Περιεχόμενα

[ Πρόλογος ] - [ Τμήμα 1 ] - [ Τμήμα 2 ] - [ Τμήμα 3 ] - [ Τμήμα 4 ] - [ Τμήμα 5 ] - [ Παραρτήματα ]

 

ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ της ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

© Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης

 

Τμήμα 5

Η. Η υπό της Η' Οικουμενικής Συνόδου καταδίκη της περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος αιρέσεως των Φραγκολατίνων

Θ. Ο Αυγουστίνος και αι περί Αγίας Τριάδος πλάναι των απογόνων των Φραγκολατίνων, Παπικών και Προτεσταντών

1) Αγιογραφικά θεμέλια του αυγουστινείου Filioque 2) Τα φιλοσοφικά θεμέλια του αυγουστινείου Filioque

 


Η'. Η υπό της Η' Οικουμενικής Συνόδου καταδίκη της περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος αιρέσεως των Φραγκολατίνων

Χαρακτηριστικόν του εις απίστευτον βαθμόν σκοταδισμού των Δυτικών μέχρι σήμερον εις τα θέματα περί Filioque είναι η εξής παρατήρησις του καθηγητού της Οξφόρδης J.N.D. Kelly, "εις την αρχήν η Δύσις φαίνεται πραγματικώς να μην είχε κατανοήσει ότι η περί διπλής εκπορεύσεως διδασκαλία αντιπροσώπευε μίαν οριστικήν πρόοδον, ή τουλάχιστον διασάφησιν, επί της διδασκαλίας προηγουμένων αιώνων. Ούτως η Σύνοδος του Hatfield (Αγγλία), τω 680 συγκληθείσα ίνα σταθεροποιήση την Εκκλησίαν κατά των υποτιθεμένων Ευτυχιανών τάσεων του Μονοθελητισμού, απεδέχθη τας πέντε Οικουμενικάς Συνόδους και την εν Λατερανώ Σύνοδον του 649 και συνέγραψε το κείμενον των αποφάσεών της με το Filioque."1 Την ως άνω προαναφερθείσαν ερμηνείαν της Συνόδου του 649 παρασχεθείσαν εις τον άγιον Μάξιμον υπό του Πάπα Μαρτίνου και της Συνόδου αυτού αγνοεί ο Άγγλος ούτος και οι γνωρίζοντες αυτήν ή την παραμερίζουν, ως έκαμον εις την ψευδοενωτικήν Σύνοδον της Φλωρεντίας (1437-1439) οι Φραγκολατίνοι όταν την επαρουσίασεν ο Μάρκος Ευγενικός,2 ή την ερμηνεύουν φραγκολατινικώς.3 Πάντως ο κύριος Kelly θέλει να πη ότι οι Δυτικοί βελτιώνουν και διασαφηνίζουν κάτι και πριν ακόμη έχουν συναίσθησιν ότι πράττουν ούτω. Τα ίδια κατά θαυμαστόν τρόπον πιστεύουν δι' όλα όσα.

Πάντως υπάρχει κάτι το δαιμονικόν εις την ψυχοσύνθεσιν των απογόνων των Φραγκολατίνων έναντι των ελληνοφώνων Ρωμαίων ορθοδόξων Πατέρων. Πώς άλλως εξηγείται το παράδοξον φαινόμενον να νομίζουν και οι σημερινοί Δυτικοί ότι οι αγράμματοι Φράγκοι εγνώριζον καλύτερα από τους ελληνόφωνας Ρωμαίους, τους ελληνόφωνας Ρωμαίους Πατέρας ως και τας αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων τας συζητηθείσας και συνταχθείσας εις την Ελληνικήν υπό ελληνοφώνων Ρωμαίων.

Όλοι οι Δυτικοί αναγνωρίζουν ως γεγονός ότι ο Πάπας Λέων ο Γ' αντέκρουσε την υπό των Φράγκων γενομένην προσθήκην εις το Σύμβολον της πίστεως.4Εκείνο το οποίον μας ενδιαφέρει τώρα είναι ο ισχυρισμός των περισσοτέρων Δυτικών ότι ο Λέων ο Γ' εδήλωσε δήθεν την συμφωνίαν του με το Filioque ως διδασκαλίαν, και επομένως το αντέκρουσε τάχα μόνον ως προσθήκην εις το Σύμβολον.

Πρέπει να τονισθή ότι εξ επόψεως δογματικής δεν έχει σημασίαν εάν ή όχι ο Λέων Γ' παρεδέχετο τον Υιόν συναίτιον της υπάρξεως του Πνεύματος. Η απάντησις απλώς θα καθώριζε σαφέστερα αν ο ίδιος ήτο ορθόδοξος ή αιρετικός, όχι εάν ή όχι το Filioque είναι ορθόν. Το Filioque το διδάσκον την συμμετοχήν του Υιού υπό οιανδήποτε μορφήν εις την αιτίαν του ύπαρξιν έχειν του Πνεύματος, είναι αίρεσις οδηγούσα εις την κατάλυσιν των εν τη Τριάδι κοινών και ακοινωνήτων, ασχέτως των επί του θέματος απόψεων του Λέοντος Γ' ή οιουδήποτε δυτικού συγγραφέως. Επίσης είναι αίρεσις ασχέτως οιασδήποτε μεμονωμένης γνώμης ή εκφράσεως και ελληνοφώνου συγγραφέως, αν και δεν υπάρχει ούτε είς ελληνόφωνος ή λατινόφωνος Ρωμαίος Πατήρ της Εκκλησίας, εκτός ίσως από τον Αυγουστίνον, όστις να διδάσκει ρητώς ότι ο Πατήρ και ο Υιός είναι ομού η αιτία της υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος.

Πρέπει να τονισθή ότι δεν είναι αίρεσις ο όρος καθ' αυτός ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού ή δια του Υιού, όταν ο όρος σημαίνη ενέργειαν και πέμψιν, εις ήν μετέχει ως Κύριος και Θεός το Πνεύμα, αλλά είναι αίρεσις όταν σημαίνη τρόπον υπάρξεως του Πνεύματος. Εις το Σύμβολον ο όρος εκπόρευσις σημαίνει τρόπον υπάρξεως. Δια τούτο η προσθήκη του Filioque είναι αίρεσις. Και δια τούτο οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι ουδέποτε προσέθεσαν εκουσίως το Filioque εις το Σύμβολον.

Μόνον υπό το πρίσμα τούτο γίνεται αντιληπτή 1) η υπό του Μαξίμου του Ομολογητού γενομένη ερμηνεία του Filioque των ορθοδόξων λατινοφώνων Ρωμαίων της εποχής του, ως και 2) η έναντι των Φράγκων στάσις του Λέοντος Γ'.

Ο δε Παλαμάς περί εκπορεύσεως του Πνεύματος και εκ του Υιού, ορθοδόξως νοουμένης γράφει, ότι το Πνεύμα "καί δι' αυτού (τού Υιού) και εξ αυτού φυσικώς και δίδοται και πέμπεται και προχείται και προέρχεται, δι' αυτού δεδόμενόν τε και φανερούμενον, ει δε βούλει και εκπορευόμενον προς ούς άξιον. Και εκπόρευσιν γαρ είπουπερ αν εν τοις τοιούτοις ακροάση, την φανέρωσιν νόει ου γαρ αεί το εκπορεύεσθαι παρά Θεού υπάρξεως εστι σημαντικόν αυθυποστάτου, "ουκ επ' άρτω γάρ, φησί, μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ' επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού."5 Οράς ότι τα μεν παρά Θεού εκπορευόμενα πολλά, πλήθους γαρ συνεκτικόν το πάν, το δε Πνεύμα το Άγιον έν, ό και ιδιοτρόπως παρά πάντα εκπορεύεται παρά Θεού; Και πάλιν, "εθαύμαζον, φησίν οι όχλοι επί τοις λόγοις της χάριτος της εκπορευομένοις εκ του στόματος αυτού."6 Άρ' ουν η των λόγων χάρις αυθυπόστατος, ώσπερ το Πνεύμα το εκπορευόμενον παρά μόνου του Πατρός; Άπαγε, καίτοι ταύτην την χάριν ο Κύριος πνεύμα προσηγόρευσεν ειπών "τά ρήματα ά εγώ λαλώ, πνεύμά εισι και ζωή εισιν".7 Αλλ' οράς όπως εξ Υιού η χάρις και ουκ αυτή μόνον, αλλά και πάσαι αι δωρεαί του Αγίου Πνεύματος;"8

Την τοιαύτην διάκρισιν, όμως, μεταξύ της αυθυποστάσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και των δωρεών των ακτίστων εκ του Πατρός δια του Υιού ή και εκ του Υιού εν τω Πνεύματι και δια του Πνεύματος εις τα κτίσματα απέρριψαν οι Φραγκολατίνοι ακολουθούντες τον Αυγουστίνον, όστις επιμένει εις την ταύτισιν του Πνεύματος με την δωρεάν, δόσιν, χύσιν κ.τ.λ. του Πνεύματος.9 Η διδασκαλία αυτή του Αυγουστίνου είναι αποτέλεσμα της ταυτίσεως των πάντων εν τω Θεώ μετά της θείας ουσίας εκτός των σχέσεων, ως θα είδωμεν.10 Σπουδαίον αποτέλεσμα της ταυτίσεως ταύτης είναι όχι μόνον το Filioque αλλά και η αίρεσις περί κτιστής μετεχομένης εν τοις μυστηρίοις χάριτος των Φραγκολατίνων.11

Πάντως δεν επιτρέπεται να ισχυρισθή τις ότι οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες ή ο Λέων ο Γ' διδάσκουν ότι ο Υιός μετά του Πατρός είναι η αιτία της υπάρξεως του Πνεύματος απλώς, επειδή ομιλούν περί της εξ αμφοίν εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Επομένως κατ' αρχήν ο ισχυρισμός ότι ο Λέων ο Γ' αποκρούει το Filioque ως προσθήκην, αλλ' ουχί ως δόγμα, επειδή δέχεται ως έκφρασιν την διπλήν εκπόρευσιν, δεν αποδεικνύει τίποτε υπέρ της φραγκολατινικής θέσεως.

Κατά τας φραγκικάς πηγάς το θέμα περί Filioque εκινήθη υπό τινος μοναχού ονόματι Ιωάννου των Ιεροσολύμων.12 Εις το όρος των Ελαιών υπήρχε μοναστήριον των Φράγκων όπου τω 808 κατά το μόλις τότε εισαχθέν εκεί φραγκικόν έθιμον εψάλλετο το Σύμβολον μετά της προσθήκης. Οι Ρωμαίοι (ελληνόφωνοι) μοναχοί κατηγόρησαν τους Φράγκους ως αιρετικούς.13 Οι Φράγκοι απετάθησαν εις τον Πάπαν Λέοντα Γ' όστις ενημέρωσε δεόντως και τον Κάρολον τον εν τη Δύσει λεγόμενον Μέγαν.14 Τω 809 ο Κάρολος συνεκρότησε μεγάλην Σύνοδον εν Ακυϊσγράνω της Ιεραρχίας των Φράγκων, ήτις εθέσπισεν ως δόγμα την γενομένην περί το 780 προσθήκην του Filioque και αφώρισε τους μη συμφωνούντας. Παραδόξως τα πρακτικά δεν σώζονται. Από τα λεχθέντα όμως των αποκρισαρίων του Καρόλου προς Λέοντα Γ' φαίνεται ότι η περί του Filioque συζήτησις εν τη εν λόγω Συνόδω ήτο θυελλώδης. "Συχναίς γαρ και αλλεπαλλήλοις συζητήσεων βάλλεται προσβολαίς η καθ' ημάς Εκκλησία ... ".15 Τω 809 απεστάλη τριμελής επιτροπή, ίνα ενημερώση τον Πάπαν περί των πεπραγμένων και ως φαίνεται ίνα αποσπάση την σύμφωνον γνώμην του.

Περί της επισκέψεως ταύτης σώζονται δύο ενδιαφέροντα πρακτικά, το μεν δημοσιευμένον εις την συλλογήν των πρακτικών των ρωμαϊκών Συνόδων,16 το δε του μοναχού Σμαράγδου ενός των τριών Φράγκων αποκρισαρίων του Καρόλου, όστις εκράτησε λεπτομερές πρακτικόν των περί της προσθήκης συζητήσεων μεταξύ του Πάπα και των αποκρισαρίων.17 Παρά την φραγκικήν προέλευσιν των πρακτικών φαίνεται σαφώς η δογματικά ορθόδοξος θέσις του Πάπα.

Η μελέτη των εν λόγω πρακτικών πρέπει να γίνη εντός των πλαισίων της έναντι των Φράγκων καταστάσεως των λατινοφώνων και ελληνοφώνων Ρωμαίων της Μέσης και Κάτω Ιταλίας. Ο Κάρολος ευρέθη κυρίαρχος όλων των δυτικών επαρχιών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, εκτός της αραβοκρατουμένης Ισπανίας, και της Βορείου Αφρικής. Ήτο φυσικόν να θεωρή τον εαυτόν του κληρονόμον της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής εξουσίας και να εποφθαλμιά τας ανατολικάς επαρχίας των ελληνοφώνων Ρωμαίων και των Αράβων. Μάλιστα εθεώρει εαυτόν προστάτην των Αγίων Τόπων.18

Η εκκλησιαστική πολιτική του Καρόλου ήτο μέρος της πολιτικής και στρατιωτικής του επεκτατικής πολιτικής και απετέλεσε την βάσιν της έναντι της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας πολιτικής των Φράγκων μέχρι σήμερον.19

Ήδη ο Κάρολος τω 794 απεκήρυξε τους Ρωμαίους ως αιρετικούς δια της εν τη Συνόδω της Φραγκφούρτης καταδίκης της Ζ' Οικ. Συνόδου, ότε μετ' επιμονής διεκήρυξαν οι Φράγκοι το Filioque εις αντίδρασιν προς τα γραφόμενα του Κωνσταντινουπόλεως αγίου Ταρασίου περί εκπορεύσεως εκ μόνου του Πατρός, το οποίον είχε υποστηρίξει και ο Πάπας Αδριανός Α'.20

Κατά τα τέλη του 800 δύο πολίται της Ρώμης έκαμον απόπειραν να δολοφονήσουν τον Πάπαν Λέοντα Γ', όστις παρά των σοβαρών τραυμάτων του διεσώθη δια θαύματος.21 Οι δολοφόνοι παραδόξως μετετράπησαν οι ίδιοι εις κατηγόρους κατά του Πάπα.22

Οι Φράγκοι επίσκοποι, ως λέγεται, είχον κακήν γνώμην περί του Λέοντος και δια τούτο ο Κάρολος δεν τον απεκατέστησεν εις τον παπικόν θρόνον αμέσως.23 Τον Ιούλιον του 799 μετεφέρθη ο Λέων εις τον Κάρολον εις Φραγκίαν. Εστάλη πάλιν εις Ρώμην δια ανακρίσεις. Τον Νοέμβριον του 800 κατέφθασεν εις Ρώμην ο Κάρολος και ανέλαβε προσωπικώς τας ανακρίσεις επί τρεις εβδομάδας. Ουδείς μάρτυς κατηγορίας ευρέθη.24

Αφού αποπερατώθησαν αι ανακρίσεις ο Κάρολος απεφάσισε να λάβη απόφασιν βάσει ορκωμοσίας του Πάπα περί των κατηγοριών τη 23η Δεκεμβρίου, ο Πάπας ωρκίσθη ότι αι κατηγορίαι δεν είναι αληθείς και αφέθη ελεύθερος.25 Δύο ημέρας μετά, δηλαδή την ημέραν των Χριστουγέννων, ως λέγουν αι φραγκικαί πηγαί, χωρίς δήθεν να το περιμένη ο Καρλομάγνος, ο Λέων έστεψεν αυτόν "Imperator Romanorum" "Βασιλέα των Ρωμαίων", (ελληνικός τίτλος ανήκων μόνον εις τον Βασιλέα των Ρωμαίων. Η λέξις Imperator μεταφράζεται εις τα Ελληνικά, Αυτοκράτωρ. Ο αντίστοιχος όμως ελληνικός όρος μέχρι της αλώσεως ήτο το Βασιλεύς).

