Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Θεολογικά

Χριστολογικές αιρέσεις και δόγμα της Χαλκηδόνας // Το περιγραπτό τής ανθρώπινης φύσεως τού Θεού Λόγου και οι άγιες Εικόνες // Ο Χριστός ήταν Θεάνθρωπος στη γη // Ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος στον ουρανό // Η συμβολή του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας στην Χριστολογία

Είχε ο Ιησούς Χριστός άγνοια των μελλόντων πραγμάτων;

Ορθόδοξη ερμηνεία των εδαφίων Ματθ. 24,36 και Μαρκ. 13,32 περί της δήθεν «άγνοιας» του Κυρίου και της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων του Χριστού

Papyrus 52

 

Το πρόβλημα

Δύο σημαντικά εδάφια, τα οποία χρησιμοποιούνται συχνά[1] ως επιχείρημα ενάντια στη θεότητα του Ιησού Χριστού, είναι τα εξής:

α) Ματθ. 24,36: «Περί δε της ημέρας εκείνης και ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι των ουρανών, ει μη ο Πατήρ μου μόνος» (που σημαίνει: Ποια όμως μέρα και ώρα θα έρθει το τέλος, κανένας δεν το ξέρει· ούτε οι άγγελοι των ουρανών, παρά μόνον ο Πατέρας μου).

β) Μαρκ. 13,32: «Περί δε της ημέρας εκείνης ή ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι οι εν ουρανώ ουδέ ο Υιός, ει μη ο Πατήρ» (που σημαίνει: Όσο για την ημέρα εκείνη ή για τη στιγμή που θα γίνουν αυτά, κανείς δεν ξέρει, ούτε οι άγγελοι στον ουρανό ούτε ο Υιός παρά μόνο ο Πατέρας).

Στα παραπάνω παράλληλα εδάφια, θα θεωρήσουμε ότι η άγνοια «του Υιού» (Μαρκ. 13,32) και η γνώση «μόνου του Πατρός» (Ματθ. 24,36), έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Το σημειώνουμε αυτό, διότι, οι χειρόγραφοι κώδικες του Κατά Ματθαίον, Σιναϊτικός, Βατικανός και κάποιοι άλλοι, έχουν τη γραφή «ουδέ ο υιός ει μη ο πατήρ μόνος». Όμως, όπως σημειώνει ο Παν. Τρεμπέλας, οποιαδήποτε και αν ήταν η αυθεντική γραφή «εφ’ όσον προστίθεται η λέξις ‘μόνος’, η έννοια του χωρίου παραμένει ούτως ή άλλως η αυτή»[2].

Οι πολέμιοι της θεότητας του Χριστού, για να γίνουν περισσότερο πειστικοί ως προς την «άγνοιά» Του για τα μέλλοντα, επικαλούνται και δύο εδάφια ακόμη που αφορούν τον Ιησού:

α)το Λουκ. 2,40: «το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι, πληρούμενον σοφίας» (που σημαίνει: και το παιδί μεγάλωνε και δυνάμωνε πνευματικά, γέμιζε από σοφία»), και

β)το Λουκ. 2,52: «και Ιησούς προέκοπτε σοφία» (που σημαίνει: και ο Ιησούς πρόκοβε στη σοφία).

 

Μια πρώτη απάντηση μέσα από την Κ.Δ.

Μέχρι εδώ λοιπόν, με αυτή την επιλογή εδαφίων, βλέπουμε έναν Ιησού ο οποίος «δεν γνωρίζει» την ώρα του τέλους και ταυτόχρονα παρουσιάζει πνευματική εξέλιξη/αύξηση.

Σύμφωνα με τους αιρετικούς, τα εδάφια αυτά σημαίνουν ότι ο Χριστός δεν ήταν παντογνώστης, άρα ούτε και Θεός ομοούσιος με τον Πατέρα.

Πώς είναι όμως δυνατόν να καταλήξει κάποιος σε αυτή την ερμηνεία, η οποία έρχεται σε πλήρη αντίφαση με το εξής:

 «Πάντα μοι παρεδόθη υπό του Πατρός μου, και ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν ει μη ο Πατήρ, ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο Υιός και ω εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι» (που σημαίνει: Όλα παραδόθηκαν σε έμενα από τον Πατέρα μου και κανείς δεν γνωρίζει τον Υιό, παρά μόνο ο Πατέρας, ούτε τον Πατέρα γνωρίζει κανείς παρά μόνον ο Υιός και εκείνος, στον οποίο ο Υιός ΘΑ ΘΕΛΗΣΕΙ να τον αποκαλύψει) (Ματθ. 11,27. Βλ. και το παράλληλο, Λουκ. 10,22).

Αν και θα καταγράψουμε παρακάτω αναλυτικά την Πατερική, Ορθόδοξη ερμηνεία των δύο εδαφίων, το παραπάνω χωρίο μας δίνει αρκετές από τις εξηγήσεις που ζητάμε:

Ο Ιησούς λοιπόν γνωρίζει τα ΠΑΝΤΑ όχι μόνο επειδή ‘του παραδόθηκαν’ ΟΛΑ, αλλά επιπλέον, επειδή στο εδάφιο εμφανίζεται ο Πατέρας ως ο μόνος που γνωρίζει τον Υιό, και ο Υιός, ως ο ΜΟΝΟΣ που γνωρίζει τον Πατέρα, και κανείς άλλος δεν έχει τέτοια σχέση μαζί Του[3] . Και φυσικά, τον άπειρο Πατέρα, δεν μπορεί να τον γνωρίζει άλλος, παρά κάποιος που έχει την άπειρη γνώση[4].

Κατά συνέπεια, ένα μόνο μπορεί να συμβαίνει, όταν λέει ο Ιησούς «κανείς δεν γνωρίζειούτε ο Υιός»· και στην ερμηνεία των λόγων αυτών, σημαντικότατο ρόλο παίζει η παράμετρος: «ΕΑΝ ΒΟΥΛΗΤΑΙ ο Υιός αποκαλύψαι».

Δηλαδή, στα Μαρκ. 13,32 και Ματθ. 24,36 ο Ιησούς γνωρίζει την ημέρα του τέλους ως Θεάνθρωπος, αλλά ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ να την αποκαλύψει διότι κρίνει ότι ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να τη μάθει κανείς άνθρωπος. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το Πραξ. 1,7: «Δεν είναι δική ΣΑΣ υπόθεση να ξέρετε τους χρόνους ή τους καιρούς που όρισε ο Πατέρας κατά τη δική του εξουσία».

