Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Σωτηριολογικά

 

To νόημα του Σταυρού

Του Πρωτοπρεσβύτερου Dimitru Staniloae

 

Απόσπασμα ομιλίας από το βιβλίο Victory of the Cross, εκδ. S. L. Press 1970,

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΟΥ ΙΩΒ ΓΙΑ ΤΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ

 

Μετάφραση από τα αγγλικά: π. Βασίλειος Θερμός

Πηγή: Σύναξη Νο 26 Απριλίου – Ιουνίου 1988 σελ. 7-12.

 

Η λειτουργία του Σταυρού είναι να αποκαλύπτει ότι ο Θεός υπερτερεί από όλα τα δώρα Του. Γι’ αυτό μπορεί επίσης να δοθεί και στον άνθρωπο, που είναι σχετικά ενάρετος -και τότε συμπληρώνει την πλήρη του λειτουργικότητα. Έχουμε πει πώς, μετά την πτώση, ο σταυρός έχει ένα νόημα εξαγνισμού για όλους, γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος ολοκληρωτικά αθώος. Άλλα πάντοτε πρέπει να αναγνωρίζουμε ότι συχνά το βάρος του Σταυρού, που μερικοί έχουν να σηκώσουν, δεν είναι ανάλογο προς τις αμαρτίες τους. Αυτή η κατάσταση έχει κάνει πολλούς να μιλούν για το μυστήριο του πάθους, αφού συνήθως εκείνοι που είναι περισσότερο ενάρετοι φαίνεται να έχουν ένα βαρύ μερίδιο ταλαιπωρίας.

Για το μυστήριο αυτό γίνεται λόγος στο βιβλίο του Ιώβ. Ο Ιώβ ευχόταν να ήξερε την αιτία της ταλαιπωρίας του, ήθελε να δει πίσω από το σταυρό που του είχε δοθεί, ήθελε να αντικρύσει τα λάθη του παρελθόντος του, έτσι ώστε να μπορέσει να καταλάβει το νόημα του Σταυρού του. Ο Ιώβ δεν υποκρίνεται πώς δεν έχει διαπράξει αμαρτία. Αλλά, από την άλλη, δεν ικανοποιείται με ασαφείς και συναισθηματικές γενικεύσεις, που απλώς λένε ότι, αφού κανείς δεν είναι αναμάρτητος, άρα αυτός θα πρέπει να είναι πολύ αμαρτωλός και ότι ανάλογα με τις αμαρτίες του έχουν έλθει και τα βάσανα του. Σαν ένας που σκέπτεται για το πρόβλημα σοβαρά και σε βάθος, θέλει να πάει παραπέρα. Βλέπει ότι τα δεινά του δεν είναι ισοδύναμα με τα παραπτώματα του, αφού οι αμαρτίες του δεν είναι τόσο μεγάλες όσο πολλών άλλων που υποφέρουν πολύ λιγότερο από αυτόν. Ο Ιώβ ρωτάει τον Θεό: «Πόσες είναι οι αμαρτίες μου και οι ανομίες μου; Δίδαξε με ποιες είναι. Γιατί κρύβεσαι από μένα; Μήπως με νόμισες εχθρό Σου;» (13, 23-24). Και: «Θα πω στον Κύριο- Μη με μαθαίνεις να ασεβώ. Γιατί με έκρινες έτσι (αυστηρά); Θα είναι καλό τάχα για Σένα να εκτραπώ σε άδικα παράπονα, ότι απαρνήθηκες τους ευσεβείς, τα εργατών χειρών Σου, και προσέχεις τους ασεβείς;» (10, 2-3).

