Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Θεολογικά θέματα

Τι δεν είναι ο Θεός // Θείες Υποστάσεις και ονόματα τής Θεότητας // Γνώση Θεού

Η διάκριση μεταξύ αρρήτων ρημάτων και κτιστών ρημάτων και νοημάτων

Προϋποθέσεις Ορθόδοξης αντίληψης τής πίστης

π. Ι. Ρωμανίδης

 

Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α'

Ένα από τα βασικά σημεία τής Ορθοδόξου θεολογίας είναι η σχέση μεταξύ άρρητων ρημάτων και κτιστών ρημάτων και νοημάτων. Η αποκάλυψη του Θεού είναι βίωση των άρρητων ρημάτων και η καταγραφή η μεταφορά της αποκαλύψεως γίνεται με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα.

Όταν κανείς δεν καταλάβη αυτή την βασική θεολογική διδασκαλία, τότε συγχέει τα πράγματα και καταλήγει ή στην άρνηση της θεωρίας τής δόξης τού Θεού και την θεοποίηση τής Αγίας Γραφής ή στην άρνηση τής Αγίας Γραφής και τον υπερτονισμό τής αφηρημένης και ψυχολογικής εμπειρίας με πολλές συνέπειες στην πνευματική ζωή.

Θα τονισθούν μερικές ενδιαφέρουσες απόψεις για το θέμα αυτό.

Βασικό αγιογραφικό χωρίο που προσδιορίζει την διαφορά μεταξύ άρρητων ρημάτων και κτιστών ρημάτων, νοημάτων είναι το σχετικό αποκαλυπτικό χωρίο τού Αποστόλου Παύλου: «Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ προ ετών δεκατεσσάρων είτε εν σώματι ουκ οίδα, είτε εκτός τού σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν αρπαγέντα τον τοιούτον έως τρίτου ουρανού, και οίδα τον τοιούτον άνθρωπον είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν ότι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, ά ουκ εξόν ανθρώπω λάλησαι» (Β΄ Κορινθίους ιβ', 2-4).

Ο Απόστολος Παύλος έφθασε στην αποκαλυπτική εμπειρία και άκουσε άρρητα ρήματα, τα οποία δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιήση, να λαλήση άνθρωπος. Όμως, ο ίδιος ο Απόστολος στις επιστολές του μετέφερε με κτιστά ρήματα και νοήματα την εμπειρία της Ακτίστου Χάριτος που είχε.

Μπορούν να χρησιμοποιηθούν παραδείγματα από την επιστήμη, για να ερμηνευθή αυτή η κατάσταση. Κάθε επιστήμονας φθάνει, δια της παρατηρήσεως και του πειράματος, σε μια θεωρία και στην συνέχεια καταγράφει αυτήν την θεωρία με λέξεις και όρους. Για την κατανόηση, όμως, αυτής τής εμπειρίας είναι απαραίτητη η ερμηνεία του ιδίου του επιστήμονος.

«Σε κάθε επιστήμη υπάρχει η πρακτική της επιστήμης μαζί με την θεωρία της, που η θεωρία είναι μια ταξινόμηση από νοηματικής απόψεως της λειτουργίας της επιστήμης, η οποία εκφράζεται σε νοήματα και ρήματα. Τα νοήματα εκφράζονται σε ρήματα και αυτά καταγράφονται σε μονογραφίες, σε βιβλία, σε σχεδιαγράμματα, σε υπολογισμούς για να μπορούν να χρησιμεύουν και σε άλλους.

Συνήθως, για να μπόρεση να χρησιμοποιή κανείς από αυτά τα βιβλία σε μια ορισμένη επιστήμη πρέπει να έχη και καθοδηγούς. Νομίζω, ένας είναι αδύνατον να γίνη γιατρός, αν αυτός διαβάζη μόνο βιβλία ιατρικής και χειρουργικής. Αλλά πρέπει να μπη σε μία ομάδα γιατρών, χειρουργών κ.ο.κ., για να απόκτηση και την θεωρία της επιστήμης, αλλά και την πρακτική της επιστήμης. Αυτό γίνεται σε όλες τις επιστήμες.

