Νεοπαγανιστικές απάτες

Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Ενότητα

Ρώμη

Βιβλία στο "Βυζάντιο" // Επιστήμονες τής Χριστιανικής Ρώμης // Ανώτερες και ανώτατες σχολές τής Ρωμιοσύνης

Η παρουσία τής Ρωμηοσύνης στο σύγχρονο γίγνεσθαι

Ομιλία Κωνσταντίνου Χολέβα

Πολιτικού Επιστήμονος –Συγγραφέως

 

Στο Συνέδριο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων (Αθήναι, 31-5-2009).

 

            Η παρουσία της Ρωμηοσύνης στο σύγχρονο γίγνεσθαι καθορίζεται από τα πνευματικά συστατικά στοιχεία της: Την Ελληνική παιδεία και πολιτιστική συνέχεια. Την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη και παράδοση. Το βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο. Την αίσθηση ότι «η Ρωμανία κι αν πέρασε ανθεί και φέρει κι άλλο», όπως τραγουδά ο Ποντιακός θρήνος για την Άλωση. Την πεποίθηση ότι «η Ρωμηοσύνη εν να χαθή όντας ο κόσμος λείψη», όπως είναι τα λόγια του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, τα οποία κατέγραψε με ποιητική χάρη ο Κύπριος βάρδος Βασίλης Μιχαηλίδης. Την παρακαταθήκη του Αγίου Αυτοκράτορος της Νικαίας Ιωάννου Γ΄ Βατάτζη, ο οποίος γράφει προς τον Πάπα Νικόλαο Θ΄ το 1250 ότι ο τίτλος του είναι βασιλεύς Ρωμαίων, αλλά γνωρίζει την καταγωγή του από το ελληνικόν γένος, από το οποίο διεδόθη η σοφία σε όλον τον κόσμο και στο οποίο δια του Μεγάλου Κωνσταντίνου πέρασε η κληρονομιά του κράτους των Ρωμαίων*. Την συγκινητική υπόμνηση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς τους τελευταίους υπερασπιστές της Βασιλεύουσας ότι «είμασθε απόγονοι Ελλήνων και Ρωμαίων», γι’ αυτό πρέπει να αγωνισθούμε για την Πίστη, την Πατρίδα και τους συγγενείς μας. Και την επίκαιρη υπογράμμιση του μακαριστού π. Ιωάννου Ρωμανίδη ότι ο Ρωμηός κάνει κατά καιρούς συμμαχίες για το συμφέρον του Έθνους, αλλά δεν γίνεται δούλος των συμμάχων, ούτε πιστεύει στην συγχώνευση των πολιτισμών.

            Η παρουσία της Ρωμηοσύνης ανιχνεύεται και πρέπει να γίνει ακόμη πιο δυναμική στους εξής τομείς:

            1) Πολιτιστική ταυτότητα. Η ελληνορθόδοξη Ρωμηοσύνη σέβεται το δικαίωμα κάθε λαού να έχει την εθνική, θρησκευτική και πολιτιστική ταυτότητά του, αλλά πρωτίστως αγωνίζεται για να διαφυλάξει την δική της ταυτότητα, την δική της πολιτιστική ιδιοπροσωπεία. Μελετά τους άλλους πολιτισμούς και διαλέγεται με αυτούς. Αφομοιώνει ορισμένα στοιχεία από τους άλλους, αλλά δεν αφομοιώνεται. Διδάσκεται από τον Μέγα Βασίλειο να στέκεται επιλεκτικά απέναντι σε κάθε  άνθος και να παίρνει τον χυμό αποφεύγοντας τα αγκάθια. Αναγνωρίζει την σημασία της ευρωπαϊκής προσπάθειας για στενότερη συνεργασία των λαών και αποφυγή των συγκρούσεων. Όμως αξιοποιεί την συνεργασία αυτή για να διαδώσει τον δικό της πολιτισμό στην Ευρώπη και αρνείται να προδώσει την ταυτότητά της με το επιχείρημα ότι «αυτό επιβάλλει η Ευρώπη». Η Ρωμηοσύνη πιστεύει ότι η ευρωπαϊκή προσπάθεια θα προχωρήσει θετικά μόνον αν τηρήσει αυτό που καταγράφεται στα επίσημα κείμενά της, δηλαδή τον σεβασμό στην εθνική και πολιτιστική ιδιαιτερότητα κάθε λαού.

