Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

Διωγμοί

 
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή

Τού Αποστόλου Αθ. Γλαβίνα

Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο.

Ο διωγμός του Μάρκου Αυρηλίου


Ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180) από παιδί ακόμη είχε προορισθεί να γίνει αυτοκράτορας. Ο Αδριανός, που αναγνώρισε τις ικανότητες και το ήθος του, υιοθέτησε το θείο του Αντωνίνο με τον όρο να υιοθετήσει και αυτός τον Αυρήλιο. Το ήθος του, η μόρφωση του, η γενναιότητα του, η καλοσύνη του και η διορατικότητα του τον ανέδειξαν σε άριστο ηγεμόνα. Παρά το γεγονός ότι πέρασε τα περισσότερα χρόνια στους πολέμους εναντίον των Πάρθων στην Ανατολή και των Γερμανών στη Δύση εντούτοις έβρισκε πάντοτε καιρό να διαβάζει και να γράφει. Σπούδασε από μικρός Ελληνικά, έγραφε θαυμάσια τα Ελληνικά και μ' αυτά πέρασε στην ιστορία ως συγγραφέας. Τις σκέψεις του τις εξέθεσε σε 12 βιβλία τα Εις εαυτόν. Στωικός φιλόσοφος, δηλαδή ταπεινός και αδιάφθορος προς τα αγαθά της καθημερινής ζωής, προσηλωμένος στην αιωνιότητα και στον κοσμοπολιτισμό, τον αντίπαλο της εθνικοφροσύνης, από το ένα μέρος. Και από το άλλο ηγεμόνας που με το κοντάρι στο χέρι αποκρούει από τη μεγάλη και ισχυρή επικράτεια (τη νέα Βαβυλώνα) τους επιδρομείς βαρβάρους-πως να συμβιβαστούν;… από την ιστορία έχουμε διδαχτεί ότι σπάνια, πολύ σπάνια συμφωνούν τα λόγια με τα έργα των ανθρώπων. Γιατί ν' αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα οι φιλόσοφοι του θρόνου; (Ε. Π. Παπανούτσου, ένας λησμονημένος αυτοκράτορας, Το Βήμα, 8. 6. 1980).

Ο Μάρκος Αυρήλιος δίωξε τους Χριστιανούς και η στάση του αυτή μπορεί να ερμηνευτεί αν ληφθεί υπόψη ότι ο σοβαρός και λάτρης της αλήθειας αυτός αυτοκράτορας ήταν θιασώτης της θρησκείας των Ρωμαίων, λαμπρός πατριώτης και εκλεκτός στωικός φιλόσοφος. Ο Αυρήλιος πίστευε ακράδαντα ότι οι ρωμαϊκοί θεοί υπάρχουν και γι’ αυτό τους σεβόταν. Στο ερώτημα που τους είδε τους θεούς και από που καταλάβαινε ότι υπάρχουν, ώστε να τους σέβεται, απαντούσε: πρώτον και όψει ορατοί εισίν· έπειτα μέντοι ουδέ την ψυχήν την έμαυτον εώρακα και όμως τιμώ· όντως ουν και τούς θεούς, εξ ων της δυνάμεως αυτών εκάστοτε πειρώμαι, εκ τούτων, ότι εισί, καταλαμβάνω και αιδούμαι (Εις εαυτόν, IB' 28). Από την πείρα του γνώριζε ο αυτοκράτορας ότι οι θεοί με τα όνειρα έδιναν μέσα ιαματικά στους ασθενείς: παρά θεών δι’ όνειράτων βοηθήματα δοθήναι, άλλα τε, και ως μη πτύειν αίμα και μη ιλιγγιάν (Εις εαυτόν, Α' 17). Ως στωικός φιλόσοφος ο Μάρκος Αυρήλιος αισθανόταν αποστροφή και μισούσε τους Χριστιανούς, γιατί πίστευε ότι ο ενθουσιασμός τους για το θάνατο ήταν αποτέλεσμα της πίστης τους και της ελπίδας σ' ένα μελλοντικό κόσμο, ενώ, σύμφωνα με τη δική του πεποίθηση, η ετοιμότητα του ανθρώπου για το θάνατο πηγάζει από τη λογική και επιστημονική πεποίθηση. Με βάση τις σκέψεις αυτές ο Αυρήλιος χαρακτήριζε τον ενθουσιασμό των Χριστιανών ως δεισιδαιμονία και τους ίδιους, όταν τους έβλεπε να πορεύονται με τη θέλησή τους προς το θάνατο, δεισιδαίμονες: οία εστίν η ψυχή η έτοιμος, εάν απολυθήναι δέη του σώματος και ήτοι σβεσθήναι ή σκεδασθήναι ή συμμείναι: Το δε έτοιμον τούτο, ίνα από ιδικής κρίσεως έρχηται, μη κατά ψιλήν παράταξιν, ως οι Χριστιανοί, αλλά λελογισμένης και σεμνής και ώστε κατ’ άλλον πάσαι ατραγώδης (Εις εαυτόν, ΙΑ’ 3). Η ψυχή πρέπει να είναι έτοιμη, όταν χρειστεί να εγκαταλείψει το σώμα, ή να σβεσθεί ή να διαλυθεί ή να μείνει για ένα χρονικό διάστημα με το σώμα. Αυτή δε η ετοιμότητα πρέπει να προέρχεται από προσωπική κρίση και όχι από απλή ισχυρογνωμοσύνη, όπως συμβαίνει στους Χριστιανούς, (να προέρχεται) λογικά και με σωφροσύνη, ώστε να πείθει κάποιον χωρίς υπερβολές (με απλότητα). Ο Αυρήλιος πίστευε ότι ο άνθρωπος πρέπει να δείχνει μπροστά στο θάνατο, με στωική απάθεια, την ησυχία εκείνη και ηρεμία η οποία προέρχεται από τη λογική και επιστημονική πεποίθηση, και να διακατέχεται από την αυταπάρνηση εκείνη του σοφού ανθρώπου, ο οποίος υποκύπτει στον αδήριτο νόμο του θανάτου με σκέψη και πεποίθηση, όταν έρθει η μοίρα του. Δεν μπορούσε ο αυτοκράτορας να αντιληφθεί τον ενθουσιασμό των Χριστιανών, που ήταν αποτέλεσμα της πίστης στο Σωτήρα και της ελπίδας για τον κόσμο του μέλλοντα αιώνα. Γι’ αυτό ο ενθουσιασμός αυτός του φαινόταν ακατανόητος και τον απέδιδε μόνο στην ισχυρογνωμοσύνη τους. Ήταν επόμενο, αφού ο ενθουσιασμός των Χριστιανών ήταν προϊόν της πίστης τους και της ελπίδας, να στερείται φιλοσοφική βάση, που θα μπορούσε να πείσει και κάποιον άλλον. Εφόσον στερούνταν αυτή τη φιλοσοφική απόδειξη, ο Αυρήλιος χαρακτήριζε τον ενθουσιασμό ή την ετοιμότητα των Χριστιανών για το μαρτύριο ως δεισιδαιμονία. Επίσης η στάση του αυτοκράτορα απέναντι στους Χριστιανούς μπορεί να εξηγηθεί αν λάβει κανείς υπόψη το χαρακτήρα της εθνικής θρησκείας και το πνεύμα του Χριστιανισμού. Στο Ρωμαϊκό Κράτος η θρησκεία ήταν στενά δεμένη με την Πολιτεία, σε τέτοιο βαθμό που να ταυτίζονται και να φαίνεται ότι όλες οι εκδηλώσεις οι θρησκευτικές, όλα όσα αφορούσαν στη μορφή και τους τύπους της θρησκείας πήγαζαν από την Πολιτεία. Η ρωμαϊκή θρησκεία είχε, ως εθνική θρησκεία, πολιτικό χαρακτήρα και με βάση αυτή την εξάρτηση δεν ήταν δυνατό να ανεχθεί άλλη θρησκεία, που στηριζόταν σε άλλες αρχές, Η παγκοσμιότητα των αρχών του Χριστιανισμού αποτελούσε πρόκληση για τη ρωμαϊκή θρησκεία, αφού έμμεσα ή άμεσα αντιπαραθέτονταν στις αντιλήψεις του ρωμαϊκού κράτους, που θεωρούσε τη θρησκεία ως πολιτική διάσταση στην υπηρεσία των συμφερόντων του. Όταν ο Χριστιανισμός εμφανίζεται ως ανατροπέας της εθνικής θρησκείας των Ρωμαίων, αυτομάτως εκλαμβάνεται και ως ανατροπέας του επικρατούντος πολιτικού συστήματος. Και από τι στιγμή που ο Μάρκος Αυρήλιος επιδιώκει να αναβιώσει το αρχαίο ρωμαϊκό πνεύμα ώστε να αποκτήσει η ρωμαϊκή πολιτεία την παλιά της αίγλη, δεν ήταν δυνατό να ανεχθεί το Χριστιανισμό που ανέτρεπε την εθνική ρωμαϊκή θρησκεία, αφού, όπως είπαμε, η τελευταία ήταν άρρηκτα δεμένη με την πολιτεία. Ο Κικέρωνας εκφράζει το πνεύμα αυτό λέγοντας ότι δεν επιτρέπεται να έχει κανείς ιδιαίτερους θεούς και να λατρεύει ξένους θεούς ή νέους, που δεν έχουν καθιερωθεί από την Πολιτεία (Ciceronis, De legibus, XI, 8). Και ο Μαικήνας, σ' ένα λόγο του, που απευθυνόταν στον αυτοκράτορα Αύγουστο, έλεγε: "Ώστε είπερ αθάνατος όντως επιθυμείς γενέσθαι, ταύτα τε ούτω πράττε και προσέτι το μεν θείον πάντη πάντως αυτός τε σέβου, κατά τα πάτρια, και τους άλλους τιμάν ανάγκαζέ· τους δε δη ξενίζοντας τι περί αυτό και μίσει και κόλαζε, μη μόνων των θεών ένεκα, ων καταφρονήσας ουδ’ άλλου αν τίνος προτιμήσειεν, αλλ' ότι καινά τινα δαιμόνια οι τοιούτοι αντεισφέροντες, πολλούς αναπείθουσιν αλλοτριονομείν. Καν τούτου και συνωμοσίαι και συστάσεις εταιρειαί τε γίγνονται, όπερ ήκιστα μοναρχία συμφέρει (Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκή Ιστορία, 53,56).

