Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ψυχοθεραπευτικά

Τι είναι τα πάθη * Ο Χριστιανός και τα πάθη * Αίρεση και ψυχοπαθολογία * Πάθη δικαιοσύνης και πάθη σωτηρίας * Να μην χάσουμε τα πάθη. Να τα μεταβάλουμε * Θεραπεία τών παθών

Διαίρεση και εξέλιξη τών παθών

Από ποια μέρη τής ψυχής πηγάζουν

Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου

 

Πηγή: Ιεροθέου Βλάχου: "Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία" σελίδες 212-224.  7η Έκδοση.

 

Αφού μέχρι τώρα τι είναι τα πάθη θα εξετάσουμε στη συνέχεια την διαίρεση και την εξέλιξή τους. Θα επιχειρήσουμε συγχρόνως να τα απαριθμήσουμε γιατί πιστεύουμε ότι έτσι θα βοηθήσουμε τους Χριστιανούς που αγωνίζονται τον καλόν αγώνα. Προκειμένου να θεραπευθούμε από τα πάθη είναι αναγκαία η διάγνωσή τους.

Κατ’ αρχάς πρέπει να υπογραμμισθή ότι την διδασκαλία περί των παθών δεν την συναντούμε μόνο στα πατερικά συγγράμματα, αλλά και στην Αγία Γραφή. Ο Απόστολος Παύλος ομιλεί για την σάρκα. Είναι γνωστό ότι σαρκικός άνθρωπος, κατά τον Απόστολο, είναι ο εστερημένος των ενεργειών του Παναγίου Πνεύματος. «Η σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε πνεύμα κατά της σαρκός∙ ταύτα δε αντίκεινται αλλήλοις» (Γαλ. ε’, 17). Στην συνέχεια καθορίζει τα έργα της σαρκός, που είναι τα πάθη της σαρκός: «φανερά δε εστι τα έργα της σαρκός, άτινά εστι μοιχεία, πορνεία, ακαθαρσία, ασέλγεια, ειδωλολατρεία, φαρμακεία, έχθραι, έρεις, ζήλοι, θυμοί, εριθείαι, διχοστασίαι, αιρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κώμοι και τα όμοια τούτοις, α προλέγω υμίν καθώς και προείπον, ότι οι τα τοιαύτα πράσσοντες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσιν» (Γαλ. ε’, 19-21).

Και στην προς Ρωμαίους επιστολή ο Απόστολος Παύλος απαριθμεί τα έργα της αμαρτίας, τα πάθη, που μαστίζουν όλη μας την ύπαρξη. Αναφερόμενος σ’ εκείνους που εγκατέλειψαν τον Θεό και ελάτρευσαν τα είδωλα γράφει χαρακτηριστικά: «Και καθώς ουκ εδοκίμασαν τον Θεόν έχειν εν επιγνώσει, παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νουν, ποιείν τα μη καθήκοντα, πεπληρωμένους πάση αδικία, πορνεία πονηρία πλεονεξία κακία, μεστούς φθόνου φόνου έριδος δόλου κακοηθείας, ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγείς, υβριστάς, υπερηφάνους, αλαζόνας, εφευρετάς κακών, γονεύσιν απειθείς, ασυνέτους, ασυνθέτους, αστόργους, ασπόνδους, ανελεήμονας» (Ρωμ. α’, 28-31).

 Και στον μαθητή του Τιμόθεο περιγράφει την κατάσταση των ανθρώπων «εν εσχάταις ημέραις». «Έσονται γαρ οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεύσιν απειθείς, αχάριστοι, ανόσιοι, άστοργοι, άσπονδοι, διάβολοι, ακρατείς, ανήμεροι, αφιλάγαθοι, προδόται, προπετείς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μάλλον ή φιλόθεοι, έχοντες μόρφωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι» (Β’ Τιμ. γ’, 1-5).

 Μέσα στα τρία αυτά κείμενα που παραθέσαμε πιο πάνω φαίνεται όλη η κατάσταση του ανθρώπου που βρίσκεται μακράν του Θεού. Αυτό είναι πραγματικά ένα ψυχογράφημα, μια σημαντική ακτινοσκόπηση της ψυχής του ανθρώπου που κυριαρχείται από τα πάθη. Αλλά θα προχωρήσουμε για να δούμε την ανάλυση στα πατερικά έργα.

 Κατά τον άγιο Μάξιμο το βασικό πάθος από το οποίο προέρχονται και γεννώνται όλα τα πάθη είναι η φιλαυτία. Φίλαυτος είναι ο άνθρωπος εκείνος που αγαπά υπερβολικά τον εαυτό του και τον λατρεύει. Όταν η προσοχή του ανθρώπου αποσπάται από τον Θεό και δεν ενδιαφέρεται να ενωθή με Αυτόν και να κάνη το άγιο θέλημά Του, τότε αναγκαστικά στρέφεται προς τον εαυτό του τον οποίο θέλει διαρκώς να ικανοποιή. «Πρόσεχε σεαυτώ, συνιστά ο άγιος Μάξιμος, από της μητρός των κακών φιλαυτίας». Και ορίζοντας την φιλαυτία λέγει ότι είναι «η του σώματος άλογος φιλία» Από το πάθος της φιλαυτίας γεννώνται οι πρώτοι και εμπαθείς «γενικώτατοι τρεις εμμανείς λογισμοί», δηλαδή ο της γαστριμαργίας, της φιλαργυρίας και της κενοδοξίας. Από τους τρεις αυτούς λογισμούς «γεννάται άπας ο των κακών κατάλογος»[30].

 Σε άλλο σημείο, παρουσιάζοντας τα φρικτά αποτελέσματα της φιλαυτίας, την ονομάζει μητέρα από την οποία προέρχονται πολλές θυγατέρες. Η πολυλογία και η ηδυφαγία είναι αίτια της ακολασίας. Η φιλαργυρία και η κενοδοξία είναι αίτια του μίσους προς τον πλησίον. Η φιλαυτία που είναι μητέρα τους είναι αίτια αυτών των δύο[31].

