Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

 
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Ποια είναι η έννοια τής ονομασίας: "ο Υιός τού Θεού";

Είναι ‘ο Υιός τού Θεού’ Θεός Αληθινός;

Τού Γεωργίου Τσιμπιρίδη

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο. Ο Χριστός ενώπιον τού Αρχιερέως Ιωσήφ Καϊάφα


    Ο Ιησούς δεν ήταν τέτοιος Μεσσίας, σαν αυτόν που περίμεναν οι Ιουδαίοι. Γι’ αυτό τον λόγο, όταν ερωτήθη υπό τού Αρχιερέως Καϊάφα εάν θεωρεί τον εαυτό του Μεσσία, δηλαδή ΤΕΤΟΙΟΝ Μεσσία, δηλαδή εάν θεωρεί τον εαυτό του ότι πληροί την Ιουδαϊκή μεσσιακή προσδοκία, αποκρούει την κατηγορία δια τού αραμαϊκού ιδιωτισμού ‘Συ είπας’ (ΜΑΤΘ. ΚΔ:64), δια τού οποίου απάντησε ο Ιησούς εις τον Αρχιερέα Πρόεδρο τού Δικαστηρίου: «Συ ισχυρίζεσαι ότι θεώρησα τον εαυτό μου (τέτοιον) Μεσσία και όχι εγώ». «Υμείς λέγετε, ότι εγώ ειμί» (ΛΟΥΚ. ΚΒ:70), απαντά ο Ιησούς και εις τούς λοιπούς συνερωτήσαντες συνέδρους δικαστές, όπως πολύ χαρακτηριστικώς παραφράζει κατ’ έννοια ο ακριβολόγος ευαγγελιστής Λουκάς τον αραμαϊκό ιδιωματισμό.

    Κατά δε τον αείμνηστο Παναγιώτη Τρεμπέλα «Είναι αξιωσημείωτο, ότι εις τον τίτλο τού Μεσσίου επισυνάπτει ο Αρχιερεύς και τον τίτλο ο υιός τού Θεού, ωσεί ήσαν ούτοι συνώνυμοι. Δεν ήτο αύτη η γενική αντίληψις περί Μεσσίου μεταξύ τών Ιουδαίων. Εις τούς Ψαλμούς τού Σολομώντος, όπου ίσως το πρώτον γίνεται η χρήσις τού τίτλου τούτου εις δήλωσιν τού μεγάλου ελευθερωτού, ο Μεσσίας είναι ο υιός τού Δαυίδ και όχι ο υιός τού Θεού. Είναι δεύτερος τις Σολομών άνευ τών αμαρτιών τού Σολομώντος. Αλλ’ εις το βιβλίο τού Ενώχ (105:2 και 62:14) είναι ο υιός τού Θεού. Δυνάμεθα λοιπόν να συμπεράνωμεν, ότι και ο Καϊάφας, όπως και ο Ναθαναήλ (ΙΩΑΝ. Α:49) είχεν αυτήν την ιδέα περί Μεσσίου. Ίσως όμως συνεδύασε τούς δύο τούτους τίτλους πονηρώς και σκοπίμως. Εάν συνελάμβανε τον Ιησούν ομολογούντα ότι ήτο ο υιός τού Θεού, θα ήτο πολύ σοβαρώτερον από το εάν ωμολόγει ότι ήτο απλώς ο Μεσσίας» (Παναγιώτου Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, σελ.474).