Συνεπώς, ο Μάρκος Αυρήλιος, βλέποντας ότι οι Χριστιανοί δεν ήθελαν να υποταχθούν στους νόμους της πολιτείας, έχοντας διαμορφώσει την ψευδή γνώμη ότι οι Χριστιανοί ήταν κάποιοι φανατικοί, που ο ηρωισμός τους στο μαρτύριο ήταν θεατρινισμός χωρίς αξιοπρέπεια, πιστεύοντας ότι ήταν επικίνδυνοι στην επιδίωξη του να ανορθώσει την εθνική θρησκεία και αναστήσει το αρχαιοπρεπές ρωμαϊκό πνεύμα, από το οποίο εξαρτούσε το μεγαλείο του κράτους, και συνδυάζοντας με τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας και της πολιτείας τις φιλοσοφικές του σκέψεις, κατέβαλε προσπάθειες να εξολοθρεύσει τους Χριστιανούς. Γι’ αυτό επαινείται από το βιογράφο του Ιούλιο Καπιτωλίνο (Ο βίος του Μάρκου Αντωνίνου, 21). Δυστυχώς ο θαυμάσιος αυτός στοχαστής, ο θερμός εραστής της ελληνικής φιλοσοφίας και του Ελληνικού πνεύματος και ο ακούραστος διώκτης της γυμνής, αυστηρής και αδιάφθορης αλήθειας, δε θέλησε να εισδύσει στην ουσία του Χριστιανισμού, να κατανοήσει το πνεύμα του, να αντιληφθεί τη ζωτικότητα της νέας θρησκείας και αντί να παρεξηγήσει τους Χριστιανούς και να οδηγηθεί στην απόφαση να τους εξοντώσει, να χρησιμοποιήσει τις ακατάβλητες ηθικές δυνάμεις τους για την ανάπλαση της ρωμαϊκής κοινωνίας.