 Στο έργο του «προς Θαλάσσιον» ο άγιος Μάξιμος απαριθμεί όλα τα γεννήματα της φιλαυτίας τα οποία κατατάσσει σε δυο κατηγορίες. Στην μια κατηγορία είναι τα πάθη που οδηγούν στις ηδονές και στην άλλη τα πάθη που απομακρύνουν από την οδύνη. Στην πρώτη κατηγορία κατονομάζει τα εξής πάθη: «Την γαστριμαργίαν, την υπερηφάνειαν, την κενοδοξίαν, την φυσίωσιν, την φιλαργυρίαν, την πλεονεξίαν, την τυραννίδα, τον γαύρον, την αλαζονείαν, την απόνοιαν, την μανίαν, την οίησιν, τον τύφον, την καταφρόνησιν, την ύβριν, το βέβηλον, το ευτράπελον, την ασωτείαν, την ακολασίαν, την περπερείαν, τον μετεωρισμόν, την βλακείαν, τον αικισμόν, τον εκμυστηρισμόν, την πολυλογίαν, την ακαιρολογίαν, την αισχρολογίαν, και όσα άλλα τοιούτου γένους εστίν». Στην δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τα εξής πάθη: «Τον θυμόν, τον φθόνον, το μίσος, την έχθραν, την μνησικακίαν, την λοιδορίαν, την καταλαλιάν, την συκοφαντίαν, την λύπην, την ανελπιστίαν, την απόγνωσιν, την της προνοίας διαβολήν, την ακηδίαν, την ολιγωρίαν, την αθυμίαν, την δυσθυμίαν, την ολιγοψυχίαν, το άκαιρον πένθος, τον κλαυθμόν, την κατήφειαν, τον ολοφυρμόν, τον ζήλον, την ζηλοτυπίαν, την παραζήλωσιν, και όσα άλλα της των καθ’ ηδονήν αφορμών εστερημένης εστίν διαθέσεως»[32].

 Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δημιουργεί μια άλλη διαίρεση. Τονίσαμε στην προηγούμενη παράγραφο ότι η ψυχή διαιρείται σε τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Του επιθυμητικού πρώτο πονηρό γέννημα είναι η φιλοκτημοσύνη και δεύτερο η φιλαργυρία. Του λογιστικού μέρους της ψυχής γέννημα είναι η φιλοδοξία και του θυμικού μέρους της ψυχής γνώρισμα είναι η γαστριμαργία, από την οποία προέρχεται «ακαθαρσία πάσα σαρκική»[33]. Με άλλα λόγια από την φιλαυτία, που είναι η κυρία και μητέρα όλων των παθών, γεννώνται τα τρία γενικά πάθη, ήτοι φιλοδοξία, φιλαργυρία και φιληδονία. Από αυτά τα τρία μεγάλα πάθη γεννώνται όλα τα άλλα που μολύνουν την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου.

 Ο άγιος Μάρκος ο ασκητής, προσπαθώντας να αξιολογήση τα πάθη και να βρη τις μητέρες που γεννούν άλλα, γράφει ότι τρεις είναι οι μεγάλοι γίγαντες και όταν αυτοί νεκρωθούν και καθαιρεθούν τότε ευχερώς αναιρείται κάθε άλλη δύναμη των πονηρών πνευμάτων. Αυτοί οι τρεις γίγαντες είναι η άγνοια που είναι μητέρα όλων των κακών, η λήθη που είναι «αδελφή και συνεργός και συνέριθος» της αγνοίας και η ραθυμία που εξυφαίνει «το σκοτεινόν του μελανού νέφους ένδυμα και κάλυμμα της ψυχής». Από τα τρία βασικά αυτά πάθη, δηλαδή την ραθυμία, την λήθη και την άγνοια, «τα των λοιπών παθών υποστηρίγματα κραταιούνται και μεγαλύνονται»[34].

 Αυτή η διαφορά μεταξύ των τριών Πατέρων δεν είναι ουσιαστική. Η φιλαυτία, η λήθη, η ραθυμία και η άγνοια του Θεού είναι το εύκρατο κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύσσονται όλα τα πάθη της φιλοδοξίας, φιληδονίας και φιλαργυρίας. Ο κάθε Πατέρας, ανάλογα με τον προσωπικό του αγώνα και ανάλογα με το θέμα που ήθελε να υπογραμμίση, κατέγραψε και διάφορα πάθη. Άλλωστε οι άγιοι Πατέρες δεν έκαναν φιλοσοφία ή ανάλυση της κάθε ψυχής καταγράφοντας αυτά τα πάθη, αλλά πάντοτε μιλούσαν από την προσωπική τους πείρα. Ακόμη πρέπει να υπογραμμισθή ότι η φιλαυτία συνδέεται στενώτατα με την άγνοια, την λήθη και την ραθυμία, γιατί αν ο άνθρωπος στρέψη την προσοχή στον εαυτό του, τότε οπωσδήποτε έρχεται η λήθη και η άγνοια του Θεού με αποτέλεσμα να γεννηθούν όλα τα άλλα αμαρτήματα – πάθη.

 Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό η ψυχή διαιρείται σε τρία μέρη, δηλαδή στο λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Τα αμαρτήματα του λογιστικού είναι η απιστία, η αίρεση, η αφροσύνη, η βλασφημία, η αχαριστία, και «αι συγκαταθέσεις των αμαρτημάτων, αι γίνονται εκ του παθητικού μέρους». Τα αμαρτήματα του θυμικού είναι η ασπλαγχνία, το μίσος το ασυμπαθές, το μνησίκακον, ο φθόνος, ο φόνος και «η συνεχής προς τα τοιαύτα μελέτη». Τα αμαρτήματα του επιθυμητικού είναι η γαστριμαργία, η λαιμαργία, η οινοφλυγία, η πορνεία, η μοιχεία, η ακαθαρσία, η ασέλγεια, η φιλοχρηματία, η επιθυμία της κενής δόξης, του πλούτου και των σαρκικών ηδονών. Επίσης ο ίδιος άγιος καταγράφει και τους οκτώ περιεκτικούς της κακίας λογισμούς που συνδέονται φυσικά με τα αντίστοιχα πάθη, αφού δια των λογισμών γίνονται οι αμαρτίες που εξελίσσονται σε πάθη. Αυτοί οι οκτώ λογισμοί είναι της γαστριμαργίας, της πορνείας, της φιλαργυρίας, της οργής, της λύπης, της ακηδίας, της κενοδοξίας, και της υπερηφάνειας[35].

