Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Ορθοδοξία και Δογματικά

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.

Μέρος Δεύτερον

Τού Ανδρέα Θεοδώρου

Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Β΄ Κεφάλαιο

Η διαμόρφωσις των καθολικών βάσεων της Εκκλησίας

1. Ο Κανών της πίστεως ή της αληθείας (Regula veritatís ή Regula fidei)

Οι Γνωστικοί ισχυρίζοντο, ότι κατείχαν την γνησίαν Χριστιανικήν αλήθειαν, την οποίαν ήντλουν εκ μυστικών δήθεν αποστολικών παραδόσεων348. Οι λόγοι οι οποίοι ώθουν αυτούς να προσφύγουν εις την αποστολικήν παράδοσιν ήσαν εμφανείς: δια της προσφυγής τούτης ήθελαν να προσδώσουν κύρος εις την διδασκαλίαν των. Αυτή δεν ήτο διδασκαλία καινή, προερχομένη εξ ανθρώπων — ως συνήθως κατηγορούντο — αλλ' ήτο διδασκαλία αποστολική, κατά συνέπειαν δε γνησία και αυθεντική. Αν όμως ηλήθευεν ο εν λόγω ισχυρισμός των Γνωστικών, τότε αυτομάτως η διδασκαλία της Εκκλησίας έπρεπε να ήτο νόθος και ψευδής.

Το κέντρον των γνωστικών διισχυρισμών διείδεν ορθώς η Εκκλησία, η οποία και αντέταξε τον ιδικόν της Κανόνα Πίστεως, τον οποίον, παραλαβούσα εκ των Αποστόλων, διετήρει εις τους κόλπους αυτής απαράφθορον και ανόθευτον. Ο τρόπος δια του οποίου αντιμετώπιζεν η Εκκλησία τας περί αποστολικής παραδόσεως αξιώσεις των Γνωστικών, ήτο απλούς: Αν αι γνωστικαί διδασκαλίαι ήσαν πράγματι αλήθειαι αποστολικαί, έπρεπε να περιλαμβάνωνται εις τον Κανόνα της αληθείας, τον εν τη Εκκλησία αυθεντικώς διακρατούμενον και φυλασσόμενον. Αν όχι, ήσαν διδασκαλίαι ψευδείς, τας οποίας οι ορθογνώμονες Χριστιανοί έπρεπε να αποκρούουν και να αποστρέφονται.

Ποιος όμως ήτο ο Κανών ούτος της αληθείας;349

Ο όρος Κανών, σημαίνων αρχικώς την στάθμην των οικοδόμων ή παν άλλο αντικείμενον (ξύλον) χρησιμοποιούμενον υπό των τεχνιτών «εις ξύλων ή λίθων ευθύτητα»,350 λαμβάνεται και εν μεταφορική εννοία προς δήλωσιν του παραδείγματος ή του μέτρου, προς το οποίον συγκρίνοντές τι, χαρακτηρίζομεν αυτό και αποφαινόμεθα περί της αξίας του.351 Εν μεταφορική εννοία χρησιμοποιείται και εν τη θεολογική γλώσση ο Κανών προς δήλωσιν του μέτρου ή του κριτηρίου της εν τη Εκκλησία φυλασσομένης πίστεως (Regula fidei) ή αληθείας (Regula veritatis). Την αλήθειαν ταύτην παραλαβόντες οι Απόστολοι παρά του Κυρίου παρέδωσαν ακολούθως εις την Εκκλησίαν ως «παρακαταθήκην» (1 Τιμ. 6,20), ως ενιαίον «τύπον διαδοχής» (Ρωμαίους 6, 17) και ως κανόνα ευσεβούς πολιτείας και πίστεως.352 Ως εκ των Αποστόλων προερχομένη η αλήθεια (τα δόγματα της πίστεως) απετέλει το σπουδαιότερον μέρος της traditio vetus ή της traditio ab apostolis.353