 

Άλλωστε, όταν ένα βιβλικό εδάφιο δείχνει ‘μη γνώση’ κάποιου ζητήματος από τον Θεό, αυτό δεν δηλώνει απαραίτητα άγνοια. Θα έλεγε άραγε κανείς από τους αιρετικούς ότι ο Θεός δεν είναι παντογνώστης, επειδή στο Γεν. 4,9 ρωτά τον Κάιν «Πού εστιν Άβελ ο αδελφός σου;» ή επειδή στο Γεν. 3,9 ’δεν ξέρει’ πού είναι ο Αδάμ; Τέτοια εδάφια έχουν προφανώς παιδαγωγικούς σκοπούς[5].

Επιπλέον, είναι χαρακτηριστική η ταύτιση που γίνεται στην Αγία Γραφή ανάμεσα στον παντογνώστη Θεό της Παλαιάς Διαθήκης (Ιερ. 17,10) και στον Υιό του Θεού (Αποκ. 2,23):

 «Εγώ κύριος ετάζων καρδίας και δοκιμάζων νεφρούς του δούναι εκάστω κατά τας οδούς αυτού και κατά τους καρπούς των επιτηδευμάτων αυτού» (που σημαίνει: Εγώ ο Κύριος εξερευνώ τα βάθη της καρδιάς, γνωρίζω τις πιο μύχιες επιθυμίες του ανθρώπου, για ν’ ανταποδώσω στον καθένα ανάλογα με τη ζωή του και με τα έργα του) (Ιερ. 17,10).

«Τάδε λέγει ο Υιός του Θεού […] Εγώ ειμί ο ερευνών νεφρούς και καρδίας. Και δώσω υμίν εκάστω κατά τα έργα υμών» (που σημαίνει: Να τι λέει ο Υιός του Θεού (Αποκ. 2,18) […] Εγώ ξέρω τι κρύβει ο νους και η καρδιά του ανθρώπου·  θα κρίνω τον καθένα σας ανάλογα με τα έργα σας)(Αποκ. 2,23).

 

Η Πατερική ερμηνεία αναλυτικά

Ενώ λοιπόν η αιρετική ερμηνεία, ότι ο Χριστός είχε πράγματι «άγνοια», παρουσιάζει αντιφάσεις με άλλα εδάφια στην Αγία Γραφή, η Ορθόδοξη, Πατερική ερμηνεία παρουσιάζει πλήρη συνέπεια, όπως σημείωσε ο αείμνηστος Ρωμανίδης:

«Εις την Ορθόδοξον Παράδοσιν δεν υπάρχει και δεν δύναται να υπάρχη διάκρισις μεταξύ Πατερικής και Βιβλικής ή ερμηνευτικής Θεολογίας. Η Βιβλική Θεολογία είναι η Πατερική Θεολογία και η Πατερική Θεολογία είναι η Βιβλική Θεολογία»[6].

Στην εξήγηση των εδαφίων Μαρκ. 13,32 και Ματθ. 24,36, θα αναζητήσουμε τις ερμηνείες των Πατέρων της Εκκλησίας και θα αναφερθούμε επίσης στην ορολογία που χρησιμοποίησε το λεγόμενο «Δόγμα της Χαλκηδόνας», το οποίο αποτελεί την Ορθόδοξη διατύπωση του Χριστολογικού δόγματος, σχετικά με τον τρόπο που ενώθηκαν οι δύο φύσεις του Χριστού (θεία και ανθρώπινη) στο πρόσωπο του Θεού Λόγου.

Η διατύπωση του Χριστολογικού δόγματος, έγινε από τη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο το έτος 451[7], και σύμφωνα με αυτή, ο Χριστός είναι Ένας, ένα είναι το σαρκωμένο πρόσωπο, με δύο φύσεις, ενωμένες «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως», φύσεις τέλειες κατά πάντα, τόσο η θεότητα όσο και η ανθρωπότητα[8].

Αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής στη διαμόρφωση του «Δόγματος της Χαλκηδόνας», ήταν ο άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας (370-444), ο οποίος στην «περίφημη 39η Επιστολή του» υπογραμμίζει την «ασύγχυτη ένωση των δύο φύσεων του Χριστού»[9]. Μάλιστα, η Ε΄ Οικουμενική Συνόδος (553) η οποία διευθέτησε Χριστολογικά ζητήματα, «επικύρωσε τελικώς ως μόνη αυθεντική κατανόηση και ερμηνεία του Όρου της Χαλκηδόνας την κυριλλική ερμηνεία του, την οποία και επέβαλε εφεξής ως τη μόνη ορθόδοξη» [10].

Σύμφωνα με αυτήν, «ο ίδιος ο Χριστός είναι που ενεργεί πάντοτε και τα θεία και τα ανθρώπινα. Επειδή υπάρχει η ταυτότητα της μιας υπόστασης [του Λόγου] και η περιχώρηση των δύο φύσεων [ανθρώπινη και θεία], γι' αυτό ο Χριστός δεν ενεργεί μεμονωμένα πότε τα ανθρώπινα ως άνθρωπος και πότε τα θεία ως Θεός, αλλά τα ανθρώπινα ενεργεί ως άνθρωπος και Θεός, και τα θεία ως Θεός και άνθρωπος. Αυτή, λοιπόν, η ταυτότητα της μίας υπόστασης σε κάθε πράξη, ανθρώπινη ή θεία, συντελεί ώστε η μία φύση να αντιδίδει στην άλλη τα δικά της γνωρίσματα. Έτσι ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος, κτιστός και άκτιστος, παθητός και απαθής κτλ.» [11].

Ως προς το ζήτημα της «άγνοιας» του Κυρίου που μας απασχολεί στο παρόν άρθρο, είναι εξαιρετική και περιεκτική η ερμηνεία του αγ. Μάξιμου του Ομολογητή (580-662):

«Ώσπερ γαρ σίδηρος πεπυρακτωμένος, πάντα τα ιδιώματα του πυρός έχει· φωτίζει γαρ και καίει· ου μην φύσει εστί πυρ, αλλά σίδηρος· ούτω και το ανθρώπινον του Κυρίου, καθό μεν ηνώθη τω Λόγω, πάντα ηπίστατο». 