            Η Ρωμηοσύνη κατανοεί ότι οι λαοί της Δυτικής Ευρώπης διαφοροποιούνται πολιτιστικά διότι αυτοί πέρασαν μέσα από την διαδικασία του Διαφωτισμού και επηρεάζονται, άλλοι λίγο άλλοι πολύ, από τα εκκοσμικευμένα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Η Ρωμηοσύνη σήμερα συνυπάρχει αρμονικά με τους δυτικούς λαούς, γνωρίζει, όμως, ότι τα φραγκικά και τα Διαφωτιστικά στοιχεία της δυτικής κληρονομιάς δεν είναι πλήρως συμβατά με τον ρωμαίικο πολιτισμό. Διδάσκει στα παιδιά της τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, τους θυμίζει όμως και τις υποχρεώσεις τους προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. Συμφωνεί ότι πρέπει να αξιοποιήσουμε ορισμένα θετικά στοιχεία από την πολιτική κληρονομιά της Δυτικής Ευρώπης. Υπενθυμίζει, όμως, ότι δεν περιμέναμε εμείς οι Ρωμηοί τον Δυτικό Διαφωτισμό για να συνειδητοποιήσουμε τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Στην Κωνσταντινούπολη του 1100, επί Κομνηνών, το Νοσοκομείο της Μονής Παντοκράτορος προέβλεπε γυναίκες ιάτραινες, άρα η βυζαντινή Ρωμηοσύνη επέτρεπε και στα κορίτσια να αποκτούν ανωτάτη μόρφωση. Μετά από 700 χρόνια το πρώτο Σύνταγμα της Γαλλικής Επαναστάσεως καθιερώνει την υποχρεωτική δημόσια παιδεία μόνον για τα αγόρια. Ας μην βλέπουμε, λοιπόν, με σύμπλεγμα κατωτερότητος τον δυτικό πολιτισμό. Τον σεβόμεθα, όπως και κάθε άλλο πολιτισμό, αλλά φροντίζουμε πρωτίστως να γνωρίσουμε και να αξιοποιήσουμε την δική μας κληρονομιά.

            2) Οικουμενικότητα και Πατρίδα. Η Ρωμηοσύνη απορρίπτει τον εθνοφυλετισμό, τον ρατσισμό, τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία. Απορρίπτει, όμως, εξ ίσου και τον άπατρη κοσμοπολιτισμό, τον υλιστικό διεθνισμό και την ηττοπάθεια. Δεν έχει ούτε ξενομανία ούτε ξενοφοβία. Καταφάσκει τον υγιή πατριωτισμό και την καλλιέργεια μιας αφανάτιστης ιστορικής συνειδήσεως. Δεν χρησιμοποιεί πολεμοχαρή συνθήματα ούτε όμως δέχεται στο όνομα μιας δήθεν ειρηνικής συνυπάρξεως να σβήνεται η Ιστορία, να παραγράφονται γενοκτονίες, να συκοφαντείται ο ρόλος της Εκκλησίας και να σπιλώνεται η μνήμη Νεομαρτύρων, ηρώων και αγωνιστών. Η Ρωμηοσύνη έχει πάντα κατά νουν ότι τα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία της ζουν και συνυπάρχουν με μεγάλες ομάδες Μουσουλμανικού θρησκεύματος. Δεν δέχεται να γίνει ο πολιορκητικός κριός μιας αντιισλαμικής σταυροφορίας ούτε όμως αποδέχεται τον ισλαμικό φανατισμό. Προωθεί τον διάλογο και όχι την σύγκρουση των Πολιτισμών και έχει την απαίτηση από τους άλλους λαούς να σέβονται την Πίστη της, την Ιστορία της και τα εδάφη της.

