει όμως ο Βικτωρίνος να σημείωση ότι όλα τα σημαινόμενα δεν ανήκουν στην ίδια χρονική περίοδο 50.

Με ιδιάζοντα τρόπο εκφέρει την ίδια ερμηνεία ο Αυγουστίνος. Η γυναίκα είναι η αρχαία πόλι του Θεού, που έχει την αρχή της στον Άβελ και καλείται Ιερουσαλήμ και Σιών. Ο ήλιος, με τον οποίο είναι ντυμένη, και ο υιός που γέννησε είναι ο Χριστός, ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο οποίος και ίδρυσε τη Σιών και γεννήθηκε στη Σιών 51. Η σελήνη κάτω από τα πόδια της γυναίκας δηλώνει τη θνητότητα της σάρκας που ακμάζει και παρακμάζει και την οποία η πολιτεία του Θεού καταπατά με την αρετή. Η δε έρημος συμβολίζει την παρθενική γέννησι του Χριστού, καθ' όσον μόνο ο Χριστός γεννήθηκε με τέτοιο τρόπο, δηλαδή από Παρθένο 52.

Διατυπώθηκε η γνώμη ότι ο Αυγουστίνος ως γυναίκα του Απ. 12 θεωρεί μόνο τον Ισραήλ της Παλαιάς Διαθήκης 53. Από τη μελέτη όμως του γενικού έργου του «De Civitate Dei» συνάγεται ότι ο ιερός πατέρας προσδιορίζει μία μόνο πολιτεία του Θεού, στην οποία συγκαταλέγει το λαό της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης ομού 54.

γ) Ότι πρόκειται για την Παρθένο Μητέρα του Κυρίου (δες και 1ο μέρος), μας υποστηρίχθηκε πριν από την εποχή του Μεθοδίου ακόμη (312 μ. Χ.), όπως συμπεραίνουμε από πληροφορία του Ανδρέα Καισαρείας, ο οποίος γράφει ότι ο Μεθόδιος αντιτάχθηκε σ' αυτή την ερμηνεία υποστηρίζοντας τη δική του 55.

Δεν γνωρίζουμε ποιοι είχαν την εν λόγω θέσι, αλλά από την πολεμική του Μεθοδίου φαίνεται ότι θα ήταν άνθρωποι με κύρος και αρκετοί θα συμμερίζονταν τη γνώμη τους. Αργότερα, τον 9ο αι. μ. Χ., συναντούμε πάλι αυτή την ερμηνεία στον Αρέθα, ο οποίος στο υπόμνημά του στην Αποκάλυψι, ενώ αναφέρει και την Εκκλησία και την Παρθένο ως εξ ίσου δυνατές ερμηνείες, είναι φανερό ότι προτιμά τη δεύτερη 56. Την ασπάζονται επίσης οι έξης: Ο Επιφάνειος, Επίσκοπος Σαλαμίνος Κύπρου (4ος αι. μ. Χ.), στο έργο του «Πανάριον» συζητώντας το ζήτημα του θανάτου της Παρθένου Μαρίας 57. Ο Εφραίμ ο Σύρος (4ος αι. μ. Χ.), ο οποίος σε ύμνους του για τη γέννησι του Κυρίου υπαινίσσεται μνεία του Απ. 12 58. Ο Οικουμένιος, λόγιος, στενά συνδεδεμένος με το μονοφυσίτη Σεβήρο από την Αντιόχεια (πρώτο μισό του 6ου αι. μ. Χ.), στο υπόμνημα του στην Αποκάλυψι, το οποίο χρησιμοποίησε κατά πολύ ο Ανδρέας Καισαρείας 59. Ο «Επιφάνειος» (6ος ή 7ος αι. μ. Χ.) σε μία ομιλία του, όπου εγκωμιάζει την Παρθένο 60.

Η εν λόγω ερμηνεία εκτίθεται πλήρως από τον Οικουμένιο, ο οποίος μάλιστα και την κατοχυρώνει θεωρητικά επιστρατεύοντας λόγους ειρμού και συνάφειας. Εξηγεί δηλαδή ότι, προκειμένου η οπτασία να διαγράψη «τελεώτερον» τα του αντίχριστου, χρειάζεται να μνημόνευση την ενανθρώπησι του Κυρίου, εφ’ όσον αυτή υπήρξε η αιτία για να προχειρίση ο σατανάς τον αντίχριστο. Αρχή δε της ενανθρωπήσεως του Κυρίου είναι η κατά σάρκα σύλληψί του και η γέννησι, όθεν αρχίζει από αυτά «και την Θεοτόκον ημίν ζωγραφεί» 61. Η Μητέρα του Χριστού παρουσιάζεται «εν τω ουρανώ», διότι είναι καθαρή στην ψυχή και στο σώμα. Είναι ισάγγελος, ουρανοπολίτις, διότι χώρεσε τον Θεό που επαναπαύεται στον ουρανό και διότι δεν έχει τίποτε κοινό με τη γη και τα κακά της, αλλά είναι όλη υψηλή και άξια του Ουρανού, παρ' όλο που έχει τη φύσιν μας και την ουσία μας. Τις κραυγές και τις ωδίνες του τοκετού της δεν πρέπει να τα εννοήσουμε κυριολεκτικά, αλλά μεταφορικά, ως την αθυμία και λύπη που θα αισθάνθηκε η Παρθένος έναντι του μνηστήρα της Ιωσήφ από το γεγονός ότι βρέθηκε να κυοφορή εν αγνοία του. Το τέκνο είναι οπωσδήποτε ο ιστορικός και προσωπικός Χριστός, ο δε ποταμός κατανοείται ως η δοκιμασία που υπέστη η Παναγία Μητέρα στο θάνατο του Υιού της.