Οι διαθέσεις του αυτοκράτορα εναντίον των Χριστιανών εκδηλώθηκαν φανερά και έντονα από το 176 και ύστερα. Κατά το έτος 176 οι λεγεώνες, που είχαν επιστρέψει από τον πόλεμο εναντίον των Πάρθων, μετέδωσαν φοβερό λοιμό, που άρχισε να λυμαίνεται το ρωμαϊκό κράτος από την Αιθιοπία μέχρι τη Γαλλία. Αντί οι δεινές συμφορές του ρωμαϊκού λαού να στρέψουν την προσοχή των Ρωμαίων στις θεραπευτικές μεθόδους του περίφημου ιατρού Κλαυδίου Γαληνού, ο οποίος βρισκόταν τότε στη Ρώμη, στόχευσαν στους Χριστιανούς ως υπαίτιους της επίσκεψης του λοιμού. Οι διάφοροι γιατροί, που στηρίζονταν λιγότερο στις θεραπευτικές δυνατότητες των γνώσεων τους και περισσότερο στις διαδεδομένες δεισιδαιμονίες αλλά και οι ειδωλολάτρες ιερείς, τους οποίους κάλεσε στη Ρώμη από παντού, για να τελέσουν θρησκευτικές γιορτές με τις οποίες ήλπιζε ότι θα καταστρέψει το λοιμό, αποδείχτηκαν ανίκανοι να προσφέρουν θετικό έργο αφού ούτε ο ιατρικός κομπογιαννιτισμός ούτε η προσφυγή στους υπαγορευόμενους από τα θρησκευτικά βιβλία των ειδωλολατρών ιλασμούς καταπολέμησαν με επιτυχία το λοιμό. Μπορεί κανείς να φανταστεί ποια ήταν η κατάσταση της αυτοκρατορίας και πόσο μεγάλη ήταν η ανησυχία στη Ρώμη όταν προστεθεί ακόμη ότι ύστερα από το λοιμό πλημμύρισε και ο Τίβερης, που κατέκλυσε την πόλη και κατέστρεψε, εκτός από άλλα, και τις δημόσιες σιταποθήκες. Το εξαντλημένο από τους πολέμους κράτος πλήττονταν τώρα από το λοιμό και το λιμό και ο λαός ζητούσε όχι μόνο τη θεραπεία των κακών αλλά και τη διακρίβωση των αιτίων που τα προκάλεσαν. Οι συμφορές αυτές αποδόθηκαν τότε στους Χριστιανούς, εναντίον των οποίων, δήθεν, αγανακτούσαν οι θεοί για τα εγκλήματα που αυτοί διέπραπαν. Αφού ο λαός δημιούργησε αυτή την εντύπωση, ότι δηλαδή οι Χριστιανοί ήταν αίτιοι των συμφορών, ήταν επόμενο να απαιτήσει την τιμωρία τους για να εξιλεωθούν οι θεοί τους. Οι θυσίες, οι αγνισμοί, οι ποικίλες θρησκευτικές τελετές ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο το λαϊκό φανατισμό των ειδωλολατρών και ο φιλόσοφος αυτοκράτορας όχι μόνο δεν προσπάθησε να διασκεδάσει αυτές τις διαδομένες προλήψεις κατά των Χριστιανών αλλά φαίνεται ότι τις συμμεριζόταν έντονα. Ορισμένοι φιλόσοφοι, με κοσμοπολίτικες ιδέες, αποδοκίμαζαν τους διωγμούς εναντίον των Χριστιανών, η στωική όμως φιλοσοφία, όπως την ερμήνευε ο Μάρκος Αυρήλιος, δεν ήταν πρόθυμη να δείξει ανοχή απέναντι στους Χριστιανούς, όταν μάλιστα γνώριζε καλώς ότι ο Χριστιανισμός αύξανε και η ραγδαία αυτή αύξηση προκαλούσε φόβους και για πολιτειακές και κοινωνικές αλλαγές, πέρα από τις θρησκειακές.

Το 176-177 ο αυτοκράτορας με διάταγμα, το οποίο στρεφόταν προφανώς εναντίον των Χριστιανών, απαγόρευσε με εξορία ή ποινή θανάτου την εισαγωγή και τη διάδοση νέων θρησκευμάτων και άγνωστες μέχρι τοτε θρησκευτικές τελετές, που θα δημιουργούσαν αναταραχές και θα προκαλούσαν τους ειδωλολάτρες. Τέτοιες διατάξεις εύκολα μπορούσαν να γίνουν ικανό όπλο στα χέρια του όχλου, που κατάλληλα υποθαλπόμενος, θα στρεφόταν με μανία εναντίον των Χριστιανών. Οι αιτίες υπήρχαν και η ευκαιρία δόθηκε με το διάταγμα αυτό. Η αγριότητα των ειδωλολατρών εκδηλώθηκε ευρύτατα. Στην πράξη ξεπεράστηκαν οι διατάξεις του Τραϊανού και Αδριανού και οι κατά τόπους διοικητές άρχισαν να αναζητούν πια και να καταδιώκουν τους Χριστιανούς και να τους υποβάλλουν σε φρικτά βασανιστήρια για να τους αναγκάσουν να αρνηθούν το Χριστό. Έρχονται μάλιστα στιγμές που παραβιάζουν και τους αρχαίους νόμους της ρωμαϊκής πολιτείας και υποβάλλουν σε βασανιστήρια τους δούλους και δέχονται από αυτούς καταγγελίες εναντίον των κυρίων τους.