Ως όμως είναι γνωστόν, το περιεχόμενον της θείας αποκαλύψεως οι Απόστολοι παρέδωσαν αρχικώς εις την Εκκλησίαν δια ζώσης — ως τούτο δια ζώσης παρέλαβον παρά του Διδασκάλου — μαθητεύσαντες δια του προφορικού λόγου των πάντα τα έθνη της γης (Ματθαίος 28,19). Ακολούθως και εξ αφορμής ειδικών περιστάσεων και συνθηκών ήρχισαν να καταγράφουν συνοπτικώς την διδασκαλίαν αυτών εις τα ευαγγέλια, όπως γραπτώς παρεδόθη παραλλήλως το περιεχόμενον και ο τρόπος της ιδικής των διδακτικής ενεργείας και δράσεως. Ως είναι φανερόν, τόσον ο γραπτός όσον και ο προφορικός λόγος των Αποστόλων, ως προερχόμενος εκ της αποστολικής πηγής, δεν ήτο δυνατόν να διαφέρουν μεταξύ των, χρησιμοποιούμενοι συγχρόνως και ως ισόκυροι γνώμονες και αρχαί αποδεικτικαί της γνησιότητος της εν τη Εκκλησία φυλαττομένης αληθείας της πίστεως.

Παραλλήλως όμως προς τα ανωτέρω δύο πνευματικά μεγέθη (προφορικήν και γραπτήν παράδοσιν) και μάλιστα πολύ ενωρίς — πολύ ενωρίτερον των αντιγνωστικών αγώνων της Εκκλησίας — η αρχαία Χριστιανική κοινότης ωθουμένη εξ αναγκών Ιεραποστολικών (εκ του κατηχητικού έργου αυτής) ήρχισε να διατυπώνη βραχείας προτάσεις πίστεως (ομολογίας)354, καταγράφουσα εις αυτάς συνοπτικώς τα κυριώτερα σημεία της αποστολικής της πίστεως. Αι ομολογίαι αύται απηγγέλλοντο κυρίως εις επίσημα εκκλησιαστικά γεγονότα, το βάπτισμα, την θείαν ευχαριστίαν και τους κατά των δαιμόνων εξορκισμούς. Ιδίως η ομολογία του βαπτίσματος είχεν ιδιαιτέραν σημασίαν, διότι οι ομολογούντες αυτήν απεδείκνυον δημοσία την Χριστιανικήν των ιδιότητα και διεκρίνοντο σαφώς από των απίστων.

Αι ομολογίαι, συμπληρούμεναι εν τω μεταξύ καταλλήλως (εις τούτο συνετέλεσε τα μέγιστα η εμφάνισις των αιρέσεων), βραδύτερον ωνομάσθησαν «σύμβολα».355 Δια των συμβόλων διεκρίνοντο οι αληθείς Χριστιανοί από των μη τοιούτων. Τοιαύτας ομολογίας πίστεως είχον όλαι σχεδόν αι αρχαίαι Εκκλησίαι, χωρίς τούτο να σημαίνη, ότι και η διατύπωσις αυτών ήτο πανταχού ενιαία και η αυτή. Εις τας ομολογίας ταύτας δεν κατεχωρίζοντο κανόνες ηθικού περιεχομένου, αλλά μόνον τα κυριώτερα σημεία της δογματικής (αποστολικής) παραδόσεως της Εκκλησίας, τα οποία διήγειρον αμφισβητήσεις εκ των έξω και απετέλουν αντικείμενον διαστρεβλώσεως εκ μέρους των αιρέσεων.356

Τούτων ούτως εχόντων, τίθεται το ερώτημα: Εις ποίαν σχέσιν ευρίσκετο ο Κανών της αληθείας προς τους ανωτέρω τρεις βασικωτάτους παράγοντας της αρχαίας εκκλησιαστικής συνειδήσεως και ζωής;

Την απάντησιν εις το ερώτημα θα εύρωμεν ευχερέστερον αν εξετάσωμεν το ζήτημα εις τας αντιαιρετικάς πηγάς της αρχαίας εκκλησιαστικής γραμματείας, ήτοι εις τα συγγράμματα των αντιγνωστικών Πατέρων της Εκκλησίας.