Οπότε, δεν ημπορεί ένα βιβλίο να είναι ο φορεύς της επιστήμης. Το βιβλίο χρησιμοποιείται ως κάτι που αποτελεί κάπου ορισμένα μνημεία, ώστε υπενθυμίζουν στον επιστήμονα τα κύρια σημεία μιας επιστήμης και της πράξης αυτής της επιστήμης. Αυτή η σχέση μεταξύ επιστήμονος, βιβλίου, ζωντανής διδασκαλίας και μαθητού υπάρχει και στην πατερική αντίληψη περί Αγίας Γραφής».

Στις θετικές επιστήμες που πραγματοποιούνται πειράματα από τους επιστήμονες, οι οποίοι βρίσκονται σε κάθε μέρος της γης, υπάρχει ταυτότητα εμπειριών. Κάθε θετικός επιστήμονας, όταν διάβαση τα πειράματα των άλλων ερευνητών, μπορεί να κάνη επαλήθευση και να τα πιστοποιήση.

«Όταν κάνουμε μαθηματικά η χημεία η βιολογία, τα νοήματα και τα ρήματα που χρησιμοποιούμε ανταποκρίνονται και σε κάποια πραγματικότητα, ώστε, εάν είμαι βιολόγος και κάποιος μου περιέγραψε κάτι σε ένα επιστημονικό περιοδικό, εγώ βάσει του άρθρου που διαβάζω μπορώ στο ίδιο το εργαστήριο, το δικό μου, να επαναλάβω αυτά που είδε εκείνος, να επαναλάβω και το πείραμα του και να ξαναγνωρίσω εγώ αυτό που γνώρισε εκείνος.

Αυτό το κάνουν χιλιάδες βιολόγοι και γι’ αυτό, όταν γίνονται αυτά τα πειράματα και αποκτούν γνώσεις, δεν είναι όπως μεταξύ των θεολόγων που ο καθένας λέγει ό,τι του κατεβεί, δηλαδή, και φαντασίες και κάνουν αναλύσεις, φανταστικά κλπ, δεν είναι πόκερ.

Εάν ασχολούνταν άνθρωποι σοβαροί με τις θετικές επιστήμες, όπως ασχολούνται οι θεολόγοι με την θεολογία, δεν θα είχαμε θετικές επιστήμες».

Ό,τι γίνεται στις θετικές επιστήμες γίνεται και στην Ορθόδοξη θεολογία, με την διαφορά, όμως, ότι τα άρρητα ρήματα είναι άκτιστα, ενώ αυτά που μεταφέρουν την εμπειρία είναι κτιστά ρήματα και νοήματα. Η διάκριση μεταξύ αρρήτων-ακτίστων ρημάτων και κτιστών ρημάτων και νοημάτων είναι σημαντική για την Ορθόδοξη θεολογία. Αυτό γίνεται με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.

«Όταν κανείς καταλάβη την διάκριση αυτή, μεταξύ ρημάτων και νοημάτων, που είναι στο κατηγόρημα των κτισμάτων, γνωρίζει ότι αυτά δεν μπορούν ποτέ να συγχωνευθούν ή να συγχυσθούν με τα άρρητα ρήματα, τα οποία άρρητα ρήματα είναι άκτιστα.

Και όταν κανείς καταλάβη ότι τα άκτιστα ρήματα, που είναι τα άρρητα ρήματα, ουδεμία ομοιότητα έχουν με τα κτιστά ρήματα και νοήματα που χρησιμοποιούμε στην Αγία Γραφή, στην πατερική θεολογία κ.ο.κ., του γίνεται κατανοητό επίσης, ότι και η ίδια η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας εν τω Θεώ, δεν είναι αποτέλεσμα μιας αποκαλύψεως, που γίνεται με λέξεις».

Δημιουργία αρχείου: 5-2-2014.

Τελευταία ενημέρωση: 5-2-2014.