Ο Τερτυλλιανός στον Απολογητικό του αναφέρει ανάμεσα στους προστάτες των Χριστιανών και τον Αυρήλιο. Επιστολή μάλιστα απευθυνόμενη δήθεν στη ρωμαϊκή Σύγκλητο παρουσιάζει αυτόν να έχει μεταστραφεί στο Χριστιανισμό ή τουλάχιστον να έγινε πιο ήπιος προς τους Χριστιανούς, εξαιτίας δυο θαυμάσιων γεγονότων, που έσωσαν το ρωμαϊκό στρατό στη Γερμανία. Στον πόλεμο εναντίον των γερμανικών φύλων, των Μαρκομάννων και Κουάδων, το 172, ο ρωμαϊκός στρατός βρέθηκε σε πολλή μεγάλη ανάγκη, από την ανυπόφορη ζέστη και την έλειψη νερού λόγω της ανομβρίας. Η δωδέκατη λεγεώνα (legio duodecima), που την αποτελούσαν Χριστιανοί, έπεσε στα γόνατα, προσευχήθηκε στον Θεό και αμέσως έβρεξε. Το θαύμα αυτό της βροχής έσωσε τη ζωή των στρατιωτών ενώ ανεμοθύελλα, που ξέσπασε, έτρεψε σε φυγή τους βάρβαρους. Έτσι οι Ρωμαίοι νίκησαν και ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, για να τιμήσει τα θαυμαστά αυτά γεγονότα, έδωσε στη λεγεώνα εκείνη την επωνυμία legio fulminata ή fulminatrix (κεραυνοφόρος ή κεραυνοβόλος). Τότε έπαυσε να καταδιώκει το Χριστιανισμό και τιμωρούσε με σκληρές ποινές εκείνους οι οποίοι κατηγορούσαν τους Χριστιανούς μόνο και μόνο γιατί ομολογούσαν την πίστη τους στο Χριστό. Ημείς αντιθέτως, λέγει ο Τερτυλλιανός (Απολογητικός, κεφ. Ε') δυνάμεθα να αναφέρωμεν μεταξύ αυτών ένα προστάτην των Χριστιανών. Εάν θέληση τις, να αναδίφηση τας επιστολάς του Μάρκου Αυρηλίου, του αξιολογωτάτου εκείνου αυτοκράτορος, θα ανεύρη, ότι ούτος εν τίνι εξ αυτών επιβεβαιοί, ότι η γνωστή εκείνη δίψα, ήτις εταλαιπώρει τον εν Γερμανία στρατόν κατηυνάσθη υπό τυχαίας τινός βροχής, ήτις ίσως παρεχωρήθη δια των προσευχών των στρατιωτών Χριστιανών. Εάν ούτος δεν ανεκάλεσε το διάταγμα του διωγμού, είχεν όμως δημοσία, κατ’ άλλον τρόπον εξουδετερώσει τα επακολουθήματα τούτον, απειλών τους κατηγόρους δια ποινής και μάλιστα έτι αυστηριοτέρας (παράβαλλε ακόμη Τερτυλλιανού, Ad Scapulam, κεφ. IV: Marcus quoque Aurelius ingermanica expeditione, Christianorum militum orationibus ad Deum factis, imbes in siti ilia impetravit). Την επιστολή του Μάρκου Αυρηλίου, που δέχεται ως γνήσια ο Τερτυλλιανός, την αναφέρει και ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο οποίος στηρίζεται επίσης στον Απολινάριο Ιεραπόλεως (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Ε' 5). Στην ίδια διήγηση ο Ευσέβιος αναφέρει και εθνικές παραδόσεις για τη θαυμαστή βροχή, σύμφωνα με τις οποίες δεν οφειλόταν αυτή στις προσευχές των Χριστιανών. (Τις αμφισβητήσεις για τη γνησιότητα της διήγησης και τη δωδέκατη λεγεώνα. Ιδές στο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, Η Ρωμαϊκή Πολιτεία και ο Χριστιανισμός, ο. π, τόμ. 2, 1924, σσ. 6-8). Αυτό που λέγει ο Τερτυλλιανός, ότι δηλαδή ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος απείλησε τους κατηγόρους των Χριστιανών με ποινή αυστηρότατη, στη γραφίδα του Ευσεβίου Καισαρείας γίνεται πιο σαφές: Τούτον δε φησίν και θάνατον απειλήσει τοις κατηγορείν ημών επιχειρούσιν (λέγει ο Τερτυλλιανός ότι ο Αυρήλιος απείλησε και με θάνατο εκείνους που επιχειρούν να μας κατηγορήσουν). Οι συνθήκες όμως, κάτω από τις οποίες ζούσαν οι Χριστιανοί την εποχή αυτή, δεν μπορούν να δικαιώσουν το περιεχόμενο της επιστολής του Αυρηλίου προς τη Σύγκλητο, αφού στα τελευταία έτη του Μάρκου Αυρηλίου ο διωγμός έλαβε πιο έντονη μορφή. Για τη δωδέκατη λεγεώνα πρέπει να λεχθεί εδώ ότι είναι υπερβολή να χαρακτηρισθεί Χριστιανική. Ότι στο ρωμαϊκό στρατό την εποχή του Αυρηλίου υπήρχαν αρκετοί Χριστιανοί δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι όμως ο αριθμός τους ήταν τόσο μεγάλος ώστε να συγκροτούν λεγεώνα, οδηγεί αναμφίβολα τη σκέψη στην απόρριψη της γνησιότητας της είδησης. Ότι ο Μάρκος Αυρήλιος δεν εξέδωκε το φερόμενο ευνοϊκό για τους Χριστιανούς διάταγμα, λέγει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και καθηγητής της εκκλησιαστικής Ιστορίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, καταφαίνεται από τις αναντίρρητες ειδήσεις για έκδοση αντιθέτων διαταγμάτων, με τα οποία έγινε πιο δύσκολη η θέση των Χριστιανών ιδίως της Μικράς Ασίας.

Ο Επίσκοπος Σάρδεων Μελίτων βλέποντας ότι οι Χριστιανοί, που ζούσαν στην Ασία, συκοφαντούνταν και καταδιώκονταν από τους Εθνικούς, απηύθυνε Απολογία στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο και τον παρακαλούσε να σταματήσουν οι συκοφαντίες και οι διωγμοί κατά των Χριστιανών: Το γαρ ουδεπώποτε γενόμενον, νυν διώκεται το των θεοσεβών γένος καινοίς έλαυνόμενον δόγμασι κατά την Ασίαν. Οι γαρ αναιδείς συκοφάνται και των αλλότριων ερασταί την εκ των διαταγμάτων έχοντες αφόρμην, φανερώς ληστεύουσι, νύκτωρ και μεθ’ ημέραν διαρπάζοντες τους μηδέν αδικούντας «και μεθ’ έτερα φησι»· και ει μεν σου κελεύοντος τούτο πράττεται, έστω καλώς γινόμενον δίκαιος γαρ βασιλεύς ουκ αν αδίκως βουλεύσαιτο πώποτε, και ημείς ηδέως φέρομεν του τοιούτου θανάτου το γέρας· ταύτην δε σοι μόνην προσφέρομεν δέησιν ίνα αυτός πρότερον επιγνούς τους της τοιαύτης φιλονεικίας εργάτας, δικαίως κρίνειας ει άξιοι θανάτου και τιμωρίας ή σωτηρίας και ησυχίας εισίν. Ει δε και παρά σου μη είη η βουλή αυτή και το καινόν τούτο διάταγμα, ο μηδέ κατά βαρβάρων πρέπει πολεμίων, πολύ μάλλον δεόμεθά σου μη περιιδείν ημάς εν τοιαύτη δημώδει λεηλασία (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Α΄ 26).