1. Η σημαντικωτέρα εκ των πηγών τούτων είναι τα συγγράμματα του Ειρηναίου, Επισκόπου Λουγδούνων και Μάρτυρος, ο οποίος ομολογουμένως υπήρξε κορυφαία προσωπικότης εις τον αγώνα της αρχαίας Εκκλησίας εναντίον της γνωστικής κακοδοξίας. Εκ των συγγραμμάτων τούτων πληροφορούμεθα:

 

α) Τον αποστολικόν χαρακτήρα της εν τη Εκκλησία φυλαττομένης αληθείας.

Τον χαρακτήρα τούτον ο Ειρηναίος, ως κατ' εξοχήν ανήρ της παραδόσεως, εξαίρει ανά παν βήμα εις τα έργα του. Αι σχετικαί μαρτυρίαι είναι παμπληθείς. Παράβαλλε: C. H., I, 10 (Β.Ε.Π. 5, 115): «τούτο το κήρυγμα (των Αποστόλων)… . Και ταύτην την πίστιν… Η Εκκλησία… φυλάσσει». III, 3, 3 (Β.Ε.Π. 5, 143): «το κήρυγμα των Αποστόλων και την παράδοσιν… την πίστιν αυτών και ήν νεωστί από των Αποστόλων παράδοσιν ειλήφει». III, 3, 2: «Habet ab apostolis traditionem et annuntiatam hominibus fidem». II, 9, 1: «acclesia autem omnis per universum orbem hanc accepit ab apostolis traditionem». III, 4, 2: «veterem traditionem diligenter custodientes: in unum deum credentes…» κ. ά.

 

β) την προφορικήν και έγγραφον μορφήν της αποστολικής παραδόσεως.

Κατά τον Eιρηναίον οι Απόστολοι παραλλήλως προς το προφορικόν κήρυγμα αυτών, κατέγραφον — θεία προνοία — εις τα Eυαγγέλια τα κυριώτερα σημεία της διδασκαλίας των.357 Γραφή και προφορική παράδοσις358 ως έχουσαι την αυτήν αποστολικήν προέλευσιν και περιλαμβάνουσαι το αυτό αποστολικόν κήρυγμα, έχουν και την αυτήν καθοριστικήν ισχύν ως προς την γνησιότητα της θείας αληθείας συνιστώσαι την «regula veritatis inadulterata».

Ο Ειρηναίος όμως δεν ταυτίζει τας δύο αυτάς πηγάς της πίστεως αλλά διακρίνει σαφώς μεταξύ αποστολικής παραδόσεως (traditio apostolica) και θείων Γραφών (Scripturae). Η πρώτη χρονικώς είναι προγενεστέρα της δευτέρας συνιστώσα την verus traditio, την οποίαν απ' αρχής παρέδωσαν οι Απόστολοι εις την Εκκλησίαν. Το κυριώτερον μέρος της παραδόσεως ταύτης είναι η veritatis traditio, εν τη οποία περιελήφθησαν πάντα τα εις την πίστιν αφορώντα (omnia quae sint veritatis), και την οποίαν έκτοτε διαφυλάσσει γνησίαν και αναλλοίωτον η Εκκλησία.