Ο Αρέθας εξηγεί επί πλέον συγκεκριμένα τις συμβολικές αντιστοιχίες του οράματος: «Αλλά και το περιβεβλήσθαι τον ήλιον, το εσκέπασθαι την αγίαν Παρθένον τω ηλίω τω νοητώ, ήτοι τω Χριστώ, δυνάμεθα υπολαβείν, και την σελήνην την κατά νόμον λατρείαν άτε υποβιβασθείσαν και παρά πολύ μείονα εαυτής γενομένην τω ευαγγελικώ κινηθείσαν πνεύματι» 62. Η εικόνα της σωτηρίας της γυναίκας από το δράκοντα με τη βοήθεια δύο πτερύγων είναι η μόνη που μνημονεύεται από τον επιφάνεια για να διατύπωση απλώς διστακτικά την υπόθεσι ότι δυνατόν να εκπληρώνεται στην Παναγία και στο θάνατό της 63. Όσο για τον Εφραίμ και τον «Επιφάνειο», αναφέρονται στην ενανθρώπησι χρησιμοποιώντας απλώς το λεκτικό του Απ. 12, χωρίς συγκεκριμένη παραπομπή 64.

Η άποψι ότι η γυναίκα είναι η Παρθένος Μαρία εκφράζεται εξ άλλου, από ωρισμένες αγιογραφίες της Παναγίας στην Εκκλησία της Ανατολής, οι οποίες παρουσιάζουν τη σκηνή με το δράκοντα 65

Την ιστορική ερμηνεία ειδικά για τον τοκετό της γυναίκας απέρριψε έντονα ο Μεθόδιος προβάλλοντας δύο λόγους: Πρώτον, το μυστήριο της ενανθρωπήσεως είχε ήδη εκπληρωθή πολύ πριν γραφή η Αποκάλυψι, ώστε να χρειάζεται να προφητευθή από τον Ιωάννη, ο οποίος «περί παρόντων και μελλόντων θεσμωδεί». Δεύτερον, η αρπαγή του τέκνου στο θρόνο του Θεού αμέσως μετά τη γέννησί του δεν συμφωνεί με τα περιστατικά της γεννήσεως του Ιησού 66. Αργότερα, ο Πριμάσιος διετύπωσε μία άλλη ένστασι για την αναφορά στον τοκετό της Παναγίας: «δεν είναι δυνατόν να πιστέψουμε», σημειώνει, «ότι η μακαρία Μαρία είχε ωδίνες, διότι γνωρίζουμε ότι δεν είχε προξενήσει σε κανένα κατά τη σύλληψι το αμάρτημα της ηδονής» 67. Μεταγενέστερα αυτή η άποψι ευδοκίμησε πολύ στη θεολογία των ρωμαιοκαθολικών συγγραφέων 68. Εν τούτοις, δεν είναι απαραίτητο να εκλάβουμε τις ωδίνες της γυναίκας στο Απ. 12 ως τις φυσικές ωδίνες του τοκετού της Μαρίας. Είναι ερμηνευτικός κανόνας ότι η Αποκάλυψι χρησιμοποιεί φυσικά και ιστορικά δεδομένα για να σημάνη υπερφυσικά και πνευματικά γεγονότα. Η αντιστοιχία όμως των γνωστών στα άγνωστα, των ορατών στα αόρατα δεν είναι απαραίτητο να ισχύη ως προς τα επί μέρους στοιχεία, αλλά ως προς το κύριο και νοηματικό συστατικό της εικόνος που χρησιμοποιείται και του θέματος που συμβολίζει 69. Περιγράφοντας ο Ιωάννης τον τοκετό της γυναίκας ασφαλώς θα μιλήση και για τους πόνους που αποτελούν στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ γι' αυτό το ανθρώπινο περιστατικό, όχι όμως και σημείο που ενδιαφέρει για το γεγονός που θέλει να σημάνη. Κάλλιστα μπορεί να εννοή συγκεκριμένα τον τοκετό της Παρθένου, να μην αναφέρεται όμως ειδικά στα καθ' έκαστα του αγίου εκείνου τοκετού, να μην ενδιαφέρεται να πληροφόρηση αν η Θεοτόκος πονούσε και πόσο πονούσε, αλλά απλώς να ζητά να δηλώση ότι πρόκειται για τοκετό περιγράφοντάς τον με τα φυσιολογικά του γνωρίσματα. Επομένως οι ωδίνες της γυναίκας στο Απ. 12 δεν επιτρέπεται να καθίστανται καθοριστικό σημείο για οποιαδήποτε ερμηνεία.

δ) Ότι πρόκειται για τη Θεοτόκο Μαρία, αλλά και για την Εκκλησία του Χριστού ή μάλλον για τη Θεοτόκο Μαρία ως σύμβολο και αρχέτυπο της Εκκλησίας του Χριστού υποστηρίζεται με το συλλογισμό ότι ο Χριστός μπορεί να θεωρηθή και ως κεφαλή (ο ιστορικός και προσωπικός Χριστός) και ως μέλη (η Εκκλησία) και ότι είναι εύκολη και δυνατή η μετάβασι από το είδος (Παρθένος) στο γένος (Εκκλησία).