Στην αρχή του κειμένου αυτού ο Μελίτων αναφέρει ότι για πρώτη φορά τώρα διώκονται στην Ασία οι Χριστιανοί, ενώ πιο κάτω ο ίδιος ο Μελίτων αναφέρει την επιστολή του αυτοκράτορα Αδριανού, πάππου του Αυρηλίου, προς τον ανθύπατο της Ασίας Μινούκιο Φουνδανό. Από το κείμενο φαίνεται ότι, με βάση το διάταγμα του Μάρκου Αυρηλίου, οι Χριστιανοί συκοφαντούνταν και οι καταγγέλλοντες τους Χριστιανούς ειδωλολάτρες λάβαιναν την περιουσία των καταγγελλομένων. Έτσι είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς την καλπάζουσα αύξηση των συκοφαντιών και καταγγελιών αλλά και την ανάλογη διαρπαγή των περιουσιών των Χριστιανών από τους καταγγέλλοντες, οι οποίοι νύχτα και ημέρα φανερά καταλήστευαν τους αναίτιους και κανένα μην αδικούντες Χριστιανούς. Ο Μελίτων, θέλοντας να επηρεάσει ευνοϊκά τον αυτοκράτορα υπέρ των Χριστιανών, τον αποκαλεί δίκαιο βασιλιά και αν ακόμη το διάταγμα εναντίον των Χριστιανών ήταν δικό του έργο, ενώ στη συνέχεια προσπαθεί να τον πείσει να το αποσύρει, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ένας δίκαιος βασιλιάς, όπως ο Μάρκος, δεν θα μπορούσε να εκδόσει τέτοιο διάταγμα, το οποίο δεν ταιριάζει ούτε εναντίον βαρβάρων εχθρών. Ο μεγάλος καημός του Μελίτωνα ήταν βέβαια να αποσυρθεί το διάταγμα για να παύσουν έτσι διωκόμενοι αλλά δεν κατηγορεί ευθέως τον αυτοκράτορα παρά «τους της τοιαύτης φιλονεικίας εργάτας». Τον αυτοκράτορα τον παρακαλεί να μην αφήσει τους Χριστιανούς στο έλεος της λεηλασίας από τον όχλο. Στη συνέχεια ο Μελίτων προσθέτει και ταύτα: η γαρ καθ' ημάς φιλοσοφία πρότερον μεν εν βαρβάροις ήκμασεν, επανθήσασα δε τοις σοις έθνεσι κατά την Αύγουστου του σου προγόνου μεγάλην αρχήν, εγενήθη μάλιστα τη ση βασιλεία αίσιον αγαθόν. Έκτοτε γαρ εις μέγα και λαμπρόν το Ρωμαίων ηυξήθη κράτος· ου συ διάδοχος ευκταίος γεγονός τε και έση μετά του παιδός, φυλάσσων της βασιλείας την συντροφον και συναρξαμένην Αυγούστω φιλοσοφίαν, ην και οι προγονοί σου προς ταις άλλαις θρησκείαις ετίμησαν, και τούτο μέγιστον τεκμήριον του προς αγαθού, τον καθ’ ημάς λόγον συνακμάσαι τη καλώς αρξαμένη βασιλεία, εκ του μηδέν φαύλον από της Αυγούστου αρχής απαντήσαι, αλλά τουναντίον άπαντα λαμπρά και ένδοξα κατά τας πάντων ευχάς. Μόνοι πάντων, αναπεισθέντες υπό τίνων βασκάνων ανθρώπων, τον καθ’ ημάς εν διαβολή καταστήσαι λόγον ηθέλησαν Νέρων και Δομετιανός, αφ’ ων και το της συκοφαντίας αλόγω συνήθεια περί τους τοιούτους ρυήναι συμβέβηκε ψεύδος· αλλά την εκείνων άγνοιαν οι σοι ευσεβείς πατέρες επηνωρθώσαντο, πολλάκις πολλοίς επιπλήξαντες εγγράφως, όσοι περί τούτων νεωτερίσαι ετόλμησαν· εν οις ο μεν πάππος σου Αδριανός πολλοίς μεν και άλλοις, και Φουνδανώ δε τω ανθυπάτω, ηγουμένω δε της Ασίας, γράφων φαίνεται, ο δε πατήρ σου, και σου τα πάντα συνδιοικούντος αυτώ, ταις πόλεσι περί του μηδέν νεωτερίζειν περί ημών έγραψεν, εν οις και προς Λαρισαίους και προς Θεσσαλονικείς και Αθηναίους και προς πάντας Έλληνας. Σε δε και μάλλον περί τούτων την αυτήν εκείνοις έχοντα γνώμην και πολύ γε φιλανθρωποτέραν και φιλοσοφωτέραν, πεπείσμεθα πάντα πράσσειν όσα σου δεόμεθα (Ο' 26, 7-11).

Την εποχή του Μάρκου Αυρηλίου γράφηκε η Β΄ Απολογία του Ιουστίνου. Ο έπαρχος της Ρώμης Ούρβικος διέταξε να φυλακισθεί ο Πτολεμαίος που είχε κατηχήσει στο Χριστιανισμό κάποια γυναίκα εθνική. Στη συνέχεια ο Πτολεμαίος καταδικάστηκε σε θάνατο, αφού ομολόγησε ότι είναι Χριστιανός. Κάποιος Χριστιανός, Λούκιος ονομαζόμενος, διαμαρτυρήθηκε για την καταδίκη αυτή, που τη θεώρησε παράλογη, με αποτέλεσμα να καταδικασθεί και ο ίδιος σε θάνατο. Μαζί του θανατώθηκε και ένας ακόμη Χριστιανός, ανώνυμος. Αυτά τα γεγονότα έδωκαν αφορμή στον Ιουστίνο να απευθύνει στο Μάρκο Αυρήλιο τη Β΄ Απολογία, χωρίς να συγκινήσει όμως το φιλόσοφο διώκτη.

Θύμα των διωγμών του Μάρκου Αυρηλίου υπήρξε και ο Ιουστίνος μαζί με μια ομάδα έξι μαθητών του, πιθανώς το 165, όταν έπαρχος στη Ρώμη ήταν ο Ιούνιος Ρουστικός. Σύμφωνα με τη σύντομη απόφαση του έπαρχου: Οι μη βουληθέντες θύσαι τοις θεοίς και είξαι τω του αυτοκράτορος προστάγματι μαστιγωθέντες απαχθήτωσαν, κεφαλικήν αποτιννύντες δίκην, κατά την των νόμων ακολουθίαν, όπως αναφέρεται στο μαρτύριο του, το οποίο φέρνει όλα τα χαρακτηριστικά των γνησίων μαρτυρίων της εποχής των διωγμών.

Για τα συμβάντα στην Εκκλησία της Γαλλίας πληροφορούμαστε από την περίφημη επιστολή, την οποία έστειλαν οι Χριστιανοί των γαλλικών πόλεων Βιέννης (Vienne) και Λουγδούνου (Λυών Lyon) στους Χριστιανούς της Ασίας και Φρυγίας (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Ε' 1, 3-63). Η αξία της επιστολής αυτής είναι μεγάλη, γιατί σ’ αυτή εικονίζονται με αρκετές λεπτομέρειες τα δραματικά γεγονότα της Λυών, εξαίρεται η αδάμαστη καρτερία των πιστών και αναδεικνύεται το ηθικό μεγαλείο των Χριστιανών μαρτύρων αλλά και των άλλων Χριστιανών, οι οποίοι γράφουν ότι τόση ήταν η θλίψη τους και τόσα πολλά υπέμειναν οι γενναίοι μάρτυρες, ώστε δεν εύρισκαν λόγια κατάλληλα και ικανά να περιγράψουν τα παθήματα αυτά.