Η παράδοσις αυτή θα υπήρχε και εις περίπτωσιν ακόμη, καθ' ην ουδέν παρεδίδετο γραπτόν υπό των Αποστόλων. Τούτο πιστοποιεί το γεγονός ότι πολλοί Χριστιανοί, μη γνωρίζοντες ανάγνωσιν και γραφήν, εν τούτοις κατείχον την εξ ακροάσεως προσλαμβανομένην και δια ζώσης μεταδιδομένην παράδοσιν της Εκκλησίας.359 την αποστολικήν αλήθειαν ελάμβανον οι πιστοί κατά το βάπτισμα. Ταύτην μετέδιδεν εις αυτούς προφορικώς ο Προεστώς της Εκκλησίας: «ούτω δε και ο τον κανόνα της αληθείας ακλινή κατέχων, ον δια του βαπτίσματος είληφε» (C. H. I, 9,4· Β.Ε.Π. 5, 114).360

Είναι φανερόν, ότι κατά τον Ειρηναίον τον Κανόνα της αληθείας (Regula Veritatis) συνιστά κατ' ουσίαν η προφορική παράδοσις των Αποστόλων η φυλασσομένη εν τη Εκκλησία και μεταδιδόμενη υπ' αυτής δια του βαπτίσματος εις το μέλη της. Επομένως η γνώμη ωρισμένων ερευνητών (Kunze κ.ά.), κατά την οποίαν αι άγιαι Γραφαί αποτελούν αναγκαίον στοιχείον του Κανόνος, δεν δύναται να έχη σοβαρά ερείσματα παρά τω Ειρηναίω. Μόνον εν γενικωτάτη εννοία και καθ' όσον αι άγιαι Γραφαί έχουν αποστολικήν την προέλευσιν αυτών, είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν ως Regula veritatis, χωρίς εν τοσούτω ν' ανήκουν ουσιωδώς εις τον Κανόνα.361

 

γ) την ύπαρξιν του Κανόνος της αληθείας.

Περίπου 10 φοράς απαντά ο όρος «Κανών της αληθείας» (Regula veritatis) εις τα έργα του Ειρηναίου.362 Ο όρος αποτελεί συνώνυμον της «αληθείας» (II, 27, 1), της «πίστεως» (I, 22, 1), του «Λόγου του Θεού» (IV, 35, 4). Εις όλας τας περιπτώσεις αυτάς ο Κανών αναφέρεται εις την δογματικήν πίστιν της Εκκλησίας, εις τας αληθείας της θείας αποκαλύψεως τας οποίας οι Απόστολοι παρέλαβον παρά του Κυρίου και ενεπιστεύθησαν, ως παρακαταθήκην αιωνίαν και ακατάλυτον, εις την Εκκλησίαν.

Τα βασικώτερα σημεία του Κανόνος της αληθείας μας παρέχει κατά τρόπον πολύ ενδεικτικόν το εις αρμενικήν μετάφρασιν, τo έτος 1904 ανευρεθέν (εις Erivan της ρωσσικής Αρμενίας) έργον του Ειρηναίου «Επίδειξις του Αποστολικού Κηρύγματος».363 Το κήρυγμα τούτο («το σωμάτιον της αληθείας», ο «Κανών της πίστεως», ο «υγιαίνων λόγος»), ως εκτίθεται υπό του Ειρηναίου, περιλαμβάνει: διδασκαλίαν περί Θεού (εις διάταξιν τριαδικήν), περί δημιουργίας, περί της σωτηρίου εν τη Π. Διαθήκη οικονομίας (κεφ. 8-30), περί του προσώπου και του έργου του Χριστού (καταγωγή, φύσις, ενέργειαι, απολύτρωσις, ανάστασις και εις ουρανούς ανάληψις, κεφ. 30-40). Περαιτέρω — και μετά μνείαν των Αποστόλων (κεφ. 41) — περιλαμβάνει διδασκαλίαν περί του βαπτίσματος και του Αγίου Πνεύματος (κεφ. 42), περί της πίστεως, αγάπης, ελπίδος — ως αποτελεσμάτων του κηρύγματος — περί της εν Πνεύματι πολιτείας, περί της αναστάσεως, της Εκκλησίας (εν τη οποία ως λαός του Θεού αντί των Ιουδαίων αναδεικνύονται οι εθνικοί) και περί της δευτέρας του Κυρίου παρουσίας (κεφ. 43 και εξής).