            Η Ρωμηοσύνη πιστεύει ότι η Ορθόδοξη Πίστη είναι Οικουμενική και το μήνυμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού είναι παναθρώπινο. Κατανοεί, πάντως, ότι η Οικουμενικότητα συνυπάρχει και δεν αντιφάσκει με τον υγιή πατριωτισμό. Ο Άγιος Δημήτριος π.χ.  τιμάται από την Εκκλησία μας ως «Υπέρμαχος της Οικουμένης» (Απολυτίκιο) και είναι πράγματι Οικουμενικός, διότι τον σέβονται και τον προσκυνούν οι Ορθόδοξοι Σλάβοι και οι Αραβόφωνοι Ρωμηοί. Ταυτοχρόνως δε είναι και πατριωτικός Άγιος. Έσωζε και διεφύλαττε, όπως μας καταγράφουν τα βυζαντινά κείμενα, την πόλη του την Θεσσαλονίκη από επιβολές και εισβολές και έτσι υμνείται ως «σωσίπατρις και φιλόπολις» και «Θεσσαλονίκης μέγας φρουρός». Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα συνυπάρξεως του Οικουμενικού με το πατριωτικό στοιχείο είναι ο Ακάθιστος Ύμνος. Ψάλλεται με σεβασμό προς την Παναγία από όλους τους Ρωμηούς οικουμενικά. αλλά περιέχει και το πατριωτικό περιεχόμενο: Την ευχαριστία προς την Υπέρμαχο Στρατηγό για την σωτηρία της Βασιλευούσης από τους Αβάρους. Ακριβώς αυτόν τον υγιή πατριωτισμό, ο οποίος γνωρίζει να σέβεται και τον πατριωτισμό των άλλων λαών, περιγράφει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στην 37η Επιστολή του: «Μητέρα τιμάν των οσίων. Μήτηρ δε άλλη μεν άλλου, κοινή δε πάντων πατρίς».

            3) Ελληνορθόδοξη Παιδεία. Η απάντηση της Ρωμηοσύνης στο ερώτημα περί Παιδείας φυσικά λαμβάνει υπ’ όψιν της τις σύγχρονες συνθήκες, ανάγκες και εξελίξεις, είναι όμως βαθειά ριζωμένη στις αιώνιες και πάντοτε επίκαιρες διδαχές των Αγίων μας. Είναι η Παιδεία των Τριών Ιεραρχών, το σχολείο του Πατροκοσμά, το οποίο πρέπει να μας μαθαίνει για τον Θεό και την Παναγία, είναι η ελληνορθόδοξη παιδεία που μας κράτησε πνευματικά ζωντανούς επί Τουρκοκρατίας, είναι τα γράμματα που έμαθε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος χειριζόταν άριστα και την Ομηρική και την αττική και τη νεοελληνική μορφή της ελληνικής γλώσσας. Η Παιδεία, την οποία πρεσβεύει η Ρωμηοσύνη, απαντά πρωτίστως στο ερώτημα: Τι άνθρωπο θέλουμε να πλάσουμε; Πώς θα μορφώσουμε, δηλαδή θα δια-μορφώσουμε χαρακτήρες, πώς θα μεταδώσουμε ήθος και όχι μόνον ξερές γνώσεις. Η Παιδεία είναι έννοια ευρύτερη της Εκπαιδεύσεως. Η Εκπαίδευση αναφέρεται στην παροχή γνώσεων για να βρουν οι νέοι ένα επάγγελμα. Η Παιδεία δεν θέλει ανθρώπους ρομπότ, γεμάτους πληροφορίες, αλλά ανθρώπους με συνείδηση ευθύνης προς τον Θεό, την Πατρίδα, την Δημοκρατία, τον συνάνθρωπο. Η Παιδεία της Ρωμηοσύνης αποδέχεται και την τεχνολογία και τους ηλεκτρονικούς υπολγιστές και το Διαδίκτυο και τις ξένες γλώσσες, αλλά τα αξιοποιεί όλα αυτά για την προώθηση των στόχων της για την προβολή του ελληνορθοδόξου πολιτισμού και για την κοινωνικοποίηση των παιδιών μας. Η Ρωμηοσύνη σήμερα δεν διδάσκει στους νέους να είναι κλεισμένοι στο καβούκι τους. Τους διδάσκει ή μάλλον προσπαθεί να τους διδάξει την ουσιαστική κοινωνικότητα που δεν ταυτίζεται με την αργόσχολη κοσμικότητα, αλλά με την αίσθηση προσφοράς, συμμετοχής και ανθρωπιάς.