Που σημαίνει:

«Επειδή, όπως ακριβώς ο πυρακτωμένος σίδηρος έχει όλα τα ιδιώματα της φωτιάς - διότι φωτίζει και καίει - αν και δεν είναι κατά φύση φωτιά, αλλά σίδηρος, έτσι και η ανθρώπινη φύση του Κυρίου, επειδή ενώθηκε με τον Λόγο, γνώριζε τα πάντα» [12].

Σύμφωνα με την ερμηνεία του Κύριλλου Αλεξανδρείας στο Ματθ. 11,27, ο Χριστός τα γνωρίζει ΟΛΑ (‘τα πάντα ειδώς[13]), έχει πλήρη γνώση ακόμα και της φύσης του Πατέρα (‘μόνος την φύσιν του Πατρός γινώσκει[14]), και αυτό το εδάφιο, εγγυάται ότι κανένα μυστικό δεν υπάρχει ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό, και ότι ο Ιησούς σαφώς γνωρίζει τα μέλλοντα να συμβούν (‘το τέλος του αιώνος αγνοεί ο Υιός του Θεού; Μη γένοιτο[15]).

Όπως γράφει ο εξέχων δογματολόγος της Ορθοδοξίας, Ιωάννης Δαμασκηνός:

«…η σάρκα των ανθρώπων κατά τη φύση της δεν είναι ζωοποιός […] [όμως] η σάρκα του Κυρίου, αφού ενώθηκε καθ’ υπόσταση με τον ίδιο τον θεό Λόγο, δεν απομακρύνθηκε βέβαια από την κατά φύση θνητότητα, έγινε όμως ζωοποιός εξαιτίας της καθ’ υπόσταση ενώσεως προς τον Λόγο […] έτσι η ανθρώπινη φύση δεν κατέχει κατ’ ουσία τη γνώση των μελλόντων, αλλά η ψυχή του Κυρίου εξαιτίας της ενώσεως και της υποστατικής ταυτότητος απέκτησε ως πλούτομε τα λοιπά θαύματα ΚΑΙ ΤΗ ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΜΕΛΛΟΝΤΩΝ» [16] (‘Έκδ. ακριβής Ορθ. Πίστεως III, 21).

Και συνεχίζει:

«…η σάρκα αγνοεί τα μέλλοντα και λέγεται δούλη […] Αλλά αφού [η σάρκα του Χριστού] κάποτε ενώθηκε καθ’ υπόσταση πώς θα είναι δούλη; Επειδή ένας είναι ο Χριστός, δεν μπορεί να είναι δούλος του εαυτού του ενώ είναι Κύριος […] Κατ’ όνομα μόνο λέγεται δούλος, χωρίς ο ίδιος να είναι κάτι τέτοιο, αλλά επειδή για μας πήρε μορφή δούλου […] Αυτοί που τον λένε δούλο χωρίζουν τον ένα Χριστό σε δύο, όπως έκανε ο Νεστόριος. Εμείς όμως τον λέμε δεσπότη και Κύριο ολόκληρης της κτίσεως, τον ένα Χριστό, τον ίδιο Θεό μαζί και άνθρωπο, και ότι ΞΕΡΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ [‘και πάντα ειδέναι’]» [17] (‘Έκδ. ακριβής Ορθ. ΠίστεωςIII, 21).

 

Οι ερμηνείες αυτές φυσικά, απαντούν στην Ορθοδοξία και πριν από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο.

Διδάσκει ο Μέγας Αθανάσιος (295-373):

«Οι μεν ουν μαθηταί εν τω κατά Ιωάννην έλεγον τω Κυρίω· ‘Νυν οίδαμεν, ότι πάντα οίδας’. Εύδηλον ουν, ότι ουδέν εστιν ό αγνοεί, Λόγος ων, δι’ ου τα πάντα εγένετο. Των δε πάντων ούσα και η ημέρα εκείνη»[18].

Όπως εξηγεί ο δογματολόγος Κων. Σκουτέρης, «ο Αθανάσιος υπενθυμίζει ότι ‘άνθρώπων ίδιον το αγνοείν’, για τον σαρκωθέντα όμως Υιό του Θεού η ανθρώπινη άγνοια δεν επεσκίασε τη θεία γνώση. Επεδείκνυε ο Χριστός την ανθρώπινη άγνοια, χωρίς βέβαια να βρίσκεται υπό την κυριαρχία της» [19].

            Και φυσικά, οι μεταγενέστερες ερμηνείες ακολουθούν την ερμηνευτική γραμμή της Παράδοσης.

Ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός (11ος αι.) σημειώνει:

            «Πάντα γαρ όσα εχει ο Πατήρ του Υιού εισι· και την γνώσιν δε έχει της ημέρας ο Πατήρ. Και ο Υιός άρα έχει ταύτην» [20].

            Και ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας (11ος - 12ος αι.) παρομοίως:

«Επεί δε γινώσκει ο Πατήρ, γινώσκει άρα και ο Υιός. ‘Εγώ γαρ, φησί, και ο Πατήρ έν εσμέν’» [21].

 

Για ποιο λόγο είπε ο Χριστός ότι «ουδείς οίδεν… ουδέ ο Υιός» και πως θα πρέπει να κατανοήσουμε τους λόγους αυτούς;

Οι λόγοι για τους οποίους ο Χριστός προβάλει/φανερώνει την άγνοια της ανθρώπινης φύσης είναι οι ακόλουθοι:

Ο Μ. Αθανάσιος μας λέει ότι το έκανε αυτό ο Χριστός «ίνα δείξη, ότι αληθώς ανθρώπινον έχει σώμα» και επιπλέον, ότι έχει τη δύναμη, την ανθρωπότητα «από πάντων λυτρωσάμενος και καθαρίσας, τελείαν και αγίαν παραστήση τω Πατρί»[22].

 

Σύμφωνα με τους Πατέρες, ο Χριστός με τα λόγια αυτά έδειξε ότι η γνώση του χρόνου του τέλους δεν είναι για να δοθεί στους ανθρώπους. Με τον τρόπο αυτό, ήθελε να μας κρατήσει σε ‘εγρήγορσιν’ και ‘αγρυπνίαν’ (Ζιγαβηνός), διότι είναι πολύ σημαντικό ‘αεί αγωνιζώμεθα, προσδοκώντες αυτό και φοβούμενοι μη ανετοίμοις επιστή’ (Θεοφύλακτος)[23].