Ο συλλογισμός αυτός συνιστά τον τέταρτο κανόνα ερμηνείας της αγίας Γραφής από τους επτά που συνέθεσε ο Τυχώνιος και εφαρμόζεται εν μέρει στις άλλες ερμηνείες που αφορούν στην Εκκλησία, πλήρως όμως ισχύει στην προκειμένη περίπτωσι 70. Με αυτόν διασαφηνίζεται η θεόπνευστη τακτική της Αποκαλύψεως την οποία ήδη μνημόνευσα στο ζήτημα των φυσικών ωδίνων και εναρμονίζεται η ιστορική με τη συμβολική ερμηνεία.

Έτσι ερμηνεύουν οι έξης: Ο Quodvultdeus, Επίσκοπος της Καρθαγένης (πέθανε γύρω στο 453 μ. Χ.), στενός φίλος και πιστός μαθητής του Αυγουστίνου, στο έργο De Symbolo, το οποίο ο Migne παραθέτει ως έργο του Αυγουστίνου, αλλά γενικά θεωρείται σήμερα ότι είναι σύγγραμμα του Quodvultdeus 71. Επίσης ο Κασσιόδωρος, μοναχός στην Καλαβρία (πέθανε το 583 μ. Χ.), σε ερμηνευτικό του έργο στην Αποκάλυψι 72. Ο Αμβρόσιος Autpert, βενεδικτίνος μοναχός στο Benevento της Ιταλίας (πέθανε το 784 μ. Χ.), στο υπόμνημά του στην Αποκάλυψι, που έγραψε το 772 και στο οποίο συμπεριλαμβάνει όλες τις μέχρι τότε διαθέσιμες ερμηνείες της Αποκαλύψεως στη λατινική γλώσσα 73. Ο Αλκουΐνος, σύμβουλος του Καρλομάγνου (735-804 μ. Χ.), στην ερμηνεία του στην Αποκάλυψι, για τη γνησιότητα της οποίας όμως υπάρχουν αμφιβολίες 74.

Οι συγγραφείς αυτοί εφαρμόζουν σαφώς τον τέταρτο κανόνα του Τυχωνίου, καθ' όσον μάλιστα ως επί το πλείστον τα έργα τους είναι μία αναπαραγωγή και επανάληψι του έργου του Τυχωνίου και του Πριμασίου, ο οποίος, τον διασώζει. Αξιοσημείωτη είναι μία σημείωσι του Quodvultdeus, ότι η προκειμένη ερμηνεία δεν ήταν άγνωστη στους Χριστιανούς της εποχής του και ήταν αποδεκτή ήδη από τον 5ο αι. μ. Χ. τουλάχιστον στην Εκκλησία της Αφρικής 75. Χαρακτηριστικά και αντιπροσωπευτικά για την αντίληψι αυτής της απόψεως είναι τα σχόλια του Αμβροσίου Autpert, τα οποία παραθέτω:

«Και επειδή συνήθως το γένος βρίσκεται στο είδος, η μακαρία και αγία Παρθένος σ' αυτό το χωρίο αντιπροσωπεύει το πρόσωπο της Εκκλησίας, που καθημερινά γεννά νέους λαούς, από τους οποίους αποτελείται το όλο σώμα του Μεσίτου. Έτσι δεν είναι παράξενο, αν προτυπώνη την εικόνα της Εκκλησίας, στης οποίας τη μακαριά κοιλία η ίδια Εκκλησία άξιζε να ενωθή με τον αρχηγό της. Διότι επίσης στα λόγια που ακολουθούν περιγράφονται πράγματα που κατά γράμμα δεν μπορούν να αρμόζουν ειδικά στη μακαρία Παρθένο, αλλά που ταιριάζουν στην Εκκλησία των εκλεκτών γενικά κατά τη μυστική αφήγηση… Είτε πούμε ότι η Παρθένος και μητέρα Μαρία γέννησε τον Χριστό είτε ότι το κάνει η παρθένος και μητέρα Εκκλησία, σε κάθε περίπτωσι δεν είμαστε μακριά από την αλήθεια. Η Μαρία γέννησε την Κεφαλή, η Εκκλησία γεννά τα μέλη της Κεφαλής 76. Το τέκνο είναι ο Χριστός και ως κεφαλή και ως μέλη. Ωδίνες δε είναι τα παθήματα που υφίσταται η Εκκλησία, μέχρις ότου γεννηθή ο Χριστός σε πλήρες ανάστημα 77

 ***

Θεωρώντας γενικά και σταθμίζοντας συγκριτικά τις παραπάνω ερμηνείες παρατηρούμε ότι οι μεν Έλληνες της Ανατολής πρότειναν ότι η Γυναίκα απεικονίζει το σώμα της Εκκλησίας ή το πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας, οι δε δυτικοί συγγραφείς πρότειναν ότι η Γυναίκα συμβολίζει ή το σώμα της Εκκλησίας ως παλαιό και νέο Ισραήλ ή το σώμα της Εκκλησίας ομού με το πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας.

Οι γνώμες των πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων μας καθοδηγούν και μας οδηγούν σε μία πληρέστερη κατανόησι του οράματος της Γυναίκας. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης στο κέντρο της αποκαλύψεώς του θεάται το κεντρικό θέμα του βιβλίου του, την Εκκλησία του Χριστού. Χρειάζεται γι' αυτήν μία εικόνα, με την οποία ο Θεός θα του δείξη την ιστορία της, την νυν και την αεί, χρειάζεται ένα «σημείον» με το οποίο θα του «σημάνη» τα μηνύματά του (Απ. 1,1). Και βλέπει μπροστά του μία μορφή πολύ γνωστή του, σεβαστή και ιερή, τη Μητέρα του Κυρίου του.