 Αν η διαίρεση των παθών που εξετάσαμε μέχρι εδώ είναι ανάλογη με την διαίρεση της ψυχής, τώρα πρέπει να προχωρήσουμε και σε μια άλλη διαίρεση που την συναντούμε στην πατερική διδασκαλία. Σύμφωνα με αυτήν τα πάθη διαιρούνται σε σωματικά και ψυχικά. Η ψυχή έχει τα αντίστοιχα πάθη, καθώς επίσης και το σώμα τα αντίστοιχα σωματικά πάθη.

 Είναι γνωστή η διδασκαλία που συναντούμε στα πατερικά συγγράμματα ότι πριν από την πτώση η ψυχή του ανθρώπου ήταν ανοικτή στον Θεό και τρεφόταν από την Χάρη του Θεού. Βέβαια έπρεπε να αγωνισθή ο άνθρωπος για να φθάση σε πλήρη κοινωνία και ενότητα με τον Θεό, αλλά και τότε γευόταν της Χάριτος του Θεού. Έτσι η ψυχή τρεφόταν από την άκτιστη Χάρη και το σώμα τρεφόταν από την «χαριτωμένη ψυχή». Όλος ο άνθρωπος γευόταν των δωρεών του Θεού. Μετά την πτώση η ψυχή αποκοπείσα από τον Θεό, την πραγματική πηγή της ζωής, «ζητάει να τραφή απομυζώντας το σώμα. Έτσι γεννιούνται τα ψυχικά πάθη... Το σώμα με την σειρά του, μη βρίσκοντας ζωή στην ψυχή, στρέφεται προς τα έξω κι αιχμαλωτίζεται, όπως φυσικό, στην ύλη, εγκλωβίζεται στην ανακύκληση της φθοράς. Έτσι εμφανίζονται τα φιλήδονα σωματικά πάθη, με τα οποία αγωνίζεται ο άνθρωπος να αντλήση ζωή και χαρά από την ύλη»[36]. Αυτός είναι ο θάνατος του σώματος και κυρίως της ψυχής. Αντίθετα, με την άσκηση και την εν Χριστώ ζωή, επιδιώκουμε να στρέψουμε την ψυχή προς τον Θεό για να τρέφεται από Αυτόν, ώστε το σώμα στην συνέχεια να τρέφεται από την «χαριτωμένη ψυχή» και έτσι όλος ο άνθρωπος να αγιάζεται. Αυτό το βλέπουμε στους αγίους της Εκκλησίας στους οποίους αναστέλλονται μερικές φορές οι σωματικές λειτουργίες.

 Κατά τον άγιο Μάξιμο από τα πάθη άλλα είναι σωματικά και άλλα ψυχικά. Τα σωματικά έχουν την αφορμή από το σώμα, ενώ τα ψυχικά έχουν την αφορμή από τα έξω πράγματα[37]. Την ίδια διδασκαλία περί διακρίσεως παθών συναντούμε και στον Ηλία τον Πρεσβύτερο, ο οποίος λέγει: «άλλα τα σωματικά πάθη και άλλα τα ψυχικά»[38].

 Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός επιχειρεί την καταγραφή των σωματικών και ψυχικών παθών. Τα ψυχικά πάθη είναι η λήθη, η ραθυμία και η άγνοια, από τα οποία σκοτίζεται ο οφθαλμός της ψυχής και κυριεύεται στην συνέχεια από όλα τα άλλα πάθη που είναι η ασέβεια, κακοδοξία, δηλαδή κάθε αίρεση, βλασφημία, θυμός, οργή, πικρία, οξυχολία, μισανθρωπία, μνησικακία, καταλαλιά, κατάκριση, λύπη άλογος, φόβος, δειλία, έρις, ζήλος, φθόνος, κενοδοξία, υπερηφανία, υπόκριση, ψεύδος, απιστία, πλεονεξία, φιλοϋλία, προσπάθεια, σχέση γηΐνων πραγμάτων, ακηδία, μικροψυχία, αχαριστία, γογγυσμός, τύφος, οίηση, σοβαρότης, αλαζονία, φιλαρχία, ανθρωπαρέσκεια, δολιότης, αναίδεια, αναισθησία, κολακεία, υπουλότης, ειρωνία, διψυχία, «αι συγκαταθέσεις των αμαρτημάτων εκ του παθητικού μέρους και η συνεχής τούτων μελέτη». Επίσης η πλάνη των λογισμών, η φιλαυτία, η ρίζα και γεννήτρια όλων των κακών που είναι η φιλαργυρία, η κακοήθεια και η πονηρία. Τα σωματικά πάθη είναι, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, η γαστριμαργία, λαιμαργία, τρυφή, μέθη, λαθροφαγία, φιληδονία ποικίλη, πορνεία, μοιχεία, ασέλγεια, ακαθαρσία, αιμομειξία, παιδοφθορία, κτηνοβατία, επιθυμίες κακές και όλα τα παρά φύσιν αισχρά πάθη∙ κλεψιά, ιεροσυλία, ληστεία, φόνος, κάθε σωματική άνεση και απόλαυση των θελημάτων της σαρκός, όταν υγιαίνη το σώμα. Επίσης σωματικά πάθη είναι οι μαντείες, μαγείες, αιωνισμοί, κληδονισμοί, φιλοκοσμίες, περπερείες, βλακείες, καλλωπισμοί, επιτρίμματα προσώπων, κατάκριτος αργία, μετεωρισμοί, κυβείες, η εμπαθής παράχρηση των ευχαρίστων του κόσμου. Επίσης σωματικά πάθη είναι η φιλοσώματος ζωή «ήτις παχύνουσα τον νουν, γεώδη και κτηνώδη τούτον αποτελεί, και ουδέποτε προς Θεόν και την των αρετών εργασίαν ανανεύσαι εά»[39]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης συνοψίζει όλη την διαδικασία των αγίων Πατέρων γύρω από τα σωματικά και ψυχικά πάθη. Γράφει: «Πάθη λέγονται πολυτρόπως, διαιρούνται δε εις σωματικά και ψυχικά∙ τα σωματικά υποδιαιρούνται εις αλγεινά και αμαρτητικά∙ τα αλγεινά υποδιαιρούνται εις νοσηρά και παιδευτικά∙ τα ψυχικά πάλιν διαιρούνται εις θυμικά, επιθυμητικά και λογιστικά∙ τα λογιστικά υποδιαιρούνται εις φανταστικά και διανοητικά. Τούτων τα μεν εισι κατά παράχρησιν θελητικά, τα δε, κατ’ ανάγκην ακούσια, ως αδιάβλητα πάθη λεγόμενα, α και παρακολουθήματα και φυσικά ιδιώματα οι Πατέρες εκάλεσαν. Άλλα τα σωματικά πάθη και άλλα τα ψυχικά∙ τα της επιθυμίας έτερα και άλλα του θυμού∙ έτερα τα του λογιστικού, και άλλα τα του νοός και της διανοίας∙ κοινωνούσι δε αλλήλοις, και συνεργούσι θάτερα τοις ετέροις∙ τα μεν σωματικά, προς τα της επιθυμίας, τα δε ψυχικά, προς τα του θυμικού, και πάλιν τα λογιστικά, προς τα νοερά και τα νοερά, προς τα της διανοίας και της μνήμης τα παθήματα»[40].