Και ούτω διεπράχθη, εάν αληθεύουν αι πληροφορίαι η εκ μέρους του Πάπα των Ρωμαίων της Μέσης και Κάτω Ιταλίας προδοσία κατά του εν Κωνσταντινουπόλει, πραγματικού Ρωμαίου "Βασιλέως των Ρωμαίων".26Υπάρχει όμως και ετέρα εκδοχή. Ο Καρλομάγνος ήθελεν τον τίτλον "Βασιλεύς" αλλά όχι τον τίτλον "Βασιλεύς των Ρωμαίων". Ο βιογράφος του Καρλομάγνου Αϊνχαρντ ισχυρίζεται ότι, εάν ο Καρλομάγνος εγνώριζεν την πρόθεσιν του Πάπα, δεν θα εισήρχετο εις την εκκλησίαν. 26α Ο Καρλομάγνος είχεν κανονίσει να λάβει τον τίτλον "Βασιλεύς" εις αντάλλαγμα της αθωώσεως του Λέοντος. Ο Λέων όμως εχάλασεν την υπόθεσιν, επειδή ο Καρλομάγνος ήθελεν τίτλον αναγνωρίσημον από την Κωνσταντινούπολιν-Νέα Ρώμη, της οποίας ο πραγματικός "Βασιλεύς των Ρωμαίων" ουδέποτε θα αναγνώριζεν αυτόν τον πλήρη τίτλον εις έναν Φράγκον. Ο Πάπας πρέπει να το εγνώριζεν αυτό, δια τούτο ίσως προσέθεσεν "τών Ρωμαίων". Και ο Καρλομάγνος πρέπει να το εγνώριζεν διότι ουδέποτε εχρησιμοποίησεν αυτόν τον τίτλον εις τα επίσημα έγγραφά του. Αντ' αυτού εχρησιμοποίει τους τίτλους "κυβερνών Βασιλεύς και Αύγουστος" και "διοικών την Ρωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν". Ισχυριζόμενος ο Καρλομάγνος ότι κυβερνά την "Ρωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν", εννοούσε σαφώς, ότι κυβερνούσε ολόκληρον την Ρωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν. Οι Φράγκοι είχον αποφασίσει, ότι το Ανατολικόν τμήμα της Αυτοκρατορίας είχε γίνει Γραικικόν και ο ηγέτης του "Βασιλεύς των Γραικών". Αι πραγματικαί διαθέσεις των Φράγκων φαίνονται σαφώς από το γεγονός ότι έκτοτε επεκράτησε μεταξύ των Φράγκων να λέγωνται οι Ρωμαίοι της Ανατολής Γραικοί και οι Βασιλείς αυτών όχι "Imperator Romanorum" αλλά "Imperator Graecorum" .27

Έκτοτε οι Ευρωπαίοι ωνόμαζον "Imperator Romanorum" μόνον τον δυτικόν θεωρούμενον διάδοχον του Καρόλου, ή του Όθωνος της Γερμανίας.28

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκ πείρας έμαθον οι Φράγκοι να θαυμάζουν την ακλόνητον αφοσίωσιν των υπ' αυτών κατακτηθέντων επί το πλείστον λατινοφώνων Ρωμαίων εις τον εν Κωνσταντινουπόλει "Βασιλέα των Ρωμαίων" και εις την Ορθόδοξον Καθολικήν θρησκείαν αυτού, ήτις απετέλεσε τον συνδετικόν κρίκον του ρωμαϊκού έθνους. Επομένως ίνα διασπάσουν την εν λόγω εθνικήν και θρησκευτικήν ενότητα των λατινοφώνων και ελληνοφώνων Ρωμαίων και την αφοσίωσιν των πρώτων εις την Κωνσταντινούπολιν, εσφετερίσθησαν οι Φράγκοι μέσω του ως άνω πραξικοπήματος του Λέοντος Γ' το όνομα "Βασιλεύς" και απεφάσισαν να ονομάσουν τους ανατολικούς Ρωμαίους, Γραικούς. Εκτός τούτου ωνόμασαν τους κατ' αυτούς Γραικούς, και αιρετικούς, και ούτως εκίνησαν τον θρησκευτικόν φανατισμόν της Δύσεως εναντίον των ελληνοφώνων Ρωμαίων της Ανατολής. Η κατά των ελληνοφώνων Ρωμαίων προπαγάνδα των Φράγκων ουδέποτε θα επετύγχανεν εάν εχρησιμοποίει δια τους ανατολικούς τον όρον "Ρωμαίοι αιρετικοί".

Το Filioque δεν είναι τυχαία προσθήκη εις το Σύμβολον. Πώς εξηγείται το φαινόμενον ότι οι Φράγκοι από τας αρχάς του 9ου αιώνος γράφουν συνέχεια "κατά των πλανών των Γραικών", ενώ ουδέποτε γράφουν κατά των πλανών των λατινοφώνων Ρωμαίων Παπών και πιστών της Δύσεως, αφού ούτοι οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι φανατικώς υπεστήριζον την ορθόδοξον παράδοσιν και έλαβον μέρος εις την υπό της Η' Οικ. Συνόδου καταδίκην του Filioque;

Ο φανατισμός και το μίσος των Ρωμαίων της Μέσης και Κάτω Ιταλίας κατά των Φράγκων και των Λογγοβάρδων κατά τον 9ον, 10ον και 11ον αιώνα δεν αμφισβητούνται υπό κανενός ιστορικού.

Επίσης δεν αμφισβητείται η αφοσίωσις των Ρωμαίων τούτων γενικώς εις την Κωνσταντινούπολιν, εξαιρέσει βεβαίως των φραγκοφίλων Ρωμαίων προδοτών, οίτινες ίσχυον από καιρού εις καιρόν μόνον τη επεμβάσει των Φράγκων. Ουδείς όμως δυτικός ιστορικός συνδέει τον κατά των Φράγκων φανατισμόν των Ρωμαίων με το ορθόδοξον δόγμα των Οικουμενικών Συνόδων. Τούτο διότι οι δυτικοί ιστορικοί δέχονται την μεταγενεστέραν φραγκικήν ταύτισιν της θρησκευτικής ιστορίας των Ρωμαίων και των Φράγκων και βλέπουν τον σύνδεσμον των Ρωμαίων της Μέσης και Κάτω Ιταλίας με τους κατ' αυτούς Γραικούς ως εξωτερικόν και επιφανειακόν.

Ούτω δημιουργούν την ψευδή εικόνα, οι δυτικοί ιστορικοί, ότι οι Φράγκοι "Βασιλείς των Ρωμαίων" απελευθέρωσαν τους λατινόφωνας Ρωμαίους της Μέσης Ιταλίας από τους Γραικούς (ή ως ωνομάσθησαν τελευταίως Βυζαντινούς) της Κάτω Ιταλίας και της Ανατολής.28 Εάν ήσαν άνθρωποι τίμιοι οι δυτικοί ιστορικοί θα έπρεπε να αποδείξουν πώς είναι δυνατόν να πιστεύση τις τον ισχυρισμόν ότι οι Φράγκοι ψευδορωμαίοι Βασιλείς απελευθέρωσαν τους Ρωμαίους της Ιταλίας από τους Ρωμαίους της Ανατολής. Το ψεύδος των σημερινών ιστορικών της φραγκολατινικής παραδόσεως καλύπτεται με την χρήσιν των ονομάτων "Γραικοί" και "Βυζαντινοί" δια τους ανατολικούς Ρωμαίους.

Πρέπει να επανατονισθή το σήμερον υπό Δυτικών ανεγνωρισμένον γεγονός της υπό του Πάπα Αδριανού Α' υποστηρίξεως της εμμονής του αγίου Ταρασίου κατά την Ζ' Οικ. Σύνοδον, ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός.29 Μάλιστα διασώζεται απάντησις του Αδριανού Α' εις τας διαμαρτυρίας του Καρόλου περί της ομολογίας ταύτης, ήτις εκυκλοφόρησεν εις επιστολήν του Ταρασίου προς τους Πατριάρχας.30 Ο Πάπας εν τη επιστολή του ταύτη προς τον Κάρολον υποστηρίζει τον Ταράσιον, ισχυριζόμενος ότι η ομολογία του είναι η διδασκαλία των Πατέρων και της Εκκλησίας των Ρωμαίων.31

Εντός των τοιούτων πλαισίων θα ήτο φυσικόν ο Λέων Γ' να εμμείνη εις την παράδοσιν. Η δολοφονική απόπειρα κατά του Λέοντος ως και αι υπό των ιδίων δολοφόνων εν συνεχεία κατηγορίαι κατά του Πάπα ενώπιον του Καρόλου ως κριτού, ο τρόπος απαλλαγής δι' ορκωμοσίας μόλις δύο ημέρας προ της υπό του Λέοντος στέψεως του Καρόλου ως Βασιλέως δεν είναι γεγονότα άσχετα και τυχαία. Είχαν σαφώς σκοπόν να κάμψουν τον διάδοχον τοιούτων φανατικών Ρωμηών Ορθοδόξων, ως του Αδριανού Α' και να αποσπάσουν τους λατινοφώνους Ρωμαίους της Δύσεως από το κέντρον της Ρωμηοσύνης εν Κωνσταντινουπόλει κάμνοντες τάχα κέντρον την Ρώμην.

Ότι και να είπη κανείς δια την υπό του Λέοντος κάμψιν εις το θέμα της στέψεως του Καρόλου, εάν βεβαίως αληθεύουν, η στάσις του εις τα καθαρώς δογματικά θέματα ήτο ναι μεν διπλωματική, αλλά ήτο εξ ίσου σαφής ως αυτή των προκατόχων του Μαρτίνου Α' και Αδριανού Α'.

Τα αυγουστίνεια πλαίσια της ενώπιον του Λέοντος επιχειρηματολογίας των Φράγκων αποκρισαρίων υπέρ του δόγματος του Filioque και της προσθήκης αυτού είναι σαφή. Ισχυρίζονται οι Φράγκοι αποκρισάριοι ότι το Filioque το οποίον μόλις ανεφάνη, συνεζητήθη παλαιότερα υπό των Πατέρων αλλά παρημελήθη. Αλλά ώς τι το απόκρυπτον ανεκαλύφθη υπό των Φράγκων θεία τινι επιπνοία και ο Θεός εφώτισεν αυτούς να εκτινάξουν την εκ ραθυμίας απονάρκωσιν και να ανορύξουν αυτόν τον ουράνιον θησαυρόν. Η διακήρυξις της υπεροχής της φραγκικής κατανοήσεως των Πατέρων έναντι αυτής των Ρωμαίων είναι σαφεστάτη. Εις τον Πάπαν χαρακτηριστικώς παραγγέλλουν οι αποκρισάριοι του Καρόλου να αποχωρήση μακράν άπασα νάρκη της ραθυμίας των Ποιμένων, να φύγη η νωθρότης της διανοίας κ.τ.λ. Δεν υπάρχει άλλη εξήγησις των ισχυρισμών και νουθεσιών τούτων παρά την υπό των Φράγκων αποδοχήν των εξηγήσεων εν τη ομιλία του Αυγουστίνου του 393 περί του Συμβόλου εν αίς διατείνεται, ως είδαμεν,32 ότι 1) η διδασκαλία περί της ιδιότητος του Αγίου Πνεύματος εισέτι δεν ελύθη και 2) η επικρατούσα γνώμη είναι ότι το Πνεύμα είναι η μεταξύ του Πατρός και του Υιού αγάπη. Δηλαδή οι Φράγκοι εκήρυξαν από τότε την στασιμότητα των ελληνολατίνων Ρωμαίων και την προοδευτικότητα των Φράγκων εις την αποδοχήν της υπό του Αυγουστίνου προσφερθείσης λύσεως του Filioque εις το φανταστικόν του Αυγουστίνου και όχι της Εκκλησίας πρόβλημα.

Παραθέτομεν σχετικά εξελληνισθέντα κατά γράμμα αποσπάσματα του λατινικού κειμένου των πρακτικών. Λέγουν οι Φράγκοι εις τον Πάπαν, "τό ζήτημα, το περί της του Αγίου Πνεύματος εκπορεύσεως, όπερ αρτίως ανέφυ, πάλαι ήδη υπό των ιερών Πατέρων επιμελέστατα αναλελίκμηται. (Τούτο ισχύει, ως είδαμεν, δια τον Αυγουστίνον και μόνον δι' αυτόν). Επειδή δε προ πολλού υπό των ζητούντων έκειτο παρημελημένον, ουχ ηρέμησεν ως έκπαλαι διαλικμηθέν, αλλ' οίόν τι απόκρυφον αίφνης εφ' ημών προύκυψεν αναδύσαν, όπερ εκ θείας τινός επιπνοίας γενέσθαι στερώς πιστεύων ήκιστα αν ενδοιάσαιμι. Συχναίς γαρ και αλλεπαλλήλοις συζητήσεων βάλλεται προσβολαίς η καθ' ημάς Εκκλησία, ως αν τοις καθολικοίς διδάγμασι διεκπαιδευθείσα, και ταις ομολογίαις της υιγιώς εχούσης πίστεως οίον, αποξεσθείσα, της των υιών εν κατασχέσει γενομένη κληρονομίας, φθάση ποτέ τω Κυρίω αιωνίως συμβασιλεύουσα. Αποκειμένης αλλ' ούν, ως προέφην της ζητήσεως ταύτης παρά των ζητούντων ερεύνης εκτός, ευδόκησε τέως ο πάντων ισχύων Θεός, τας των Ποιμένων επ' αυτήν διαναστήσαι καρδίας, ίνα της δια ραθυμίαν εκτιναχθείσης αποναρκώσεως τω βραχίονι της ιεράς συγγυμνασίας ενδυναμωθέντες, ισχύσωσιν ανορύξαι τον θησαυρόν τον ουράνιον ... Πόρρω τοιγαρούν των Ποιμένων ραθυμίας άπασα νάρκη αποχωρείτω. Πόρρω διανοίας ακμής η υπεύθυνος νωθρότης γινέσθω. Τρυφής δ' ηδυπάθεια, και ραστώνη πάσα τα του σώματος μέλη απολιπέτω, κάρος δε βαθύς και απαλός ύπνος, εις τραχείας μεν επικερδείς δε όμως διεγρηγόρσεις, τας περί την ανάγνωσιν, αναδυέτω, ίν' ο της Εκκλησίας αγρός, τον παρά των διδασκάλων σπόρον δεξάμενος, τη του Παναλκούς δυνάμει διευθυνήση, και καρπούς αποδώη εκατοστεύοντας. Αλλά γαρ ήδη τον λόγον αναβαλούμαι, τον περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος".33

Εν συνεχεία οι Φράγκοι αποκρισάριοι αναπτύσσουν πώς κατά την Αγίαν Γραφήν το Πνεύμα είναι εν τω Υιώ, είναι του Υιού, δίδεται υπό του Υιού, εκχύται υπό του Υιού, ότι η χύσις είναι της Αγίας Τριάδος μία, κ.τ.λ. Μετά τα αγιογραφικά παραθέτουν χωρία από τον Γρηγόριον τον Διάλογον, τον Μέγαν Αθανάσιον, τον Κύριλλον Αλεξανδρείας, τον Αμβρόσιον, τον Ιερώνυμον και τέλος 4 ισχυρά χωρία από τον Αυγουστίνον. Εις όλα τα χωρία είναι σαφές ότι οι Φράγκοι μαζί με τον Αυγουστίνον συγχέουν ενεργείας του Πατρός και του Υιού με τον τρόπον της υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος.

Εις τα τοιαύτα ο αποκρισάριος Σμάραγδος εμφανίζει τον Πάπαν απαντώντα ως εξής, "ως δε υπό των ειρημένων αποκρισαρίων ανεγνώσθησαν εν τάξει αι μαρτυρίαι, επιμελέστατα αυτών ο αποστολικός Δεσπότης ακροασάμενος, έφη, "ούτω φρονώ, ούτω κατέχω, μετά τούτων καγώ των συγγραφέων, και κατά τας εκ της Ιεράς Γραφής μαρτυρίας. Εί τις δε άλλως περί τούτου φρονείν έλοιτο, ή διδάσκειν, απαγορεύω. Και ειμή μεταγνούς τόδε κατέχειν εθελήση το φρόνημα, ως αντιφρονούντα πάντη αποκηρύττω".34

Ακριβώς τα ίδια θα έλεγεν οιοσδήποτε Πατήρ της Εκκλησίας, δηλαδή ότι συμφωνεί με την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής και των Πατέρων. Ταύτα όμως δεν σημαίνουν ότι ο Λέων συμφωνεί με τον ισχυρισμόν των Φράγκων, ότι φωτισθέντες ούτοι άνωθεν κατενόησαν την Αγίαν Γραφήν και τους εν λόγω Πατέρας, και μάλιστα καλύτερα από τους Ρωμαίους της Ανατολής και της Δύσεως και καλύτερα από τους Πατέρας των επτά Οικουμενικών Συνόδων. Η υπερηφάνεια των Φράγκων έναντι των Ρωμαίων φαίνεται σαφώς από την υπ' αυτών αποκήρυξιν της Ζ' Οικ. Συνόδου και ασφαλώς από το γεγονός ότι ανέλαβον την ευθύνην ούτοι να διδάξουν τον Πάπαν και τους Ρωμηούς περί μιας μέχρι τότε δήθεν κεκρυμμένης αληθείας και "ουρανίου θησαυρού".