Η Θεοτόκος αποτελεί το απόσταγμα του εκλεκτού καταλοίπου, του λαού του Θεού, αλλά και τη ρίζα, τη μαγιά του νέου Ισραήλ, της Εκκλησίας.

Από το εκλεκτό κατάλοιπο του Ισραήλ γεννήθηκε η Μαρία. Από το σπέρμα της Παρθένου Μαρίας άνευ ανδρός εκ Πνεύματος αγίου γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός. Από την πλευρά του Ιησού με την ανάστασι και την επιφοίτησι του αγίου Πνεύματος γεννήθηκε η Εκκλησία. Η πρώτη τέλεια υπόστασι της Εκκλησίας είναι η Θεοτόκος. Στο πρόσωπό της έχουμε το επιτυχημένο πείραμα του Θεού για τη νέα δημιουργία και συγχρόνως την αντιπροσωπευτική και θριαμβευτική μορφή της Εκκλησίας.

Έτσι ο Ιωάννης στην Αποκάλυψι χωρίς ν' αναφέρη ούτε μία φορά το όνομα της Παρθένου Μαρίας κάνει τη σπουδαιότερη και ωραιότερη μνεία της Παναγίας: την προβάλλει στο κέντρο των οράσεών του και την ταυτίζει με την Εκκλησία.

 

THE WOMAN OF THE REVELATION Ch. 12 ACCORDING TO THE INTERPRETATION OF THE FIRST EIGHT CENTURIES

Summary

Re ch. 12 refers to a woman «clothed the sun» who is presented as a «great miracle» in the eyes of John the evagelist. Scholars from the ancient times until our age studied in Revelation the person of the Woman and they gave several interpretations. It is important and useful for our subject to have in mind the interpretations that ancient interpreters, Greek and Latin, gave during the first eight centuries because they are a reliable contribution and because they have already set out all the probable suggestions. These were simbly repeated by others later so that we have in them the whole course of its interpretation.

There are four main aspects about the point in view.

a) The Woman represents the Church of Christ. Those who accept this view are Hippolytus, Methodius, «Cyprianus», Tyconius, «Augustinus», Primasius, Gregory Magnus, Paterius, Alulfus, Andrew bishop of Caesaria, Beda.

b) The Woman is a symbol of the ancient Church, the Church of Old Testament and New Testament. In favour of this view are Victorinus, Hieronymus, Augustinus, Beatus.

c) The Woman is Virgin Mary, the Mother of our Lord. This is what early interpreters believe who are implied anonymously by Methodius. Also this is accepted by Epiphanius, Efraim Syrus, Oecumenius who lived in 6th c, «Epiphanius» and Arethas.

d) The Woman is Virgin Mary and the Church of Christ as well. This is the interpretation of Quodvultdeus bishop of Carthage, Cassiodorus, Ambrosius Autpert, Alcuinus.

To my personal thesis leads the meaning of the whole Book of Revelation which has as its central theme the history of the Church. John the evagelist, in ch 12, in the heart of his book, presents the church of Christ by using as a picture of her, according to the symbolic manner of the book, the person of the Virgin Mother of our Lord. The Woman of Re 12 is the Church that has as its symbol Virgin Mary.

 

Σημειώσεις


Σημ. Μέσα σε εισαγωγικά θέτω τα ονόματα των συγγραφέων, στους όποιους αποδίδονται έργα που η έρευνα αμφισβητεί τη γνησιότητα τους.

1. Η εισήγησι δημοσιεύθηκε στον τόμο των Πρακτικών Θεολογικού Συνεδρίου της Ι. Μ. Θεσσαλονίκης εις τιμήν της υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, Θεσσαλονίκη 1991. Σ. Ν. Σάκκου, Η γυνή η περιβεβλημένη τον ήλιον (Απ. 12,1 και εξής), σσ 349-366.

2. Υπαινιγμούς στο Απ. 12 αναγνωρίζουν μερικοί ερμηνευταί στο έργο «Ποιμήν του Ερμά» (Όρ. 4,1,1-10. 4,2,1), καθώς και από τους Ιγνάτιο (Εφ. 19,1) και Κλήμη Αλεξανδρέα (Παιδαγ. 1,6,41-42). Πρόκειται όμως απλώς για υπαινιγμούς με αμφισβητήσιμη μαρτυρική αξία.

3. Βλ. Σ. Ν. Σάκκου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, εκδ. 2α, Θεσσαλονίκη 1984, σσ 40-41.

4. Βλ. Π. Μπρατσιώτου, Η Αποκάλυψις του Ιωάννου, Αθήναι 1950, σσ 41-42.

5. Ιππολύτου, Επισκόπου Ρώμης, Απόδειξις περί Χριστού και αντίχριστου, PG 10,725-788.

6. Μεθοδίου, Επισκόπου Πατάρων, Συμπόσιον των δέκα παρθένων ή περί αγνείας, PG 18,28-220.

7. Anonymi, Tractatus, Ad Novatianum haereticum, PL 3,1205-1218. Ο Migne εκδίδει το έργο ως πραγματεία ανωνύμου συγγραφέως, αλλά στα προλεγόμενα λέγεται από τον D. Lumper ότι κατά κοινή αποδοχή συγγραφέας είναι κάποιος σύγχρονος και ομότροπος του Κυπριανού.

8. Tyconii Afri, Fragm. commentarium in Apoc. (ex Cod. Taur EIV, 1, olim Bohiens. 62), Spicilegium Cassiense ΙΙΙ,Ι (1897), 261-331. Η έκδοσι είναι δυσεύρετη, όθεν χρησιμοποιώ το κείμενο όπως το παραθέτει ο Β. J. Le Frois στη μονογραφία του για το Απ 12, The Woman Clothed with the Sun, Roma 1954. Ο Migne εκδίδει τα Fragmenta, Commentarii in Apocalypsim του Τυχωνίου στο PLS 1,621-652.