Έτσι, «η απόκρυψις καθιστά τον άνθρωπο προσεκτικώτερον και το αιφνίδιον του πράγματος σωφρονίζει τον πιστό στο να είναι πάντοτε έτοιμος για να εμφανισθή ενώπιον του Κυρίου» [24].

Σύμφωνα με τα Πατερικά κείμενα, ο Χριστός, ως τέλειος άνθρωπος, μπορεί να φανερώνει την άγνοια της ανθρώπινης φύσης για παιδαγωγικούς σκοπούς, χωρίς μάλιστα να ψεύδεται στο παραμικρό, αφού η άγνοια είναι ιδίωμα πραγματικό της ανθρώπινης φύσης και όχι φαινομενικό, άσχετα αν ο Λόγος του θεού δεν βρίσκεται υπό την κυριαρχία της λόγω της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεων, όπως μας λέει ο Ιωάννης Δαμασκηνός. Επανερχόμενοι λοιπόν στην παραπάνω ερμηνεία του Μάξιμου του Ομολογητή, ο Χριστός «καθό δε φύσις ανθρωπεία εν αυτώ ουχ ήνωτο, λέγεται αγνοείν», δηλ. μιλά για άγνοια «σαν να μην ενώθηκε η ανθρώπινη φύση στον Εαυτόν Του» [25].

Όπως σημειώνει ο Στέργιος Σάκκος, «πρώτος ο Χρυσόστομος διευκρίνισε ότι το δόγμα και η αποκάλυψι δεν ελλοχεύουν σε κάθε πρότασι της Γραφής, αλλά  φανερώνονται σε ωρισμένες προτάσεις και κυρίως στο νόημα μιας συνάφειας. Και ο Χρυσόστομος πάλι ανέδειξε ως ασφαλή ερμηνευτική μέθοδο την ερμηνεία με βάσι τη θέσι του χωρίου μέσα στην περικοπή του αλλά και με οδηγό το πνεύμα και τη νοοτροπία όλης της Γραφής. Με αυτό το σκεπτικό ο Χρυσόστομος εισηγήθηκε για το χωρίο μας την ερμηνεία της υπόνοιας των ακουόντων, κατά την οποία ο Ιησούς Χριστός μιλά εν προκειμένω σύμφωνα με την αντίληψι που είχαν οι μαθηταί του γι' αυτόν και όχι σύμφωνα με την όντως αλήθεια για τον εαυτό του. Τούτο δεν δηλώνει ούτε υπόκρισι ούτε υπόδυσι, αλλά μόνο σεβασμό προς την αδυναμία των ακροατών του και ακόμη παιδαγωγική σοφία στη διδασκαλία του» [26].

Παραθέτοντας από τον Χρυσόστομο, ο Ιερεμίας Φούντας γράφει για το θέμα αυτό:

«Με την ερμηνευτικήν αυτήν κλείδα του ιερού Χρυσοστόμου δυνάμεθα να νοήσωμεν καλώς πολλάς ταπεινάς εκφράσεις του Ιησού Χριστού λεγομένας περί εαυτού. ‘Ει ανθρωπινώτερον διαλέγεται’ [ο Χριστός] - λέγει ο Χρυσόστομος - ‘μη θαυμάσης’ […] μη τα λεγόμενα εξετάζειν μόνον, αλλά και την υπόνοιαν των ακροωμένων προστιθέναι και ούτω των λεγομένων ακούειν, ως προς εκείνην ειρημένων την υπόνοιαν’» [27].

Και προκειμένου ο Χριστός να διδάξει εμάς, όπως σαφώς διευκρινίζει ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, αν και είναι Θεός και Λόγος, καταδέχεται να ονομαστεί δούλος, καταδέχεται να φανερωθεί σαν άνθρωπος που αγνοεί[28], που υστερεί σε δόξα, που ζωογονείται υπό του Πνεύματος:

«ει γαρ Δεσπότης υπάρχων, κέκληται δούλος δια τον άνθρωπον», (μτφρ. : αν και είναι Δεσπότης, ονομάστηκε δούλος για μας τους ανθρώπους),

«και Κύριος ων της δόξης, δόξαν ως ουκ έχων αιτεί παρά Πατρός»  (μτφρ. : και ενώ είναι ο Κύριος της δόξης, ζητάει δόξα από τον Πατέρα σαν να μην έχει δόξα),

«και αυτός ων κατά αλήθειαν η ζωή και πάντα ζωογονών, εν δυνάμει του πνεύματος εγηγέρθαι λέγεται...» (μτφρ. :  και ενώ αυτός είναι στ’ αλήθεια η ζωή και αυτός που τα ζωογονεί όλα, λέγεται ότι αναστήθηκε με την δύναμη του Πνεύματος)[29].

 

            Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να αντλήσουμε από τα εδάφια περί της δήθεν «άγνοιας» του Κυρίου το συμπέρασμα, ότι η γνώση της ακριβούς ώρας του τέλους, είναι από τα πράγματα που ο Ιησούς έκρινε ότι δεν είναι ανάγκη ή δεν πρέπει να την πληροφορηθούν οι άνθρωποι, και οπωσδήποτε, η ακριβής ώρα, δεν αποτελεί περιεχόμενο «της υπ’ αυτού παρεχομένης αποκαλύψεως»[30].

Τα λόγια του Χριστού κρίνουν όχι μόνο τις δήθεν προφητικές οργανώσεις (βλ. Μάρτυρες του Ιεχωβά), οι οποίες έχουν αποτύχει αμέτρητες φορές να προβλέψουν το τέλος, κρίνονται όμως και μερικοί πλανεμένοι Ορθόδοξοι, οι οποίοι κάνουν εκπομπές, ή εκδίδουν βιβλία στα οποία δηλώνουν σίγουροι ότι γνωρίζουν πότε θα έρθει το τέλος...

 

Η ερμηνεία του Θεοδώρητου Κύρου στα περί «άγνοιας» εδάφια, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, και η καταδίκη των «Τριών Κεφαλαίων» από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο

Όπως είναι γνωστό, η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον Ωριγένη, τον Ευάγριο Ποντικό (346-399)[31] και τον Δίδυμο τον Τυφλό (313-398)[32] καθώς και τα λεγόμενα «Τρία Κεφάλαια»[33].