Πάντως το πρόβλημα περί της ακριβείας των πρακτικών του Σμαράγδου εγείρει ο ίδιος ούτω, "τούτων ειρημένων, οίδα τινά, κατά προσλαλιάν μάλλον, ή προσδιάλεξιν, προηγησάμενα, ών η των νοημάτων, ή ρημάτων ακολουθία, (ει μη μόνον το απ' εντεύθεν εξής,) ουκ επ' ακριβές τη μνήμη υπέρχεται. Επεί δ' η συνέλευσις ές γ' επί τούτο εχώρει, ως μάλλον ευτάκτω προσεοικέναι συνδιαλέξει, ή καθάπερ ανωτέρω, προσλαλιά είναι παρεμφερής, και τοι μη τοιάδε τις ήν η κατά την έκφρασιν ιδιότης, καθ' όσον αλλ' ουν οίος τε ειμί μεμνήσθαι, αύτη η των νοημάτων υπήρχεν έφοδος, και των εσχάτων εν συμπεράσματι όρων το κεφάλαιον".35

Εις την γενομένην συζήτησιν ο Πάπας εις ερώτημα των Φράγκων "... τί δήποτε ου θέμις άδειν, ή άδοντας εκδιδάσκειν;" απήντησε, "έξεστι φημί, έξεστι μεν διδάσκοντας άδειν, και άδοντας διδάσκειν, αλλ' αθεμίτως εν τοις απηγορευμένοις ούτε άδοντας, ούτε γράφοντας, έξεστί τι εμπαρεισάγειν".36

Εις την παιδαριώδη ερώτησιν των αποκρισαρίων, "μήτοι γε ουχί καλώς οι διδάσκαλοι τότ' αν εποίησαν, ει τέτταρας μόνον συλλαβάς προσθέντες, το ούτως αναγκαιότατον όν εις πίστιν μυστήριον, τοις εφεξής πάσιν αιώσιν εμφανές κατέστησαν;" ο Λέων απήντησεν, "ώσπερ ου τολμώ ειπείν μη καλώς αν ποιήσαι, είπερ εποίησαν, ότι αναμφιβόλως, καθά και τ' άλλ' ά παρέλιπον, ειδότες πάντως, και ουκ ανθρωπίνη, θεία δε τινί ελλαμφέντες σοφία εποίησαν, ούτως ου τολμώ λέγειν, τούτο αυτούς ήττον ημών νενοηκέναι, ουδ' έχω σταθμήσασθαι τί ότι παρέλιπον; Ή τίνος χάριν παραλειφθέν, μη επέκεινα εκδιαδοθείη, ώσπερ και τα λοιπά διεκώλυσαν. Σύ, και οι περί σε ίδετε, πώς περί υμών αυτών γινώσκετε. Και γαρ αυτός εμαυτόν, ούκουν ερώ, ως ουκ εκείνων πρότερον θήσω, αλλά και το οίεσθαί με αυτοίς εκείνοις συνεξισούσθαι, απέστωμοι".37

Υπεραμυνόμενοι ισχυρίσθησαν μεταξύ άλλων οι αποκρισάριοι των Φράγκων ότι, "διαφέρει και γάρ, του εκ θρασύτητος υπερπηδώντας των αγαθών κατολιγωρείν, το εξ αγαθής προαιρέσεως τα καλά επί το κρείττον προάγειν". Εις ταύτα ο Πάπας απήντησεν, "αλλά και τούτο, καν επ' ενίοις πράττειν καλόν, ου μην αλλ' ουκ αεί, ουδ' εν άπασι πρακτέον είναι δοκεί, τούτου δέ, και πολλαί μεν αν έχοιεν επενεχθήναι πίστεις ... ή γούν, αλλ' εάν τυχόν τις το αγαθόν προενεγκείν πειρώτο επί το βέλτιον, εκείνο συνοράν πρώτον, και ως οίόν τε ακριβώς επισταθμάσθαι, μη και εαυτόν εξ απονοίας οιηματίαν τινά αναδείξηται και το καθ' εαυτό υγιεινόν διαφθείρας, λυμαντικόν απειργάσηται".38

Οι ίδιοι αποκρισάριοι ερμηνεύουν τας απόψεις του Πάπα λέγοντες προς αυτόν, "επειδή τοίνυν γνωστόν εκατέροις, ότι δια τούτο άδοντας, ή γράφοντας εν τω Συμβόλω εκείνο εμπαρεισάγειν αθέμιτον παρ' υμών κρίνεται, ή λέγεται, δια το τους συνταξαμένους το Σύμβολον μη παρεισαγαγείν και τούτο ως και τα λοιπά και δια το τας εφεξής μεγάλας Συνόδους, οίον την εν Χαλκηδόνι Δ' και την εν Κωνσταντινουπόλει ομοίως Ε' και την ΣΤ' καινόν περαιτέρω Σύμβολον υπό τινος, καθ' οποίαν δη τινα ανάγκην, ή κατά ζήλον τον υπέρ της των ανθρώπων σωτηρίας συντάττεσθαι, καν τοις Παλαιοίς δι' αφαιρέσεως, ή προσθήκης, ή μεταβολής, εμπαρεισάγεσθαί τι απηγορευκέναι, ουκ έστιν ό,τι και χρή επί πλέον εν τούτω προσεπιδιατρίβειαν".39

Εις τα τοιαύτα ο Πάπας απήντησεν ως εξής, "αύτη η απαγόρευσις, είτ' ουν ει ούτως έξεστι λέγειν, η υποστολή αύτη, ουχί τόδ' αφορά, ουδ' εις τόδε σκοπεί, το (παρά το μη τους Πατέρας αυτό διακρίναι, μηδ' αποφαίνεσθαι, ή θεσπίσαι,) τον μεν επιεική και εύφρονα περιποιείσθαι τούτο, ούκουν δε τον δύσνουν τε και αλλοτριόφρονα, αλλά το μηδαμής μηδένα".40

Εις ταύτα οι Φράγκοι θυμωνένοι ως φαίνεται απήντησαν, "μή ουχί παρά σού, η του το Σύμβολον αυτό ούτως άδεσθαι επ' Εκκλησίας, δέδοται άδεια; Μη παρ' ημών ενταύθα προήλθε το έθος του αυτό άδειν; Εντεύθεν γαρ εφ' ημάς, ου παρ' ημών ενθάδε η συνήθεια αύτη αφίκετο, και πώς αυτό άχρι της σήμερον ψάλλομεν;"

Ο Πάπας, "εγώ μεν άδειν επέτρεψα, ουμήν δε και άδοντας προστιθέναι τι, ή αφαιρείν, ή μεταβάλλειν".41

Οι αποκρισάριοι συνώψισαν τα λεχθέντα του Πάπα ούτω, "τοιγαρούν, ως ορώ, η Υμετέρα Πατρότης αποφαίνεται, ίνα πρώτον, το περί ου η ζήτησις, εκ του πολλάκις ειρημένου Συμβόλου αρθή, και τότε τέως υφ' ενός εκάστου θεμιτώς και ελευθέρως, είτε δι' άσματος, είτε δια παραδόσεως, μανθάνηται, και εκδιδάσκηται".42

Εις την συνέχειαν συνεζητήθη το πρακτικόν μέρος του τρόπου άρσεως της προσθήκης χωρίς να προξενήση σκάνδαλον. Η πεποίθησις των Φράγκων περί της αληθείας του Filioque φαίνεται από το ερώτημά των περί των πρακτέων, "μήπου γε, εάν ο λόγος ο πλήρης της αληθούς πίστεως εκ μέσου αρθή, ο αυτός λόγος παρά πάντων, ως ει κατά της πίστεως είη βαίνων, κατακριθήσεται; Τίνα ουν δώσεις βουλήν, ως αν μη αυτό τούτο τραπείη είς τινα όλεθρον;"43

Συνιστά ο Πάπας να μη ψαλλή "κατά μικρόν εν τω Παλατίω" το Σύμβολον και ούτω να αφαιρεθή η προσθήκη.44

Πάντως η δογματική αντίρρησις του Πάπα κατά της προσθήκης είναι σαφεστάτη εκ των ανωτέρω ως και εκ της εξής διασωθείσης υπό του Φράγκου Σμαράγδου ρήσεως του Λέοντος, ήτις ελέχθη προς το μέσον των ανωτέρω προς επεξήγησιν της ρητής υπό των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων γενομένης απαγορεύσεως οιασδήποτε προσθήκης, αφαιρέσεως και αλλαγής του κειμένου του Συμβόλου, "ο Πάπας ... ει τοίνυν τα δισσά ταύτα, εν ούτω φιλίω τε και ειρηναία τη διαλέξει, πείθειν υμάς απόχρη, ή προσήκον εστί, σοφούς άνδρας, σύν ημίν φρονείν τε και γινώσκειν, τους τοσούτους Καθολικούς παλαιούς Πατέρας, τους το περί ου ο λόγος, ή τοις Συμβόλοις μη ενεισαγαγόντας, ή ενεισαχθήναι κατά τα λοιπά, ως προείρηται, απηγορευτηκότας, μη κατ' ενεστώσαν άγνοιαν, μη κατά μέλλουσαν ραθυμίας πρόνοιαν παραλελοιπέναι, παραλειφθέν δέ, ίνα μη εισεμεχθή απειρηκέναι, του πληθύν μαρτυριών συνεπιφορήσασθαι, ως ήδιστα αφεξόμεθα".45

Η ιδέα ότι το Filioque παρελήφθη από το Σύμβολο της Β' Οικ. Συνόδου "κατ' ενεστώσαν άγνοιαν" δύναται να εξηγηθή μόνον βάσει του αναφερθέντος ισχυρισμού του Αυγουστίνου εις την προς την Σύνοδον της Αφρικής ομιλίαν του τω 393 περί του Συμβόλου, ότι οι Πατέρες δεν έλυσαν ακόμη το κατ' αυτόν πρόβλημα της υποστατικής ιδιότητος του Αγίου Πνεύματος. Ο Πάπας ρητώς και απεριφράστως απορρίπτει την γεννήσασαν την φραγκολατινικήν θεολογικήν παράδοσιν ιδέαν περί βαθυτέρας με την πάροδον του χρόνου κατανοήσεως των μυστηρίων της πίστεως, ως και την ιδέαν ότι ο Πάπας είναι υπεράνω των Συνόδων, κριτής και φορεύς της αληθείας. Ούτω φαίνεται σαφώς πώς η αυγουστίνειος ερμηνεία της Β' Οικ. Συνόδου ουδέποτε εγένετο αποδεκτή εις την Εκκλησίαν των Ρωμαίων εν Ρώμη. Εξ όλων των ανωτέρω φαίνεται σαφώς η επιστημονική ανεντιμότης των Δυτικών, οίτινες προσπαθούν να εμφανίσουν τον Λέοντα συμφωνούντα με τους Φράγκους περί του Filioque, αλλά διαφωνούντα μόνον όσον αφορά εις το Filioque ως προσθήκην. Υπενθυμίζομεν ότι ο γράψας τα εν λόγω πρακτικά μοναχός Σμάραγδος είναι Φράγκος, πιστεύων εις το Filioque ως δόγμα και είς των αποσταλέντων ίνα πείση τον Λέοντα να ευλογήση όχι μόνον την προσθήκην αλλά και το δόγμα. Ο Λέων ούτε το ένα ηυλόγησεν, ούτε το άλλο. Διερωτάταί τις δικαίως διατί οι Δυτικοί αποφεύγουν να παραθέσουν το κείμενον των αναφερθέντων πρακτικών και αρκούνται εις αορίστους μόνον παραπομπάς;46

Δια να καταλάβωμεν τα βαθειά αισθήματα του Λέοντος όταν λέγη εις τους Φράγκους: "εγώ μεν άδειν επέτρεψα, ουμήν δε και άδοντας προστιθέναι τι, ή αφαιρείν, ή μεταβάλλειν. Ίνα δε τι και σαφέστερον, επεί αναγκάζετε, είπω, εφ' όσον υμίν εν τούτω εξήρκει, καθ' όν τρόπον άδειν, ή τα ιερά και σεπτά μυστήρια επιτελείν, η αγία των Ρωμαίων Εκκλησία στοιχεί,"47 πρέπει η λέξις "τών Ρωμαίων" να αποδοθή με το "τών Ρωμηών" διότι Ρωμαίοι είναι οι ανήκοντες πολιτικώς εις την Κωνσταντινούπολιν και εκκλησιαστικώς εις την Πενταρχίαν των Ρωμαίων Πατριαρχών, εκ των οποίων οι τέσσαρες της Ανατολής συνεχίζουν μέχρι σήμερον να λέγωνται Ρούμ Πατρίκ εις τα Αραβικά και τα Τουρκικά, δηλαδή Πατριάρχαι των Ρωμαίων. Ο όρος Εκκλησία των Ρωμαίων περιωρίσθη μόνον εις την Πρεσβυτέραν Ρώμην, εις την γλώσσαν της Δύσεως, όταν επεκράτησε να ονομάζη Γραικούς τους ανατολικούς Ρωμαίους.

Πάντως η συνήθης εκδοχή ότι το Filioque παρεισήχθη εις το Σύμβολον ήδη εις την Ισπανίαν κατά την εν Τολέδω Σύνοδον του 589, διότι η διπλή εκπόρευσις αναφέρεται εις τον τρίτον αναθεματισμόν και εις την προς την Σύνοδον ομολογίαν πίστεως του ηγεμόνος των Γότθων 'Ρηκαρήδου, δεν ευσταθεί διότι εις τα διασωθέντα πρακτικά το Σύμβολον της Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως υπάρχει ή χωρίς την προσθήκην ή μετ' αυτής προστεθείσης όμως υπό μεταγενεστέρας χειρός, ως ανέπτυξεν εν άρθρω του ο A.E. Burn τω 1908.48

Δηλαδή όπως εις την περίπτωσιν της εν Λατερανώ Συνόδου του 649 ούτω και προγενεστέρως η απλή έκφρασις ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού δεν εννοεί ότι εκπόρευσις σημαίνει τρόπον υπάρξεως, ούτε ότι οι χρησιμοποιούντες αυτήν την έχουν προσθέσει εις το Σύμβολον της πίστεως. Το αναπόφευκτον συμπέρασμα εκ των ανωτέρω είναι ότι οι το πρώτον προσθέσαντες το Filioque εις το Σύμβολον είναι οι Φράγκοι. Είναι βέβαιον ότι, ως οι Πάπαι διεμαρτυρήθησαν δια την προσθήκην των Φράγκων θα διεμαρτύροντο δια μίαν παρομοίαν πράξιν των Ισπανών.

Δια τούτο η επομένη έκφρασις του Πάπα Λέοντος προς τους Φράγκους αποκρισαρίους αναφέρεται όχι εις την προσθήκην αλλά εις το άδειν το Σύμβολον. Ο Πάπας λέγει, "ό δε φατε, ως δια τούτο υμείς ούτως άδετε, διότι άλλων προ υμών, κατ' εκείνα τα μέρη, ούτως αδόντων ακηκόατε, τί προς ημάς; Ημείς γαρ αυτόγε τούτο ουκ άδομεν, αλλ' αναγινώσκομεν".[49] Εάν ο Σμάραγδος είχεν υπ' όψιν ότι οι Φράγκοι είχον δανεισθή την προσθήκην αλλαχόθεν, δηλαδή από τους Ισπανούς, θα το είχεν αναφέρει, και ασφαλώς ο Πάπας θα είχεν απαντήσει και εις τούτο.

Πάντως ο φραγκόφιλος αντικανονικός Πάπας Αναστάσιος (855-858), ο αντίπαλος του Ρωμηού Πάπα Βενεδίκτου Γ' (855-858), και μετέπειτα γνωστός ως Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος, φανατικός κατ' αρχήν πράκτωρ των Φράγκων, γράφει τα εξής εις τον υπ' αυτού συγγραφέντα βίον Λέοντος Γ', "ούτος, κατά ζήλον, και επί προφυλακή της ορθοδόξου πίστεως, επί δυσίν ασπίσιν αργυραίς επέταξεν επιγραφήναι το Σύμβολον εκατέρωσε, θατέρα μεν γράμμασιν Ελληνικοίς, Λατινικοίς δε θατέρα, δεξιόθεν τε και αριστερόθεν επηωρημέναις, άνωθεν της εισόδου της εις το Λείψανον, ών ο σταθμός λιτρών μεν 94, ουγκιών δε 6".50 Πρόκειται περί του λειψάνου του αγίου Παύλου.

Ο φραγκολατίνος θεολόγος Πέτρος Δαμιανός (1007-1072) γράφων περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος πληροφορεί ότι είδεν ο ίδιος εις Ρώμην το εν λόγω Σύμβολον άνευ Filioque, "ο μακάριος Λέων ο Πάπας επί αργυρού πίνακος, ός προ του ιερωτάτου λειψάνου του αγίου Παύλου καθοράται ηωρημένος, μετά τας λοιπάς της ιδίας εαυτού πίστεως συμβολάς φησί, και εις το Πνεύμα το Άγιον, το Κύριον και ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευομένον, το σύν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον".51

Ο δε μεγάλος υπό των Φραγκολατίνων θεωρούμενος σχολαστικός θεολόγος Πέτρος Λομβαρδός, ο αποβιώσας ως επίσκοπος Παρισίων τω 1160 γράφει περί του εν λόγω θέματος ούτω, "προστιθέασι δε προς εμπέδωσιν της οικείας δόξης, μαρτυρίαν τε της ημών κατακρίσεως, περί του της πίστεως Συμβόλου, ότι κατά την παράδοσιν των προειρημένων Συνόδων, Λέων Γ' ανάγραπτον αυτό επ' αργυρού πίνακος στηλωθέντος όπισθεν της ιεράς Τραπέζης του μακαρίου Παύλου κατέλιπε. "Κατά ζήλον", ως αυτός φησί, "καί επί προφυλακή της ορθοδόξου πίστεως." Εν ω δη Συμβόλω, επί της προόδου του Αγίου Πνεύματος, μόνου μνεία γίνεται του Πατρός τοίσδε τοις ρήμασι, και εις το Πνεύμα το Άγιον ... το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το σύν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον".52

Με το αυτό πνεύμα και τας αυτάς πληροφορίας γράφει ο μεγάλος θεωρούμενος σχολαστικός φραγκολατίνος θεολόγος Πέτρος Αβελάρδος (1079-1142), "προστιθέασι δε προς επαύξησιν της ημών ανειδείας, μαρτυρίαν της ημών αυτών κατακρίτου πίστεως, ότι κατά την παράδοσιν των προειρημένων Συνόδων, Λέων ο Γ' εν 'Ρώμη ανάγραπτον το Σύμβολον επ' αργυρού Πίνακος τοις εισέπειτα καταλέλοιπε." Κατά ζήλον, "ως αυτός φησί," και επί προφυλακή της ορθοδόξου πίστεως." Εν ω δη Συμβόλω παραπλησίως επί της προόδου του Πνεύματος, μόνου μνημονεύει του Πατρός τοις δε τοις ρήμασι, ... το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το σύν Πατρί κ.τ.λ.".53

Ο Μέγας Φώτιος αναφέρει τας ιδίας περί Λέοντος Γ' πληροφορίας με την διαφοράν ότι νομίζει, ότι μόνον εις την ελληνίδα φωνήν "εγράφει το Σύμβολον" και ότι "κατά τας πύλας της Εκκλησίας προσέπηξεν".54

Ανεφέραμεν τας ανωτέρω μαρτυρίας διότι εσχάτως παπικός ιστορικός προσέβαλε την γνησιότητα της ως άνω περί Λέοντος εκδοχής και απήντησε δεόντως ο ημέτερος συνάδελφος Ι. Καλογήρου.55

Πάντως η αναστήλωσις του Συμβόλου άνευ της προσθήκης επί αργυρών ασπίδων Λατινιστί και Ελληνιστί είναι πράξις απολύτως σύμφωνος με τα λεχθέντα του Λέοντος προς τους Φράγκους αποκρισαρίους. Παρακαλείται ο αναγνώστης να ξαναμελετήση τα υπό του Φράγκου Σμαράγδου κρατηθέντα λόγια του Λέοντος και θα διαπιστώση πώς απεριφράστως εδήλωσεν ο Πάπας την πίστιν του ότι οι Πατέρες της Β' Οικουμενικής Συνόδου παρέλειψαν το Filioque αλαθήτως, δηλαδή "ότι αναμφιβόλως, καθά και τ' άλλ' ά παρέλιπον, ειδότες πάντως, και ουκ ανθρωπίνη, θεία δε τινί ελλαμφθέντες σοφία εποίησαν", και "παραληφθέν δε ίνα μη εισενεχθή απειρηκέναι", "... απηγορευκότας, μη κατ' ενεστώσαν άγνοιαν, μη κατά μέλλουσαν ραθυμίας πρόνοιαν παραλελοιπέναι", "ου τολμώ λέγειν, τούτο αυτούς ήττον ημών νενοηκέναι", "καί γαρ αυτός εμαυτόν, ούκουν ερώ, ως ουκ εκείνων πρότερον θήσω, αλλά και το οίεσθαί με αυτοίς εκείνοις συνεξισούσθαι, απέστω μοι", "αλλ' εάν τυχόν τις το αγαθόν προενεγκείν πειρώτο επί το βέλτιον, εκείνο συνοράν πρώτον, και ως οίόν τε ακριβώς επισταθμάσθαι, μη και εαυτόν εξ απονοίας οιηματίαν τινά αναδείξηται, και το καθ' εαυτό υγιεινόν διαφθείρας, λυμαντικόν απεργάσηται".