Το σπουδαίον τούτο έργον του Ειρηναίου, παρέχον εις τας βασικός αυτού γραμμάς την διδασκαλίαν του μεγάλου έργου του Ειρηναίου (Κατά Αιρέσεων), δεικνύει κατά τρόπον ανάγλυφον ποίος ήτο περίπου ο Κανών της αληθείας εν τη Εκκλησία υπερμεσούντος του β' μ. Χ. αιώνος, ποία ήσαν δηλαδή τα κεντρικώτερα σημεία της αποστολικής πίστεως, ως ταύτην εδέχοντο και ωμολόγουν οι Χριστιανοί.

 

δ) την ύπαρξιν Ομολογιών πίστεως364 ή διατυπώσεων συμβολικών.

Αι ομολογίαι πίστεως, τας οποίας παραθέτει ο Ειρηναίος, ως κεντρικόν στόχον αυτών είχον την ανάδειξιν της εν τη πίστει ενότητος της Εκκλησίας, την οποίαν, ως γνωστόν, διέσπων οι Γνωστικοί.365 Είναι δε αύται δύο ειδών, διμερείς και τριμερείς.

Εις τας πρώτας κατατάσσονται αι ομολογίαι αι έχουσαι δύο σκέλη και διακηρύσσουσαι την πίστιν εις Θεόν Πατέρα και εις Κύριον Ιησούν Χριστόν ενώ εις τας δευτέρας καταλέγονται αι έχουσαι τρία σκέλη και διακηρύσσουσαι την πίστιν εις τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.

Κύριον χαρακτηριστικόν γνώρισμα όλων των ομολογιών τούτων είναι αφ' ενός μεν η απουσία της διατυπώσεως «Κανών της αληθείας» (αντί ταύτης γίνεται χρήσις των όρων: πίστις, παράδοσις, βάπτισμα), αφ' ετέρου δε η ρυθμική μορφή υπό την οποίαν αύται εκφέρονται.366

Κατωτέρω αναφέρομεν ενδεικτικώς ανά μίαν εκ των δύο τούτων κατηγοριών ομολογιών.

1. Διμερής: «Αιχμαλωτίζουσιν από της αληθείας τους μη εδραίαν την πίστιν εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού διαφυλάττοντας» (C. Η. I, 3, 6· Β.Ε.Π. 5, 100).367

2. Τριμερής: «Η μεν γαρ Εκκλησία, καίπερ καθ' όλης της οικουμένης έως περάτων της γης διεσπαρμένη, παρά δε των Αποστόλων, και των εκείνων μαθητών παραλαβούσα την εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα, τον πεποιηκότα τον ουρανόν, και την γην, και τας θαλάσσας, και πάντα τα εν αυτοίς πίστιν και εις ένα Χριστόν Ιησούν, τον Υιόν του Θεού, τον σαρκωθέντα υπέρ της ημετέρας σωτηρίας και εις Πνεύμα Άγιον, το δια των Προφητών κεκηρυχός τας οικονομίας και τας ελεύσεις και την εκ παρθένου γέννησιν και το πάθος και την έγερσιν εκ νεκρών και την ένσαρκον εις τους ουρανούς ανάληψιν του ηγαπημένου Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών και την εκ των ουρανών εν τη δόξη του Πατρός παρουσίαν αυτού επί το ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα, και αναστήσαι πάσαν σάρκα πάσης ανθρωπότητος» (C. H. I, 10, 1· Β.Ε.Π. 5, 115).368

Υπό των περί τον Ειρηναίον ασχοληθέντων θεολόγων ερευνητών εξητάσθη το ζήτημα κατά πόσον παρά τω Επισκόπω της Λυώνος ο Κανών της αληθείας (η Regula veritatis) ταυτίζεται μετά της Ομολογίας του βαπτίσματος. Διετυπώθη το ερώτημα: Ο Κανών της αληθείας χρησιμοποιείται υπό του Ειρηναίου ως όρος τεχνικός προς δήλωσιν της εν τω βαπτίσματι Ομολογίας της πίστεως;