Τα «Τρία Κεφάλαια» αυτά ήταν: 1) Το πρόσωπο και οι κακοδοξίες του Θεοδώρου Μοψουεστίας· 2) όσα έγραψε ο Θεοδώρητος Κύρου α) κατά του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και των «12 Κεφαλαίων» αυτού, β) κατά της Γ΄ Οικ. Συνόδου και γ) υπέρ του Νεστορίου και 3) η επιστολή του Ίβα Εδέσσης Προς Μάρην τον Πέρση[34]. Η Σύνοδος τελικά εξέδωσε «14 αναθεματισμούς εναντίον των τριών κεφαλαίων» αποδοκιμάζοντας και καταδικάζοντας τις νεστοριανικές θέσεις τους[35].

 

Από τα παραπάνω, το παρόν άρθρο ενδιαφέρει ειδικά η περίπτωση του Θεοδώρητου Κύρου και η δογματική διαμάχη του με τον Κύριλλο Αλεξανδρείας.

Ο άγιος Κύριλλος «είχε συντάξει 12 κεφάλαια κατά των αιρέσεων του Νεστορίου» και «ο Θεοδώρητος Κύρου έγραψε μίαν ανατροπήν των εν λόγω κεφαλαίων»[36].

Όπως σημειώνει ο Γ. Φλορόφσκυ, στην «ανατροπή» αυτή του Θεοδώρητου[37], «η έκθεση και η γλώσσα τους είναι απρόσεκτες και όχι ζυγισμένες με προσοχή […] Η σύνοδος αποφάσισε να αποκηρύξει ‘’αυτό που ο Θεοδώρητος ασεβώς έγραψε κατά της αληθούς πίστεως και των Δώδεκα Αναθεματισμών του αγ. Κυρίλλου […] Αυτό δεν ήταν ένας αφορισμός του Θεοδωρήτου αλλά δήλωνε μια άρνηση του δογματικού του κύρους εξαιτίας της άτυχους πολεμικής του κατά του αγ. Κυρίλλου»[38].

 

Πριν δούμε το πρόβλημα που δημιούργησε η ερμηνεία του Θεοδώρητου επάνω στα εδάφια που δείχνουν «άγνοια» του Κυρίου, θα θυμίσουμε ότι σύμφωνα με τους Πατέρες ο Χριστός δεν αγνοεί τίποτα, εξαιτίας της υποστατικής ένωσης των δύο φύσεών του (ανθρώπινης και θείας). Οι δύο φύσεις δεν κάνουν δύο πρόσωπα ή δύο υιούς·  ένας είναι ο Υιός, μία η υπόσταση, και δύο οι φύσεις είναι ενωμένες στην υπόσταση/πρόσωπο του Θεού Λόγου[39].

Άμεση συνέπεια της υποστατικής ένωσης είναι και η λεγόμενη «Αντίδοση των Ιδιωμάτων», δηλαδή η «αναφορά των θείων και ανθρώπινων ενεργειών διαρκώς στον ένα Χριστό και Κύριο»[40]. Όπως περιεκτικά αναφέρει η Ορθόδοξη Υμνογραφία στο κατανυκτικό αντίφωνο της Μ. Παρασκευής: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας».

Σύμφωνα με τον δογματολόγο Νίκο Ματσούκα:

«Εξαιτίας της υποστατικής ένωσης είναι πάντοτε ο ίδιος που πράττει τα θεία και τα ανθρώπινα, ως Θεάνθρωπος. Όταν πεινάει ή δακρύζει, λόγου χάρη και όταν πεθαίνει στο σταυρό, ο ίδιος ο Λόγος παθαίνει όλα αυτά (σαρκί), γιατί είναι σαρκωμένος. Όταν θαυματουργεί και ανασταίνεται, λόγου χάρη, πάλι ο ίδιος ο σαρκωμένος Λόγος, ως Θεάνθρωπος, πραγματοποιεί αυτά τα έργα. Η ενοποιημένη τούτη δράση του Χριστού, ανθρώπινων και θείων πράξεων, λέγεται αντίδοση των ιδιωμάτων. Όλα τα ανθρώπινα πάθη, τα οποία εκδηλώνει και υφίσταται ο Χριστός [πραγματικά και όχι φαινομενικά[41]], γίνονται κατά παραχώρηση, εκούσια[42], για να διεξαχθεί η ιστορία της θείας οικονομίας. Αυτό το νόημα έχουν όλα τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη[43] του Χριστού (πείνα, δίψα και άλλα) και ο θάνατος πάνω στο σταυρό»[44].

 

Σχετικά λοιπόν με το ζήτημα αυτό, ο Θεοδώρητος στην «ανατροπή» που έγραψε κατά των «Δώδεκα αναθεματισμών» του Κύριλλου, από μια φοβία που είχε να μην κινηθούν τα πράγματα προς τον Απολλιναρισμό[45] -όπως λέει ο Γ. Φλορόφσκυ[46]-, προσπαθούσε να τονίσει και να δώσει έμφαση στην ύπαρξη των δύο φύσεων, το έκανε όμως σε σημείο που να φαίνεται ότι μιλούσε για δύο πρόσωπα.

Χαρακτηριστική είναι η φράση του Θεοδώρητου, σχετική με το ζήτημα της «άγνοιας» του Κυρίου: «…ουκ άρα του θεού λόγου η άγνοια, αλλά της του δούλου μορφής της τοσαύτα κατ' εκείνο του καιρού γινωσκούσης όσα η ενοικούσα θεότης απεκάλυψεν»[47].

Είναι ανάγκη να τονίσουμε ότι η φράση αυτή παρατίθεται δύο φορές στο έργο του Κύριλλου Αλεξανδρείας με τίτλο: «Προς τους τολμώντας συνηγορείν τοις Νεστορίοις δόγμασιν» (PG 76, 392 κ.ε.). Μία φορά αναφέρεται στο εδάφιο PG 76,412ΑΒ, κάτω από τον σπόνδυλο που έχει τίτλο «Θεοδωρήτου ανατροπή» και περιέχει όσα ο Θεοδώρητος έγραψε κατά του Κύριλλου, και μία ακόμη φορά στο εδάφιο PG 76,416Β, κάτω από τον σπόνδυλο που έχει τίτλο «Απολογία Κυρίλλου» και περιέχει όσα ο Κύριλλος έγραψε κατά της «Θεοδωρήτου ανατροπής».