Στη Λυών οι Χριστιανοί κηρύχτηκαν έξω από κάθε νόμο, στερήθηκαν από κάθε δικαίωμα πολιτικό και έγινε απρόσιτος γι’ αυτούς κάθε δημόσιος χώρος (λουτρά, αγορά, κ. λ. π.)· στους δημόσιους χώρους βρίζονταν και χλευάζονταν· τα σπίτια τους λεηλατούνταν· ληστεύονταν και λιθοβολούνταν οπουδήποτε και αν εμφανίζονταν στους δρόμους· οι πιο γνωστοί συλλαμβάνονταν, οδηγούνταν στις πολιτικές αρχές, ρίχνονταν στα δεσμωτήρια και βασανίζονταν· πολλές φορές συκοφαντούνταν και από τους Εθνικούς δούλους τους, οι οποίοι φοβούμενοι τα βασανιστήρια, κατηγορούσαν τους Χριστιανούς κυρίους τους ως ενόχους εγκλημάτων όπως ήταν τα ανόσια και αθέμιτα θυέστεια δείπνα και οι οιδιπόδειες μίξεις: συνελαμβάνοντο δε και εθνικοί τίνες οικέται των ημετέρων, επεί δημοσία εκέλευσεν ο ηγεμών αναζητείσθαι πάντας ημάς· οι και κατ’ ενέδραν του σατανά, φοβηθέντες τας βασάνους ας τους Αγίους έβλεπον πάσχοντας, των στρατιωτών επί τούτο παρορμώντων αυτούς, κατεψεύσαντο ημών θυέστεια δείπνα και οιδιπόδειους μίξεις και όσα μήτε λαλείν μήτε νοειν θέμις ημίν, αλλά μηδέ πιστεύειν ει τι τοιούτο πώποτε παρά ανθρώποις εγένετο. Τούτων δε φημισθέντων, πάντες απεθηριώθησαν εις ημάς, ώστε και ει τίνες το πρότερον δι’ οικειότητα εμετριάζον, τότε μεγάλως εχαλέπαινον και διεπρίοντο εφ’  ημών· επληρούντο δε το υπό του Κυρίου ημών ειρημένον ότι ελεύσεται καιρός εν ω πας ο αποκτείνας υμάς δόξει λατρείαν προσφέρειν τω Θεώ (Ε' 1,13-15). Φυσικά, δεν έλειψαν στις περιπτώσεις αυτές και οι Χριστιανοί που ήταν ανέτοιμοι και αγύμναστοι και αδύναμοι να υποφέρουν την ένταση του μεγάλου αυτού αγώνα και γι’ αυτό υπήρξαν αρκετοί που δεν άντεξαν και με την υποχώρηση τους αυτή ανέκοψαν την προθυμία άλλων, που δεν είχαν ακόμη συλληφθεί, βοηθούσαν όμως τους συλληφθέντες μάρτυρες (Ε' 1,11). Οι πεπτωκότες ήταν το μεγάλο πρόβλημα της Λυών (Ε', 1,12).

Όταν άρχισαν οι διωγμοί στη Λυών έλειπε ο ανθύπατος και την επικρατούσα αναρχία αποφάσισαν να τη σταματήσουν οι δημοτικές αρχές της πόλης. Με πρωτοβουλία τους συνελήφθησαν πολλοί Χριστιανοί αδιακρίτως κοινωνικής θέσης και τάξης και ύστερα από την προκαταρκτική ανάκριση κλείστηκαν στις φυλακές και βασανίστηκαν. Όταν ήρθε ο ανθύπατος οι Χριστιανοί ανακρίθηκαν και πάλι και βασανίστηκαν φρικτά. Εξαιτίας των βασάνων αυτών ορισμένοι αρνήθηκαν την πίστη τους και άλλοι δήλωσαν ότι οι αποδιδόμενες στους Χριστιανούς κατηγορίες και τα εγκλήματα αλήθευαν. Τόση ήταν η αγριότητα των διωκτών ώστε δεν αποφυλάκισαν ούτε και εκείνους από τους Χριστιανούς που έγιναν πεπτωκότες, κατά παράβαση των διατάξεων του Τραϊανού, σύμφωνα με τις οποίες οι αρνησίθρησκοι κρίνονται επιεικώς και τους παρέχεται συγγνώμη. Αυτοί ξαναεξετάστηκαν ιδιαιτέρως, μήπως και θα έδιναν αφορμή να απολυθούν από τη φυλακή, αυτοί όμως οι αρνητές μετανόησαν και επανήλθαν στην Εκκλησία (Ε' 1,48). Τα φρικτά βασανιστήρια τόσο πολύ φόβισαν τον κόσμο, ώστε και συγγενείς ακόμη των Χριστιανών, που προηγουμένως τους φέρονταν με μετριοπάθεια, τώρα ήταν αγανακτισμένοι και έτριζαν τα δόντια εναντίον τους (πάντες απεθηριώθησαν εις ημάς, ώστε και ει τίνες το πρότερον δι’ οικειότητα εμετρίαζον τότε μεγάλως εχαλέπαινον και διεπρίοντο εφ ημών (Δ'1,15). Οι διώκτες ήταν επινοητικοί σε βασανιστήρια. Αφού το πρώτο στάδιο των κολασμών άντεξαν οι Χριστιανοί, οι Εθνικοί διώκτες έθεσαν σε εφαρμογή νέου είδους βασανιστήρια, όπως ήταν ο ομαδικός εγκλεισμός σε κατασκότεινη φυλακή και στο χειρότερο χώρο της και η διάταση των ποδιών σε ξύλο. Ήταν οικτρό το θέαμα να βλέπει κανείς νεαρούς Χριστιανούς, που δεν μπορούσαν να υποφέρουν αυτό το καινούργιο μαρτύριο, τη «σύγκλειση», να πεθαίνουν μέσα στη φυλακή κάτω από το βάρος του σκότους, του αδιαχώρητου και της έλλειψης αέρα:

Καταργηθέντων δε των τυραννικών κολαστηρίων υπό του Χριστού δια της των μακαρίων υπομονής, ετέρας μηχανάς ο διάβολος επενόει, τας κατά την ειρκτήν εν τω σκότει και τω χαλεπωτάτω χωρίω συγκλείσεις και τας εν τω ξύλω διατάσεις των ποδών, επί πέμπτον διατεινομένων τρύπημα, και τας λοιπάς αΐκίας, όσας ειώθασιν όργιζόμενοι υπουργοί και ταύτα διαβόλου πλήρεις διατιθέναι τους έγκλειομένους' ώστε αποπνιγήναι τους πλείστους εν τη ειρκτή, όσους γε ο Κύριος ούτως εξελθείν ηθέλησεν, επιδεικνύων την αυτού δόξαν. Οι μεν γαρ βασανισθέντες πικρώς ώστε δοκειν μηδέ της πάσης θεραπείας τυχόντας έτι ζήσαι δύνασθαι, παρέμενον εν τη ειρκτη, έρημοι μεν της παρά ανθρώπων επιμελείας, αναρρωννύμενοι δε υπό Κυρίου και ενδυναμούμενοι και σώματι και ψυχή και τους λοιπούς παρορμώντες και παραμυθούμενοι οι δε νεαροί και άρτι συνειλημμένοι, ων μη προκατήκιστο τα σώματα, το βάρος ουκ έφερον της συγκλείσεως, αλλ’ ένδον εναπέθνησκον (Ε' 1,27-28).