    Συμφώνως δε προς τον κατά πολλούς κορυφαίο θεολόγο τού 20ου αιώνος, αείμνητο καθηγητή τού Πανεπιστημίου Αθηνών Λεωνίδα Φιλιππίδη «η υπό θετικήν έννοιαν εκδοχή τής απαντήσεως τού Ιησού ως βεβαιούσης την ερώτηση, αποτελεί μίαν έτι τών πολλών σκοπίμων διαστροφών, ων βρίθει η δίκη τού Ιησού, αποβλέπουσα εις την δια τοιούτων μέσων ενοχοποίησιν αυτού» (Λεωνίδου Φιλιππίδου, Ιστορία τής εποχής τής Καινής Διαθήκης, Αθήναι 1958, σελ. 533, υποσ. 6). Το αυτό δε φρονεί και ο έτερος μεγάλος καθηγητής τού Πανεπιστημίου Αθηνών αείμνηστος Παναγιώτης Τρεμπέλας: «Ο Κύριος δεν ηδύνατο να είπη ότι δεν ήτο ο Χριστός, ο υιός τού Θεού, όπως ενόει τούτον ο μη έχων την πραγματικήν και αληθή περί Σωτήρος και υιού τού Θεού ιδέαν Καϊάφας. Εξ άλλου όμως δεν ηδύνατο και να δώσει πλήρη συγκατάθεσιν λέγων: Ναι είμαι, όπως με φρονείς συ. Δι’ αυτό χρησιμοποεί απάντησιν, δι’ ής ούτε αρνείται ούτε συγκατείθεται πλήρως» (Παναγιώτου Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, σελ.474-475).

     Παρομοίως εξηγεί και ο Ιερός Αυγουστίνος την αντίστοιχη απάντηση που έδωσε ο Ιησούς εις τον Πιλάτο όταν τον ρώτησε: «Είπεν ουν αυτώ ο Πιλάτος· Ουκούν βασιλεύς εί συ; Απεκρίθη Ιησούς· Συ λέγεις ότι βασιλεύς ειμί εγώ.» (ΙΩΑΝ. ΙΗ:37). Λέγει ο  Ιερός Αυγουστίνος: «Ο Ιησούς απεκρίθη ούτως ουχί διότι εφοβείτο να ομολογήση εαυτόν βασιλέα, αλλά τοΣυ λέγειςισοσταθμήθη ούτως ώστε δι’ αυτού ο Ιησούς ούτε αρνείται ότι είναι βασιλεύς (διότι είναι βασιλεύς, τού οποίου η βασιλεία δεν είναι εκ τού κόσμου τούτου), ούτε ομολογεί ότι είναι τοιούτος βασιλεύς, ώστε να δικαιολογήται η υπόθεσις ότι η βασιλεία του είναι εκ τού κόσμου τούτου... Λέγων τοΣυ λέγεις’...είναι ως να είπε· Σαρκικός, καθώς είσαι, λέγεις τούτο σαρκικώς» (Παναγιώτου Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, σελ.646-647). Συμπληρώνοντας τον Ιερό Αυγουστίνο ο αείμνηστος καθηγητής λέγει εν συνεχεία τα εξής: «Η απάντησις αύτη δεν είναι ούτε σαφής βεβαίωσις ούτε άρνησις, αλλά συγκατάθεσις διδομένη ως είδος τι παραχωρήσεως. Η φράσιςΣυ λέγεις’...ως τύπος βεβαιώσεως είναι άγνωστος τόσον παρά τοις κλασικοίς, όσον και εν τη Παλαιά Διαθήκη, ήτο όμως εν πυκνή χρήση παρά τοις ραββίνοις».