9. In B. Joannis Apocalypsim expositio, PL 35,2417-2452. Ο Migne παραθέτει το έργο ως Appendix στα έργα του Αυγουστίνου, χωρίς να καθορίζη το συγγραφέα. Στα εισαγωγικά (admonitio) του έργου λέγεται ότι γέμει από λόγους του Βικτωρίνου κατ' εξοχήν αλλά και του Πριμάσιου και του Βέδα.

10. Primasii, Adrumetani episc, Commentariorum super Apocalypsim B. Joannis, Libri 15, PL 68,795-936.

11. S. Gregorii Magni, Moralium Libri sive Expositio in B. Job. PL 75,527-76,782.

12. S. Paterii, De testimoniis in Apocalypsim S. Joannis apostoli, PL 79,1107-1121,

13. Alulfi, Expositio super Apocalypsim B. Joannis apostoli, PL 79,1397-1424.

14. Ανδρέου, Επισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας, Ερμηνεία εις την Αποκάλυψιν, PG 106,216-457.

15. Bedae Venerabilis, Explanatio Apocalypsis, PL 93,133-206.

16. Τυχωνίου, Spicilegium Cassiense III, 1,326: «In mulierem Ecclesiam significavit quae Christum solem justitiae in baptismi purificatione se induit». Τον ήλιο της δικαιοσύνης Χριστό ντύνεται η Εκκλησία, κατά τον Τυχώνιο, με τον αγνισμό του βαπτίσματος. Πριμάσιος, PL 68,872 CD. Ανδρέας, PG 106,320D. Βέδας, PL 93,165D166A.

17. Ιππολύτου, Περί του αντίχριστου LXI, PG 10,780Β781Α: «Την μεν ουν 'γυναίκα την περιβεβλημένην τον ήλιον' σαφέστατα την Εκκλησίαν εδήλωσεν ενδεδυμένην τον Λόγον τον Πατρώον υπέρ ήλιον λάμποντα». Μεθοδίου, Συμπόσιον, Η', V, PG 18,145Β-148Α. «δεχόμενη τε (η Εκκλησία) το φως το ανέσπερον, την λαμπρότητα στολής σχήματι περιβεβλημένη του Λόγου, ήδεται».

18. «Αυγουστίνος», PL 35,2434. «Sole autem amicta spem resurrectionis significat, διότι έχει γραφή 'Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του Πατρός αυτών' (Μτθ 13,43)».

19. Μ. Γρηγόριος, έ. α. «In sole enim illustratio veritatis». Το ίδιο επαναλαμβάνουν και οι μαθηταί του Πατέριος, PL 79,1114A και Alulfus, PL 79,1410D.

20. Ιππόλυτος, έ. α.

21. Την περίεργη αυτή δοξασία αναφέρει ο Μεθόδιος, Συμπόσιον, Η', VI, PG 18,148ΑΒC: «Σελήνην, ως ηγούμαι, τροπικώς την πίστιν των αποκαθαιρομένων την φθοράν τω λουτρώ λέγων, δια το προσεοικέναι το φως αυτής μάλλον ύδατι χλιαρώ και πάσαν εξ αυτής ηρτήσθαι την υγράν ουσίαν. Εφέστηκεν ουν επί της πίστεως και προσλήψεως ημών η Εκκλησία κατά την της σελήνης σύνοψιν, μέχριπερ αν 'εισέλθη το πλήρωμα των εθνών'… Όθεν εξ ανάγκης αυτήν εφεστάναι δει τω λουτρώ τους λουομένους γεννώσαν τούτω γαρ και σελήνη κέκληται τω τρόπω η περί το λουτρόν αυτής ενέργεια, επειδή νέον σέλας ανανεασθέντες οι αναγεννώμενοι λάμπουσιν, ο εστί νέον φως, όθεν και νεοφώτιστοι καλούνται περιφραστικώς, την πνευματικήν αυτοίς πανσέληνον κατά την περίοδον του πάθους και την ανάμνησιν νέαν αεί παραφαινούσης, έστ' αν η αυγή και το φως το τέλειον ανατείλη της μεγάλης ημέρας».

22. «Αυγουστίνος», έ. α. • «Ecclesiam dicit, partem suam, id est, homines fictos et malos Christianos sud pedius habere». Ακριβώς αποδίδει ο Le Frois το «fictos» ως «lying»= ψευδόμενους, ψεύτες (μν. έ., 25).

23. Ανδρέας, έ. α.: «την ως σελήνην αλλοιουμένην κοσμικήν ζωήν υπό τους πόδας κέκτηται». Μ. Γρηγόριος, έ. α. «In luna autem, quae menstruis suppletionibus deficit, mutabilitas temporalitatis accipitur». Η αγία, λοιπόν, Εκκλησία, η οποία καλύπτεται με τη λάμψι του επουρανίου φωτός, ωσάν να ντύνεται με τον ήλιο, επειδή παραβλέπει πράγματι όλα τα πρόσκαιρα, καταπατά τη σελήνη κάτω από τα πόδια της. Το ίδιο Πατέριος, έ. α., και Alulfus, έ. α.

24. Βέδας, έ. α.: «Ecclesia Christi lumine cincta, gloriam calcat temporalem. Λέει: Ανατελεί εν ταις ημέραις αυτού δικαιοσύνη και πλήθος ειρήνης, έως ου ανταναιρεθή η σελήνη (Ψαλμ. 71,7). Δηλαδή, η αφθονία της ειρήνης τόσο θα αυξηθή, έως ότου αναλώση κάθε μεταβλητό της θνητής φύσεως, όταν 'έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος' (Α' Κορ. 15,25)».