Την ταύτισιν μεταξύ Κανόνος αληθείας και βαπτισματικής Ομολογίας εδέχθησαν οι πλείστοι των ερευνητών. Ημείς προσωπικώς δεν νομίζομεν, ότι η ταύτισις αυτή είναι κατά πάντα ορθή. Ο Κανών της αληθείας και ταυτίζεται και δεν ταυτίζεται — παρ' Ειρηναίω — μετά της βαπτισματικής Ομολογίας. Και ταυτίζεται μεν, διότι η Ομολογία του βαπτίσματος περιλαμβάνει τον Κανόνα κατά τα βασικά αυτού διδάγματα. Είναι, δηλαδή, συνοπτική έκθεσις εκείνου.

Η Ομολογία του βαπτίσματος υπήρχεν ανέκαθεν εν τη Εκκλησία και προ της εμφανίσεως των ποικιλωνύμων αιρέσεων. Παραθέτων ο Ειρηναίος εν συνάψει τον «Κανόνα» (την «εντολήν», τον «παλαιόν λόγον», την «δοθείσαν πίστιν») επαναλαμβάνει απλώς ό,τι προ αυτού έλεγον ο Ιωάννης, ο Κλήμης, ο Πολύκαρπος και ο Ιγνάτιος. Το κείμενον βεβαίως και η έκτασις της Ομολογίας δεν ήσαν αυστηρώς καθωρισμένα. Εις αυτά προσετίθεντο βαθμηδόν νέαι προτάσεις πίστεως, την προσθήκην των οποίων υπηγόρευον συνήθως αι πνευματικοί ανάγκαι της Εκκλησίας, κυρίως όμως η ανάγκη καταπολεμήσεως των εκάστοτε εμφανιζομένων αιρέσεων. Δεν ταυτίζεται δε, διότι ο Κανών είναι ευρύτερος της Ομολογίας, περιλαμβάνων περισσοτέρας αληθείας369 ή όσας η Ομολογία. Ο Κανών, δηλαδή, περιελάμβανε ολόκληρον την πίστιν ή την διδασκαλίαν της Εκκλησίας (Praedicatio ecclesiae. C. H. I, 10, 1 εξ. V, 27, 1), ήτο το πλήρες σωμάτιον της αληθείας (veritatis corpus integrum. II, 27, 1).

Μόνον εν τη ευρυτέρα ταύτη εννοία ήτο άλλωστε δυνατή η υπό της Εκκλησίας επιτυχής αντιμετώπισις των αιρέσεων. Την ανάγκην ταύτην αντιμετωπίζων και ο Harnack απεδέχθη ως Κανόνα της αληθείας την «Bestimmt interpretirtes Bekenntniss»370 (την καθ' ωρισμένον τρόπον ερμηνευομένην Oμολογίαν). Ότι όμως δια της εκδοχής τούτης περιπίπτομεν εις σχήμα πρωθύστερον, δεν είναι δύσκολον να καταδειχθεί. Πρώτον, διότι την ερμηνείαν των ολίγων προτάσεων πίστεως των ενυπαρχουσών εν τη ομολογία η Εκκλησία διενήργει πάντοτε βάσει της αποστολικής της παραδόσεως, ήτοι της Regula fidei ή Regula verltatis. Δεύτερον, διότι η ύπαρξις της ομολογίας προϋποθέτει οπωσδήποτε την ύπαρξιν του Κανόνος, του οποίου και αποτελεί, ως ήδη ετονίσθη, συνοπτικήν εκφοράν. Επομένως ο Κανών δεν δύναται να είναι η καθ' ωρισμένον τρόπον ερμηνευομένη ομολογία, αλλ' αντιθέτως το μέτρον ερμηνείας εκείνης.