Ο Ιώβ δεν συμφωνεί με εκείνους που βλέπουν την αιτία του πάθους εκείνων που υποφέρουν να βρίσκεται πάντα στην αδικία τους και που λένε, επομένως, πώς η αιτία των παθημάτων του είναι απλώς η έλλειψη αρετής του. Και ο Θεός επίσης διαφωνεί με αυτούς! Έτσι ο Ιώβ απορρίπτει τις απόψεις του Ελιφάζ, όταν αυτός λέει: «Τι τόλμησε η καρδιά σου και πώς σήκωσες έτσι τα μάτια σου προς τον Θεό; πώς θύμωσες εναντίον του Κυρίου και έβγαλες από το στόμα σου τέτοια λόγια; Ποιος άνθρωπος μπορεί να καυχηθεί ότι είναι άμεμπτος και δίκαιος; Αν ο Θεός δεν μένει απόλυτα ικανοποιημένος από την αρετή των αγίων κι ο ουρανός δεν είναι καθαρός απέναντι Του, πόσο βδελυρός και ακάθαρτος είναι ο άνθρωπος, που πίνει συνεχώς την αμαρτία σαν νερό; Θα σου πω κάτι, αν θέλεις να με ακούσεις. Θα σου γράψω τι έχω δει… Όλη η ζωή του άσεβους περνά με αγωνία. Και του ισχυρού ακόμα τα χρόνια είναι μετρημένα. Ο φόβος είναι συνέχεια στο πλευρό του και η καταστροφή έρχεται ακόμα κι όταν νομίσει πώς ησύχασε. Ας μην αυταπατάται πώς θ' αποφύγει το σκοτάδι, γιατί έχει οριστεί να γίνει τροφή για τα όρνεα. Ξέρει πώς δα καταλήξει ένα πτώμα. Ημέρα μαύρη δα τον καταλάβει… Διότι σήκωσε τα χέρια του εναντίον του Κυρίου και ύψωσε αλαζονικά τον αυχένα του απέναντι στον παντοκράτορα… » (15, 12-17, 20-25).

Διαφωνεί πάλι με τον Ελιχού, όταν αυτός λέει: «Πρόσεξε να μη διαπράξεις άτοπα1 διότι γι' αυτό δοκιμάζεσαι από θλίψεις» (36, 21).

Αλλά την ίδια ώρα ο Ιώβ αναγνωρίζει το δικαίωμα του Θεού να του στέλνει βάσανα και δεν υποχωρεί στην προτροπή της γυναίκας του να βλασφημήσει κατά του Θεού, επειδή του έχει στείλει δεινά χωρίς να έχει κάνει αυτός κακό. Ο Θεός έχει δικαίωμα να δίνει τα δώρα Του και να τα αποσύρει. Και ο άνθρωπος δεν θα έπρεπε να προσκολλάται στον Θεό ανάλογα με τις δωρεές που Αυτός του έχει δώσει. Μια τέτοια στάση δεν θα αποτελούσε αληθινή αγάπη για τον Θεό, αλλά μια προσήλωση στα ίδια τα δώρα Του, κι αυτό θα σήμαινε να βάζεις τις δωρεές πάνω από τον δωρητή. Σε αυτή την περίπτωση, η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό θα βασιζόταν απλώς σ' ένα συμβόλαιο και ο άνθρωπος θα έλεγε: «Θα μείνω αφοσιωμένος σε σ’ ένα όσο μου δίνεις». Μια τέτοια στάση από την πλευρά του ανθρώπου θα σήμαινε ότι ο Θεός δεν άξιζε να αγαπηθεί καθ’ εαυτός. Τότε η σχέση αυτή θα εξαρτιόταν από την χρησιμότητα που ο άνθρωπος αντλεί από τα δώρα που ο Θεός του δίνει. Και, στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος τότε θα αγαπούσε τον εαυτό του. Με αυτό τον τρόπο οι δωρεές θα έχαναν το νόημα τους, ως σημάδια της αγάπης του Θεού και ως τρόποι με τους οποίους ο άνθρωπος εισέρχεται και διατηρεί μια προσωπική σχέση μαζί Του. Τα δώρα θα γίνονταν απλώς αντικείμενα καθ' εαυτά. Η άποψη της γυναίκας του Ιώβ είναι η ίδια με την άποψη των φίλων του, που λένε ότι ο Θεός δίνει σ' εκείνους που του μένουν πιστοί και αποσύρει τα δώρα Του όταν αυτοί γίνονται άπιστοι. Ουσιαστικά, λένε το ίδιο πράγμα, γιατί όλοι παραδέχονται ότι ο άνθρωπος μένει πιστός στον Θεό εξ αιτίας των δωρεών Του και ότι αυτές οι δωρεές είναι μια αναπόφευκτη πληρωμή που ο Θεός επιστρέφει στον άνθρωπο, σαν αμοιβή για την πιστότητα του σ' Αυτόν.