     Η απάντηση όμως που αναφέρει ο Μάρκος εις το ερώτημα τού Αρχιερέως «πάλιν ο αρχιερεύς επηρώτα αυτόν και λέγει αυτώ· συ εί ο Χριστός ο υιός τού ευλογητού; 62. Ο δε Ιησούς είπεν· εγώ ειμί» (ΜΑΡΚ. ΙΔ:61-62), εμφανώς βεβαιωτική, ενέχει δυσκολία και εκ πρώτης όψεως φαίνεται να αντικρούεται και να έρχεται εις αντίφαση με την απάντηση που έδωσε ο Ιησούς και περιγράφουν οι Ματθαίος («συ είπας») και Λουκάς («υμείς λέγετε ότι εγώ ειμί»), που όπως είπαμε δεν έχουν θετική ή βεβαιωτική έννοια. Θεωρούμε την αντίφαση φαινομενική, όπως φαινομενικές είναι άλλωστε όλες οι λεγόμενες ‘αντιφάσεις’ τής Γραφής. Συντασσόμεθα με την εξήγηση τού αειμνήστου Παναγιώτου Τρεμπέλα ο οποίος λέγει τα εξής: «Δια τούεγώ ειμίο Μάρκος εξηγεί το εβραϊκόνσυ είπαςτού Ματθαίου τοις αναγνώστες αυτού εξ εθνών» (Παναγιώτου Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, σελ.286).

     Εις τα προλεγόμενα (σελ.20) τού υπομνήματός του ο αείμνηστος καθηγητής λέγει ότι «Το ευαγγέλιό του ο Μάρκος κατά τας μνημονευθείσας μαρτυρίες τών παλαιοτέρων (ιδία τού Κλήμεντος) προώριζε κυρίως δια τούς εξ εθνών Χριστιανούς. Και εσωτερικοί λόγοι πείθουσιν, ότι οι προς ούς απευθύνεται δια τού ευαγγελίου του ο Μάρκος δεν ήσαν Χριστιανοί εκ Παλαιστίνης και εκ τού γένους τών Ιουδαίων, αλλ’ αναγνώσται αγνοούντες την αραμαϊκήν και τα ιουδαικά έθιμα. Εντεύθεν μεταφράζει ανελλιπώς ο Μάρκος τας εις το ευαγγέλιό του παρεισαγομένας αραμαϊκάς λέξεις ή φράσεις (Πρβλ. Γ:17 «...Βοανεργές, ό εστι υιοί βροντής», Ε:41 «ταλιθά, κούμι· ό εστι μεθερμηνευόμενον, το κοράσιον, συ λεγω, έγειρε», Ζ:11 «...κορβάν, ό εστι δώρον», Ζ:34 «εφφαθά, ό εστι διανοίχθητι», ΙΔ:36 «αββά ο πατήρ», ΙΕ:34 «Ελωί Ελωί, λιμά σαβαχθανί; ό εστι μεθερμηνευόμενον, ο Θεός μου ο Θεός μου, εις τι με εγκατέλειπες;»), εξηγεί δε συνηθείας και έθιμα ιουδαϊκά καθώς και τόπους και καιρούς, άγνωστα εις τούς εθνικούς».

     Κατά δε τον Ευαγγελιστή Λουκά, εις την, μετά την προηγηθείσα τής νυκτός συνεδρία που διεξήχθη εις την οικίαν τού Καϊάφα, πρωινή διάσκεψη τού Μεγάλου Συνεδρίου, που συνήλθε εις την επίσημη πλέον αίθουσα τού συνεδρίου (την καλουμένη Λισκάθ Χαγκαζίθ) για να απαγγείλει την ποινή (διότι κατά το Ιουδαϊκό Δίκαιο, ποινή που απαγγέλλεται για έγκλημα κατά την διάρκεια τής νυκτός ήτο εξ υπαρχής άκυρος), η απάντηση τού Ιησού εις το ερώτημα τών συνέδρων δικαστών («ει συ εί ο Χριστός, ειπέ ημίν». ΛΟΥΚ. ΚΒ:66), έχει ως εξής: «Εάν υμίν είπω», δηλαδή εάν επιβεβαιώσω την ερώτησή σας και πω τον εαυτό μου Μεσσία, «ου μη πιστεύσητε», αφού δεν επιστεύσατε μέχρις αυτής τής στιγμής, αν και από τού κηρύγματος τού Ιωάννου και εξής έχετε απτά σημεία τής ιδιότητός μου, από τα οποία κανένα δεν παραδεχθήκατε (πρβλ. ΙΩΑΝ. Α:19-36, Ι:24)· «εάν δε ερωτήσω» ποία δηλαδή ιδέα έχετε εσείς περί τού αναμενομένου Μεσσίου από τις Γραφές και ποία σχέση ευρίσκετε μεταξύ Εκείνου και εμού, «ου μη αποκριθήτε», δεν θα απαντήσετε, είτε διότι δεν αναγνωρίζετε εις το πρόσωπό μου πραγματοποιηθείσα την μεσσιακή εκείνη εικόνα και προσδοκία, είτε διότι εθελοτυφλούντες δεν ομολογείτε. «Από τού νυν δε έσται ο υιός τού ανθρώπου καθήμενος εκ δεξιών τής δυνάμεως τού Θεού», δηλαδή: ένα μόνο σάς λέγω, ότι από τής στιγμής ταύτης θα βλέπετε εις εμένα να συμβαίνουν εκείνα τα σημεία, τα οποία κατά την παράδοσή σας, συνοδεύουν τον ‘υιόν τού ανθρώπου’ (ΛΟΥΚ. ΚΒ:67-69. Πρβλ. ΔΑΝ. Ζ:13 και εξής).   