Το γεγονός ότι η φράση αυτή περιέχεται σε έργο του Κύριλλου, ίσως ήταν η αιτία που τη συναντήσαμε σε κάποια βιβλία σαν να ήταν του Κύριλλου, καλό είναι όμως να ξέρουμε ότι αυτή η φράση δεν είναι του Κύριλλου αλλά του Θεοδώρητου, και μάλιστα, ο Κύριλλος την ανατρέπει ως εξής:

«Προβάλλει δε [ο Θεοδώρητος] την φωνή του Σωτήρος που λέει: «Σχετικά με την ημέρα εκείνη και την ώρα, κανείς δεν γνωρίζει […] Κατόπιν, αφού διαβεβαιώσει [ο Θεοδώρητος] ότι ο εκ Θεού προελθών Λόγος είναι η σοφία που γνωρίζει όλα όσα πρόκειται να γίνουν, προσθέτει και λέει: «η άγνοια δεν προσάπτεται στον Θεό Λόγο, αλλά στην μορφή του δούλου, η οποία εκείνο τον καιρό γνώριζε όσα απεκάλυψε η ενοικούσα θεότητα». Επομένως [λέει ο Κύριλλος], αν αληθινά ομολογείς ότι ένας είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, Θεός και άνθρωπος μαζί, πως δεν ντρέπεσαι, να τον διαμερίζεις και να ομολογείς δύο Υιούς; Και πως ισχυρίζεσαι ότι δεν τον διαχωρίζεις σε δύο, αφού δεν είναι ο ίδιος αυτός που έχει περιορισμένη την γνώσιν, με αυτόν που γνωρίζει τα πάντα· ούτε είναι ίδιος αυτός που έχει δεχθεί μερική αποκάλυψη, μ’ αυτόν που είναι τέλειος στην σοφία και γνωρίζει όλα όσα γνωρίζει και ο Πατέρας! Και βέβαια, από την στιγμή που είναι ένας και ο αυτός, λόγω του γεγονότος της αληθινής ενώσεως, και δεν είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα που μπορούμε να τα εξετάσουμε ξεχωριστά, δικό του [χαρακτηριστικό] είναι και το να γνωρίζει, παρά το ότι φαίνεται ότι δεν γνωρίζει. Επομένως, γνωρίζει και αυτός, με θεϊκό τρόπο, αφού είναι η σοφία του Πατρός […] Για να γίνει πιστευτό ότι στ’ αλήθεια έγινε άνθρωπος, ιδιοποιείται τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά χωρίς να απομακρυνθεί από την θεία μακαριότητα, χωρίς να υποστεί τροπή, να μειωθεί θα λέγαμε η θεία του φύση, χωρίς να αλλάξει κάτι από αυτό που ήταν, που είναι και θα είναι διαπαντός»[48].

 

Πράγματι, αν και ο Θεοδώρητος σκόπευε να παρουσιάσει τα χαρακτηριστικά των δύο φύσεων για να δείξει ότι υπάρχουν τέλειες και οι δύο, εντούτοις η διατύπωση ήταν ατυχής και έδειχνε σαν να δέχεται ότι υπάρχει ένας Χριστός-Άνθρωπος ο οποίος δεν γνωρίζει, και ένας Χριστός-Θεός ο οποίος γνωρίζει και αποκαλύπτει σε εκείνον που δεν γνωρίζει. Σύμφωνα με τον Κύριλλο Αλεξανδρείας, αυτό έμοιαζε να διαμερίζει τον Χριστό και να ομολογεί δύο Υιούς και όπως είδαμε, σύμφωνα με τον ιγ΄ αφορισμό του Όρου Πίστεως της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου, όσα έγραψε ο Θεοδώρητος κατά των «Δώδεκα Κεφαλαίων» του Κύριλλου θεωρήθηκαν «ασεβή» και καταδικάστηκαν[49].


Σημειώσεις

[1] Από μουσουλμάνους, από άθεους, από τους λεγόμενους «Μάρτυρες του Ιεχωβά», κ.ά.

[2] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον», 4η έκδ., «Ο Σωτήρ», Αθήνα 1989, σελ. 434.

[3] Φυσικά, αν και στο εδάφιο δεν αναφέρεται, εξετάζοντας την Κ.Δ. ως σύνολο, ξέρουμε ότι σχέση γνώσης προς τον Πατέρα έχει και το Άγιο Πνεύμα: «Σ’ εμάς όμως τα φανέρωσε ο Θεός με το Άγιο Πνεύμα. Γιατί το Πνεύμα εξετάζει τα πάντα, ακόμη και τα βάθη του Θεού» (Α΄ Κορ. 2,10).

[4] Ας μην μπερδεύει τους αιρετικούς η φράση: «τον Πατέρα γνωρίζειμόνον ο Υιός ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ, στον οποίο ο Υιός θα θελήσει να τον αποκαλύψει» (Ματθ. 11,27). Το εδάφιο ορίζει ως ΜΟΝΑΔΙΚΗ τη σχέση ανάμεσα στον Υιό και τον Πατέρα, διότι κάθε άλλος, εκτός της σχέσης αυτής, δεν έχει καμιά απευθείας γνώση του Πατέρα, και οι πληροφορίες που θα λάβει γι’ Αυτόν, εξαρτώνται  απολύτως από τον Υιό και τη βούληση Του. Έτσι, ο Ιησούς με τη φράση ότι τον Πατέρα θα γνωρίσει «και εκείνος, στον οποίο ο Υιός θα θελήσει να τον αποκαλύψει», δεν λέει κάτι περισσότερο από αυτό που επαναλαμβάνεται σε πολλά άλλα εδάφια: μιλάει είτε για την ΚΑΤΑ ΔΥΝΑΜΗ γνώση για τον Πατέρα την οποία φανέρωσε ο Χριστός όταν ήλθε, σε όποιους επέλεξε Εκείνος (Ιωάν. 1,18· 17,6), είτε μιλάει για την, άλλης τάξης και ποιότητας, γνώση, που θα δοθεί μετά τη Δευτέρα Παρουσία (Α΄ Κορ. 13,12).