Αυτό είναι και η αιτία για όλα τα πάθη του Ιώβ, γιατί αυτό προτείνεται στον Θεό από τον διάβολο στην αρχή του βιβλίου, όταν ισχυρίζεται πώς ο Ιώβ αγαπά τον Θεό επειδή του έχει παράσχει μεγάλα πλούτη και πώς δεν θα Τον αγαπούσε αν Αυτός του τα απέσυρε. Ο διάβολος είναι κυνικός και λέει ότι ο άνθρωπος αγαπά τον Θεό μόνο και μόνο για τις δωρεές και τα αντικείμενα που Αυτός του παρέχει. Ο διάβολος αδυνατεί να καταλάβει ότι ο άνθρωπος θα μπορούσε να αγαπά τον Θεό γι’ Αυτόν τον ίδιο, ότι δια της αγάπης θα μπορούσε ο άνθρωπος να υπερβεί τον εαυτό του και τον κύκλο των ενδιαφερόντων του. Αλλά ο Θεός θέλει να δείξει, με το παράδειγμα του Ιώβ, πώς υπάρχει μια αγάπη όπου μέσα της ο άνθρωπος είναι Ικανός να παραμένει συνδεδεμένος με τον Θεό τον ίδιο, ακόμα κι αν δεν παίρνει πια δώρα Του. Για να το δείξει αυτό ο Θεός, μερικές φορές, σπάει τον στενό σύνδεσμο που υπάρχει ανάμεσα στον δίκαιο άνθρωπο και τις δωρεές που ο Θεός του δίνει. Αυτό γίνεται και στην περίπτωση του Ιώβ: οι δωρεές που ο Θεός παρέχει σε κάποιον μπορεί να μην είναι η αναπόφευκτη συνέπεια της πιστότητας του προς Αυτόν.

Ο Ιώβ το βλέπει αυτό, άλλα δεν μπορεί να καταλάβει γιατί ο Θεός κάποτε σπάει τον κρίκο ανάμεσα στα δώρα Του και στον εαυτό Του. Βλέπει τον Θεό να τον καταδιώκει με ηθικά και υλικά ραπίσματα και δεινά και δεν του αρνείται το δικαίωμα να το κάνει. Μέσα από τις ταλαιπωρίες του αντιλαμβάνεται ότι ο Θεός δείχνει ενδιαφέρον και φροντίδα γι' αυτόν, αλλά δεν καταλαβαίνει τι είδους ενδιαφέρον είναι αυτό από την πλευρά του Θεού:

«Ο Κύριος με άφησε στο έλεος των άδικων και με έριξε στα χέρια των ασεβών. 'ενώ ζούσα ειρηνικά, ξαφνικά με άρπαξε και με χτύπησε, με κράτησε από τον λαιμό και με έσφιγγε. Με έκανε στόχο Τον τα βέλη Του έπεσαν επάνω μου σαν βροχή, με πλήγωσε βαθιά, χωρίς έλεος, η χολή μου χύθηκε στο χώμα. Με χτύπησε πολλές φορές- όρμησε καταπάνω μου. Έρραψα σάκκο να καλύψω το σώμα μου κι έσκυψα το κεφάλι μου στο χώμα. Τα σπλάγχνα μου φλογίστηκαν από το κλάμα και μαύροι ίσκιοι κύκλωσαν τα μάτια μου. Μα τα χέρια μου ήταν καθαρά από αδικία κι η προσευχή μου ήταν αληθινή» (16, 11-17).

Και σ' ένα προηγούμενο κεφάλαιο δηλώνει:

«Προτιμώ να σβήσει η αναπνοή μου, να πεθάνω, με όλα αυτά που υποφέρω. Είμαι απελπισμένος. Δεν θα ζω αιώνια, λοιπόν, άφησε με, γιατί η ζωή μου είναι ένα τίποτα. Και τι είναι ο άνθρωπος, που κάνεις τόσα γι' αυτόν και τον σκέφτεσαι; Μόνο για να τον τιμωρείς μέρα με τη μέρα; ή να τον δοκιμάζεις κάθε στιγμή; δεν θα πάρεις το βλέμμα σ’ ου από πάνω μου για λίγο; δεν δα μ' αφήσεις ούτε όσο να καταπιώ το σάλιο μου; Εάν έχω αμαρτήσει, σε τι Σε βλάπτω, εσένα που βλέπεις τις καρδιές των ανθρώπων; Γιατί μ' έκανες περιγελώ δικό Σου και γιατί έχω γίνει στόχος Σου; Γιατί δεν συγχωρείς την προσβολή που σου έκανα και δεν διαγράφεις το φταίξιμο μου;» (7, 15-20).