    «Αλλά ούτε και ‘Υιός τού Θεού’ είμαι υπό την έννοια την οποίαν εσείς έχετε περί ‘υιού τού Θεού’», διότι κατ’ επίδραση άλλων ανατολικών λαών, εις τούς οποίους ο θεοποιούμενος βασιλεύς ωνομάζετο ‘υιός τού θεού’, τιτλοφορείτο ‘υιός τού θεού’ και ο κοσμικός Μεσσίας, τον οποίον ανέμενον οι Εβραίοι. Όχι όμως με την μεταφυσική – υψίστη έννοια, υπό την οποίαν και ο Πρόδρομος αποκαλούσε τον Ιησού («Καγώ εώρακα και μεμαρτύρηκα ότι ούτός εστιν ο Υιός τού Θεού», ΙΩΑΝ. Α:34) και ο Ιησούς καλούσε τον εαυτό Του ‘Υιόν τού Θεού’ («συ πιστεύεις εις τον Υιόν τού Θεού;», ΙΩΑΝ. Θ:35), αλλά με την έννοια, ότι χριόμενος βασιλεύς, βασιλεύς κοσμικός, καθίστατο τρόπον τινά θετός υιός τού θεού.

     Υπό τέτοιαν, καθαρώς κοσμική έννοια, την οποίαν εσείς οι Εβραίοι άρχοντες έχετε περί υιών τού θεού, δεν είμαι εγώ Μεσσίας υιός τού θεού, δεν είμαι δηλαδή επίγειος βασιλεύς, ως υιοθετημένος υπό τού Θεού, ούτε θεοποιημένος άνθρωπος. Αλλά εις το άκουσμα αυτής τής ομολογίας οι δικαστές, αυτοί που είχαν μόνο την κοσμική περί βασιλέων υιών τού θεού έννοια, φωνάζουν: ‘συ ουν εί ο Υιός τού Θεού;» (ΛΟΥΚ. ΚΒ:70), δηλαδή, «είσαι λοιπόν εσύ θεοποιημένος βασιλεύς;». Κι έτσι, δι’ αυτού τού τρόπου επέρχεται ασυνεννοησία μεταξύ κατηγορουμένου και δικαστών. Άλλα λέγει ο Ιησούς και άλλα εννοούν αυτοί. Δεν είμαι δηλαδή ούτε Μεσσίας ούτε υιός τού θεού υπό την κοσμική έννοια την οποία αποδίδετε εσείς εις αυτούς τούς χαρακτηρισμούς, αλλά είμαι ουράνιος βασιλεύς και πραγματικός υιός τού Θεού, είμαιυιός τού ανθρώπου’! («απ’ άρτι όψεσθε τον Υιόν τού ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών τής Δυνάμεως και ερχόμενον επί τών νεφελών τού ουρανού», ΜΑΤΘ. ΚΣΤ:64).