25. Ανδρέας, έ. α.: «Και γαρ νομικόν φως της νυκτοφαούς σελήνης… ». Ο ιουδαϊκός νόμος παρουσιάζεται να φωτίζη την πνευματική νύχτα ως σελήνη μέχρι να έλθη ο ήλιος του ευαγγελίου.

26. Ιππόλυτος, έ. α. Τυχώνιος, έ. α. «Stellae 12 apostolos designavit quos Christus 12 tribus Israel in capite Ecclesiae suae velut coronam imposuit». «Αυγουστίνος», έ. α. Πριμάσιος, PL 68,873A. Βέδας, PL 93,166A, όπου μάλιστα διακρίνει ότι με το όνομα κεφαλή δυνατόν να δηλώνεται είτε ο Χριστός είτε το ίδιο το θεμέλιο της Εκκλησίας.

27. Ιππόλυτος, έ. α.

28. Μεθόδιος, έ. α. Τυχώνιος, έ. α., 327 «In utero clamat… i. e. ut praedecatione sua gentium congregaret rudimenta. Cruciatur in partu donec aut multitudo gentium congregaretur, aut de gremio eius hypocritae excludantur». «Αυγουστίνος», έ. α., και Πριμάσιος, έ. α., οι οποίοι υπογραμμίζουν ότι η Εκκλησία γεννά καθημερινά και ακατάπαυστα. Ανδρέας, PG 106,321Α. Βέδας, έ. α., διευκρινίζοντας ότι «η Εκκλησία πνευματικά και αυτούς που ωδίνει γεννά και τους ήδη γεννημένους δεν παύει να ωδίνη». Επικαλούνται δε οι πατέρες το σχετικό χωρίο του απ. Παύλου Γαλ. 4,19 (Πριμάσιος, Ανδρέας, Βέδας).

29. Τυχώνιος, έ. α., 328 «Aliud signum… contrarietatem ipsius diaboli designabit, qui Herodem livoris incendio inflammaverat ut Christum occideret». Πριμάσιος, PL 68,874A, ο οποίος χαρακτηριστικά διαχωρίζει τους πόνους του τοκετού από την παρθένο Μαρία" «excepto cruciatu, quem in partu Β. Mariam non est credendum habuisse».

30. Ιππόλυτος, έ. α. Βέδας, PL 93,166D.

31. Ο Μεθόδιος, Συμπόσιον, Η', VII, PG 18,148C-149B, απορρίπτοντας απολύτως την εκδοχή να εννοήται ο ιστορικός Χριστός: «Ανάγκη ομολογείν δη και σε την Εκκλησίαν είναι την ωδίνουσαν και γεννώσαν τους απολυτρουμένους». Τυχώνιος, έ. α. «Semper draco in caelo per caelestia quaerit devorare nascentem qui natus est ad Deum atque ad eius rapitur sedem. Omnis itaque Christianus hoc patitur quod caputest passus, qui post tertia die erat in gloria resurrecturus». «Αυγουστίνος», έ. α. Πριμάσιος, PL 68,873AB. Ανδρέας, PG 106, 324B. Βέδας, PL 93,166AB.

32. Μεθοδίου, Συμπόσιον, Η', VIII, PG 18,149BC.

33. Μεθόδιος, έ. α. VII, PG 18,149B «Τίνα εξέφυγεν ή πάντως τον δράκοντα, ίνα γέννηση τον λαόν η νοητή Σιών τον άρσενα, τον των γυναικείων παθών και της εκλύσεως εις την ενότητα του Κυρίου καταντήσαντα και απαρσενωθέντα τη σπουδή;».

34. «Αυγουστίνος», έ. α. Πριμάσιος, PL 68,873D. Βέδας, PL 93,166D.

35. Ιππόλυτος, έ. α., Βέδας, PL 93,166D-167A.

36. Πριμάσιος, PL 68,874Α, όπου παραπέμπει στα χωρία Εφ. 2,6, Φι. 3,20, Κ'λ 3,1. Βέδας, PL 93,167A.

37. «Αυγουστίνος», PL 35,2434 και 2435. Πριμάσιος, PL 68,874B. 877A. Βέδας, έ. α.

38. Ιππόλυτος, PG 10, 781Β.

39. «Αυγουστίνος», PL 35, 2435. Πριμάσιος, PL 68, 876D-877A. Βέδας, PL 93, 168Β.

40. «Αυγουστίνος», έ. α.

41. «Κυπριανός», PL 3,1215A. «Αυγουστίνος», PL 35,2435. Πριμάσιος, PL 68, 877C. Βέδας, PL 93,168C, ο οποίος κάνει μία ωραία παρατήρηση: «Η Εκκλησία, λοιπόν, όχι μόνο ανυψωμένη με το λόγο του Θεού (σσ. τις δύο φτερούγες των διαθηκών), αλλά και σπρωγμένη από τη βία των διωγμών, σπεύδει να πετάξη από τον κόσμο».

42. «Αυγουστίνος», έ. α. Πριμάσιος, PL 68,877C-878A. Βέδας, έ. α.

43. Πριμάσιος, PL 68,878Α. Επίσης Βέδας, έ. α., με τη διατύπωσι ότι γη αγία είναι η φροντίδα του Κυρίου που καταπίνει το θάνατο.