Ανάμεσα σ' αυτούς που μαρτύρησαν ήταν και ο Επίσκοπος της Εκκλησίας της Λυών Ποθεινός, ο οποίος ήταν τότε γέροντας, πάνω από ενενήντα χρόνια. Δεν είναι απίθανο οι Εκκλησίες της Μικρός Ασίας να έστειλαν τον Ειρηναίο στη Γαλλία όχι μόνο για να ενισχύσει και διαδόσει εκεί το Χριστιανισμό αλλά και να διαδεχθεί στον επισκοπικό θρόνο το γέροντα Ποθεινό, που ήταν επίσης Μικρασιάτης. Πράγματι, ύστερα από το μαρτυρικό θάνατο του Ποθεινού, ο Ειρηναίος τον διαδέχθηκε στο θρόνο. Φαίνεται ότι υπήρχε στενός δεσμός ανάμεσα στις Εκκλησίες της Μικράς Ασίας και στις Εκκλησίες της Γαλλίας (Λυών Βιέννης) που ίσως να ανάγει την αρχή του στην πρώτη εμφάνιση του Χριστιανισμού στη Γαλλία, πιθανώς από εμπόρους Χριστιανούς από τη Μικρά Ασία. Ο Ποθεινός αν και υπέργηρος με ασθενικό σώμα και ασθενής, διέθετε ανυπέρβλητο ψυχικό σθένος να απαντήσει στον ανθύπατο, όταν τον ρώτησε τιςεστίν Χριστιανών ο Θεός, «εάν ης άξιος γνώση» (Ε' 1,29-31).

Παρότι θα περίμενε κανείς, ύστερα από τόσα μαρτύρια, να κορεσθεί η θηριωδία των Εθνικών και να ικανοποιηθεί με το θάνατο τόσων Χριστιανών η μανία τους, εντούτοις το μίσος τους εκδηλώθηκε και κορυφώθηκε με μια νέα ανόσια απόφαση να βεβηλώσουν τώρα τα νεκρά σώματα των Χριστιανών. Πέταξαν στα σκυλιά τα σώματα όσων πνίγηκαν από ασφυξία στη φυλακή και φύλαγαν νύχτα μέρα μήπως κηδευτεί κανένας από τους Χριστιανούς. Τότε επίσης έβγαλαν στα φανερά τα υπολείμματα των μαρτύρων, που είχαν αφήσει τα θηρία και η φωτιά, των δε άλλων τα κεφάλια και τα μέρη του σώματος τους τα φύλαγαν επίσης με στρατιωτικές φρουρές για να μείνουν άταφα για πολλές ημέρες. Έξι ημέρες κράτησε η ύβρη αυτή των μαρτυρικών σωμάτων από το μαινόμενο ειδωλολατρικό όχλο χωρίς οι Χριστιανοί να μπορούν να θάψουν τα σώματα. Σ’ αυτή την προσπάθεια ούτε η νύχτα βοηθούσε τους Χριστιανούς ούτε τα χρήματα που πρόσφεραν στους ειδωλολάτρες ούτε και οι παρακλήσεις. Τέλος, οι Εθνικοί έκαψαν τα λείψανα των Χριστιανών και τη στάχτη την πέταξαν στο Ροδανό ποταμό για να μη υπάρξει ούτε ένα υπόλειμμα του στη γη. Και τα έκαμαν αυτά με την ιδέα ότι μπορούσαν να νικήσουν τον Θεό και να αφαιρέσουν από τους Χριστιανούς την αναγέννηση, έτσι ώστε, όπως έλεγαν οι Εθνικοί, να μην έχουν ούτε ελπίδα ανάστασης, στην οποία πίστευαν. Ας δούμε τώρα, έλεγαν οι Εθνικοί, αν θα αναστηθούν και αν μπορεί ο Θεός τους να τους πάρει από τα χέρια μας (Ε', 1,57-63· ασφαλώς στο τελευταίο αυτό σημείο η Εκκλησία μπορεί να στηρίξει την καύση των νεκρών):

«Αλλ’ ουδ’ ούτω κόρον ελάμβανεν αυτών η μανία και η προς τους Αγίους ωμότης. Υπό γαρ αγρίου θηρός άγρια και βάρβαρα φυλα ταραχθέντα δυσπαύστως είχε, και αλλην ιδίαν αρχήν επί τοις σώμασιν ελάμβανεν η ύβρις αυτών· το γαρ νενικήσθαι αυτούς ουκ εδυσώπει δια το μη έχειν ανθρώπινον επιλογισμόν, μάλλον δε και εξέκαιεν αυτών την οργήν καθάπερ θηρίου, και του ηγεμόνος και του δήμου ομοίως εις ημάς άδικον επιδεικνυμένων μίσος, ίνα η γραφή πληρωθή ο άνομος ανομησάτω έτι, και ο δίκαιος δικαιωθήτω έτι.

Και γαρ τους εναποπνιγέντας τη ειρκτή παρέβαλλον κυσίν, επιμελώς παραφυλάσσοντες νύκτωρ και μεθ’ ημέραν μη κηδευθή τις υφ’ ημών· και τότε δη προθέντες τα τε των θηρίων τα τε του πυρός λείψανα, πη μεν εσπαραγμένα, πη δε ηνθρακευμένα, και των λοιπών τας κεφάλας συν τοις αποτμήμασιν αυτών ωσαύτως άταφους παρεφύλαττον μετά στρατιωτικής επιμελείας ημέραις συχναίς. Και οι μέν ενεβριμούντο και έβρυχον τους οδόντας επ’ αυτοίς, ζητούντες τινα περισσοτέραν εκδίκησιν παρ’ αυτών λαβείν, οι δε ενεγέλων και επετώθαζον, μεγαλύνοντες άμα τα είδωλα αυτών και εκείνοις προσάπτοντες την τούτων τιμωρίαν, οι δε επιεικέστεροι και κατά ποσόν συμπαθείν δοκούντες ωνείδιζον πολύ, λέγοντες ‘που ο Θεός αυτών και τι αυτούς ώνησεν η θρησκεία, ην και προ της εαυτών είλαντο ψυχής;’

Και τα μεν απ’ εκείνων τοιαύτην είχε την ποικιλίαν, τα δε καθήμας εν μεγάλω καθειστήκει πένθει δια το μη δύνασθαι τα σώματα κρύψαι τη γη ούτε λιτανεία εδυσώπει, παντί δε τρόπω παρετήρουν, ως μέγα τι κερδανούντες, ει μη τύχοιε ταφής».