Και προσπαθούν οι ανέντιμοι καταστροφείς της ενότητος της των Ρωμαίων κατ' Ανατολάς και Δυσμάς Εκκλησίας να ισχυρισθούν ότι ο ειπών τα τοιαύτα (κατά πληροφορίας Φράγκων και λατινοφώνων Ρωμαίων μάλιστα) δεν έστησεν επί αργυρών ασπίδων το Σύμβολον άνευ Filioque με την επιγραφήν, "Ταύτα Λέων εθέμην κατά ζήλον και επί προφυλακή της ορθοδόξου πίστεως".

Αυτά τα ολίγα τα οποία προσπαθούν τινες να αποδείξουν ότι δεν έγραψεν ο Λέων είναι πολύ ολίγα εν συγκρίσει με τα ως άνω υπό Λέοντος λεχθέντα εις τους Φράγκους αποκρισαρίους, και τονίζομεν, ως Φράγκος τα μεταδίδει μάλιστα.

Το ότι επεκράτουν εις τον Λέοντα Γ' τα υπό Μαξίμου του Ομολογητού ανωτέρω εξηγηθέντα περί διπλής εκπορεύσεως φαίνεται από τα γραφόμενα υπό του Αναστασίου του διατελέσαντος αντικανονικού των φραγκοφίλων Πάπα της Ρώμης τω 855-858 και εν συνεχεία διατελέσαντος βιβλιοθηκαρίου επί των Παπών Νικολάου Α' (858-867), Αδριανού Β' (867-872), και Ιωάννου Η' (872-882). Ο Αναστάσιος απεβίωσε περί το 878, αφού είχε στραφή πλέον προς την Κωνσταντινούπολιν εις τον αγώνα κατά των Φράγκων. Μάλιστα έγινε συνήγορος της ορθοδοξίας του ελληνοφώνου Ρωμαίου αποστόλου των Σλαύων αγίου Μεθοδίου, αδελφού του αγίου Κυρίλλου, ότε κατηγορήθη ο Μεθόδιος υπό των Γερμανών επί αιρέσει εξ αιτίας της υπ' αυτού δράσεως κατά του Filioque των Φράγκων. Τα υπό του Αναστασίου γραφέντα περί του Filioque πριν στραφή προς την εκκλησιαστικήν πολιτικήν της Κωνσταντινουπόλεως πρέπει εξάπαντος να καθρεπτίζουν τας απόψεις του Πάπα Νικολάου Α' περί του ιδίου θέματος. Φαίνεται σαφώς ότι ο Αναστάσιος, ο Νικόλαος Α', και ίσως ο φανατικός μισέλλην Φορμόζος είχον εσφαλμένως κατανοήσει το Filioque των Φράγκων, νομίζοντες ότι είναι ταυτόν με αυτό της Εκκλησίας της Ρώμης, ως το ηρμήνευσεν ο Μάξιμος ο Ομολογητής. Ίσως δεν έδιδον εις την αρχήν τόσην σημασίαν εις την προσθήκην, νομίζοντες ότι θα έπειθον τους Φράγκους τελικώς να το αφαιρέσουν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Φράγκοι εχρησιμοποίουν το Filioque ως μοχλόν εις τας διαπραγματεύσεις των με τους Πάπας, ίνα επιτύχουν τους σκοπούς των: 1) να στέφωνται "Βασιλείς των Ρωμαίων" και 2) να αποσπάσουν την Εκκλησίαν της Πρεσβυτέρας Ρώμης και τους εναπομείναντας δυτικούς Ρωμαίους από τους ανατολικούς Ρωμαίους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όπως έπαιξαν οι Φράγκοι αποκρισάριοι το θέμα της πιθανής αφαιρέσεως του Filioque από το Σύμβολον με τον Λέοντα Γ', ούτως έκαμον οι Φράγκοι και με τους μεταγενέστερους Πάπας ίνα επιτύχουν τους αναφερθέντας σκοπούς. Ούτω βλέπομεν π.χ. τον Ιωάννην Η' να υπογράφη τας αποφάσεις της Η' Οικ. Συνόδου (879) τας καταδικασάσας το Filioque, να παρακαλή τον Μέγαν Φώτιον να αφεθή εις αυτόν η προσπάθεια να πείση τους Φράγκους να αφαιρέσουν το Filioque από το Σύμβολον, να στέφη ως Βασιλείς τους Φράγκους Κάρολον Β' τον Φαλακρόν (876) και Κάρολον Γ' τον Παχύν (881), και να υποστηρίζη τον κατά του Filioque αγώνα του αγίου Μεθοδίου. Φαίνεται ότι οι Φράγκοι σκοπίμως δεν εφαίνοντο φανατικοί έναντι της Ρώμης εις το θέμα του Filioque δίδοντες την εντύπωσιν ότι δύνανται πιθανόν να αλλάξουν. Εκείνο όμως το οποίον δεν είχον κατανοήσει επαρκώς εις την Ρώμην είναι το γεγονός ότι οι Φράγκοι θεολόγοι είχον καθυποτάξει την πατερικήν παράδοσιν εις τον Αυγουστίνον και ως εκ τούτου εξελάμβανον την εκ του Πατρός και εκ του Υιού εκπόρευσιν ως τρόπον υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος και ως είδαμεν ανωτέρω βελτίωσιν εις την κατανόησιν και διατύπωσιν του δόγματος.

Εις επιστολήν προς Ιωάννην Διάκονον ο Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος επικαλείται την περί Filioque ερμηνείαν του Μαξίμου εναντίον των επί αιρέσει κατηγοριών των "Γραικών" μη γνωρίζων ακόμη ότι οι Φράγκοι διδάσκουν ότι το Άγιον Πνεύμα έχει ύπαρξιν και εκ του Υιού.

Ασφαλώς εκφράζων τας επί του θέματος απόψεις και του φραγκοφίλου Πάπα Νικολάου Α' γράφει, "παρά ταύτα διηρμηνευκότες εσμέν εκ της επιστολής του αυτού θείου Μαξίμου της προς Μαρίνον τον πρεσβύτερον, τα περί της του Αγίου Πνεύματος εκπορεύσεως, ένθα μάτην ημίν επεγκαλείν τους Γραικούς αποφαίνεται, οί ουκ αιτίαν, ουδέ αρχήν τον Υιόν φαμέν του Αγίου Πνεύματος, ή περ οίονται, αλλά την κατ' ουσίαν ενότητα Πατρός και Υιού μηδαμώς αγνοούντες, ώσπερ εκ του Πατρός εκπορεύεται, ούτως αυτό εκπορεύεται και εκ του Υιού ομολογούμεν, αποστολήν δηλονότι ηγούμενοι την εκπόρευσιν, ευσεβώς εξηγούμενος, και τους εκατέρας της γλώσσης ειδήμονας προς ειρήνην διεκπαιδεύων, εν ω δηλαδή, ημάς τε και τους Γραικούς εκδιδάσκει, έστι μεν ως εκπορεύεσθαι, έστι δι' ώς μη εκπορεύεσθαι το Άγιον Πνεύμα εκ του Υιού, το δυσέκφραστον από της ετέρας, επί την της ετέρας ιδιότητα γλώσσης δηλών".56

Πάντως φαίνεται ότι εξ αιτίας της προς τον Ίγκμαρον τον 'Ρημήνσιον επιστολής του εξήγειρεν ο Νικόλαος Α' την κατά του Φωτίου συγγραφικήν δράσιν των Φράγκων, αλλά χωρίς να γνωρίζη ότι οι Φράγκοι διδάσκουν το συναίτιον του Υιού εις την αιτιατήν προς ύπαρξιν εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος, ακριβώς όπως δεν εγνώριζεν ο Αναστάσιος.

Ο γράψας π.χ. κατά του Φωτίου, εξ αιτίας του Νικολάου Α' μοναχός 'Ρατράμνος Κορβηΐας ακολουθών τον Αυγουστίνον διατείνεται, "ώσπερ μιας εισίν ουσίας ο Πατήρ και ο Υιός, ούτω και εξ αμφοίν εκπορεύεται το Άγιον Πνεύμα, λαμβάνει την της ομοουσιότητος ύπαρξιν",57 και "τό είναι το Άγιον Πνεύμα, και εκ του Πατρός ομοίως λαμβάνει και εκ του Υιού, καθάπερ και ο Υιός το ουσιωδώς είναι λαμβάνει εκ του Πατρός".58

Σημειωτέον ότι μετά τας πρώτας μεταξύ των Σλαύων επιτυχίας των, οι απόστολοι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος επεσκέφθησαν τον Πάπαν Αδριανόν Β', ο οποίος ενέκρινε το έργον αυτών υπέρ της σλαυϊκής γλώσσης και εναντίον του φραγκικού Filioque. Ο Πάπας ούτος υπέγραψε τα πρακτικά της εν Κωνσταντινουπόλει καταδικασάσης τον Μέγαν Φώτιον ως αντικανονικόν Πατριάρχην Συνόδου του 869. Ιδού μία τρανή απόδειξις ότι η διένεξις μεταξύ του Μεγάλου Φωτίου και των Παπών Νικολάου και Αδριανού περί της υπό του Φωτίου αντικαταστάσεως του Ιγνατίου είχε κυρίως κανονικόν χαρακτήρα και δεν αφεώρα ουσιαστικώς το Filioque των Φράγκων.

Η συμμετοχή του Ιωάννου Η' εις την αποκατάστασιν του Φωτίου και εις την καταδίκην του Filioque κατά την Η' Οικ. Σύνοδον, δια των απεσταλμένων αυτού, φαίνεται από τα δημοσιευθέντα εκ των πρακτικών εν τω Β' τόμω του δοκιμίου τούτου,59 ως και από τα γραφόμενα του Φωτίου.60 Όμως ο ίδιος ο Πάπας Ιωάννης Η' γράφει προς τον άγιον Μεθόδιον, όστις είχε κατηγορηθή υπό Φράγκου επισκόπου επί αιρέσει δια την εκ μόνου του Πατρός αιτιατήν εκπόρευσιν διδασκαλίαν του τα εξής, "... και σε της ορθοδόξου πίστεως γενναίον θεραπευτήν καθορώντες, σφόδρα εν αυτώ τω Κυρίω αγαλλιώμεν, και απείρους αυτώ τους ύμνους και τας ευχαριστίας ομολογείν ου παυόμεθα, όπως δη σε μάλλον και μάλλον εν τοις αυτού προστάγμασι διεκκαίοι, και σε προς καταρτισμόν της αυτού Εκκλησίας, προσβολής οιασούν αντικειμένης οικτείρων εξαίροιτο. Μαθόντες δε δια των παρά σου γραμμάτων, ά σοι πολλά και ποικίλα συνέπεσεν (υπό των Βαυαρών Φράγκων συνελήφθη, κατεδικάσθη και εφυλακίσθη επί δύο και ήμισυ έτη και απελύθη τη επεμβάσει του Πάπα Ιωάννου Η' και εγκατεστάθη εις Μοραβίαν), όσον σοι συμπαθώς συνηλγήσαμεν, εξ εκείνου συνιδείν αν έχοις, εξ ότουγε ημών ενώπιον παραστάντα, τη διδασκαλία της αγίας των 'Ρωμαίων Εκκλησίας, κατά την ασφαλή των θείων Πατέρων παράδοσιν στοιχείν σε παρηνούμεν, και τό, τε Σύμβολον και την ορθήν πίστιν διδάσκειν τε και κηρύττειν υπετιθέμεθα. Αυτό δη τούτο και τω Επιφανεί Άρχοντι Σφενδοπούλκρω, δι' Αποστολικών ημετέρων Γραμμάτων, ά και επιδοθήναι αυτώ φής, επεσημηνάμεθα. Ούτε δ' επιστολαί παρ' ημών άλλαι αυτώ διεπέμφθησαν, ουδέ τω επισκόπω εκείνω (τώ κατηγορήσαντι δηλ.) φανερώς ή εν αποκρύφω έτερον τι διαπρακτέον είναι διεστειλάμεθα, άλλο δε τι υπό σού ποιητέον εγνώκαμεν. Πόσου ουν και δει του πιστεύσαι, ότι και όρκον ητησάμεθα τον ειρημένον επίσκοπον, ώσπερ ουδέ ψιλοίς τοις ρήμασι περί τούδε του πράγματος συνετύχομεν; Παυσάσθω τοίνυν η τοιάδε υπόνοια, και σοι του Θεού συναιρομένου, ώσπερ η ευαγγελική τε και αποστολική περιέχει διδασκαλία, την της ορθοδόξου πίστεως λατρείαν επιμόνως τοις πιστοίς πάσι κατάγγελε".61

Προς τον εν λόγω Άρχοντα Σφενδοπούλκρον ο Πάπας Ιωάννης Η' μεταξύ άλλων γράφει, "τούτον τοιγαρούν τον Μεθόδιον, τον Σεβάσμιον υμών Αρχιεπίσκοπον, διερωτήσαμεν ενώπιον των συναδέλφων ημών επισκόπων, ει το της ορθοδόξου πίστεως Σύμβολον ούτω τυγχάνει πιστεύων, καν τω την Ιεράν Λειτουργίαν επιτελείν ούτως άδων, καθάπερ και εν τη 'Ρωμαίων Εκκλησία κατέχεσθαι, και εν ταις αγίαις Οικουμενικαίς έξ Συνόδοις υπό των θείων Πατέρων κατά την Χριστού του Θεού ημών ευαγγελικήν διδασκαλίαν κηρυχθήναι τε αυτό και παραδοθήναι πρόδηλον εστίν. Ο δε ωμολόγησε κατά την ευαγγελικήν τε και αποστολικήν διδασκαλίαν, και ως η των 'Ρωμαίων αγία Εκκλησία διδάσκει, και ώσπερ υπό των Πατέρων παραδεδομένον εστί κατέχειν τε αυτό και ψάλλειν. Ημείς ουν εν πάσαις τον άνδρα ταις εκκλησιαστικαίς διδασκαλίαις και χρήσεσιν ορθοδοξούντα τε και ευδόκιμον ευρηκότες, προς υμάς αύθις, την επιτραπείσαν αυτώ Εκκλησίαν του Θεού διοικήσοντα απεστάλκαμεν".62

Πάντως το γεγονός ότι ο Πάπας είχε το κύρος και την δύναμιν να επέμβη δραστηρίως υπέρ της Ορθοδοξίας, αλλά και της αποφυλακίσεως του αγίου Μεθοδίου σημαίνει σαφώς 1) ότι το Filioque δεν είχε παγιωθή οριστικώς ακόμη μεταξύ των Φράγκων, 2) η σταθερά αντίδρασις των Παπών είχεν ακόμη πραγματικήν ανασταλτικήν δύναμιν μεταξύ των Φράγκων και 3) το Filioque δεν είχε καμίαν αισθητήν εισχώρησιν μεταξύ των λατινοφώνων Ρωμαίων της Μέσης και Κάτω Ιταλίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επάνοδος εν δυνάμει του ρωμαϊκού στόλου και στρατού της Κωνσταντινουπόλεως και η εκδίωξις των Αράβων μετά το 867 ήλλαξε την όλην κατάστασιν της Μέσης και Κάτω Ιταλίας υπέρ των Ρωμαίων. Ενώπιον της ισχύος ταύτης, ως και εν όψει της ουσιαστικής καταρρεύσεως της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου υπήρχε πλέον μία βάσις λελογισμένων διαπραγματεύσεων μεταξύ Ρωμαίων και Φράγκων. Ούτω μόνον εξηγείται η υπό του Πάπα Ιωάννου Η' συνέχισις της έναντι των Φράγκων καλής πολιτικής προ και μετά την Η' Οικουμενικήν Σύνοδον και η προς τον Φώτιον υπό του Ιωάννου εκφρασθείσα γνώμη ότι ίσως δια της πειθούς καταφέρει τους Φράγκους να εξαλείψουν το Filioque από το Σύμβολον.