 Παρά την απαρίθμηση και την διαίρεση των παθών πρέπει να παρατηρηθή ότι τα πάθη δεν χωρίζονται στεγανά μεταξύ τους. Το ένα συνδέεται στενώτατα με κάποιο άλλο και κατ’ αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος είναι ολοκληρωτικά μεμολυσμένος και νεκρωμένος. Με τα πάθη αρρωσταίνει η ψυχή, νεκρώνεται ο νους. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται ειδωλολάτρης και δεν μπορεί να κληρονομήση την ουράνιο Βασιλεία. Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος είναι σαφής και κατηγορηματικός: «τούτο γαρ εστε γινώσκοντες, ότι πας πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης, ος εστιν ειδωλολάτρης, ουκ έχει κληρονομίαν εν τη βασιλεία του Χριστού και Θεού» (Εφεσ. ε’, 5).

 Υπάρχει και μια άλλη διαίρεση των παθών. Είναι μεταξύ μοναχικών και κοσμικών. Επειδή διαφορετικός είναι ο τρόπος ζωής των ανθρώπων του κόσμου και διαφορετικός των μοναχών που ασκούνται στα Μοναστήρια, γι’ αυτό τα άλλα πάθη κυριαρχούν στην μια κατάσταση και άλλα στην άλλη. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης γράφει ότι στους ανθρώπους που ζουν στον κόσμο ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία, ενώ για τους μοναχούς ρίζα όλων των κακών είναι η γαστριμαργία[41]. Εξηγώντας ο ίδιος άγιος αναφέρει ότι άλλα από τα πάθη αρχίζουν από μέσα και εκδηλώνονται στο σώμα και άλλα από έξω προχωρούν στο εσωτερικό της ψυχής. Το πρώτο συνήθως γίνεται στους μοναχούς «δια την των υλών απορίαν», ενώ το δεύτερο συνήθως γίνεται σ’ αυτούς που ζουν στον κόσμο[42]. Επίσης διαφορετικά είναι τα πάθη που εκδηλώνονται στους μοναχούς και τους κοσμικούς κατά την διάρκεια της ασθενείας. Οι κοσμικοί όταν ασθενούν πειράζονται από το πάθος του θυμού και της βλασφημίας. Οι μοναχοί που έχουν τα αναγκαία για να συντηρηθούν ενοχλούνται κυρίως από τον δαίμονα της γαστριμαργίας και της πορνείας, ενώ οι μοναχοί που ζουν σε απαράκλητους και ασκητικούς τόπους ενοχλούνται κυρίως από τον δαίμονα της ακηδίας και της αχαριστίας[43]. Βλέπουμε εδώ ότι ο άνθρωπος δεν δέχεται πάντοτε τους ίδιους πειρασμούς. Αυτό εξαρτάται από την κατάστασή του την πνευματική, τον τρόπο ζωής του και άλλους παράγοντες. Ο διάβολος είναι πολυμήχανος και γνωρίζει να πολεμά τον κάθε άνθρωπο ανάλογα με την κατάστασή του.