Τούτοις εξής μεθ’ έτερα φασι «τα ουν σώματα των μαρτύρων παντοίως παραδειγματισθέντα και αίθριασθέντα επί ημέρας εξ, μετέπειτα καέντα και αιθαλωθέντα υπό των άνομων κατεσαρώθη εις τον Ροδανόν ποταμόν πλησίον παραρρέοντα, όπως μηδέ λείψανον αυτών φαίνηται επί της γης έτι. Και ταύτ’ έπραττον ως δυνάμενοι νικήσαι τον Θεόν και αφελέσθαι αυτών την παλιγγενεσίαν, ίνα, ως έλεγον εκείνοι, ‘μηδέ ελπίδα σχώσιν αναστάσεως, εφ’ η πεποιθότες ξένην τινά και καινήν εισάγουσιν ημίν θρησκείαν και καταφρονούσι των δεινών, έτοιμοι και μετά χαράς ηκοντες επί τον θάνατον· νυν ίδωμεν ει αναστήσονται και εί δύναται βοηθήσαι αυτοίς ο Θεός αυτών και εξελέσθαι εκ των χειρών ημών’».

Η περιγραφή της επιστολής αυτής για τα δραματικά γεγονότα της Λυών του 177, κατά τα οποία μαρτύρησαν μέχρι θανάτου για την πίστη τους στο Χριστό πενηνταριά ή πιο πιθανό σαρανταριά πρόσωπα, είναι συγκλονιστική στις λεπτομέρειες της, θαυμάσια στη λυρική της έξαρση και αποκαλυπτική της θηριωδίας των διωκτών. Από την επιστολή αυτή, που την έστειλαν οι επιζήσαντες Χριστιανοί στους αδελφούς της Ασίας και της Φρυγίας, καθώς και από τα σχόλια του Ευσεβίου Καισαρείας, δεν μπορούμε ασφαλώς να έχουμε τον ακριβή αριθμό των μαρτύρων, πληροφορούμαστε όμως ότι οι Χριστιανικές κοινότητες της Λυών και της Βιέννης συνέχισαν τη ζωή τους και ευημερούσαν από την επόμενη ημέρα των διωγμών.

Και σ’ άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας έλαβε χώρα ο απάνθρωπος και ωμός αυτός διωγμός, που παρατάθηκε μέχρι το τέλος της βασιλείας του Μάρκου Αυρηλίου, πολλοί δε Χριστιανοί θυσίασαν τη ζωή τους και αναδείχτηκαν καλλίνικοι μάρτυρες. Η Ρώμη, η Αθήνα, η Σμύρνη, η Λαοδίκεια και άλλες πόλεις σεμνύνονται για τους μάρτυρες τους, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ηγέτες των Εκκλησιών τους. Πολλοί όμως ήσαν και οι Χριστιανοί, οι οποίοι στάλθηκαν στην εξορία, όπου έχασαν τη ζωή τους από τις στερήσεις και τις κακουχίες σε βαριά καταναγκαστικά έργα, όπως ήταν οι εν μετάλλοις αδελφοί, αυτοί που εργάζονταν στα μεταλλεία, για τους οποίους κάμει λόγο ένα απόσπασμα της επιστολής του Επισκόπου Κορίνθου Διονυσίου προς τον επίσκοπο της Ρώμης Σωτήρα: Εξ αρχής γαρ υμίν έθος εστίν τούτο, πάντας μεν αδελφούς ποικίλως ευεργετείν Εκκλησίαις τε πολλοίς ταις κατά πάσαν πόλιν εφόδια πέμπειν, ώδε μεν την των δεομένων πενίαν αναψύχοντας, εν μετάλλοις δε αδελφοίς υπάρχουσιν επιχορηγούντας, δί’ ων πέμπεται αρχήθεν εφοδίων πατροπαράδοτον έθος Ρωμαίων Ρωμαίοι φυλάττοντες, ο ου μόνον διατετήρηκεν ο μακάριος υμών Επίσκοπος Σωτήρ, αλλά και ηύξηκεν, επιχορηγών μεν την διαπεμπομένην δαψίλειαν την εις τους αγίους, λόγοις δε μακαρίοις τους ανιόντας αδελφούς, ως τέκνα πατήρ φιλόστοργος παρακαλών (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Δ', 23,10).

Ο Μάρκος Αυρήλιος στην προσπάθεια του να εξοντώσει τους Χριστιανούς, που αποτελούσαν την πιο ευγενή, εύρωστη και ηθικώς ισχυρότερη μερίδα του κράτους του, σε μια απελπιστική προσπάθεια να αναπτερώσει τα αρχαία ρωμαϊκά ήθη και να επαναφέρει έτσι τη Ρώμη στο αρχαίο μεγαλείο της, απέτυχε παταγωδώς. Ο διωγμός, τον οποίο κίνησε κατά των Χριστιανών, απέτυχε στο σκοπό του και εκράτυνε ακόμη περισσότερο την Εκκλησία. Όσο πλήθυναν οι θάνατοι των Χριστιανών τόσο περισσότερο η ρωμαϊκή πολιτεία έφθινε και οδηγούνταν στη δύση της. Οι Χριστιανοί κεφαλοτομούμενοι και σταυρούμενοι, και θηρίοις παραβαλλόμενοι, και δεσμοίς και πυρί και πάσαις ταις άλλαις βασάνοις (Ιουστίνου, προς Τρύφωνα Ιουδαίον διάλογος, 110) έμεναν ασάλευτοι στην πίστη τους και κλόνιζαν τα θεμέλια της ειδωλολατρείας. Η βασιλεία του Θεού σιγά σιγά έθετε στο περιθώριο το βασίλειο του Καίσαρα και η μαρτυρία των Χριστιανών διακήρυττε κάθε στιγμή την παρουσία και τη δύναμη του Χριστού, που εμψύχωνε τους μάρτυρες ως αγωνοθέτης των παλαισμάτων: ουχ δρας παραβαλλομένους θηρίοις, ίνα αρνήσωνται τον Κύριον, και μη νικωμένους; ουχ οράς, όσω πλείονες κολάζονται, τοσούτω πλεονάζοντας άλλους; ταύτα ανθρώπου ου δοκεί έργα, ταύτα δύναμις εστί θεού· ταύτα της παρουσίας αυτού δείγματα (Η προς Διογνητον επιστολή, 11,7)· και το του Τερτυλλιανού (Απολογητικός, κεφ. 37): Είμεθα μόλις χθεσινοί και όμως επληρώσαμεν την γην και παν ό,τι σας ανήκει: τας πόλεις, τας νήσους, τα φρούρια, τας αυτόνομους πόλεις, τους τόπους των συνελεύσεων, αυτά τα στρατόπεδα, τους συλλόγους των πατρικίων, τας δεκαρχίας, το ανάκτορον, την σύγκλητον και την αγοράν. Δεν αφήσαμεν εις σας άλλο τι ειμί τους ναούς.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 27-4-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 27-4-2010.

Πάνω