Η προσπάθεια τινών των απογόνων των Φραγκολατίνων να χρονολογήσουν την ακόλουθον επιστολήν του Πάπα Ιωάννου Η' προς Φώτιον, υπό την ως ισχυρίζονται διασωθείσαν μορφήν, ως ανήκουσαν εις τον 14ον αιώνα, δεν ευσταθεί διότι οι δήθεν αναμορφώσαντες ταύτην δεν θα είχον, ελλείψει όλων των ανωτέρω στοιχείων, τοιαύτην ολοκληρωμένην εικόνα των πολλαπλών πλευρών των συνθηκών του 879, ώστε να δημιουργήσουν μορφήν της επιστολής, ήτις μόνον εις τας αναφερθείσας ιστορικάς περιστάσεις προσαρμόζεται και έχει πλήρες νόημα.

Ιδού το κείμενον, "ουκ αγνοείν συμβαίνει ημάς, ως τινές των αυτόθι, ουκ ειρήνης άνθρωποι, περί της ενταύθα Εκκλησίας, και αυτοί ου προς αλήθειαν ορώντες, κατά τινα λέγουσι, και τόσον, ότι και την σήν αδελφότητα μικρού δείν, ουκ αγαθάς υπολήψεις έχειν εις ημάς και τους υφ' ημάς παραπείθουσι. Και έστι τούτοις, η μεν αφορμή του σκοπού τούτου ου ψευδής, και αυτός είποιμι αν εγώ, ως και ο λόγος προϊών παραστήσει, και ο Θεός άνωθεν ημίν επιμαρτυρήσει. Αλλά κατά τους τον οίνον καπηλεύοντας ύδατι, παραμιγνύουσι και τινα αφ' εαυτών ψευδοληρήσαντες. Και θαυμαστόν ουδέν, δει γαρ τον απ' αρχής δημιουργόν της κακίας, και προς τον Θεόν στήσαντα έχθραν, είτα και τον ημών προπάτορα της του κτίσαντος αγάπης χωρίσαντα, και νυν τινάς έχειν προς υπηρεσίαν αυτού, και διεγείρειν τους τοιούτους, όπως εμβάλωσι μέσον της Εκκλησίας σκάνδαλον. Αλλ' εγώ προς τον την ειρήνην δόντα Χριστόν αφορών, ός και την έχθραν τη αυτού σαρκί έκτεινεν, ως έχω δυνατόν σπουδάσω τα στόματα των χαιρεκάκων ανδρών αποφράττειν, και δια τούτο, και προ του όλως την σήν αδελφότητα δηλώσαι μοί τι, προφθάσω αυτός περί των τοιούτων γνωρίζων σοι. Ίν' ειδώς όπως έχει τα καθ' ημάς, μη παρέχης ώτα τοις θέλουσι λοιδορείν, αλλά μάλλον αποσοβείν αυτούς, και άλλους ποιείν μη ακούειν τους λόγους αυτών. Και γαρ η σή αδελφότης επίσταται, ως ότε παρεγένετο προς ημάς ο μικρώ πρότερον αποσταλείς παρ' αυτής, (καί) περί του αγίου Συμβόλου ημάς εδοκίμασεν εύρεν απαράτρωτον, καθώς αρχήθεν παρεδόθη ημίν, διατηρούντας, και μήτε προστιθέντας τι ή αφαιρούντας, ακριβώς ειδότας, ως τοις τα τοιαύτα τολμώσι βαρεία καταδίκη αναμένουσα απόκειται. Και πάλιν ουν παραδηλούμεν τη αιδεσιμότητί σου, ίνα περί του άρθρου τούτου, δι' ό συνέβη τα σκάνδαλα μέσον των Εκκλησιών του Θεού, έχης πληροφορίαν εις ημάς, ότι ου μόνον ου λέγομεν τούτο, αλλά και τους πρώτον θαρρήσαντας τη εαυτών απονοία τούτο ποιήσαι, παραβάτας των θείων λόγων κρίνομεν, και μεταποιητάς της θεολογίας του Δεσπότου Χριστού, και των Αποστόλων, και των λοιπών Πατέρων, οί συνελθόντες Συνοδικώς παρέδωκαν το Άγιον Σύμβολον, και μετά του Ιούδα αυτούς τάττομεν, ότι και ταυτόν εκείνω τετολμήκασιν, ου παραδόντες εις θάνατον το Κυριακόν Σώμα, αλλά τους πιστούς, οί εισίν ως μέλη του Σώματος αυτού, διασχίσαντες και διατέμνοντες αλλήλων, και ούτως αιωνίω παραπέμψαντες θανάτω, και μάλλον εαυτούς ως εποίησεν ο ρηθείς ουκ ορθώς μαθητής, αποπνίξαντες. Οιόμεθα δέ, μηδέ την σήν Ιερότητα αγνοείν, ως ούσαν νουνεχή τε και πλήρη σοφίας, ότι το και τους λοιπούς ημών επισκόπους καταπείσαι ούτω φρονείν, εις δυσχέρειαν ημών ου μικράν εμπίπτει. Ότι πράγματι θειότερον ούτω ταχέως μεταβαλείν, ουδείς αν ευκόλως δυνηθείη, ει και βραχεί χρόνω την έναρξιν είληφε, και ουκ έστι παγιωθέν εκ πολλών ενιαυτών. Και δια ταύτα καλώς έχειν έδοξεν ημίν, ίνα μη μετά βίας αναγκασθή τις παρ' ημίν εάσθαι την προσθήκην, ήν έφθασεν εν τω Συμβόλω προσθήναι, αλλά μάλλον μετά επιεικείας και οικονομίας παρασκευάσαι, κατά βραχύ παραινούντας αποστήναι της βλασφημίας. Ποιμένετε γαρ το εν υμίν ποίμνιον ουκ αναγκαστικώς, αλλ' επιεικώς, ουδ' ως κατακυριεύοντες του κλήρου, αλλ' ως τύποι γινόμενοι, ο άκρος των αποστόλων Πέτρος έφη, οι τοίνυν ούτως ημών κατηγορούντες ως τούτο φρονούντων, ουκ αληθεία προς την κατηγορίαν ταύτην κέχρηνται. Όσοι δε περί μεν της εμής γνώμης τούτο ουκ αμφιβάλλουσιν, άλλοις δε τισι τετολμημένον και νυν καθ' ημάς καταγγέλουσιν, οι τοιούτοι ου ψευδώς λέγουσι. Τη σή τοίνυν Αδελφότητι αρμόζει μηδέν τι έχειν καθ' ημών σκάνδαλον, μήδ' εκκόπτειν του λοιπού της Εκκλησίας ημάς Σώματος, αλλά μάλλον συναγωνίζεσθαι ημίν μετ' οικονομίας και επιεικείας, και τους λοιπούς, όσοι της αληθείας εξέκλιναν, προς αυτήν επανάγειν, ίνα δη και τον υπέρ τούτου μισθόν σύν ημίν η αυτή απολήψηται".63

Τα λεχθέντα ταύτα του Πάπα συμφωνούν απόλυτα με τας αποφάσεις της Η' Οικ. Συνόδου. Σημειωτέον ότι η Η' Οικ. Σύνοδος αναθεματίζει 1) τους μη αποδεχομένους την Ζ' Οικ. Σύνοδον και 2) τους προσθέσαντας ή αφαιρέσαντάς τι εις το Σύμβολον, χωρίς όμως να κατονομάζωνται οι εν λόγω αιρετικοί, πράγμα πρωτοφανές εν τοις πρακτικοίς και τοις όροις Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Το φαινόμενον τούτο εξηγείται μόνον βάσει της ανωτέρω περιγραφείσης γενικής καταστάσεως της Ευρώπης και της Κάτω Ιταλίας και της ισχύος του Πάπα μεταξύ των ηγεμόνων και του κλήρου της Ευρώπης. Φαίνεται ότι πράγματι υπήρχεν ή ο Ιωάννης ενόμιζεν ότι υπήρχε δυνατότης αφαιρέσεως του Filioque από το Σύμβολον των Φράγκων και των Λογγοβάρδων.

Αλλά εις περίπτωσιν καθ' ήν δεν θα εφηρμόζετο η εν προκειμένω παράκλησις του Πάπα περί του χειρισμού της περί Filioque υποθέσεως, υπήρχε κίνδυνος οι Φράγκοι, ερεθισθέντες από μίαν επίσημον ονομαστί καταδίκην, να ενήργουν έναντι της Ρώμης πραξικοπηματικώς δια της βίας.

Δια τούτο παρακαλεί ο Πάπας να δοκιμασθή η πειθώ εις απάλειψιν του Filioque, το οποίον "ουκ έστι παγιωθέν εκ πολλών ενιαυτών και δια ταύτα καλώς έχειν έδοξεν ημίν, ίνα μη μετά βίας αναγκασθή τις παρ' ημίν εάσαι την προσθήκην, ήν έφθασεν εν τω Συμβόλω προσθείναι".64

Επίσης είναι σαφές ότι όλα τα περί του πρωτείου του Πάπα λεχθέντα και γραφέντα εις τα πρακτικά της Η' Οικ. Συνόδου είχαν σκοπόν την ενίσχυσιν της θέσεως του Πάπα έναντι των Φράγκων και των Ιταλολογγοβάρδων. Πρέπει να μη λησμονηθή ποτέ ότι αι σχέσεις μεταξύ των πέντε ρωμαϊκών Πατριαρχείων ήσαν εθνικώς ενδοοικογενειακαί και με μόνην ελευθέραν Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν την Νέαν Ρώμην, εξ ής εθεσπίζοντο οι πολιτικοί και εκκλησιαστικοί νόμοι και κανόνες, τη υπογραφή του "Βασιλέως των Ρωμαίων".

Αλλά η Η' Οικ. Σύνοδος όχι μόνον την ενίσχυσιν του Πάπα παρεκλήθη να επιτελέση δια της επιβολής της διδασκαλίας της Ορθοδόξου των Ρωμαίων Εκκλησίας περί εκπορεύσεως εις τους βορείους τότε βαρβάρους λαούς των Φράγκων, Σλαύων και Ιταλολογγοβάρδων, αλλά παρεκλήθη η Σύνοδος υπό του Πάπα να ενισχύση και την αμυντικήν δύναμιν της Εκκλησίας της Ρώμης έναντι των διαβρωτικών ενεργειών των φανατικών εν Ευρώπη οπαδών της νέας αιρέσεως, των εχόντων σκοπόν την κατάληψιν του θρόνου της Ρώμης.

Όλοι όσοι ασχολούνται με την Η' Οικ. Σύνοδον σχολιάζουν την προσπάθειαν των λεγάτων του Πάπα να εγκριθή υπό της Συνόδου κανών απαγορεύων την εκλογήν και την χειροτονίαν λαϊκών εις το αρχιερατικόν αξίωμα. Αλλ' ουδείς επρόσεξε την σημασίαν της εκ μέρους του Πάπα προσπαθείας των λεγάτων της πρεσβυτέρας Ρώμης να εγκριθή υπό της Συνόδου κανών απαγορεύων την υποψηφιότητα οιουδήποτε ανδρός μη ανήκοντος εις την τάξιν των "καρδιναλίων" κληρικών της Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή των προϊσταμένων και διακόνων καρδιναλίων των ναών της πόλεως. Τότε μόνον οι προϊστάμενοι κληρικοί της πόλεως της Πρεσβυτέρας Ρώμης και από τω 768-772 οι επτά της ενδημούσης Συνόδου επίσκοποι της επαρχίας της Ρώμης εγένοντο καρδινάλιοι εκλέκτορες του Πάπα, ουδέποτε οι εκτός της Ρώμης πρεσβύτεροι και διάκονοι.65 Επίσης απηγορεύετο η μετάθεσις των εν λόγω επισκόπων και ούτως ο Πάπας εξελέγετο πάντοτε εκ των καρδιναλίων κληρικών της πόλεως. Ο πρώτος μάλιστα επίσκοπος δια μεταθέσεως γενόμενος Πάπας ήτο ο διάδοχος του Ιωάννου Η' ο Μαρίνος Ι'66 (882-824). Κατά της δια μεταθέσεως εκλογής ταύτης διεμαρτυρήθη ο "Βασιλεύς των Ρωμαίων" Βασίλειος Α' προς τον διάδοχον του Μαρίνου Αδριανόν Γ' (884-885).65 Ούτως ηνοίχθησαν αι πύλαι έτι περισσότερον εις τας διαβρωτικάς προσπαθείας των βορείων. Ο Μαρίνος ούτος απεκατέστησε μάλιστα τον υπό του Ιωάννου Η' καθαιρεθέντα φραγκόφιλον Φορμόζον.68

Πάντως ο προταθείς και απορριφθείς κανών έχει ούτω, "Κεφάλ. γ! Ώστε μη εξ άλλης εκκλησίας προάγεσθαι εις αρχιερέα της Κωνσταντινουπολιτών εκκλησίας, αλλ' εκ των καρδιναλίων πρεσβυτέρων και διακόνων".69

Φαίνεται σαφώς ότι η Εκκλησία της Ρώμης ήθελε να κατοχυρώση τον θρόνον της Ρώμης εναντίον της διαβρώσεως αυτού υπό μη Ρωμαίων Ορθοδόξων και ούτω να αποκλείση τους εκ βορρά και εκτός Ρώμης υποψηφίους. Όμως τα ανατολικά παραδείγματα, τα κατά την λατινόφωνον Δύσιν αντικανονικά μάλιστα, μεταθέσεων δι' εκλογής εις επίσκοπον πρεσβυτέρων από μίαν επισκοπήν εις άλλην ή από έν Πατριαρχείον εις άλλο, δεν εβοήθουν τους Ρωμαίους της Μέσης και Κάτω Ιταλίας, διότι ασφαλώς επεκαλούντο ταύτα προς μίμησιν οι βόρειοι αλλά και οι Φραγκόφιλοι οι ανήκοντες εις την Αυτοκέφαλον Ιεράν Σύνοδον της ρωμαϊκής Διοικήσεως της Ρώμης.

Εις την Δύσιν παλαιότερα μόνον εις την περίπτωσιν της Καρθαγένης επετρέπετο η εκλογή ως Αρχιεπισκόπου πρεσβυτέρου άλλης επισκοπής.70

Αν και υπό φραγκικήν κυριαρχίαν, η Εκκλησία της Ρώμης και ο ρωμαϊκός λαός διοικείτο υπό του ρωμαϊκού Δικαίου της των Ρωμαίων Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης ή Κωνσταντινουπόλεως,71 ακριβώς ως συνέβαινε με τα των Ρωμαίων Πατριαρχεία της Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων υπό Αραβικήν κυριαρχίαν. Και αναπόσπαστον μέρος του ρωμαϊκού Δικαίου είναι οι κανόνες και αι αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων φερουσών την υπογραφήν του "Βασιλέως των Ρωμαίων" εν Κωνσταντινουπόλει. Όθεν η μεγάλη σημασία ήν απέδιδεν ο Πάπας Ιωάννης εις τας αποφάσεις δογματικάς και κανονικάς της Η' Οικ. Συνόδου, αφού νομικώς οι Φράγκοι είχον υποχρέωσιν να σεβασθούν την εφαρμογήν των ρωμαϊκών νόμων εις τους υπό φραγκικήν κυριαρχίαν Ρωμαίους. Μόνον ούτως έχει νόημα η προσπάθεια του Πάπα να πείση την Η' Οικ. Σύνοδον να θεσπίση τον εν λόγω κανόνα τον οποίον όμως η Σύνοδος απέρριψεν.

Όταν έχη κανείς υπ' όψιν τα ανωτέρω αντιλαμβάνεται το τελείως αβάσιμον της προσπαθείας των απογόνων των Φράγκων να εμφανίσουν τους προγόνους αυτών ως απελευθερωτάς των λατινοφώνων Ρωμαίων από τους "Βυζαντινούς Γραικούς", και ως δήθεν αρεστούς εις την Μέσην και Κάτω Ιταλίαν. Οι ίδιοι όμως απόγονοι των Φράγκων δεν δύνανται να αποκρύψουν πώς το πλήθος των πολιτών της Ρώμης και της Κάτω Ιταλίας εμίσουν τους Φράγκους και τους Λογγοβάρδους κατακτητάς και ηγάπων τους Ρωμηούς μοναχούς και τον ρωμαίϊκον κλήρον, ως και τον "Βασιλέα των Ρωμαίων" εν Κωνσταντινουπόλει.72

Η ιστορική αλήθεια θα εφαίνετο εάν οι ιστορικοί εχρησιμοποίουν την πραγματικήν ονομασίαν των "Βυζαντινών Γραικών", διότι τότε θα ισχυρίζωντο ότι οι Φράγκοι απελευθέρωσαν τους δυτικούς Ρωμαίους από τους ανατολικούς Ρωμαίους και εις αυτόν τον ισχυρισμόν θα απεκαλύπτετο αμέσως η έναντι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ατιμία των κατακτητών της δυτικής Ρωμηοσύνης και των απογόνων αυτών ιστορικών μέχρι σήμερον. Οι Φράγκοι (δηλαδή οι σήμερον μόνον εν Ελλάδι μετονομασθέντες και γνωστοί ως Γάλλοι) είναι εκείνοι οίτινες επέμενον μετά φανατισμού να λέγωνται οι ανατολικοί Ρωμαίοι, Γραικοί και αιρετικοί και προ ολίγων ετών επεβλήθησαν εις τους ιστορικούς και εις τους Έλληνας ακόμη να δεχθούν το όνομα Βυζαντινοί αντί τα ονόματα Ρωμαίοι, Ρωμηοί, Ρωμηοσύνη, Ρωμανία και Ρούμ. Σήμερον μόνον οι Μουσουλμάνοι συνεχίζουν την ονομαστικήν παράδοσιν της μεσσαιωνικής Ρωμηοσύνης και ονομάζουν τους ορθοδόξους Χριστιανούς της Αιγύπτου, Παλαιστίνης, Λιβάνου, Συρίας και Τουρκίας, Ρούμ δηλαδή Ρωμαίους, και τους Πατριάρχας Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων "Ρούμ Πατρίκ", δηλαδή Πατριάρχας των Ρωμαίων.