44. S: Victorini, Scholia in Apocalypsin B. Joannis, PL 5,317-344.

45. Victorinus Petovionensis, Commentarius in Apocalypsim, edito Victorini, recensio Hieronymi cum additamentis, posteriorum, PLS 1,103-172.

46. Βλ. H. L. Ramsay, Le commentaire de l' Apoc. par Beatus, Rev. d' Hist. Litt. Rel. 7(1902) 431, παρατήρησι 2. G. Bardy, Labriolle-Bardy, Hist. I, 320 παράβαλλε J. Haussleiter, έ. α., XXXVI - XLV.

47. Aur. Augustini, Enarratio in Psalmum CXLII, PL 37, 1845-1855.

48. Beatus de Liebana, έκδ. Η. Sanders, παρά Le Frois, μν. έ., σ. 37 ε.

49. Βικτωρίνος, PL 5,335D 336Α• «Mulier amicta sole… antiqua Ecclesia est patrum et prophetarum et sanctorum et apostolorum; quae gemitus et tormenta desiderii sui habuit, usquequo fructum ex plebe sua secundum carnem olim promissum sibi videret Christum ex ipsa gente corpus sumpsisse».

50. Βικτωρίνος, PL 5,336A-337C.

51. Αυτή η άποψι συναντάται και σε ένα άλλο έργο του Αυγουστίνου, στο De Civitate Dei, 1,17, XVI, όπου διαβάζουμε: «Αυτός ο λαός, οι Ισραηλίτες, και κατά σάρκα και στην πίστι, είναι η πόλι του Θεού που γέννησε τον ίδιο τον Χριστό κατά σάρκα, όταν βρισκόταν ανάμεσα σ' αυτούς τους Ισραηλίτες μόνο. Πραγματικά η Παρθένος Μαρία ήταν τέτοια και από αυτήν ο Χριστός πήρε σάρκα για να γίνη άνθρωπος… Πριν ο Χριστός Θεός γίνη άνθρωπος σ' αυτή την πόλι δια της Μαρίας, ο ίδιος την ίδρυσε μέσω των πατριαρχών και των Προφητών».

52. Αυγουστίνος, PL 37,1815-1816.

53. Έτσι ο J. Sickenberger, Die Messiasmutter,. ., TubThQ 126(1946),371.

54. Βλ. Le Frois, μν. ε., 36.

55. Ανδρέας, PG 106,320Α. «Γυναίκα δε περιβεβλημένην τον ήλιον, τινές μεν δι' όλου την (Παναγίαν) Θεοτόκον νενοήκασι, πριν ή γνωσθήναι αυτής τον θείον τόκον παθούσαν τα εχόμενα. Ο δε μέγας Μεθόδιος εις την αγίαν Εκκλησίαν εξέλαβεν, ανάρμοστα τη δεσποτική γεννήσει τα περί αυτής ηγησάμενος».

56. Αρέθα, Επισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας, Συλλογή εξηγήσεων εκ διαφόρων αγίων ανδρών εις την Ιωάννου του ηγαπημένου και ευαγγελιστού Αποκάλυψιν, PG 106, 500-785. Βλ. σσ 660-661.

57. Επιφανείου, Κατά αιρέσεων, Βιβλ. 3,2, αίρ. 78,11, PG 42,716AD.

58. Εφραίμ Σύρου, Hymnus de Nativitate Domini, έκδ. Assemani, Romae 1732-1743.

59. Οικουμενίου, Υπόμνημα εις την Αποκάλυψιν, έκδ. Η. C. Hoskier, The Complete Commentary of Oecomenius on the Apocalypse, University of Michigan Studies, τ. 23 (Ann Arbor 1928). Η ταυτότητα του Οικουμενίου, του ερμηνευτού της Αποκαλύψεως, είναι συζητήσιμη. Ωρισμένοι ισχυρίζονται ότι είναι ο Επίσκοπος Τρίκκης Οικουμένιος, ο οποίος έζησε μεταγενέστερα, το 10ο αι. μ. Χ. Εν τούτοις, η νεώτερη έρευνα ως επί το πλείστον αποδίδει την ερμηνεία της Αποκαλύψεως στον Οικουμένιο, φίλο του μονοφυσίτη Σεβήρου. Βλ. Β. Altaner, Patr. 466. Παράβαλλε RB. 38(1929), 626.

60. «Επιφανείου», Ομιλ. 5, Εγκώμιον εις την αγίαν Θεοτόκον, PG 43,485-501.

61. Οικουμένιος, Η. C. Hoskier, μν. έ., 135.

62. Αρέθας, PG 106,660D.

63. Επιφάνειος, PG 42,716BC: «Εγώ γαρ ου τολμώ λέγειν, αλλά διανοούμενος σιωπήν ασκώ. Τάχα γαρ που και ίχνη εύρομεν της Αγίας εκείνης και μακαριάς, ως ούτε ευρείν εστί τον θάνατον αυτής. Πη μεν γαρ ο Συμεών φάσκει περί αυτής: "Καί σου αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία"… πη δε της Αποκαλύψεως Ιωάννου φασκούσης ότι και έσπευδεν ο δράκων επί την γυναίκα την γεννήσασαν τον άρρενα και εδόθησαν αυτή πτέρυγες αετού και ελήφθη εις την έρημον, όπως αν μη λάβη αυτήν ο δράκων. Τάχα δε δύναται επ' αυτή πληρούσθαι. Ου πάντως δε ορίζομαι τούτο και ου λέγω ότι αθάνατος έμεινεν αλλ' ούτε διαβεβαιούμαι ει τέθνηκεν».