            Η Παιδεία της Ρωμηοσύνης πιστεύει στην ανάγκη τονώσεως των Ανθρωπιστικών Σπουδών και στην σωστή διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής και της Πατερικής Γραμματείας και της Ορθόδοξης Χριστιανικής Αγωγής. Διαφωνεί με την γλωσσική παρακμή των νέων μας και με τις τάσεις υποβαθμίσεως του μαθήματος των Ορθοδόξων Θρησκευτικών. Για τους Ρωμηούς σήμερα ισχύει η συμβουλή της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ο οποίες ομιλών τον Σεπτέμβριο του 2005 στην Φλώρινα τόνισε ότι η Ορθόδοξη Χριστιανική Αγωγή πρέπει να αρχίζει από το Νηπιαγωγείο. Παραλλήλως η Παιδεία της Ρωμηοσύνης δεν υποτιμά τις πρακτικές και εμπορικές επιστήμες, διότι έχει κατά νουν ότι η πρώτη Σχολή Δοικήσεως Επιχειρήσεων στη Ρωμαίικη Ανατολή ιδρύθηκε το 1850 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ήταν η Εμπορική Σχολή της Χάλκης με πρώτο Σχολάρχη ένα μοναχό: Τον Βαρθολομαίο Κουτλουμουσιανό. Η Ρωμηοσύνη σέβεται την προσφορά όλων των επιστημών και των επαγγελμάτων, αλλά ενδιαφέρεται κυρίως για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του ανθρώπου, ο οποίος θα ασκήσει την κάθε τέχνη, το κάθε επάγγελμα.

            4) Κοινωνία και Κοινοτισμός: Ο Ρωμηός έχει ως θεμέλιο της κοινωνικής του συνειδήσεως την αλληλεγγύη και την φιλανθρωπία. Θυμάται την προτροπή των Αυτοκρατόρων της Βυζαντινής Ρωμανίας «ένδυσε πένητα γυμνόν, χόρτασε πεινασμένον, θλιμμένους παρηγόρησον, αρρώστους επισκέπτου». Θυμάται επίσης ότι η Βυζαντινή Ρωμηοσύνη ανέδειξε ως υποχρέωση της Πολιτείας την φιλανθρωπία και καθιέρωσε ως αξίωμα τον Μέγαν Ορφανοτρόφον. Η Ρωμηοσύνη μπροστά στο σύγχρονο γίγνεσθαι εμπνέεεται από τις κοινότητες των Ρωμηών επί Τουρκοκρατίας, οι οποίες αποτελούσαν την προέκταση της Ορθόδοξης ενορίας και καλλιεργούσαν το πνεύμα συνεργασίας και αλληλεγγύης. Ενώπιον της σημερινής διεθνούς καταστάσεως η Ρωμηοσύνη απορρίπτει  τον καταναγκαστικό κολλεκτιβισμό και την βιαία κρατικοποίηση των αγαθών που οδήγησε σε ανθρώπινες τραγωδίες και στρατόπεδα συγκεντρώσεως, αλλά απορρίπτει και τον άκρατο ατομοκεντρισμό, την υλοφροσύνη, τον καταναλωτισμό και την αδιαφορία για την κοινωνική πρόνοια. Προτείνει τον Κοινοτισμό ως την ελληνορθόδοξη λύση αντί των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων, τα οποία αγνοούν τον άνθρωπο, αποθεώνουν την ύλη και διχάζουν τις κοινωνίες.