     Τι όμως σημαίνει η φράση ‘υιός τού ανθρώπου’; Κατά μίαν ερμηνεία είναι ταπεινή έκφραση τού Ιησού και αναφέρεται εις την ανθρώπινη φύση Του. Η μεν έκφραση ‘Υιός τού Θεού’ αναφέρεται εις την ανωτέρα Του φύση, την θεϊκή, η δε άλλη έκφραση ‘Υιός τού ανθρώπου’ εις την κατωτέρα Του φύση, την ανθρώπινη. Εκ τής Ιουδαϊκής όμως φιλολογίας πληροφορούμεθα, ότι ο χαρακτηρισμός αυτός απεδίδετο όχι εις τον επίγειο Μεσσία, ο οποίος θα εγεννάτο εις την γη εκ τού γένους Δαυίδ, αλλά ‘υιός τού ανθρώπου’ εκαλείτο ο ουράνιος Μεσσίας, ο οποίος επιστεύετο ότι κατοικεί εν ουρανοίς, προϋπάρχων τής δημιουργίας τού κόσμου, φορέας τού Πνεύματος τού Θεού, μελλοντικός κριτής τού κόσμου και τών βασιλέων τής γης κατά την μεγάλη κρίση, ο οποίος, ως κριτής τού κόσμου, θα καθίσει εκ δεξιών τού Θεού και θα έχει την πρωτοβουλία τής κρίσεως. Εκείνος, ενώπιον τού Οποίου, όταν καθίσει επί θρόνου τής δόξης Του, θα πέσει εις προσκύνησή Του κάθε δημιούργημα, ο ίσος με τον Θεό κριτής και κυρίαρχος τού κόσμου, ο φερόμενος επί τών νεφελών τού ουρανού (ΔΑΝ. Ζ: 13), ο Κύριος τών ουρανίων δυνάμεων.

    Αυτά εννοούσαν οι Εβραίοι εκείνης τής εποχής με την έκφραση υιός τού ανθρώπου’. Αν και η έννοια αυτή περί τής υπερφυσικής οντότητος τού ‘υιού τού ανθρώπου’ διέφερε αρκετά από την εικόνα και την προσδοκία που είχαν οι Εβραίοι περί Μεσσίου βασιλέως, όμως η ουράνια θεία οντότης τού ‘υιού τού ανθρώπου’ που προϋπάρχει τής δημιουργίας, δεν άργησε να συνδυασθεί προς την έννοια τού κοσμικού Μεσσίου, και από αυτή την συσχέτιση τών δύο εννοιών συναπετελέσθη μία έννοια, η έννοια περί ουρανίου Μεσσίου, ο οποίος διατηρούσε όλες τις ιδιότητες τής ουρανίου προελεύσεώς του και τής θείας του κυριαρχίας, επιστεύετο ότι θα εγεννάτο και κατά σάρκα επί τής γης εκ γένους Δαυίδ. Η μικτή λοιπόν αυτή παράσταση περί τέτοιου Μεσσίου ήτο, κατά τούς χρόνους τού Ιησού, ευρύτατα διαδεδομένη εις τις λαϊκές μάζες τού εβραϊσμού.