64. Εφραίμ, μν. έ., 17(12)1. 16(11)11. Assemani, II,430D και 429F-430A αντίστοιχα. «Επιφάνειος», PG 43,493CD.

65. Βλ. Μ. James, The Apocalypse in Art, London 1931,74.

66. Μεθοδίου, Συμπόσιον, Η', VII, PG 18,148A-C.

67. Πριμάσιος, PL 68, 874Β.

68. Βλ. Le Frois, μν. έ., σσ 39.

69. Παράβαλλε τα όσα γράφει ο ι. Χρυσόστομος για τις παραβολές του Κυρίου: «ου χρη πάντα τα εν ταις παραβολαίς κατά λέξιν περιεργάζεσθαι, αλλά τον σκοπόν μαθόντας, δι' ον συνετέθη, τούτον δρέπεσθαι, και μηδέν πολυπραγμονείν περαιτέρω» (PG 58,613).

70. Tyconii Afri, Liber de septem regulis, PL 38, 15-66. Ο τέταρτος κανόνας βρίσκεται στις στήλες 33-46 και παρατίθεται επίσης από τον ι. Αυγουστίνο στο έργο του De Doctrina Christiana, βιβλ. 3, PL 34,83-86. Γράφει ο Τυχώνιος: «Το Πνεύμα… συχνά περικλείει το γένος στο είδος ή το είδος στο γένος… Τουτέστιν, ενώ μιλά για το είδος, μεταβαίνει στο γένος κατά τέτοιο τρόπο που η μετάβασι δεν φαίνεται αμέσως καθαρή, αλλά μεταβαίνοντας θέτει τέτοιες λέξεις που ταιριάζουν και στα δύο (γένος και είδος) μέχρις ότου προοδευτικά προχωρεί πέρα από το μέτρο του είδους και η μετάβασι διασαφηνίζεται, αφού ό,τι άρχισε με το είδος δεν ταιριάζει (τώρα) παρά μόνο στο γένος. Και κατά τον ίδιο τρόπο αφήνει το γένος επιστρέφοντας στο είδος» (PL 38,34A).

71. Aur. Augustini, Hipponensis episcopi, De Symbolo, Ad Catechumenos sermo alius, PL 40,659-668. Για την ταυτότητα του συγγραφέα βλ. Ο. Bardenhever, Geschichte der altkirchlichen Literatur, τόμ. 4ος, εκδ. του 1924, Darmstadt 1962, 461. 522.

72. Μ. Aur. Cassiodori, Complexiones in Apocalypsin S. Joannis, PL 70, 1403-1418.

73. Ambrosii Autpert, In Apoc, βιβλ. 10, Max. Bibl. Vet. Patr., Lugduni 1577. Η έκδοσι είναι δυσεύρετη, γι’ αυτό παραθέτω το έργο από τις παραπομπές του Le Frois, μν. έ., 55-57.

74. FI. Albini ή Alcuini, Commentariorum in Apocalypsin libri quinque, PL 100, 1087-1156. Για τη γνησιότητα αμφιβάλλει ο Α. Wilmart, Auteurs sprirituels et textes devots du moyen age latin, Paris 1932, 52, παρατ. 6.

75. Γράφει ο μαθητής του ι. Αυγουστίνου σχολιάζοντας το Απ 12,4 προς εκείνους που έμελλαν να βαπτισθούν: «Κανείς από σας δεν αγνοεί ότι ο δράκων είναι ο διάβολος, ότι εκείνη η γυναίκα σήμαινε την Παρθένο Μαρία, που άφθορη γέννησε την κεφαλή μας άφθορη. Αυτή η ίδια ακόμη δήλωσε στο πρόσωπό της τη μορφή της αγίας Εκκλησίας, ώστε, όπως παρέμεινε παρθένος γεννώντας τον Υιό της, έτσι επίσης και αυτή (η Εκκλησία) γεννά τα μέλη της σε όλους τους καιρούς, χωρίς να χάση την παρθενία της» (PL 40,661).

76. Αμβρόσιος Autpert, έ. α., βιβλ. 5,530. 532.

77. Αυτ. 531.

 

Σημείωση του κατασκευαστή της ιστοσελίδας: Οι ανωτέρω ιστορικές ερμηνείες του σημαντικού αυτού κεφαλαίου της Αποκάλυψης, δεν είναι όλες όσες έχουν προταθεί, αλλά οι σημαντικότερες. Υπάρχουν ερμηνείες κάθε είδους σε διάφορες αιρέσεις, που φθάνουν συχνά στη γελοιότητα, (σαν αυτή των Μαρτύρων του Ιεχωβά που ισχυρίζεται ότι το "άρρεν" είναι... η Βασιλεία του Χριστού που ιδρύθηκε το... 1914 μ.Χ.!). Υπάρχουν όμως και άλλες Ορθόδοξες ερμηνείες, όπως η προφητική ερμηνεία, (που μόνο αποσπασματικά εκτέθηκε στο άρθρο αυτό), που ευελπιστούμε να αναπτύξουμε σε μελλοντικό μας άρθρο. Οι Ορθόδοξες ερμηνείες της όρασης, όσο πολλές και αν είναι, όχι μόνο δεν περιπλέκουν το θέμα, αλλά αντίθετα το απλοποιούν, γιατί ο αναγνώστης κατανοεί τον λόγο για τον οποίο χρησιμοποιείται ο κάθε συμβολισμός, και "δένει" στη σκέψη του την όραση, ως μία πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη ενότητα.

Δημιουργία αρχείου: 9-4-2008

Τελευταία μορφοποίηση: 13-9-2017.

ΕΠΑΝΩ