Πρέπει επομένως να διακρίνωμεν Κανόνα και Ομολογίαν.371 Μεταξύ τούτων δεν υπάρχει ποιοτική διαφορά, διότι κατ' ουσίαν αμφότερα είναι έν και το αυτό πράγμα. Η υφισταμένη διαφορά είναι μάλλον ποσοτική. Ο Κανών είναι ευρύτερος της Ομολογίας διότι περιλαμβάνει περισσοτέρας εκείνης αληθείας (είναι πλήρες σύστημα διδασκαλίας). Η Ομολογία είναι στενοτέρα του Κανόνος περιλαμβάνουσα ολιγωτέρας αληθείας (τα κεντρικώτερα σημεία της πίστεως) και εμπλουτιζομένη βαθμηδόν επί τη βάσει του εν τη Εκκλησία φυλασσομένου Κανόνος και αναλόγως των ιστορικών της Εκκλησίας αναγκών. Η ομολογία εμπεριέχεται ολόκληρος εν τω Κανόνι, ενώ ο Κανών συστέλλεται εν τη ομολογία. Η σχέσις αυτή νομίζομεν ανταποκρίνεται πληρέστερον εις τα πράγματα, ως ταύτα εκτίθενται εις το αντιαιρετικόν έργον του μεγάλου θεολόγου της Λυώνος.

 

2. Των ανωτέρω απόψεων του Ειρηναίου δεν φαίνεται ν' απομακρύνωνται αισθητώς αι αντίστοιχοι απόψεις του Τερτυλλιανού.

Και κατά τον Τερτυλλιανόν η Regula fidei προέρχεται εκ του Χριστού (Apol. 47), συνιστώσα την παράδοσιν των Αποστόλων, και μάλιστα εν αντιδιαστολή προς την auctoritas scripta.372 Η παράδοσις αυτή περιλαμβάνει κυρίως την περί πίστεως διδασκαλίαν (doctrina fidei. De praescr., 20. 26. PL 2, 32, 38).

Η Regula fidei ταυτίζεται υπό του Τερτυλλιανού μετά της ομολογίας του βαπτίσματος (του συμβόλου της Ρωμαϊκής Εκκλησίας),373 εν αμέσω δ' εξαρτήσει εξ αυτής (της Ομολογίας) αναπαράγει ούτος το περιεχόμενον του Κανόνος (Regula). Παρά ταύτα, εν τω Κανόνι περιλαμβάνονται προσθήκαι και σκέψεις, αι οποίαι ελλείπουν εκ του κειμένου της ομολογίας,374 (άρα ο Κανών είναι ευρύτερος εις περιεχόμενον της Ομολογίας).

Το σχετικώς νέον παρά τω Τερτυλλιανώ είναι αφ' ενός μεν ο οξύς χαρακτηρισμός του Κανόνος ως lex fidei (πράγμα σύμφωνον προς το νομικόν πνεύμα του Τερτυλλιανού), αφ' ετέρου δε η έξαρσις του μυστηριακού χαρακτήρος του Κανόνος ως christianum sacramentum (Adv. Marc. I, 21. PL 2, 270: «regula sacramenti»).

Ως προς το περιεχόμενον του Κανόνος,375 ο Τερτυλλιανός συμφωνεί κατ’ ουσίαν προς τον Ειρηναίον. Κατά τον Harnack (μν. έργ., σελ. 365) Ο Τερτυλλιανός εν τη Regula fidei περιλαμβάνει τας κάτωθι αληθείας: την εκ του μηδενός δημιουργίαν του κόσμου (De praescr. 13. Pl 2, 26), την προς δημιουργίαν μεσιτείαν του Λόγου (Αυτ.), την προ των δημιουργημάτων αρχήν τούτου (του Λόγου. Αυτ.), ωρισμένην περί ενανθρωπήσεως θεωρίαν (Αυτ.), το κήρυγμα ενός νέου νόμου (nova lex), μίαν νέαν δια του Χριστού επαγγελίαν περί της θείας βασιλείας (nova promissio regni caelorum), τέλος την τριαδικήν του Θεού οικονομίαν (Adv. Prax. 2. PL 2, 157).