 

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟY ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ

Στο τέλος, μόνο ο Θεός είναι σε θέση να εξηγήσει τα παθήματα του δικαίου" και το κάνει μέσω των πολλών ερωτήσεων που απευθύνει στον Ιώβ και που όλες τραβούν την προσοχή του στον Δοτήρα των αγαθών. Πραγματικά, ο Θεός λέει στον Ιώβ: «όλα τα δώρα μου είναι θαυμάσια, άλλα ο σκοπός του θαυμασμού που προκαλούν είναι ν' αποκαλύψουν την άπειρη σοφία και το μεγαλείο εκείνου του Ενός που τα παρέχει».

«Τότε απάντησε ο Ιώβ στον Κύριο και είπε: Ξέρω πώς όλα τα μπορείς και πώς τίποτα δεν έχει τη δύναμη να σ' εμποδίσει… Ομολόγησα πώς δεν είχα καταλάβει. Υπήρχαν πράγματα θαυμαστά που δεν τα ήξερα… Άκουγα για Σένα αυτά που έφταναν στα αυτιά μου, μα τώρα σε είδαν τα μάτια μου. Και γι' αυτό ελεεινολογώ τον εαυτό μου και πενθώ μέσα σε χώματα και στάχτες» (42, 1-6).

Αυτό θέλει να πει ότι, ως τη στιγμή αυτή, ο Ιώβ σκεπτόταν πάντα για τον Θεό με τους ίδιους κατά το πλείστον όρους με τους οποίους οι άλλοι είχαν γι' Αυτόν μιλήσει• τώρα αρχίζει να κατανοεί τον ίδιο τον Θεό πίσω απ’ όλα τα δώρα Του, τον Δοτήρα των πάντων. Για να κερδίσει αυτόν τον υπέρτατο θησαυρό έπρεπε για λίγο να χάσει όλα του τα υπάρχοντα. "Έχασε τον σεβασμό των άλλων, έχασε την υγεία του, τα πλούτη του, τα πάντα, ώστε να δει τον Θεό μέσα σ' όλη Του τη μεγαλωσύνη και τη σοφία και τις θαυμάσιες ιδιότητες Του. ' ενώ έχανε τα πάντα δεν αμφέβαλλε για τον Θεό και έτσι αξιώθηκε να αντικρύσει τον αποφατικό ανέκφραστο χαρακτήρα Του, που βρίσκεται πέρα από κάθε ανθρώπινη κατανόηση. Είδε τον Θεό κατά ένα τρόπο ανώτερο από όσο είναι δυνατό απλώς μέσω των δωρεών Του. Τον είδε άμεσα, δια μέσου του πάθους του.

Ο πιστός χρειάζεται συνεχώς να κάνει αφαίρεση των πραγμάτων του κόσμου, χρειάζεται να τα τοποθετεί μέσα σε παρενθέσεις λήθης, ώστε να σκεφθεί για τον Θεό, που βρίσκεται πάνω από κάθε ανθρώπινη αντίληψη. Αλλά καμιά φορά είναι αναγκαίο να παρεμβαίνει ο ίδιος ο Θεός, για να φέρει στο φως τη μικρή αξία των πραγμάτων του κόσμου τούτου σε σύγκριση με Αυτόν, την παροδική και παρερχόμενη φύση τους σε αντίθεση με την αιωνιότητα Του, για να μας δείξει καθαρότερα την άπειρη υπεροχή του Θεού σε σχέση με τα δώρα Του και την ανέκφραστη παρουσία Του μαζί μας. Σε τέτοιες περιπτώσεις μας φαίνεται ότι ο Θεός μας εγκαταλείπει. Αυτό γίνεται γιατί, μερικές φορές, προσκολλούμαστε τόσο πολύ σε πράγματα, ώστε δεν μπορούμε πια να δούμε τον Θεό. Είναι φορές που συνδέουμε τόσο στενό τον Θεό με εκείνα που μας παρέχει, ώστε Τον ταυτίζουμε με αυτά και ξεχνούμε εντελώς τον Θεό τον ίδιο• και τότε, αν αυτός δεν εκδηλώνει πια το ενδιαφέρον Του για μας μέσω της παροχής δώρων, μας φαίνεται ότι μας έχει εγκαταλείψει. Για τον λόγο αυτό ο σταυρός συχνά φαντάζει σαν σημάδι της εγκαταλείψεως μας από τον Θεό. Άλλα και αυτό που μπορεί επίσης να συμβεί είναι να αποσύρει στ’ αλήθεια ο Θεός τον εαυτό Του από τα μάτια μας, για να αποδείξει και να ενισχύσει την επιμονή της αγάπης μας προς Αυτόν. Ακόμα και ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, πάνω στο Σταυρό, είχε το αίσθημα της πλήρους εγκαταλείψεως Του από τον Θεό. Αλλά, ακόμα, ο Κύριος ποτέ δεν άφησε να εξασθενήσει η αγάπη Του για τον Θεό.