            Έγραφε το 1908 στο περιοδικό ΝΟΥΜΑΣ ο Ίων Δραγούμης:  «Όταν βρεθούν δέκα Ρωμηοί φτειάνουν κοινότητα. Συνάζουν πρώτα χρήματα για την Εκκλησία. Άμα την χτίσουν φέρνουν παπά. Έπειτα και τις γυναίκες τους. Ύστερα με τους δίσκους της Εκκλησίας συνάζουν χρήματα και φτειάνουνε σχολειό. Τέλος φέρνουνε δάσκαλο για τα παιδιά τους και νά την η κοινότητα.... Ο Ελληνισμός είναι μία οικογένεια από ελληνικές κοινότητες.... Το έθνος μας ολάκερο πάλι, με κοινότητες πρέπει να κυβερνηθεί και μόνο με κοινότητες θα προκόψη».

            5) Παγκοσμιότητα ή υλιστική Παγκοσμιοποίηση; Στο βιβλίο του «Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία» (εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, Αθήνα 2000) ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος επισημαίνει:  «Η οικουμενικότητα είναι μέσα στο αίμα των ορθοδόξων, το οποίο αδιάκοπα καθαίρεται από το αίμα του Χριστού, του Λυτρωτού του κόσμου. Στη θέση μιας παγκοσμιοποιήσεως που μετατρέπει λαούς και ανθρώπους σε πολτό χρήσιμο για τους οικονομικούς σκοπούς μιας ανώνυμης ολιγαρχίας, το ορθόδοξο βίωμα και όραμα προτείνει και καλεί σε προσπάθεια για κοινωνία αγάπης..... Η θέση της Ορθοδοξίας δεν είναι στο περιθώριο της ιστορίας, αλλά στο κέντρο των κοινωνικών ζυμώσεων, στην πρωτοπορία της προόδου».  Και εμείς συμπληρώνουμε ότι η Ρωμηοσύνη σήμερα αντιπροτείνει απέναντι στην ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση την Παγκοσμιότητα της Ορθοδοξίας και την Οικουμενικότητα του Ελληνικού Πνεύματος. Διαφωνεί με τη  νομοτελειακή αντίληψη ορισμένων ότι η παγκοσμιοποίηση θα προχωρήσει πάση θυσία με τη σημερινή υλιστική μορφή της. Εμείς οι Ρωμηοί γνωρίζουμε καλά ότι νομοτέλειες δεν καθορίζονται από ανθρώπους ή από πολιτικές και κοινωνικές ιδεολογίες. Όσοι το πίστευσαν αυτό αιματοκύλισαν την Ανθρωπότητα. Τις νομοτέλειες τις καθορίζει μόνον ο Θεός. Ο Θεός της αγάπης και της ειρήνης. Ο Θεός που καλεί κάθε Ορθόδοξο Ρωμηό να συνυπάρχει με τους άλλους ανθρώπους και τους άλλους πολιτισμούς χωρίς να απεμπολεί την Ρωμηοσύνη του. Η Ρωμηοσύνη είναι η Ορθόδοξη αντιπρόταση στις αρνητικές συνέπειες μιας παγκοσμιοποιήσεως, η οποία ισοπεδώνει τις εθνικές και πολιτιστικές ταυτότητες και προωθεί την επικράτηση των ισχυρών, τις παραθρησκείες και τον θρησκευτικό συγκρητισμό. Το χρέος μας ως Ρωμηών μας καλεί να αντισταθούμε στην ισοπέδωση όχι με τάσεις απομονωτισμού, αλλά με δημιουργικό πνεύμα και με διάθεση να διαδραματίσουμε έναν Οικουμενικό ρόλο: Να διαδώσουμε σε όλη την ανθρωπότητα τον πολιτισμό και τις αξίες της Ελληνορθόδοξης Ρωμηοσύνης.  Γι’ αυτό επικαλούμεθα την βοήθεια του Θεού και την ευλογία του Παναγίου Τάφου!