 Εντοπίσαμε προηγουμένως το γεγονός ότι άλλα από τα πάθη χαρακτηρίζονται ως μητέρες και άλλα ως θυγατέρες. Διότι μερικά πάθη γεννούν, και μερικά άλλα είναι γεννήματα άλλων παθών. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης έμαθε από πανοσίους άνδρας ότι η γαστριμαργία είναι μητέρα της πορνείας και η κενοδοξία μητέρα της ακηδίας. Είναι δηλαδή βέβαιο ότι, όταν μας καταλαμβάνη ακηδία, αυτό δείχνει ότι είμαστε επηρεασμένοι από το πάθος της κενοδοξίας. Επίσης η λύπη και η οργή είναι θυγατέρες και των τριών. Η κενοδοξία είναι η μητέρα της υπερηφανείας. Ακόμη διδάχτηκε ότι συνήθως σε ασυνέτους ανθρώπους δεν υπάρχει σύνεση και τάξη, αλλά μάλλον αταξία και ακαταστασία. Ο άκαιρος γέλως άλλοτε γεννιέται από την πορνεία και άλλοτε από την κενοδοξία. Ο πολύς ύπνος άλλοτε προέρχεται από την τρυφή, άλλοτε από την νηστεία, άλλοτε από την ακηδία και άλλοτε από φυσική ανάγκη. Η πολυλογία άλλοτε γεννιέται από την γαστριμαργία και άλλοτε από την κενοδοξία. Η ακηδία γεννιέται άλλοτε από την τρυφή και άλλοτε από την αφοβία του Θεού. Η βλασφημία είναι γέννημα κυρίως της υπερηφανείας. Πολλές φορές όμως προέρχεται από την κατάκριση την εσωτερική ή από τον άκαιρο φθόνο των δαιμόνων. Η σκληροκαρδία προέρχεται ενίοτε από τον κόρο και τις περισσότερες φορές από την αναισθησία και την προσπάθεια. Η προσπάθεια, που είναι η προσκόλληση σε κάθε τι το αισθητό, προέρχεται από την πορνεία ή την φιλαργυρία ή την κενοδοξία και από άλλα. Η πονηρία γεννιέται από την οίηση και την οργή. Η υποκρισία προέρχεται από την αυταρέσκεια και την ιδιορρυθμία. Και γενικά γεννήτρια όλων των παθών είναι η ηδονή και η πονηρία[44].

 Είναι σημαντικό να εξετάσουμε στο σημείο αυτό πως εξελίσσεται μια αμαρτία σε πάθος. Γιατί οι άγιοι Πατέρες, επιστήμονες αυτού του εσωτερικού αγώνος, δεν αρκούνται απλώς στην απαρίθμηση των παθών, αλλά προχωρούν στην καταγραφή των αιτίων και της εξελίξεως του πάθους. Κατά τον όσιο Θαλάσσιο τα πάθη κινούνται δια των τριών, ήτοι «δια τε της μνήμης και της κράσεως και της αισθήσεως»[45]. Ο άνθρωπος, προσηλώνοντας τον νου του στα αισθητά πράγματα, αποξενωμένος από την αγάπη την πνευματική και την εγκράτεια και δεχόμενος την ενέργεια του δαίμονος, γίνεται αντικείμενο προσβολής. «Υπό των αισθήσεων τότε τα πάθη κινούνται, οπηνίκα εγκράτεια μη παρή και αγάπη πνευματική»[46].

 Όταν λύνωνται τα χαλινάρια των ηγεμονικοτέρων αισθήσεων, τότε γίνεται επανάσταση των παθών, «και η των ανδραποδεστέρων αισθήσεων κινείται ενέργεια»[47]. Η αλογία των αισθήσεων, όταν λυθή από τα δεσμά της εγκρατείας, δημιουργεί τις αιτίες των παθών[48]. Πράγματι, όταν ο νους του ανθρώπου, όπως έχει προηγουμένως παρατηρηθή, χρονίση σε κάποιο αισθητό πράγμα, τότε «πάντως πάθος έχει προς αυτό∙ οίον επιθυμίας ή λύπης ή οργής ή μνησικακίας»[49]. Γι’ αυτό η προσπάθεια που διαγράφεται από όλους τους αγίους Πατέρας έγκειται στο να μη αιχμαλωτισθή ο νους μας από κάποιο αισθητό ή κάποια ιδέα, γιατί αμέσως ακολουθεί το πάθος και η καταστροφή. Με την αιχμαλωσία του νου σπέρνονται στην ψυχή μας τα σπέρματα της τραγωδίας.

 Επίσης, εκτός από την αιχμαλωσία του νου, σπουδαίο ρόλο στην δημιουργία των παθών διαδραματίζει η επιθυμία που υπάρχει μέσα μας. Ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος περιγράφει αυτήν την κατάσταση. «Έκαστος πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος∙ είτα η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτίαν, η δε αμαρτία αποτελεσθείσα αποκύει θάνατον» (Ιακ. α’, 14-15). Και όταν κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη «τι ποιήσω δια τα πάθη;» απήντησε ο Γέρων: «έκαστος ημών πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας»[50].Αναλυτικότερα η εξέλιξη των παθών είναι η ακόλουθη. Κατά τον άγιο Μάξιμο πρώτα η μνήμη φέρει ψιλό λογισμό στον νου. Και όταν χρονίζη αυτός ο λογισμός, τότε κινείται το πάθος. Το επόμενο βήμα είναι η συγκατάθεση. Η συγκατάθεση οδηγεί στην κατ’ ενέργειαν αμαρτία[51].

 Ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος παρουσιάζει τον δρόμο που ακολουθεί το πάθος. Πρώτα είναι η προσβολή. Ακολουθεί ο συνδυασμός, όταν αναμειγνύωνται οι δικοί μας λογισμοί με τους λογισμούς του διαβόλου. Έπειτα έρχεται η συγκατάθεση και εν συνεχεία «η αισθητή πράξις, ήγουν η αμαρτία»[52]. Και όταν η αμαρτία επαναλαμβάνεται πολλές φορές, τότε γίνεται πάθος.

 Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εντασσόμενος στην ορθόδοξη παράδοση της θεραπευτικής αγωγής, γράφει ότι η φιληδονία είναι η αρχή των σαρκικών παθών και νόσος της ψυχής. Σ’ αυτά «πρωτοπαθής εστιν ο νους», δηλαδή ο νους προσβάλλεται πρώτος, κινείται πονηρά, εισάγει δια των αισθήσεων μέσα στην ψυχή την φαντασία των αισθητών πραγμάτων και διατίθενται προς αυτά αμαρτωλά. Κυρίως η αποτύπωση αυτών των εικόνων γίνεται δια των οφθαλμών[53].

 Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης περιγράφει αναλυτικά αυτήν την εξέλιξη του λογισμού ώσπου να γίνη πάθος. Άλλο είναι προσβολή, άλλο συνδυασμός, άλλο συγκατάθεση, άλλο αιχμαλωσία, άλλο πάλη και άλλο πάθος. Αναλύοντας αυτά γράφει ότι προσβολή είναι ένας λόγος ή μια απλή τυχαία εικόνα, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην καρδιά. Αυτό δεν είναι ένοχο και αμαρτωλό. Συνδυασμός είναι η συζήτηση με αυτό που εμφανίσθηκε είτε απαθώς είτε εμπαθώς. Και αυτή ακόμη η κατάσταση δεν είναι τόσο ένοχη. Συγκατάθεση είναι η ενήδονη νεύση της ψυχής προς το εμφανισθέν. Αυτό είναι κακό ή καλό, ανάλογα με την κατάσταση του αγωνιζομένου πιστού. Αιχμαλωσία είναι η «βιαία και ακούσιος της καρδίας απαγωγή ή επίμονος συνουσία προς το τυχόν». Η αιχμαλωσία διαφορετικά κρίνεται στην ώρα της προσευχής και διαφορετικά στις άλλες ώρες. Πάλη είναι η παράταξη ίσης με τον εχθρό δυνάμεως, δηλαδή είναι πάλη και αγώνας της ψυχής για να μη συντελεσθή αμαρτία. Αυτή η πάλη θα προξενήση στέφανο ή τιμωρίες. Τέλος έρχεται το πάθος που είναι, όπως έχουμε αναφέρει, «το χρόνω μακρώ τη ψυχή εμφωλεύον» και το οποίο από την πολλή συνήθεια έχει κάνει την ψυχή να παραδίδεται μόνη της σ’ αυτό. Αυτό το πάθος ή τακτοποιείται με την ανάλογη μετάνοια ή τιμωρείται στην μέλλουσα κόλαση[54].

 Πέρα από αυτήν την εξέλιξη του κάθε πάθους, δηλαδή πως ο λογισμός γίνεται πάθος στην ψυχή του ανθρώπου, οι άγιοι Πατέρες μας διαγράφουν και μια άλλη εξέλιξη. Πως αναπτύσσονται τα πάθη ανάλογα με την ηλικία. Έχουμε δηλαδή μια ιδιαίτερη εξέλιξη των παθών. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει ότι από την μικρά ηλικία αναπτύσσονται τα πάθη με την εξής σειρά. Πρώτα αναπτύσσονται τα πάθη του επιθυμητικού μέρους της ψυχής, δηλαδή η φιλοκτημοσύνη και η φιλαργυρία, γι’ αυτό τα μικρά παιδιά θέλουν να κατέχουν πράγματα και όταν προχωρήση κάπως η ηλικία ζητούν χρήματα. Αργότερα, «προϊούσης της ηλικίας», αναπτύσσονται τα πάθη της φιλοδοξίας. Η φιλοδοξία διακρίνεται σε δυο μορφές. Πρώτη είναι η κοσμική φιλοδοξία η οποία αποβλέπει «προς καλλωπισμούς σωμάτων και πολυτελείας ενδυμάτων» και δεύτερη η κενοδοξία εκείνη που προσβάλλει τους εναρέτους και εκδηλώνεται με την οίηση και την υποκρισία, δια των οποίων ο εχθρός μηχανάται να διασκεδάση (να σκορπίση) τον πνευματικό πλούτο της ψυχής. Τέλος δε μετά την φιλοκτημοσύνη και την φιλοδοξία αναπτύσσεται η φιληδονία, δηλαδή η γαστριμαργία «παρ’ ης ακαθαρσία πάσα σαρκική». Ο άγιος Γρηγόριος συγχρόνως κάνει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Καίτοι η φιληδονία «και αι προς τεκνογονίαν φυσικαί κινήσεις επισημαίνουσιν υπομαζίοις∙ έτ’ ούσι τοις παισί», εν τούτοις «ουκ εστι δείγματα νοσούσης ψυχής», επειδή τα φυσικά πάθη είναι ακατηγόρητα, αφού δημιουργήθηκαν από τον αγαθό Θεό, «ίνα δι’ αυτών εν έργοις αγαθοίς περιπατήσωμεν». Το πάθος είναι κακό, όταν «της σαρκός πρόνοιαν ποιούμεθα προς τα επιθυμίας». Έτσι λοιπόν συνοπτικά τονίζουμε ότι, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, στην βρεφική ηλικία αναπτύσσονται τα πάθη της φιλοκτημοσύνης και της φιλαργυρίας, στην παιδική ηλικία αναπτύσσονται τα πάθη της φιλοδοξίας, και αργότερα τα πάθη της φιληδονίας[55].

 Βέβαια τα πάθη τόσο τα σωματικά, όσο και τα ψυχικά είναι δυσδιάκριτα. Δεν είναι εύκολο να διακριθούν. Διότι οι δαίμονες που τα κινούν συνήθως κρύπτονται και δεν μπορούμε να τους ξεχωρίσουμε. Γι’ αυτό και χρειάζεται καλός θεραπευτής, γνώστης αυτής της εσωτερικής κρυπτής ζωής, ο οποίος θα είναι δοχείο του Παναγίου Πνεύματος για να διακρίνη και να θεραπεύση. Η διάκριση αυτή είναι από τα μεγάλα χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, αναφέροντας το παράδειγμα ότι πολλές φορές αντλήσαντες νερό από τις πηγές «λεληθότως και τον λεγόμενον βάτραχον συνηντλήσαμεν», το συνδέει με τις αρετές. Καλλιεργούντες τις αρετές υπηρετούμε και τις κακίες, που χωρίς να φαίνωνται είναι συμπεπλεγμένες μαζί τους. Αναφέρει μερικά παραδείγματα. Με την φιλοξενία συμπλέκεται η γαστριμαργία. Με την αγάπη η πορνεία. Με την διάκριση η δεινότης. Με την φρόνηση η πονηρία. Με την πραότητα η υπουλότης και η νωθρότης και η οκνηρία και η αντιλογία και η ιδιορρυθμία και η ανυπακοή. Με την σιωπή συμπλέκεται η διδασκαλική υπεροψία, με την χαρά η οίηση. Με την ελπίδα η οκνηρία. Με την αγάπη η κατάκριση. Με την ησυχία η ακηδία και η οκνηρία. Με την αγνότητα η πικρή συμπεριφορά. Με την ταπεινοφροσύνη η παρρησία[56]. Φαίνεται καθαρά από αυτόν τον λόγο ότι χρειάζεται πολλή προσοχή για να ανακαλύψη κανείς τα πάθη. Γιατί είναι δυνατόν να νομίζουμε πως εργαζόμαστε την αρετή και στην πραγματικότητα να υπηρετούμε τα έργα του διαβόλου, να καλλιεργούμε τα πάθη. Χρειάζεται να προσέξουμε τον βάτραχο, που γενικά είναι το πάθος της κενοδοξίας. Αυτό το πάθος μολύνει την εργασία των εντολών.