Ο θρησκευτικός φανατισμός όν εξαπέλυσαν οι Φράγκοι κατά των ανατολικών Ρωμαίων με τα "Contra errores Graecorum" των φαίνεται σαφώς από τας διασωθείσας σημασίας του ονόματος Grec εις την φραγκικήν, δηλαδή γαλλικήν γλώσσαν, "φιλάργυρος, αγύρτης και απατεών".73

Το κακόν όμως είναι ότι οι μη γνωρίζοντες την προέλευσιν των σημασιών τούτων, φαντάζονται πολλάκις ότι το πταίσμα είναι των δήθεν τοιούτων Ρωμηών, και ότι "οι Γάλλοι" ως και οι υπόλοιποι Φραγκοευρωπαίοι είναι εις τας περί Ελληνορωμαίων κρίσεις των αντικειμενικοί. Ούτω παρατηρείται εις καταπληκτικόν βαθμόν προδοσία της Ρωμηοσύνης υπό ευρωπαϊζόντων Νεοελλήνων, οίτινες εξ αιτίας αισθημάτων κατωτερότητος και εθνικής ενοχής περιφρονούν την Ρωμηοσύνην και θεωρούν εαυτούς μόνον ως αρχαίους Έλληνας, και κάμνουν το πάν να γίνουν το ταχύτερον μέρος του φραγκολατινικού ευρωπαϊκού δυτικού πολιτισμού, όπως ακριβώς έκαμον οι Ρώσσοι εις μεγάλον βαθμόν.

 

Θ'. Ο Αυγουστίνος και αι περί Αγίας Τριάδος πλάναι των απογόνων των Φραγκολατίνων, Παπικών και Προτεσταντών

Οι το πρώτον αντιμετωπίσαντες τους Φραγκολατίνους, Πατέρες της Εκκλησίας, περιώριζον τα κατά των Φράγκων επιχειρήματά των εις απλήν έκθεσιν της περί Αγίας Τριάδος διδασκαλίας των Πατέρων των Οικ. Συνόδων ως και εις τας εν τοις πλαισίοις τούτοις συνεπείας του Filioque και δεν εμελέτων ποτέ τον ίδιον τον Αυγουστίνον.

Ούτε οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι έδιδον πολλήν σημασίαν εις την περί Αγίας Τριάδος διδασκαλίαν του Αυγουστίνου, ως φαίνεται σαφώς από τας υπό αυτών παρασχεθείσας περί εκπορεύσεως πληροφορίας εις τον Μάξιμον τον Ομολογητήν, τας οποίας επαναλαμβάνει ο Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος κατά την εποχήν του Φωτίου, ως είδαμεν.1 Τούτο φαίνεται εξ ίσου σαφώς από τον διάλογον μεταξύ του Λέοντος Γ' και των Φράγκων αποκρισαρίων. Οι Φράγκοι αποκρισάριοι κατηγορούν τους λατινοφώνους και ελληνοφώνους Ρωμαίους δι' οπισθοδρομικότητα, νωθρότητα, ράστώνην, βαθύν κόρον και ραθυμίας νάρκην.2

Πρόκειται περί βαρβάρων οίτινες με τας τότε πολύ περιωρισμένας περί ιστορίας και θεολογίας αντιλήψεις των εφαντάσθησαν ότι εν τω Αυγουστίνω εύρον πολύ σπουδαιότερον από τους υπολοίπους Πατέρας θεολόγον, όστις έλυσε το δήθεν άλυτον δια τους ελληνόφωνας Ρωμαίους πρόβλημα περί προσωπικής ιδιότητος του Αγίου Πνεύματος, ως είδαμεν.3 Ιδού μία χρυσή δια τον Καρλομάγνον ευκαιρία να αποδείξη, ότι ιδική του είναι πλέον η κληρονομία της βασιλείας των Ρωμαίων Βασιλέων και ότι εις τους Φράγκους έπεσεν ο εκ Θεού κλήρος να αναδημιουργήσουν την Αυτοκρατορίαν των Ρωμαίων και να προωθήσουν τα γράμματα και την θεολογίαν αυτής. Εφαντάσθησαν ότι εξ αιτίας της κατωτερότητος των Ρωμαίων έμεινε το Filioque παρημελημένον.

Οι Φράγκοι ανώρυξαν τον ουράνιον τούτον θησαυρόν και έθεσαν ούτω τα θεμέλια δια να ξεπεράση δήθεν η φραγκική Σχολαστική θεολογία την Πατερικήν. Ούτω το Filioque και η θεολογική μέθοδος εις ήν στηρίζεται απέβησαν δια της φραγκικής Σχολαστικής παραδόσεως το μνημείον του εγωϊσμού και του θανάτου της φραγκολατινικής δογματικής παραδόσεως, την οποίαν οι ίδιοι οι πνευματικοί απόγονοι των Φράγκων κατά τας ημέρας μας εξήλωσαν, ενέκρωσαν και έθαψαν. Η Σχολαστική θεολογία όχι μόνον έπαυσε να συγκινή τους δυτικούς θεολόγους, αλλά προκαλεί σήμερον μάλλον τον χλευασμόν των Δυτικών. Δυστυχώς όμως και όταν γίνεται άθεος ο Δυτικός δεν παύει να πιστεύη εις την μητέρα του, το Filioque.

Πάντως ο Φώτιος και άλλοι Ελληνορωμαίοι εξέφρασαν εντόνως την αμφιβολίαν των περί της υπό των Φράγκων αποδόσεως της εκ του Πατρός και του Υιού παρακτικής και υπαρκτικής εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εις τον Αυγουστίνον.4 Μάλιστα ήσαν σχεδόν βέβαιοι ότι οι Φράγκοι ενόθευσαν ή είχον νοθευμένα κείμενα του Αυγουστίνου και των άλλων λατινοφώνων και ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων των οποίων τα χωρία επεκαλούντο. Ούτως ο Μάρκος Ευγενικός εδέχετο ως γνήσια λατινικά πατερικά κείμενα μόνον τα συμφωνούντα με την υπό των λατινοφώνων Ρωμαίων παρασχεθείσαν εις τον Μάξιμον τον Ομολογητήν ερμηνείαν της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος,5 παρά το γεγονός ότι το ΙΕ' κεφάλαιον του De Trinitate του Αυγουστίνου είχε μεταφρασθή εις τα Ελληνικά υπό του Μαξίμου Πλανούδη κατά τα τέλη του 13ου αιώνος.6 Πάντως φαίνεται ότι ο Γεννάδιος Σχολάριος είναι ο πρώτος όστις επείσθη περί της γνησιότητος της αποδόσεως του φραγκολατινικού Filioque εις τον Αυγουστίνον, ως και περί της γνησιότητος των κειμένων του Αυγουστίνου.7

Ήδη ετονίσαμεν πολλάς σπουδαίας δογματικάς και μεθοδολογικάς διαφοράς μεταξύ του Αυγουστίνου και των λατινοφώνων και ελληνοφώνων Ρωμαίων Πατέρων.8 Εκείνο όμως το οποίον προξενεί την μεγαλυτέραν εντύπωσιν είναι η κακόδοξος ερμηνεία των θεοφανειών και η κατά συνέπειαν σύγχυσις της ακτίστου θείας ενεργείας μετά της θείας ουσίας. Τούτο σημαίνει ότι όχι μόνον ηγνόει την σχετικήν επί των θεμάτων διδασκαλίαν των Πατέρων και του βαπτίσαντος αυτόν Αμβροσίου, αλλά ιδέαν δεν είχε περί της εμπειρίας της εν Θεώ θεωρίας ή της θεώσεως ως βάσεως της αγιογραφικής και πατερικής θεολογίας. Ούτως η υπό του Αυγουστίνου και των Φραγκολατίνων ταύτισις της θείας ουσίας και της ακτίστου θείας ενεργείας ήτο αποτέλεσμα της παραδόξου αγνοίας του περί της εν Χριστώ ζωής των προφητών, αποστόλων και αγίων. Ούτως εθεολόγει ουχί βάσει προσωπικής εμπειρίας της εν Χριστώ θεωρίας της ακτίστου δόξης του Θεού, αλλά ούτε βάσει της εμπειρίας των εχόντων την εμπειρίαν ταύτην. Αντιθέτως εθεολόγει βάσει των φιλοσοφικών του προκαταλήψεων περί του κριτηρίου της αληθείας και της πνευματικότητος και καθυπέταξεν εις αυτό την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής, των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων.

Ως είδαμεν, αντί να θεολογή από τας προς τους προφήτας και τους αποστόλους εμφανίσεις του Λόγου εν τη ακτίστω δόξη και βασιλεία Αυτού και τας εν Πνεύματι αποκαλύψεις του Θεού δια του Χριστού, ο Αυγουστίνος απλώς κατήργησε τας θεοφανείας του Λόγου, πράγμα το οποίον δεν είχε κάμει ουδείς άλλος, ως είδαμεν,9 ούτε οι Αρειανοί ούτε οι Ευνομιανοί. Μόνον οι Νεστοριανοί επρέσβευον ότι οι προφήται ενόμιζον ότι έβλεπον τον Θεόν, ως αλλαχού ανεπτύξαμεν.10

Ούτως αντί η περί Αγίας Τριάδος διδασκαλία του Αυγουστίνου να έχη ως βάσιν και αφετηρίαν τας θεοφανείας, ως βάσιν έχει το αποκεκομμένον από την θέωσιν δόγμα, ως και την αφελή ιδέαν ότι, αφού πρώτον πιστεύση τις εις το δόγμα δύναται δια της λογικής γυμνασίας να κατανοήση την ουσίαν του Θεού.

Επίσης αποδεχόμενος τα περί αμεταβλήτων ειδών του Πλάτωνος και ταυτίζων ταύτα με την θείαν ουσίαν εθεμελίωσε την ομοιότητα μεταξύ κτιστού και ακτίστου, βάσει της οποίας αυτός και οι Φραγκολατίνοι ηρεύνουν την θείαν ουσίαν, μέσω των εν τω κόσμω κτιστών εικόνων των εν τω Θεώ ακτίστων αρχετύπων ειδών. Όπως ανεπτύξαμεν προ ετών δια μακροτάτων παρατηρήσεων τα τοιαύτα απετέλεσαν την βάσιν του Filioque, ως και της περί κτιστής θείας χάριτος και εμμέσου σχέσεως του Θεού προς τον κόσμον διδασκαλίας των Φραγκολατίνων.11

Έτερον σημαντικόν σημείον της εν προκειμένω θεολογίας είναι ότι ουδέποτε έμαθεν ο Αυγουστίνος διατί οι Πατέρες διακρίνουν την μίαν ουσίαν από τας τρεις υποστάσεις, ως ο ίδιος ομολογεί.12 Πάντα ταύτα είχον ως αποτέλεσμα να στηρίξη ο Αυγουστίνος το Filioque 1) αγιογραφικώς και 2) φιλοσοφικώς, ουδόλως δε πατερικώς. 1) Αγιογραφικώς μεν δια μέσου πλήρους παρερμηνείας, διότι τας ενεργείας της Αγίας Τριάδος εταύτισε με την θείαν ουσίαν, και τους τρόπους υπάρξεως, τους κατά τους Πατέρας ανήκοντας εις τας υποστάσεις, εταύτισε και αυτούς με την θείαν ουσίαν και ενέργειαν. 2) Φιλοσοφικώς μέσω του Νεοπλατωνισμού, ήτοι βάσει της ανθρωπίνης ψυχής ή ψυχολογίας, ως επαρκούς δια την θεολογίαν εικόνος της Αγίας Τριάδος. Ούτως εφιλοσόφησε μίαν προσπάθειαν κατανοήσεως της προηγουμένως υπό της πίστεως γενομένης αποδεκτής διδασκαλίας της Εκκλησίας περί Θεού.

 

1) Αγιογραφικά θεμέλια του αυγουστινείου Filioque

Είναι γεγονός ότι ο Αυγουστίνος ταυτίζει την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος με την πέμψιν Αυτού υπό του Πατρός και του Υιού, ως κάμνει σαφώς ο Αμβρόσιος.13 Βάσει τούτου προσεπάθουν Ορθόδοξοι να αποδείξουν ότι η διδασκαλία του Αυγουστίνου είναι Ορθόδοξος.14 Δυστυχώς όμως ταυτίζει την πεμπτικήν ταύτην ενέργειαν με την θείαν ουσίαν και με τον τρόπον της υπάρξεως ακριβώς, διότι δεν διακρίνει ούτε την ουσίαν από την ενέργειαν, ούτε την υπόστασιν από την ουσίαν.

Ούτως η περί Αγίας Τριάδος διδασκαλία του Αυγουστίνου, εξ επόψεως της πατερικής παραδόσεως, είναι κακόν συνοθύλευμα και μίξις των αμίκτων μέσα εις την οποίαν ο εκκινών από πατερικάς προϋποθέσεις διαπιστώνει μίαν πλήρη σύγχυσιν. Ουσιαστικώς δεν έχει πολλήν σχέσιν με την πατερικήν παράδοσιν και πρέπει να απορριφθή ως σύνολον. Η περί εκπορεύσεως διδασκαλία του Αυγουστίνου είναι μόνον το ελάχιστον μέρος μιας μεγάλης και συγκεχυμένης μεγαλοπρεπούς αιρετικής συνθέσεως. Εάν η Ορθόδοξος Εκκλησία σκέπτεται σοβαρώς διάλογον με τους απογόνους των Φραγκολατίνων, πρέπει πρώτον να καταδικάση επισήμως τα συγγράμματα του Αυγουστίνου και εν συνεχεία να εξηγήση εις τους Ευρωπαίους τους λόγους. Συμβιβασμός μεταξύ των θεολογικών προϋποθέσεων του Αυγουστίνου και της θεολογίας των Πατέρων αποκλείεται.

Ο Αυγουστίνος δεν ταυτίζει μόνον την εκπόρευσιν του Πνεύματος με την θείαν ενέργειαν αλλά και την γέννησιν του Λόγου με την ενέργειαν. Ούτω γράφει π.χ. "καί ο Υιός ούτως ορά τον Πατέρα, ώστε Ούτος είναι Υιός εν αυτώ τούτω τω οράν Αυτόν. Διό το είναι εκ του Πατρός, δηλαδή, το γεννάσθαι εκ του Πατρός, είναι Αυτώ ουδέν έτερον ειμή το οράν τον Πατέρα ...".15

Ο Αυγουστίνος σαφώς ταυτίζει την υπό του Υιού όρασιν του Πατρός με τον τρόπον της υπάρξεως του Υιού. Όχι μόνον είναι αίρεσις ο τοιούτος ισχυρισμός αλλά εάν αληθεύη εις τί διαφέρει η γέννησις αύτη από την εκπόρευσιν, εφόσον και το Πνεύμα ορά τον Πατέρα; Ακριβώς δια τον λόγον αυτόν ο Αυγουστίνος δεν γνωρίζει τελικώς εις τί διαφέρει η γέννησις από την εκπόρευσιν και διατί το Πνεύμα δεν είναι Υιός του Πατρός και αδελφός του Χριστού.16 Αλλά και ο Πατήρ ορά και τον Υιόν και το Πνεύμα. Εις την πατερικήν θεολογίαν μία είναι η ορατική ενέργεια της Αγίας Τριάδος κοινή, ενώ ο τρόπος της υπάρξεως ούτε ενέργεια είναι, ούτε κοινόν τι, αλλά ιδιάζον και υποστατικόν.