Κ. Χ.

 

* Σημείωση ΟΟΔΕ: Αυτό λέχθηκε το 1250, μια εποχή που δεν έχει στην κατοχή του την Ν. Ρώμη - Κων/πολη, μια εποχή ΠΑΡΑΚΜΗΣ της αυτοκρατορίας που γυρνάμε στο παλαιό "Ελληνικό Μοντέλο": μικρά κράτη που αλληλομάχονται. Έπρεπε να βρει κάτι να πει, κάποιο επιχείρημα, γιατί τότε αν δεν είχες στην κατοχή σου την Ν. Ρώμη, δεν ήσουν συνεχιστής της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά απλά ένας "Γραικός", που έπρεπε να απαντήσει σε κάποιον που βρισκόταν στην Παλαιά Ρώμη. Οπότε του απαντά καταλλήλως, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η απάντηση είναι 100% ορθή. Άλλωστε το λέει και παρακάτω ο συγγραφέας: «Την συγκινητική υπόμνηση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς τους τελευταίους υπερασπιστές της Βασιλεύουσας ότι ‘είμασθε απόγονοι Ελλήνων και Ρωμαίων’», πράγμα που σημαίνει πως το 1453 υπήρχε συνείδηση της συγχώνευσης, όχι απλά Ρωμαϊκού κράτους και Ελληνισμού, αλλά Ρωμαϊκής και Ελληνικής ταυτότητας.

Σημαντικό έργο για την κατανόηση της αλήθειας αυτής είναι και η λεγόμενη «Χρονογραφία του Θεοφάνους». Το έργο αυτό αποτελεί μία από τις χρησιμότερες πηγές ιστορικής γνώσης για την Αυτοκρατορία. Ο Όσιος Θεοφάνης έζησε τον 9ο αιώνα και το έργο του καλύπτει τα έτη 284-812. Σε ολόκληρο το έργο χρησιμοποιούνται οι όροι «Ρωμαίος» - «Ρωμανία» για την αυτοκρατορία και τους κατοίκους της. Όταν χρησιμοποιείται ο όρος «Έλληνας» είναι απλά και μόνο για να δηλώσει τους ειδωλολάτρες. Κάτι άλλο εξίσου σημαντικό που προσέξει ο αναγνώστης του έργου είναι η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στα χρόνια τα οποία καλύπτονται από την «Χρονογραφία» φαίνεται σταθερή η συνέχεια, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή νύξη για κάποια αλλαγή σε «Βυζαντινή» ή άλλη αυτοκρατορία.  Η μόνη αλλαγή που μπορεί να καταλάβει κάποιος είναι η ολοκληρωτική επικράτηση του Χριστιανισμού. Το ότι σε όλα αυτά τα χρόνια επικρατούσε ο Ελληνι(στι)κος πολιτισμός, βέβαια, επίσης δεν αμφισβητείται.

Το 1261, ο ελευθερωτής της Ν. Ρώμης – Κωνσταντινούπολης Μιχαήλ Η΄  θα πει: «Η Κωνσταντινούπολη, η Ακρόπολη του κόσμου, η αυτοκρατορική πρωτεύουσα των Ρωμαίων, η οποία σύμφωνα με το θέλημα του Θεού βρισκόταν στα χέρια των Λατίνων, ήρθε και πάλι στην εξουσία των Ρωμαίων. Τούτο ήταν θέλημα Θεού να συμβεί από εμένα». [Α.Α. Βασίλιεφ, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας»].

Δημιουργία αρχείου: 3-6-2009.

Τελευταία ενημέρωση: 3-6-2009.

ΕΠΑΝΩ