[5] Σημείωση: ένα από τα προβλήματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν εκείνοι που δεν αποδέχονται τη θεότητα του Ιησού στηριζόμενοι σε εδάφια που φέρνουν τον Χριστό στο επίπεδο του ανθρώπου, είναι το εξής:

Αν, όπως διδάσκει η Εκκλησιαστική πίστη, ο Χριστός είναι Θεός, τότε, είναι δυνατόν για διδακτικούς σκοπούς, να μιλήσει όπως ένας Πατέρας που χαμηλώνει το επίπεδο των νοημάτων για να τον κατανοεί το μικρό παιδί του.

Αν όμως, όπως λένε εκείνοι, ο Χριστός δεν ήταν Θεός, αλλά ένα απλό κτίσμα, τότε η δική τους ερμηνεία καταντά μάλλον βλασφημία. Διότι, θα έπρεπε να δεχτούμε ότι ένας τόσο ευλαβής άνθρωπος όπως ο Χριστός, αντί να φέρεται με ταπεινοφροσύνη, καταντά αντιθέτως έρμαιο κούφιας περιαυτολογίας, και εκστομίζει ψευδείς φράσεις αδιανόητης εξουσίας, κύρους και ισοθεΐας! Υπάρχει έτσι σοβαρότατο πρόβλημα με την ερμηνεία τους, διότι πως θα μπορούσε ένας τόσο ευσεβής όπως ο Ιησούς να μιλήσει σαν αναμάρτητος και να πει με «θράσος» «τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας» (Ιω. 8,46), αντί να πει όπως ο Παύλος ότι από τους «αμαρτωλούς […] πρώτος ειμί εγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15), αφού «εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν» (Α' Ιωάν. 1,8); Πως θα μπορούσε ένας ευσεβής όπως ο Χριστός να πει τόσο επιπόλαια και απερίσκεπτα «τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» (Μαρκ. 2,5), φράση που σύμφωνα με τους νομομαθείς της εποχής αποτελούσε ξεκάθαρη βλασφημία («τι ούτος ούτω λαλεί βλασφημίας; Τις δύναται αφιέναι αμαρτίας ει μη εις, ο Θεός», Μαρκ. 2,7); Πως θα μπορούσε, ένα κτίσμα με αρχή και τέλος, να πει ότι κανείς δεν γνωρίζει τον [Παντοδύναμο, Παντογνώστη, τον Αιώνιο και Άπειρο] Θεό, εκτός από ΕΜΕΝΑ (όπως στο Ματθ. 11,27);! Θα ήταν αδιανόητο να ειπωθούν από ένα ευσεβές κτίσμα του Θεού, εκφράσεις όπως «ΕΓΩ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14,6) ή ακόμα περισσότερο, «ο εωρακώς ΕΜΕ εώρακε τον Πατέρα» (Ιω. 14,9).

[6] Ρωμανίδης Σ. Ιωάννης, «Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Α΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999 (c1973), σελ. 47.

[7] Σημείωση: είναι προφανές πως όταν αναφερόμαστε στο έργο των Οικουμενικών Συνόδων, ΔΕΝ ΕΝΝΟΟΥΜΕ ότι τα δόγματα της Εκκλησίας «βρέθηκαν» ή «ολοκληρώθηκαν» ή κάποιοι «τα συμφώνησαν» ή «τα σκέφτηκαν» τότε! Πραγματικά, σε βιβλία δυτικών, ακόμα και θεολόγων, έχουμε δει να χρησιμοποιείται τέτοιο απαράδεκτο λεξιλόγιο, το οποίο δείχνει πλήρη άγνοια για την Ορθοδοξία. Κάθε δόγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, βιώθηκε και κατανοήθηκε πλήρως με την Αποκάλυψη του Θεού και Λόγου, την Ενσάρκωση, τη Διδασκαλία, τα Πάθη, την Ανάσταση, την Ανάληψή, την έλευση του Αγίου Πνεύματος. Όπως γράφει ο Γεώργιος Φλορόφσκυ, «το δόγμα δεν είναι στοχασμός, αλλά μαρτυρία της αμετάβλητης αλήθειας, της αλήθειας που αποκαλύφθηκε και έχει διαφυλαχθεί από την αρχή» («Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 45). Έτσι, όλα τα δόγματα, όλο το περιεχόμενο του Συμβόλου της Πίστεως είναι Αποστολικά, και δεν υπάρχει κανένα δόγμα της Εκκλησίας που να μην είναι, δεν υπάρχει κανένα δόγμα που να άλλαξε ή να βελτιώθηκε στο παραμικρό. Έργο των Οικουμενικών Συνόδων ήταν μόνο η ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ των αληθειών που είχαν βιωθεί εξ αρχής από την Εκκλησία. Η Εκκλησία ούτε την αλήθεια αναζήτησε με τις Οικουμενικές Συνόδους (διότι την κατείχε ήδη), ούτε γνώρισε καλύτερα τον Χριστό με το έργο τους. Για παράδειγμα, αναφορικά με την Α΄ Οικ. Σύνοδο, ο Σωκράτης Σχολαστικός πολύ σωστά και περιεκτικά, μιλά για την «ΑΝΩΘΕΝ μεν και εξ αρχής ΕΚ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ παραδοθείσαν πίστιν, εν δε τη κατά Νικαίαν συνόδω ΒΕΒΑΙΩΘΕΙΣΑΝ» (Εκκλησιαστική Ιστορία 5,6. Βλ. και PG 67,572C).

[8] Ματσούκας Α. Νίκος, «Δογματική και Συμβολική θεολογία», τόμ. Γ΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 250.

[9] Τσάμης Γ. Δημήτριος, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996 (c1983), σελ. 131.

[10] Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία», τόμ. Α΄, 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 722.

[11] Ματσούκας Α. Νίκος, «Δογματική…», τόμ. Γ΄, ό.π., σελ. 250-251.

[12] PG 90, 840Α. Βλ. και στο διαδίκτυο, εδώ: http://users.otenet.gr/~gmcr/bible/Agnoia.htm .

[13] Κύριλλος Αλεξανδρείας, «Διάλεξις προς Νεστόριον ότι Θεοτόκος η αγία Παρθένος και ου Χριστοτόκος», PG 76, 253B.

[14] Κύριλλος Αλεξανδρείας, ό.π.