 Κατά τον ίδιο άγιο πολλές φορές ο δαίμονας της φιλαργυρίας υποκρίνεται την ταπείνωση. Και ο δαίμονας της κενοδοξίας ή της φιληδονίας προτρέπει προς ελεημοσύνην[57]. Γι’ αυτό πάνω από όλα χρειάζεται προσοχή για να διακρίνουμε την πονηρία του δαίμονος και όταν ακόμη καλλιεργούμε τις αρετές. Αναφέρει δε μια περίπτωση κατά την οποία είχε κυριευθή από τον δαίμονα της ραθυμίας και σκεφτόταν να φύγη από το κελλί. Αλλά όταν ήλθαν μερικοί άνδρες και τον μακάρισαν ως ησυχαστή, τότε αμέσως «ο της ραθυμίας λογισμός υπό της κενοδοξίας απελαθείς, ανεχώρησε». Και τότε θαύμασε πως ο δαίμονας της κενοδοξίας αντιμάχεται όλα τα πονηρά πνεύματα[58]. Επίσης ο δαίμονας της φιλαργυρίας πολεμεί πολύ ισχυρά τους ακτήμονας. Και όταν δεν μπορή τίποτε να κατορθώση, τότε, χρησιμοποιώντας ως αφορμή την ελεημοσύνη στους πτωχούς, πείθει «υλικούς πάλιν τους αΰλους γενέσθαι»[59].

 Ένα άλλο σημείο που αναφέρουν οι άγιοι Πατέρες στα έργα τους είναι πως μπορούμε να καταλάβουμε την ύπαρξη του πάθους. Βέβαια σημαντική θέση κατέχει ο διακριτικός και απαθής Γέροντας, ο οποίος θα βλέπη τις κινήσεις της ψυχής και θα μας διορθώνη. Αλλά πέρα από αυτόν υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη και ενέργεια των παθών. Σημείο ότι ενεργεί εκούσια το πάθος είναι, όταν ο άνθρωπος «ελεγχόμενος ή διορθούμενος υπέρ αυτού ταράσσεται». Όταν κανείς βαστάζη αταράχως τον έλεγχο που του γίνεται, είναι σημείο ότι «ηττώμενός εστιν ή αγνοών ενήργησεν αυτό»[60]. Με άλλα λόγια ο έλεγχος και η ταραχή ή η αταραξία δείχνουν την ύπαρξη του πάθους και το εκούσιο ή ακούσιό του. «Κάκιστα πάθη εν ταις ψυχαίς ημών κέκρυπται, τότε δε φαίνονται, ότε τα πράγματα ελέγχονται»[61].

 Στην προσπάθειά του ο άγιος Μάξιμος να διαγράψη ακριβώς τι είναι το πάθος γράφει ότι άλλο είναι το πράγμα, άλλο το νόημα και άλλο το πάθος. Το πράγμα είναι ο ανήρ, η γυνή, ο χρυσός κ.λ.π. Το νόημα είναι «μνήμη ψιλή τινος των προειρημένων», το πάθος είναι «φιλία άλογος ή μίσος άκριτόν τινος των προειρημένων»[62]. Επίσης ο αββάς Δωρόθεος, προκειμένου να ξεχωρίση την αμαρτία από το πάθος, γράφει ότι άλλο είναι τα πάθη και άλλο οι αμαρτίες. Τα πάθη είναι ο θυμός, η κενοδοξία, η φιληδονία, το μίσος, η κακή επιθυμία και τα παρόμοια. Οι αμαρτίες είναι οι ενέργειες των παθών. Και έτσι είναι δυνατόν σε κάποιον άνθρωπο «έχειν μεν τα πάθη μη ενεργείν δε αυτά»[63]. Και από αυτό το χωρίο αντιλαμβανόμαστε ότι είναι δυνατόν να είμαστε γεμάτοι από πάθη και όμως να μη μπορούμε να το αντιληφθούμε, επειδή δεν έτυχε να πράξουμε καμμιά αμαρτία. Γι’ αυτό και απαιτείται ολοκληρωτική θεραπεία από διακριτικό και πεπειραμένο πνευματικό.

 Και για να περατώσουμε την ενότητα αυτή θα πρέπη συνοπτικά να αναφέρουμε ποια είναι τα φρικτά αποτελέσματα των παθών. Έχουμε ήδη σποραδικώς γράψει ότι τα πάθη νεκρώνουν τον νου μας. Θα θέλαμε να αναπτύξουμε περισσότερο αυτό το θέμα.

 Η επανάσταση των παθών «εν γηραλέω σώματι και ψυχή καθιερωμένη» είναι βεβήλωση της ψυχής[64].

 Όπως ένα στρουθίον που είναι δεμένο από το πόδι, ενώ αρχίζει να πετά «επί την γην κατασπάται», έτσι και ο νους, αν δεν έχη απάθεια, «υπό των παθών καθελκόμενος επί την γην κατασπάται»[65].Προσκολλούν τον άνθρωπο στα γήϊνα.