Στην πραγματικότητα, ποτέ ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει, σ' οποία κατάσταση κι αν βρεθούμε. Είναι πιθανό να εξαφανιστεί για λίγο, για μια στιγμή, από τον ορίζοντα μας, από την αντίληψη μας. Αλλά ο Θεός, για τον οποίο συνήθως σκεφτόμαστε με όρους της δημιουργίας, θα μας εμφανιστεί τότε μέσα στο αληθινό μεγαλείο της δόξας Του, που δεν μπορεί να προσδιοριστεί και να εκφραστεί με ανθρώπινες σκέψεις και λέξεις. Γι’ αυτό και στο Άσμα Ασμάτων λέγεται ότι μερικές φορές κρύβεται ο Θεός και ότι τότε Αποκαλύπτεται πάλι μ' ένα ανώτερο και ενδοξότερο τρόπο:

«Τη νύχτα στην κλίνη μου αναζήτησα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου. Τον ζήτησα, μα δεν τον βρήκα. Θα σηκωθώ τώρα λοιπόν και δα τριγυρίσω στους δρόμους της πόλης και στις αγορές δα 'ψάξω γι' αυτόν που αγάπησε η 'ψυχή μου. Τον αναζήτησα, μα δεν τον βρήκα. Με συνάντησαν οι φύλακες που περιπολούν στην πόλη και τους ρώτησα: Μήπως είδατε αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου; Λίγο μετά που τους άφησα και βρήκα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου. Τον κράτησα και δεν τον άφηνα να φύγει, έως ότου τον έφερα μέσα στο σπίτι της μητέρας μου και στα ιδιαίτερα αυτής που με συνέλαβε» (Άσμα Ασμάτων, 3, 1-4).

Είναι τότε μόνο που ερχόμαστε σε μια σχέση με τον Θεό αληθινά προσωπική, μια σχέση πάνω απ’ όλα τα δημιουργήματα. Αυτή η σχέση δεν κυριαρχείται πια από υλικά είδωλα. Όλες οι ιδέες μας για τα πράγματα και για τα δώρα που ο Θεός μας δίνει εξαφανίζονται ολωσδιόλου μπροστά στο φως του ιδίου. Έτσι κεκαθαρμένοι προσφέρουμε τους εαυτούς μας ολοκληρωτικά στον Θεό και υψωνόμαστε σ' ένα διάλογο αγάπης αποκλειστικά μαζί Του. Τότε αισθανόμαστε πώς ο Θεός είναι άπειρα μεγαλύτερος απ’ όλες τις δωρεές Του και όλα τα δημιουργήματα Του και πώς, με αυτή τη σχέση μαζί Του, αναγόμαστε σ' ένα διαφορετικό πνευματικό επίπεδο, κατά το οποίο ανακτούμε σε Αυτόν όλα όσα είχαμε χάσει.

Ο Χριστιανός που έχει την αγάπη του Θεού μέσα του και που έτσι έχει αγάπη για τον καθένα -εκείνη την αγάπη που αποτελεί μια άφθαρτη και ανεξάντλητη πραγματικότητα- αισθάνεται μια χαρά, μεγαλύτερη απ' όλες τις χαρές που τα πράγματα του κόσμου τούτου μπορούν να του παράσχουν, μεγαλύτερη απ’ όση η δική του ύπαρξη, ζώντας σαν ένα απομονωμένο άτομο, μπορούσε ποτέ να του δώσει. Αυτό είναι το γεγονός που οι ενάρετοι ανακαλύπτουν μέσα στο πάθος τους. Ο σταυρός αυτός δίνεται στον άνθρωπο για να φτάσει ν' ανακαλύψει τον Θεό σ' ένα άλλο επίπεδο, σ' ένα αποφατικό βάθος, άλλα επίσης και για να δείξει στους άλλους ότι υπάρχουν εκείνοι που μπορούν να μένουν ενωμένοι με τον Θεό κατ' αυτό τον τρόπο, ακόμα κι όταν χάνουν όλα τους τα υπάρχοντα, ακόμα κι όταν ο ίδιος ο Θεός φαίνεται να εξαφανίζεται από μπροστά τους.

Τελευταία ενημέρωση: 1-4-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 1-4-2008.

ΕΠΑΝΩ