     Και τώρα, μετά από όλες αυτές τις απαραίτητες διευκρινήσεις, είμαστε εις θέσιν να εννοήσουμε, γιατί ο Αρχιερεύς πρόεδρος, αμέσως μόλις άκουσε τον Ιησού να ομολογεί ότι είναι ο υιός τού ανθρώπου (ΜΑΤΘ. ΚΣΤ:64, ΜΑΡΚ. ΙΔ:62), δηλαδή ουράνιος, θεογέννητος και θείος Μεσσίας, που κατέβηκε από τον ουρανό και εκ γένους Δαυίδ, επί γης γεννηθείς κατά σάρκα, τον οποίον κήρυξαν οι προφήτες, διέρρηξε τα ιμάτιά του (ΜΑΤΘ. ΚΣΤ:65, ΜΑΡΚ. ΙΔ:63-64, ΛΟΥΚ. ΚΒ:71), έξαλλος από οργή, αλλά και ικανοποιημένος αυτός και οι σύνεδροι δικαστές, διότι επί τέλους απέσπασαν από τον Ιησού την αυτοκατηγορία του, ώστε να μην είναι πλέον ανάγκη να παραστούν άλλοι μάρτυρες. Ο Ιησούς δι’ αυτής τής ομολογίας είχε σφετερισθεί, κατ’ αυτούς, θεία ιδιότητα και συνεπώς είχε βλασφημήσει κατά τού Θεού. Κατά δε τον αείμνηστο Παναγιώτη Τρεμπέλα «Η κατά τον Αρχιερέα βλασφημία συνίστατο κυρίως εις το ότι ο Ιησούς διεκδικούσε μίαν τόσο υψηλήν θέσιν, ‘εκ δεξιών τής δυνάμεως’» (Παναγιώτου Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, σελ.287) και ότι «Ο Ιησούς δια τών λόγων του τούτων είχε υψώσει το μεσσιακό αξίωμα εις ύψη υπερφυσικά και υπερουράνια. Ο Μεσσίας ήτο λοιπόν ίσος προς τον Θεόν. Δια να κάθηται εκ δεξιών τού Θεού, έπρεπε να είναι ίσος προς αυτόν. Ωνόμασε μεν εαυτόν ο Ιησούς υιόν ανθρώπου, αλλά με αξιώσεις και δικαιώματα, που καθίστων αυτόν τον υιόν τού Θεού.» (Παναγιώτου Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, σελ.625)

    Η κατηγορία ακούσθηκε, απολογία τού κατηγορουμένου και μάρτυρες υπερασπίσεως δεν χρειάζονται, αφού αυτός ο Ιησούς εγένετο κατήγορος  τού εαυτού του («τί έτι χρείαν έχομεν μαρτυρίας; Αυτοί γαρ ηκούσαμεν από τού στόματος αυτού.», ΛΟΥΚ. ΚΒ:71), δεν υπολείπεται παρά η απόφαση, προς την οποίαν, παραβαίνοντας κάθε νόμο και άνευ εξετάσεως τής νέας κατηγορίας, σπεύδει ο Αρχιερέας, ρωτώντας τυπικά τα μέλη τού Συνεδρίου, ποία η γνώμη των (ΜΑΤΘ. ΚΣΤ:65, ΜΑΡΚ. ΙΔ:64). Και οι σύνεδροι δικαστές, άνευ οιασδήποτε σκέψεως ή διασκέψεως, απαντούν: «ένοχος θανάτου εστίν» (ΜΑΤΘ. ΚΣΤ:66, ΜΑΡΚ. ΙΔ:64), απαγγέλοντες έτσι την από μακρού χρόνου προειλημμένη και προσχεδιασμένη απόφασή των. Ο Καϊάφας δεν ήτο δυνατόν να είναι αμερόληπτος, όπως απαιτείται σε κάθε δίκη, αφού τέσσερις εβδομάδες προηγουμένως είχε προαποφασίσει και προεξαγγείλει ως συμφέρουσα για τον λαό την θανάτωση τού Ιησού («...συμφέρει ημίν ίνα είς άνθρωπος αποθάνει υπέρ τού λαού και μη όλο το έθνος απόληται.», ΙΩΑΝ. ΙΑ:50). Υπό πρόεδρο τέτοιων έκδηλων διαθέσεων, η απόφαση τού Μεγάλου Συνεδρίου ήτο προειλημμένη.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 25-7-2011.

Τελευταία ενημέρωση: 25-7-2011.

Πάνω