 Τα ψεκτά πάθη είναι δεσμά του νου «κατέχοντα αυτόν εν τοις αισθητοίς πράγμασιν»[66].

 Πολλές φορές τα πάθη μολύνουν την ψυχή ύστερα από πάροδο ολίγου χρόνου, όπως ορισμένες τροφές που βλάπτουν το σώμα επιφέρουν την ασθένεια αργότερα ή την άλλη ημέρα[67]. Πάντως φαίνεται και από αυτό το χωρίο ότι τα πάθη αρρωσταίνουν την ψυχή.

 Η ψυχή του εμπαθούς είναι «πονηρών εννοιών εργαστήριον». Και μια τέτοια πονηρά ψυχή από τον δικό της θησαυρό προσφέρει πονηρά[68].

 Ο νους νεκρώνεται από τα πάθη και δεν αισθάνεται την συμβουλή. Ακόμη δεν αισθάνεται «παιδεύσεως πνευματικής»[69].

 «Κάθε πάθος φέρει μέσα του το σπέρμα του θανάτου».

 Τα πάθη είναι κόλαση. Η εμπαθής ψυχή πάντοτε κολάζεται «υπό της ιδίας κακοεξίας, έχουσα αεί την πικράν μνήμην και την επώδυνον αδολεσχίαν των παθών καιόντων αεί και καταφλεγόντων αυτήν». Αυτή η βάσανος είναι αρχή, είναι μια μικρή αίσθηση της άλλης βασάνου στους τόπους εκείνους τους φοβερούς που θα βρίσκωνται και θα βασανίζωνται τα «σώματα εκείνα τα κολαστικά, τα υπουργούντα ταις ψυχαίς εις τοιαύτην και τοσαύτην οδύνην και μη φθειρόμενα, το πυρ εκείνο το άφατον, το σκότος...»[70].

 Μισθοί των πόνων της αρετής είναι η απάθεια και η γνώση, που γίνονται πρόξενοι της Βασιλείας των Ουρανών, ενώ «τα πάθη και η αγνωσία κολάσεως αιωνίου» πρόξενοι γίνονται[71].

 Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύοντας την περικοπή εκείνη κατά την οποία τα δαιμόνια εξήλθαν από τον δαιμονισμένο και εισήλθαν στους χοίρους οι οποίοι στην συνέχεια έπεσαν στην θάλασσα, γράφει ότι «ο χοιρώδης βίος αινίττεται» κάθε πονηρό πάθος για την ακαθαρσία. Εκείνοι που περιφέρουν τον από της σαρκός χιτώνα είναι χοίροι: «Χοίροι δε εισι μάλιστα οι περιφέροντες τον από της σαρκός εσπιλωμένον χιτώνα»[72].

Έτσι λοιπόν τα πάθη νεκρώνουν ολοσχερώς τον νου και απεργάζονται την κόλασή μας. Απαιτείται θεραπεία πνευματική για να ελευθερωθή ο νους και να ευφραίνεται εν Θεώ. Στο θέμα της θεραπείας θα στραφή τώρα ο λόγος.



Σημειώσεις


[30] ένθ. ανωτ. σελ. 22, νθ’

[31] ένθ. ανωτ. σελ. 28, ζ’

[32] Ιερομ. Αρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς, ένθ. ανωτ. σελ. 131, σημ. 1

[33] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 100-104

[34] ένθ. ανωτ. Α’, σελ. 137

[35] ένθ. ανωτ. Β’, σελ. 234-235

[36] Παν. Νέλλα, Ζώον θεούμενον, Αθήνα 1979, σελ. 203-204

[37] Φιλοκαλία Β’, σελ. 9, ξδ’

[38] ένθ. ανωτ.  Β’, σελ. 311, ρκβ’

[39] Φιλοκαλία Β’, σελ. 233

[40] P G 150, 1260-1261, βλ. και Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών Διονυσίου. Ανατολικός Ορθόδοξος Μοναχισμός, σελ. 643

[41] Ιωάννου Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 132, μδ’

[42] ένθ. ανωτ. σελ. 95, οε’

[43] ένθ. ανωτ. σελ. 126, ιε’

[44] ένθ. ανωτ. σελ. 128-129, κθ’

[45] Φιλοκαλία Β’, σελ. 218, λβ’

[46] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 219, λδ’

[47] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 274, στ’

[48] ένθ. ανωτ.

[49] αγ. Μαξίμου, ένθ. ανωτ. Β’, σελ. 14, β’

[50] Γεροντικόν, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1970 εκδ. Β’, σελ. 114, μδ’

[51] Φιλοκαλία Β’, σελ. 12, πδ’

[52] ένθ. ανωτ. Α’, σελ. 148-149, μστ’

[53] ένθ. ανωτ. Δ’, σελ. 105

[54] Ιωάννου Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 94-95, ογ’

[55] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 100-105

[56] Ιωάννου Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 130, λζ’

[57] ένθ. ανωτ. σελ. 133, νστ’

[58] ένθ. ανωτ. σελ. 154, ι’

[59] ένθ. ανωτ. σελ. 141, λ’

[60] Αββά Δωροθέου: ένθ. ανωτ. σελ. 648, 18

[61] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 218, λ’

[62] ένθ. ανωτ. σελ. 33, μβ’

[63] Αββά Δωροθέου: ένθ. ανωτ. σελ. 264-266

[64] οσ. Μάρκου ασκητού, Φιλοκαλία Α’, σελ. 114, οζ’

[65] Φιλοκαλία Β’, σελ. 12, πε’

[66] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 219, μα’

[67] Ιωάννου Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 92, νε’

[68] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 221, οζ’

[69] ένθ. ανωτ. σελ. 225, μα’

[70] Αββά Δωροθέου: ένθ. ανωτ. σελ. 498

[71] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 19, λδ’

[72] αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι Οικονόμου, σελ. 106

Δημιουργία αρχείου: 2-12-2019.

Τελευταία μορφοποίηση: 4-12-2019.

ΕΠΑΝΩ