Το Ιωάν. 5,26 "... και τω Υιώ έδωκε ζωήν έχειν εν εαυτώ" ερμηνεύει ο Αυγουστίνος ως τρόπον υπάρξεως του Υιού, δηλαδή ως γέννησιν Αυτού εκ του Πατρός. Αλλά επίσης ταυτίζει τον Υιόν με τα εκ του Πατρός υπ' Αυτού ληφθέντα, όπερ εις την πατερικήν γλώσσαν σημαίνει όχι μόνον ταύτισιν ενεργείας και τρόπου υπάρξεως αλλά και υποστάσεως. Έχοντες υπ' όψιν την πατερικήν διάκρισιν μεταξύ ουσίας και ενεργείας και μεταξύ ενεργούντος και ακτίστου ενεργείας, αναγινώσκομεν εις τον Αυγουστίνον τα εξής παράδοξα εν σχέσει με το Ιωάν. 5,26 "διό είθισθαι να λέγη ο Χριστός "ο Θεός μοί έδωκεν," δι' ου θέλει να εννοηθή ότι ο Πατήρ εγέννησεν Αυτόν, όχι ότι, έδωκεν εις Αυτόν κάτι, το οποίον υπήρχε μεν ήδη αλλά δεν το είχεν αποκτήσει, αλλά ότι το ακριβές νόημα τού, "εδόθη εις Αυτόν ίνα έχη" είναι, "εγεννήθη ίνα υπάρχη". Δια τούτο δεν συμβαίνει ως με το κτίσμα ούτω και με τον Υιόν του Θεού προ της ενσαρκώσεως και πριν ο Μονογενής δι' ου τα πάντα εγένετο αναλάβη την ημετέραν σάρκα, ότι δηλαδή ούτος είναι μεν κάτι, έχει δε έτερόν τι, αλλά υπάρχει κατά τοιούτον τρόπον ώστε να είναι ό,τι έχει ... Ούτω και τω Υιώ έδωκε ζωήν έχειν εν εαυτώ σημαίνει, εγέννησε τον Υιόν ίνα ή αμετάβλητος ζωή, ήτις είναι αιώνιος ζωή".16

Αλλαχού ο Αυγουστίνος γράφει, "διό κατά την μορφήν του Θεού, ως ο Υιός δεν είναι κάτι και έτερόν τι η ζωή Αυτού, αλλά αυτή αύτη η ζωή είναι ο Υιός: ούτως ο Υιός δεν είναι κάτι και έτερόν τι η διδασκαλία Αυτού, αλλά αυτή αύτη η διδασκαλία είναι ο Υιός. Όθεν το χωρίον, "τώ Υιώ έδωκεν ζωήν," κατ' ουδένα άλλον τρόπον εννοείται ει μη ότι, εγέννησε τον Υιόν, όστις είναι ζωή. Ούτω πάλιν ότε λέγεται, έδωκε διδασκαλίαν τω Υιώ, ορθώς εννοείται να σημαίνη, εγέννησε τον Υιόν, όστις είναι διδασκαλία".17

Πάντως είναι σαφές ότι ο Αυγουστίνος ταυτίζει τον Υιόν με ό,τι ο Υιός έχει εκ του Πατρός και επίσης ταυτίζει τον τρόπον της υπάρξεως του Υιού με τον τρόπον της υπάρξεως των εκ Πατρός ενεργειών του Υιού. Εις την πατερικήν γλώσσαν ή θεολογίαν δεν υπάρχει τρόπος υπάρξεως των ενεργειών εκ του Πατρός, αλλά κοινωνούν κατά φύσιν τω Υιώ και τω Πνεύματι αι θείαι ενέργειαι ώστε ο Υιός και το Πνεύμα να είναι μετά του Πατρός φύσει μία πηγή των ακτίστων ενεργειών. Εις την πατερικήν γλώσσαν τα του Αυγουστίνου σημαίνουν ότι όχι μόνον η υπόστασις του Υιού αλλά και αι ενέργειαι του Υιού έχουν ως αιτίαν της υπάρξεώς των τον Πατέρα. Εν τοιαύτη περιπτώσει ως είναι αιτιατός εκ του Πατρός ο Υιός ούτω και αιτιατή είναι η ενέργεια του Υιού, και ως ο Πατήρ διαφέρει του Υιού κατά το αίτιον και αιτιατόν των υποστάσεων, θα διαφέρουν και κατά το αίτιον και αιτιατόν των ενεργειών. Και πώς τότε διαφέρουν κατά την υπόστασιν μόνον και είναι ταυτόν κατά την ενέργειαν; Εάν κατά την ενέργειαν ή ουσίαν είναι ο Πατήρ αίτιος και αιτιατά ο Υιός και το Πνεύμα, τότε ο Υιός και το Πνεύμα είναι ετερούσια τω Πατρί και ουχί απαραλλάκτως ταυτόν κατά την απολύτως μίαν ενέργειαν και ουσίαν.

Εν αντιθέσει προς τους Πατέρας ο Αυγουστίνος θεολογεί στοχαστικώς. Όταν αρχίζη να θεολογή περί Αγίας Τριάδος δεν γνωρίζει ακριβώς που βαδίζει και τί θα καταφέρη να καταλάβη δια να ερμηνεύση. Ούτως εις το Β' βιβλίον του De Trinitate υπόσχεται να εξηγήση διατί το Πνεύμα δεν είναι και αυτός Υιός του Θεού και αδελφός του Χριστού, αλλά όταν φθάνη εις το θέμα ομολογεί ότι δεν γνωρίζει.18 Εις το Γ' βιβλίον του ιδίου έργου γράφει αποκαλυπτικά ότι "... εγώ ο ίδιος ομολογώ ότι με την συγγραφήν έχω μάθει πολλά πράγματα τα οποία δεν εγνώριζα".19 Πάντως είναι γενικώς αναγνωρισμένον το γεγονός ότι ο Αυγουστίνος δεν εδιάβασε τα έργα των Πατέρων της Α' και της Β' Οικουμενικής Συνόδου περί Αγίας Τριάδος. Περί αυτού ο ίδιος γράφει, "αλλ' εάν εκείνα τα οποία εδιαβάσαμεν περί των θεμάτων αυτών δεν αναπτύσσονται επαρκώς, ή ούτε δι' όλου ευρίσκονται, ή πάντως δεν δυνάμεθα ευκόλως να τα προμηθευθώμεν εις την λατινικήν γλώσσαν, αφού δεν είμεθα τόσον γνώσται της ελληνικής γλώσσης, ώστε να ευρεθώμεν καθ' οιονδήποτε τρόπον ικανοί να διαβάσωμεν και να κατανοήσωμεν τα εις τα βιβλία αναπτυχθέντα τοιαύτα θέματα, εις την οποίαν τάξιν των συγγραμμάτων, κρίνοντες από τα ολίγα τα οποία δι' ημάς μετεφράσθησαν, δεν αμφιβάλλω ότι εμπεριέχουν πάντα όσα επωφελώς δυνάμεθα να ζητήσωμεν".20

Εις ταύτα οι σχολιασταί παρατηρούν, αλλά σημειωτέον μετά μεγάλης υπερηφανείας, ότι ο Αυγουστίνος ησχολήθη με το δόγμα περί Αγίας Τριάδος χωρίς να συμβουλευθή τους ελληνόφωνας Ρωμαίους Πατέρας.21 Θα προσθέταμεν, μετ' επιμονής μάλιστα, ότι ο Αυγουστίνος ή δεν συνεβουλεύθη τον Αμβρόσιον ή διεπίστωσεν ότι ο Αμβρόσιος ευρίσκεται εν πλάνη. Πώς άλλως εξηγείται η άκρα αντίθεσις των δύο εις το βασικώτατον θέμα περί θεοφανειών παραδείγματος χάριν, ως ανωτέρω εσημειώσαμεν; Και πώς εξηγούνται όλαι αι άλλαι εν τω δοκιμίω τούτω σημειωθείσαι παρερμηνείαι του Αυγουστίνου, αι οποίαι απουσιάζουν εντελώς από τον Αμβρόσιον, ο οποίος ακολουθεί τους ελληνόφωνας Ρωμαίους Πατέρας;23

Πάντως ταύτα σημαίνουν σαφώς ότι ο Αυγουστίνος όχι μόνον δεν συμμετείχεν εις τας γενομένας συζητήσεις των Πατέρων τας διαμορφωσάσας τα πλαίσια εντός των οποίων διετυπώθησαν τα περί Αγίας Τριάδος και Χριστολογίας δόγματα εν ταις Οικουμενικαίς Συνόδοις, αλλ' ούτε πραγματικός γνώστης ήτο των θεμάτων, και ούτε ησχολείτο με αυτά πατερικώς βάσει των νοημάτων και των ρημάτων των θεουμένων. Ήτο απλώς εκτός της ροής της τότε συζητήσεως και της διατυπώσεως των δογμάτων. Μόνον χάρις εις τους Φράγκους έγινεν ό,τι έγινε δια τον φραγκολατινικόν πολιτισμόν.

Πάντως η ταύτισις ενεργείας και ουσίας εν τω Θεώ ωδήγησε τον Αυγουστίνον εις τον ισχυρισμόν ότι αι προς τα έξω ενέργειαι του Θεού έχουσαι ύπαρξιν εκ της εσωτερικής κατασκευής της πνευματικής φύσεως, δηλούν αυτήν ταύτην την φύσιν.24 Επομένως δεν δύναται να υπάρχη διαφορά μεταξύ των προς τα έξω ενεργειών του Θεού και της εσωτερικής υπάρξεως του Θεού. Επομένως η υπό του Πατρός πέμψις του Υιού σημαίνει γέννησιν και η υπό του Πατρός και του Υιού πέμψις του Πνεύματος σημαίνει εκπόρευσιν. Αλλ' ως η γέννησις δια τον Αυγουστίνον είναι ενέργεια και τρόπος υπάρξεως αλλά και θεία ουσία, ούτω και η εκπόρευσις είναι ναι μεν ενέργεια αλλά και τρόπος υπάρξεως και θεία ουσία.25 Ως η γέννησις δίδει ύπαρξιν ή ουσίαν ή ενέργειαν εις τον Υιόν, ούτως η εκ του Πατρός και του Υιού εκπόρευσις δίδει ύπαρξιν ή ουσίαν ή ενέργειαν εις το Πνεύμα.26 Δια τον Αυγουστίνον, 1) ύπαρξιν έχειν, 2) ουσία, 3) ενέργεια, αλλά και 4) πρόσωπον είναι ταυτόν.

Εις την πατερικήν θεολογίαν ο Πατήρ είναι η μόνη αρχή και αιτία της υπάρξεως του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Εν σχέσει όμως με τα κτίσματα ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα δεν είναι τρεις αρχαί και αιτίαι αλλά μία αρχή και αιτία. Τα ονόματα αρχή και αιτία δηλούν 1) υποστατικήν ιδιότητα του Πατρός αλλά και 2) κοινήν φυσικήν ενέργειαν της Αγίας Τριάδος. Αλλά 1) ο Πατήρ ως υποστατική αρχή και αιτία, ή υποστατική ιδιότης ακοινώνητος και 2) η φυσική εν Θεώ κοινή αρχή και αιτία, η οποία είναι η ουσιοποιός ενέργεια της τρισυποστάτου Θεότητος, δεν είναι ταυτόν. Τα αιτιατά της μιας είναι αι δύο άκτιστοι και ομοούσιοι τω Πατρί υποστάσεις και τα αιτιατά της άλλης είναι τα κτίσματα.27

Ούτω σαφώς διασώζεται η διαφορά μεταξύ των κοινών και των ακοινωνήτων εν τω Θεώ.

Επειδή, όμως ο Αυγουστίνος και οι Φραγκολατίνοι δεν συνέλαβον ακριβώς την σαφή ταύτην διάκρισιν μεταξύ κοινών και ακοινωνήτων και ούτε αυτήν μεταξύ 1) των τρόπων υπάρξεως των προσώπων και 2) της κοινής θείας ουσίας και ενεργείας, δεν ηδυνήθησαν να αποδώσουν ορθώς το όνομα αρχή. Ούτως ο Πατήρ δια τον Αυγουστίνον είναι μία αρχή του Υιού, ο Πατήρ και ο Υιός είναι μία αρχή του Πνεύματος και η Αγία Τριάς είναι μία αρχή των κτισμάτων. Γράφει ο Αυγουστίνος, "πρέπει να γίνη αποδεκτόν ότι ο Πατήρ και ο Υιός είναι μία αρχή του Αγίου Πνεύματος, όχι δύο Αρχαί, αλλά ως ο Πατήρ και ο Υιός είναι είς Θεός, και είς Ποιητής, και είς Κύριος εν σχέσει προς το κτίσμα, ούτως είναι μία Αρχή εν σχέσει προς το Άγιον Πνεύμα. Αλλά ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι μία Αρχή εν σχέσει προς το κτίσμα, ως επίσης είς ποιητής και είς Θεός".28

Ο ισχυρισμός ούτος εις την πατερικήν γλώσσαν σημαίνει ότι το Άγιον Πνεύμα είναι ή κτίσμα,29 ή κάτι μεταξύ κτιστού και ακτίστου (πάντως εξάπαντος κάτι κατώτερον του Πατρός και του Υιού),30 ή υπάρχει όχι Τριάς αλλά Μυριάς, εφόσον το Πνεύμα έχον και Αυτό ό,τι κοινόν του Πατρός και του Υιού πρέπει να είναι και Αυτό πρακτικόν συναίτιον ακτίστου προσώπου, οπότε και αυτό το τέταρτον πρόσωπον γίνεται συναίτιον άλλου και ούτω καθεξής, επ' άπειρον.31

Η μόνη άλλη δυνατότης είναι ο Πατήρ και ο Υιός να είναι υποστατικώς μία αρχή, οπότε καταργείται η υποστατική διαφορά και συγχέονται ο Πατήρ και ο Υιός και έχομεν είδος ημισαβελλιανισμού ως το χαρακτηρίζει ο Μέγας Φώτιος.32

Πάντως φαίνεται ότι ο Αυγουστίνος έλαβε μίαν αμυδράν πληροφορίαν περί των επιχειρημάτων των Ευνομιανών, οίτινες εταύτισαν Πατρότητα, αγέννητον και ενέργειαν με την θείαν ουσίαν, ίνα αποκλείσουν από το άκτιστον, άτρεπτον και αγέννητον τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα.33

Ούτω βλέπομεν τον Αυγουστίνον να τονίζη εις το Ε' βιβλίον του De Trinitate ότι τα πάντα εν τω Θεώ λέγονται ουχί κατά συμβεβηκός αλλά ή κατ' ουσίαν ή κατά σχέσιν. Τα πάντα ταυτίζονται με την θείαν ουσίαν εκτός από τας σχέσεις, δηλαδή εκτός από τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Ως η ουσία ούτω και αι σχέσεις αυταί είναι αμετάβλητοι.34

Παρά το γεγονός ότι ο Αυγουστίνος συμφωνεί με τους Πατέρας ότι τα ονόματα ταύτα των σχέσεων δεν είναι ονόματα της θείας ουσίας,35 εν τούτοις διαφωνεί με τους Πατέρας. Τούτο διότι εκλαμβάνει τας σχέσεις ταύτας ως σχέσεις της θείας ουσίας προς εαυτήν, ως ετονίσαμεν αλλαχού,36 και διακρίνει μόνον νοερώς τας σχέσεις εις Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα. Έκαστον πρόσωπον ταυτίζεται με την θείαν ουσίαν αλλά ουχί με τα άλλα θεία πρόσωπα.37 Δηλαδή η διδασκαλία του Αυγουστίνου είναι σαβελλιανίζουσα και μόνον φραστικώς είναι ορθόδοξος εις το σημείον αυτό. Εν άλλαις λέξεσι δέχεται την διάκρισιν μεταξύ της θείας ουσίας και των σχέσεων, επειδή γνωρίζει ότι οι Πατέρες κάμνουν την διάκρισιν, και υπεράνω όλων θέλει να είναι πιστός εις την Παράδοσιν. Το ότι δεν εννοεί την διάκρισιν φαίνεται σαφώς από το ότι δεν εννοεί διατί οι Πατέρες διακρίνουν την μίαν ουσίαν από τας τρεις υποστάσεις. Πιθανόν να είναι επηρεασμένος εις το θέμα αυτό και από τους Νεοπλατωνικούς.38

Εν αντιθέσει προς την αυγουστίνειον φραγκολατινικήν παράδοσιν αι εν τη Αγία Τριάδι σχέσεις είναι κατά τους Πατέρας ονόματα σχέσεων αναιτίου, αιτίου και αιτιατών, ουχί της μιας ουσίας προς εαυτήν, αλλά των τριών υποστάσεων προς αλλήλας. Η διαφορά μεταξύ του Αυγουστίνου και των Πατέρων φαίνεται σαφώς από το ότι οι Πατέρες, ως είδαμεν,38α εδέχοντο ως Ορθοδόξους αδελφούς τους Ομοιουσιανούς, τους λέγοντας ότι ο Λόγος είναι εκ της ουσίας και εκ της υποστάσεως του Πατρός και όμοιος τω Πατρί κατά πάντα αν και απέρριπτον το ομοούσιος ως όρον. Ο Μέγας Αθανάσιος τονίζει ότι το ομοούσιος δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά αυτό το οποίον πιστεύουν οι τοιούτοι Ομοιουσιανοί, όπως είδαμεν.39 Τα τοιαύτα εις την αυγουστίνειον σύνθεσιν θα ήσαν, ακατανόητα, διότι θα ισχυρίζωντο τότε οι Ομοιουσιανοί ότι η μία θεία ουσία είναι ομοία εαυτή κατά πάντα, όπερ δεν σημαίνει τίποτε. Ακόμη και το ομοούσιος του Λόγου τω Πατρί θα ήτο εις την πραγματικότητα περιττόν, θα ελέγαμεν απλώς ότι η απλή κατά πάντα θεία ουσία είναι άκτιστος και έχει προς εαυτήν σχέσεις, ως νούς, αυτογνωσία και αυταγάπη αίτινες λέγονται Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Ουδέποτε θα εγείρετο εν τοιαύτη περιπτώσει θέμα περί του ομοουσίου του Λόγου και του Πνεύματος τω Πατρί.