[15] Κύριλλος Αλεξανδρείας, στο ίδιο.

[16] Μετάφραση (και το πρωτότυπο) στο: Δαμασκηνός Ιωάννης, «Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως» (μτφρ. Ν. Ματσούκα), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 311.

[17] Δαμασκηνός Ιωάννης, «Έκδοσις ακριβής…», ό.π., σελ. 311.313.

[18] PG 26,424.

[19] Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, «Ιστορία Δογμάτων», τόμ. Β΄, Αθήνα 2004, σελ. 202.

[20] Παρατίθεται στο: Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον», 4η έκδ., «Ο Σωτήρ», Αθήνα 1989, σελ. 434α.

[21] Παρατίθεται στο: Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον», 4η έκδ., «Ο Σωτήρ», Αθήνα 1993, σελ. 256α.

[22] PG 26,424.

[23] Παρατίθενται στο: Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον», ό.π., σελ. 256β.

[24] Κόκορης Θ. Δημήτριος, «Ορθοδοξία και Κακοδοξία», τόμ. Α΄, Αθήνα 1991, σελ. 158.

[25] PG 90, 840Α. Βλ. και στο διαδίκτυο, εδώ: http://users.otenet.gr/~gmcr/bible/Agnoia.htm .

[26] Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα: «Ο Επουράνιος Πατήρ» (10-13 Νοεμβρίου 1992), Ι. Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 335-347. Παράθεση από εδώ: http://www.oodegr.com/oode/theos/yios/megalyteros1.htm .

[27] Φούντας Ιερεμίας (Αρχιμ.), «Η περί Προϋπάρξεως του Ιησού Χριστού Διδασκαλία της Αγίας Γραφής κατά τον Ιερόν Χρυσόστομον», Αθήνα 2002, σελ. 51.

[28] PG 72,444C: «το της αγνοίας καταδέχεται μικροπρεπές».

[29] PG 72,444CD.

[30] Παναγόπουλος Ιωάννης, «Το κέντρον της Χριστολογίας της Κ.Δ.», στο: Δελτίο Βιβλικών Μελετών, έτος 03, τόμ. 02, τεύχ. 06 (ΔΕΚ 1973), Αθήνα, Άρτος Ζωής, σελ. 101, υποσημ. #32.

[31] Η σύνοδος τον καταδίκασε για «πλάνες που πήρε από τη διδασκαλία του Ωριγένη» και τις δίδαξε με δικό του τρόπο (Τσάμης Γ. Δημήτριος, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», ό.π., σελ. 137).

[32] Επειδή «ακολούθησε…ορισμένες απόψεις του Ωριγένη σχετικές με την προΰπαρξη των ψυχών και την αποκατάσταση των πάντων» (Τσάμης Γ. Δημήτριος, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», ό.π., σελ. 127).

[33] Κοντοστεργίου Δέσποινα, «Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 116.

[34] Κοντοστεργίου Δέσποινα, «Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι», ό.π., σελ. 115.

[35] Ματσούκας Α. Νίκος, «Δογματική και Συμβολική θεολογία», τόμ. Β΄, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 314-315.

[36] Ρωμανίδης Σ. Ιωάννης, «Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Α΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999 (c1973), σελ. 311.

[37] Ο Γεώργιος Φλορόφσκυ, στο βιβλίο του «Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα» (σελ. 590-592), κάνει μια εκτενή ανάλυση στα κίνητρα που οδήγησαν τον Θεοδώρητο να κάνει μια σειρά από ατυχείς δογματικές διατυπώσεις και αναφέρεται με επιείκεια στο πρόσωπό του, καθώς ο Κύριλλος αποδέχτηκε ότι ο Θεοδώρητος πράγματι δεν είχε καταλάβει την ουσία των αναθεματισμών του, ενώ και ο Θεοδώρητος σε επιστολή του (PG 83, 1416B-1433A) δείχνει να γνωρίζει απόλυτα το Ορθόδοξο δόγμα παρά τις αστοχίες του.

[38] Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 567.

[39] Ματσούκας Α. Νίκος, «Ορθοδοξία και Αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ αιώνα», 2η έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 291.

[40] Ματσούκας Α. Νίκος, «Δογματική…», τόμ. Β΄, ό.π., σελ. 279.

[41] Όπως με έμφαση σημειώνει ο άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Είναι ασέβεια λοιπόν να λέμε […] [ότι] αυτά που λέγει το Ευαγγέλιο ότι έγιναν, δηλαδή η πείνα, η δίψα, τα καρφιά, το κέντρισμα της πλευράς, ο θάνατος, φαινομενικά έγιναν και όχι αληθινά…Αν έγιναν όλα αυτά φαινομενικά, τότε είναι άπατη και θέατρο το μυστήριο της οικονομίας, φαινομενικά και όχι αληθινά ο Λόγος έγινε άνθρωπος και φαινομενικά και όχι αληθινά σωθήκαμε» (μτφρ. στο: Δαμασκηνός Ιωάννης, «Έκδοσις ακριβής…», ό.π., σελ. 325 [‘Έκδ. Ορθ. Πίστεως’ ΙΙΙ, 28] ).

[42] Όπως μας λέει ο άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Χριστός «θέλων γαρ επείνασε, θέλων εδίψησε, θέλων εδειλίασε, θέλων απέθανεν» («Έκδ. ακριβής Ορθ. Πίστεως» III, 20).

[43] Αδιάβλητα πάθη: αυτά για τα οποία κάποιος δεν μπορεί να κατηγορηθεί.

[44] Ματσούκας Α. Νίκος, «Ορθοδοξία και Αίρεση…», ό.π., σελ. 294-295.

[45] Ο Απολλινάριος Λαοδίκειας (310-390) δίδασκε ότι ο Χριστός είχε μόνο την θεία φύση και δεν είχε προσλάβει πλήρως την ανθρώπινη φύση, αλλά μόνο την ανθρώπινη σάρκα («Απολλινάριος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 2, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1963, στ. 1117).

[46] Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Οι Βυζαντινοί Πατέρες…», ό.π., σελ. 590.

[47] PG 76,412.

[48] PG 76,416BC.

[49] Βλ. στο: Καρμίρης Ιωάννης, «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 196.

Δημιουργία αρχείου: 14-7-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 6-11-2010.

ΕΠΑΝΩ