 

2) Τα φιλοσοφικά θεμέλια του αυγουστινείου Filioque

Ήδη εσημειώσαμεν τα φιλοσοφικά περί Filioque θεμέλια της αυγουστινείου θεολογίας εις άλλας μελέτας40 ως και εκτενώς εν τω δοκιμίω τούτω.41 Ίνα τώρα ολοκληρώσωμεν την περί του αυγουστινείου Filioque εικόνα πρέπει να επαναφέρωμεν εις μνήμην την ήδη σημειωθείσαν προ του βαπτίσματος αυτού και εκφρασθείσαν πεποίθησιν ότι "θά εύρω μεταξύ των Πλατωνικών εκείνο το οποίον δεν είναι αντίθετον εις τας Αγίας ημών Γραφάς".40α Μετά όμως ως επίσκοπος έγραψεν εις τας "Εξομολογήσεις" του ότι δεν είχε απόλυτον δίκαιον διότι μεταξύ Πλατωνισμού και Χριστιανισμού υπάρχουν διαφοραί.41 Πάντως ο Αυγουστίνος ουδέποτε εγκατέλειψε την πεποίθησίν του ότι οι Πλατωνικοί ορθώς πιστεύουν περί Αγίας Τριάδος. Μόνον την ενσάρκωσιν του Λόγου και τα περί θείας χάριτος δεν γνωρίζουν οι Πλατωνικοί κατά τον Αυγουστίνον.42

Περί των βιβλίων των Πλατωνικών (εννοεί του Πλωτίνου) γράφει, "καί εκεί εδιάβασα, όχι βεβαίως με τα ίδια λόγια, αλλά με τον ίδιον σκοπόν, πεισθείς με πολλούς λόγους, και διαφόρων ειδών, ότι "εν αρχή ήν ο Λόγος και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν, και Θεός ήν ο Λόγος, ούτος ήν εν αρχή προς τον Θεόν, πάντα δι' αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν". Αυτό ό γέγονεν, "εν αυτώ ζωή εστι, και ζωή ήν το φως των ανθρώπων. Και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν. Και ότι η ψυχή του ανθρώπου, αν και μαρτυρεί περί του φωτός, εν τούτοις δεν είναι αυτή εκείνο το φώς, αλλά ο Λόγος, αυτός ο Θεός, είναι "τό αληθινόν φως ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον. Εν τω κόσμω ήν, και ο κόσμος δι' αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω" ... Εκεί επίσης εδιάβασα ότι ο Θεός Λόγος δεν εγεννήθη εκ σαρκός ή εξ αίματος, ή εκ θελήματος ανδρός, ούτε εκ θελήματος σαρκός, αλλ' εκ Θεού. Αλλά ότι ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν", δεν εδιάβασα εκεί. Ανεκάλυψα εις τα βιβλία αυτά, αν και ελέγετο αλλέως και διαφοροτρόπως, ότι ο Υιός "εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ", διότι κατά φύσιν είναι ταυτόν, "αλλά εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος ...", τα βιβλία αυτό δεν έχουν. Πάλιν, ότι ο Μονογενής Σου Υιός, συναιώνιος μετά Σού, μένει προ όλων των χρόνων και υπέρ όλους τους χρόνους αμετάβλητος ... είναι εκεί".43 Τα τοιαύτα συνέταξεν ο Αυγουστίνος το ίδιον έτος κατά το οποίον ήρχισε να γράφη το "Περί Αγίας Τριάδος" έργον του. Ουδέποτε εδήλωσεν αλλαγήν τινα των απόψεων τούτων, ούτε εις τας διορθώσεις όλων των έργων του τας οποίας προς το τέλος της ζωής του συνέταξεν εις το έργον του "Retractationum". Αντιθέτως υποστηρίζει εκεί ότι οι Πλατωνικοί διδάσκουν περί Θεού και δημιουργίας δια του Λόγου τα της Εκκλησίας.44 Επομένως πρέπει να θεωρηθούν αι Εννεάδες του Πλωτίνου ως πρωτίστη πηγή της περί Αγίας Τριάδος, διδασκαλίας του Αυγουστίνου. Το γεγονός τούτο συμβαδίζει με την γενικώς ομολογουμένην επί του Αυγουστίνου επίδρασιν του γενομένου χριστιανού νεοπλατωνικού φιλοσόφου Βικτωρίνου.45 Πάντως είναι σημαντικόν ότι ο Αυγουστίνος δεν διέκρινε διαφοράν τινα, εκτός λεκτικήν τοιαύτην, μεταξύ των τριών αρχικών υποστάσεων του Πλωτίνου και της χριστιανικής περί Θεού διδασκαλίας. Τονίζει μάλιστα, ως είδαμεν, ότι κατά τον ίδιον τρόπον οι Πλατωνικοί και Χριστιανοί εκλαμβάνουν την εκ του Πατρός ύπαρξιν του Υιού. Τούτο πρέπει να σημαίνη ότι και η εκ της δευτέρας υποστάσεως ύπαρξις της τρίτης πρέπει να παρουσιάζη παρομοίαν ομοιότητα μεταξύ Χριστιανισμού και Πλατωνισμού. Δηλαδή η εκ του Υιού ύπαρξις του Πνεύματος, ή η εκ του νοός ύπαρξις της ψυχής του κόσμου πρέπει και τούτο να είναι το ίδιον εις τα δύο δόγματα των Πλατωνικών και Χριστιανών. Όθεν πρέπει μεταξύ άλλων να θεωρηθούν αι Εννεάδες του Πλωτίνου ως μία και ουσιαστική των πηγών της περί Filioque διδασκαλίας του Αυγουστίνου.

Εις την ελληνόφωνον κυρίως ρωμαϊκήν πατερικήν παράδοσιν η τοιαύτη ταύτισις των περί Θεού διδασκαλιών των Πλατωνικών και των Χριστιανών θα προεκάλη τον γέλωτα, όχι μόνον των Ορθοδόξων αλλά και των Νεοπλατωνικών. Εκπροσωπών την πατερικήν παράδοσιν ο Χρυσόστομος εν άκρα αντιθέσει προς την περί Πλάτωνος αφέλειαν του Αυγουστίνου και ερμηνεύων το Ιωαν. Ι,Ι διακηρύττει, "διά τούτο εντεύθεν πρώτον ποιείται την αρχήν, και προϊών και Θεόν φησιν είναι (ο Λόγος), και ουχ ως Πλάτων, τον μεν νούν, τον δε ψυχήν λέγων είναι, ταύτα γαρ πόρρω της θείας και ακηράτου φύσεως. Ουδέ γαρ έχει τι κοινόν προς ημάς, αλλά ανακεχώρηκε της προς την κτίσιν κοινωνίας, της κατ' ουσίαν λέγω, ου μην της κατά την σχέσιν".46

Πάντως ο Αυγουστίνος εκκινεί από τας ανωτέρω αναπτυχθείσας προϋποθέσεις, ίνα κατανοήση το περί Αγίας Τριάδος δόγμα εξ επόψεως του ρητού του Ευαγγελιστού Ιωάννου ότι ο Θεός είναι αγάπη. Ούτως έχομεν την Τριάδα ο αγαπών, το αγαπώμενον και η αγάπη (amans, quod amatur, amor).47 Το Πνεύμα το Άγιον είναι η κοινή αγάπη ή θεότης του Πατρός και του Υιού, ως είδαμεν.48 Πάντως είναι σαφές ότι εάν εκληφθούν τα τοιαύτα ως σχέσεις, ή υποστάσεις, ή τρόποι υπάρξεως, τότε το Άγιον Πνεύμα εξάπαντος ύπαρξιν έχει πρωτίστως εκ του Πατρός αλλά και εξίσου εκ του Υιού.

Άλλη τριάς, ήτις αμυδρώς εικονίζει την Αγίαν Τριάδα, δια τον Αυγουστίνον, είναι εν τη ψυχή του ανθρώπου το είναι, το γινώσκειν και το θέλειν (esse, nosse, velle).49 Και εδώ βλέπομεν πώς το θέλειν δια την ύπαρξίν του εξαρτάται από το είναι και από το γινώσκειν.

Άλλη τριάς δια τον Αυγουστίνον είναι ο νούς, η γνώσις και η αγάπη ή ο νούς η αυτογνωσία και η αυτοαγάπη (mens, notitia, amor).50 Ο νούς ίνα αγαπά εαυτόν γνωρίζει εαυτόν. Όθεν το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του νοός, αλλά και εκ της αυτογνωσίας του νοός.

Άλλη τριάς εν τη ψυχή του ανθρώπου είναι η μνήμη, η νόησις και η βούλησις (memoria, intelligentia, voluntas).51 Πάλιν φαίνεται σαφώς η εξάρτησις της βουλήσεως εκ της μνήμης και της νοήσεως.

Αυτή η τελευταία τριάς δια τον Αυγουστίνον καθρεπτίζει καλύτερον των άλλων την εν τω ανθρώπω εικόνα του Θεού, διότι δια της μνήμης περί Θεού, δια της νοήσεως των περί του Θεού και δια της προς Θεόν αγάπης ο άνθρωπος τελειοποιείται και φθάνει εις την εν Θεώ ευδαιμονίαν και ούτω τελειοποιείται η εν αυτώ εικών του Θεού, δηλαδή της Αγίας Τριάδος.52

Πάντως εις τα προ του βαπτίσματος γραφόμενα έργα του, ότε ήτο κατηχούμενος και υποτίθεται μαθητής του Αμβροσίου, ο Αυγουστίνος σαφώς παρεδέχετο την περί μνήμης θεωρίαν του Πλάτωνος, ήτις προϋποθέτει την προΰπαρξιν της ψυχής εις ευδαίμονα κατάστασιν αμέσου γνώσεως των αρχετύπων ειδών.53 Εκ των υστέρων ο Αυγουστίνος εγκατέλειψε την περί προϋπάρξεως των ψυχών θεωρίαν του Πλάτωνος, αλλά διετήρησε την περί μνήμης θεωρίαν του, συνάπτων ταύτην με την περί δημιουργίας και πτώσεως του ανθρώπου διδασκαλίαν της Εκκλησίας.

Κατά τον Αυγουστίνον ο Αδάμ έπεσεν από την ευδαίμονα κατάστασιν αμέσου γνώσεως των αρχετύπων ειδών της θείας ουσίας και δια της πτώσεως ταύτης η ανθρωπότης μετά του Αδάμ απώλεσε την μνήμην της καταστάσεως ταύτης.54 Αλλά η μνήμη αυτής διατηρείται εν τη παραδόσει της Αγίας Γραφής αλλά και εις ωρισμένους φιλοσόφους.55 Ο Λόγος του Θεού δεν έπαυσε ποτέ να ενεργή την επαναφοράν της περί Θεού γνώσεως εις την μνήμην των ανθρώπων.56 Η επαναφορά αυτή τελειοποιείται εν Χριστώ και η τελεία αποκατάστασις της εν τω ανθρώπω εικόνος του Θεού, συμπεριλαμβάνουσα το σώμα του ανθρώπου κατ' εικόνα του Χριστού, θα γίνη δια της μεταβολής των γνώσεων εις σοφίαν δια της αμέσου οράσεως ή ενοράσεως της θείας ουσίας.57

Αι θέσεις των Φραγκολατίνων και των Προτεσταντών περί Filioque είναι παραλλαγαί των θέσεων του Αυγουστίνου. Το τραγικόν είναι ότι οι Φράγκοι εις εποχήν αγραμματωσύνης και εθνικής εξάρσεως προέβαλον το Filioque κατά τον τρόπον τον οποίον οι ίδιοι περιέγραψαν εις τον Πάπαν Λέοντα Γ'.58 Εν καιρώ έμαθον γράμματα υπερασπίζοντες τον εθνικόν των εγωϊσμόν, όστις σήμερον απέκτησεν, επίχρισιν εγγραμματωσύνης.

Η αποδοχή, όμως, του Filioque του Αυγουστίνου δεν είναι μία απλή προσθήκη "τεττάρων συλλαβών". Αι προϋποθέσεις του Filioque μετέβαλον τον Χριστιανισμόν των Φράγκων και εν συνεχεία των υπ' αυτών διαμορφωθέντων Ευρωπαίων εις κάτι ξένον προς τον ορθόδοξον ρωμαϊκόν Χριστιανισμόν της Νέας Ρώμης. Ως τονίζωμεν εκτενώς από το 1955 και ως γνωρίζουν καλώς οι λεηλατήσαντες τας απόψεις του υποφαινομένου, άνευ σχετικών και εντίμων παραπομπών, αι προϋποθέσεις του Filioque είχον ως αποτέλεσμα να μεταβληθή ολόκληρος η μυστηριακή ζωή της φραγκολατινικής παραδόσεως. Όχι μόνον απωλέσθη εξ αιτίας του Filioque η θέωσις, δηλαδή η εμπειρία αυτής και η επ' αυτής ερειδομένη αποφατική θεολογία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, αλλά και το επί της θεώσεως ερειδόμενον αλάθητον της Εκκλησίας. Ακριβώς επειδή αι προϋποθέσεις του Filioque δεν επιτρέπουν την άμεσον δια της ακτίστου θείας ενεργείας και χάριτος σχέσιν του Θεού δια του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι προς τους θεουμένους και τους πιστούς, ηναγκάσθησαν οι Φραγκολατίνοι να εκλάβουν την μετεχομένην εν τοις μυστηρίοις σωστικήν χάριν ως κτιστήν. Ούτως η μυστηριακή ζωή των Φράγκων μετεβλήθη εις το δυσειδαιμονικόν μυστηριακόν σύστημα του φραγκολατινικού μεσαίωνος.59

Εκτός τούτου, αλλά εν αδιασπάστω ενότητι μετά τούτων, αι προϋποθέσεις του Filioque επέτρεψαν την μεταξύ των Φραγκολατίνων ανάπτυξιν των δυσειδαιμονικών των αντιλήψεων περί καθαρτηρίου πυρός, κολάσεως και παραδείσου. Τούτο διότι η ταύτισις ουσίας και ακτίστου ενεργείας, εν συνδυασμώ με το αόρατον και αμέτοχον της θείας ουσίας, υπεχρέωσαν τον Αυγουστίνον και τους Φραγκολατίνους να εκλάβουν το πυρ το αιώνιον ως και το καθαρτήριον πυρ ως κάτι το κτιστόν, ως ακριβώς συνέβη με τας εν δόξη νεφέλη και γνόφω φανερώσεις του Θεού εις τους προφήτας, αποστόλους και αγίους.

Μάλιστα εις την βάσιν των συζητήσεων των σημερινών Δυτικών περί βασιλείας του Θεού και εσχατολογίας είναι πάλιν το Filioque. Εξ αιτίας των προϋποθέσεων αυτού ο Αυγουστίνος εταύτισε την βασιλείαν του Θεού με τον λαόν του Θεού, δηλ. την κτιστήν όψιν της Εκκλησίας, και ούτως εν τοις πλαισίοις τούτοις οι σημερινοί δυτικοί βιβλισταί δαπανούν και εξαντλούν τας δυνάμεις των επί ανυπάρκτων δια τον Χριστόν και τους αποστόλους προβλημάτων.

Εν κατακλείδι τονίζομεν ότι αι φιλοσοφικαί προϋποθέσεις του Filioque θεωρούνται εις την σύγχρονον φιλοσοφικήν σκέψιν φαντασίαι του μεσαίωνος. Εξ επόψεως της συγχρόνου σκέψεως δεν ημπορεί να υπάρχη πιο αφελής ιδέα από την πεποίθησιν του πλατωνικού Αυγουστίνου, ότι τα εν τω κόσμω είναι εικόνες των δήθεν αρχετύπων ειδών της θείας φύσεως.

Δυστυχώς όμως αποκλείεται οι Δυτικοί να στραφούν προς τους ελληνόφωνας Ρωμαίους Πατέρας, εφόσον επικρατεί εις αυτούς η ιδέα ότι ο Αυγουστίνος είναι ο μεγαλύτερος και βαθύτερος Πατήρ της Εκκλησίας. Οι ασχολούμενοι με τους ελληνόφωνας Ρωμαίους Πατέρας Δυτικοί ή καθυποτάσσουν αυτούς εις τον Αυγουστίνον, ή δεν τους εννοούν, διότι λείπει η μυστηριακή προσέγγισις μέσω της παραδόσεως των θεουμένων.

Το χειρότερον είναι ότι οι απαρνούμενοι τον φραγκολατινικόν Χριστιανισμόν του Αυγουστίνου Δυτικοί, ουδέποτε θα στραφούν προς την Ορθοδοξίαν, εφόσον πιστεύουν ότι ο Αυγουστίνος είναι συνέχεια και μέρος της πατερικής παραδόσεως και εφόσον μάλιστα πιστεύουν ότι είναι και το καλύτερον μέλος της παραδόσεως ταύτης. Αφού απορρίπτουν το κατ' αυτούς καλύτερον μέλος της παραδόσεως ταύτης διατί να χάνουν καιρόν με τα κατώτερα μέλη.

Πάντως εξ αιτίας των επαφών των με ορθοδόξους θεολόγους υπάρχουν σήμερον πολλοί πνευματικοί απόγονοι των Φραγκολατίνων, οι οποίοι διαισθάνονται πλέον την ουσιαστικήν διαφοράν μεταξύ της αυγουστινείου παραδόσεως και της παραδόσεως των Πατέρων και προσπαθούν να κατανοήσουν την διαφοράν ταύτην. Καλόν θα ήτο να καταβάλουν παρομοίας προσπαθείας και τα ευρισκόμενα εκτός της πατερικής παραδόσεως "ορθόδοξα" πνευματικά τέκνα των προϋποθέσεων του Filioque.

 

[ Πρόλογος ] - [ Τμήμα 1 ] - [ Τμήμα 2 ] - [ Τμήμα 3 ] - [ Τμήμα 4 ] - [ Τμήμα 5 ] - [ Παραρτήματα ]

Περιεχόμενα

Δημιουργία αρχείου: 24-5-2005.

Τελευταία ενημέρωση: 25-5-2005.

Πάνω