Εν τω περιεχομένω τούτω ο Harnack βλέπει ουσιαστικόν βήμα προόδου έναντι της αντιστοίχου διδασκαλίας του Ειρηναίου.376 Παρά τω Τερτυλλιανώ ο Κανών μεταπίπτει εις σύστημα διδασκαλίας (doctrina). Καθ' όσον δε η διδασκαλία αυτή πρέπει να συνδέη τας Χριστιανικάς κοινότητας μεταξύ των, ο Τερτυλλιανός παρουσιάζει τας κοινότητας αυτάς ως είδος σχολών. Ο αποστολικός νόμος και η αποστολική διδασκαλία («apostolische lex et doctrina») πρέπει να συνδέουν σταθερώς τους Χριστιανούς μεταξύ των. Η μετ' αυτών (νόμου και διδασκαλίας) σχέσις αποτελεί το μέτρον της Χριστιανικής ιδιότητος των επί μέρους μελών της Εκκλησίας.377

 

3. Τας αυτάς περίπου αντιλήψεις απαντώμεν και παρά τω Νοβατιανώ.

Το κυριώτερα σημεία της σχετικής διδασκαλίας του είναι τα ακόλουθα:

1) Η Regula veritatis περιλαμβάνει εν εαυτή την γνήσιαν παράδοσιν (sincera traditio) και την καθολικήν πίστιν (catholica fides ή incontaminata doctrinae dominicae jura), δηλαδή την καθαράν χριστιανικήν διδασκαλίαν, ως αυτή προήλθε παρά του Kupíou και διασώζεται εν τη Εκκλησία.378

2) Ο Νοβατιανός όταν ομιλή περί του Κανόνος της αληθείας, έχει πάντοτε εν νω την ομολογίαν του βαπτίσματος (praescripta regula).379 Ταύτα κατ' ουσίαν ταυτίζει. Εν τούτοις

3) αποδέχεται και διαφοράν μεταξύ Κανόνος και Oμολογίας, μάλιστα εις ό,τι αφορά εις την έκτασιν και το περιεχόμενον αυτών. Ο Κανών είναι ευρύτερος της Ομολογίας, περιλαμβάνων αληθείας αι οποίαι δεν απαντούν εις το κείμενον της τελευταίας ταύτης. Ο Κανών περιλαμβάνει ολόκληρον την Χριστιανικήν διδασκαλίαν, ενώ η Ομολογία αποτελεί συνοπτικήν εκφοράν του περιεχομένου της Αποστολικής Παραδόσεως (του Κανόνος), την οποίαν οι πιστοί λαμβάνουν δια του βαπτίσματος. Δι' όσα σημεία ελλείπουν εκ του κειμένου της Ομολογίας, γίνεται προσφυγή εις τον Κανόνα της αληθείας.

4) Η Regula veritatis δεν συμπίπτει ούτε μετά των Αγίων Γραφών (scripturae coelestes). Παρ' όλον ότι άπασαι αι αλήθειαι της Γραφής εμπεριέχονται εις τον Κανόνα, εν τούτοις ο Κανών αποτελεί ίδιον μέγεθος, υπέρ της γνησιότητος του οποίου γίνεται πολλάκις προσφυγή εις την μαρτυρίαν της Αγίας Γραφής.380

 

4. Εν Αλεξανδρεία, τέλος, και κατά την αυτήν περίπου εποχήν παρουσιάζεται έν νέον στοιχείον εν τω υπό μελέτην θέματι ημών. Τα στοιχείον τούτο είναι αι Υγιαί Γραφαί.

Εις αυτάς, δηλαδή εις τα βιβλία της Π. Διαθήκης και τας ευαγγελικάς και αποστολικάς γραφάς ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς τοποθετεί την κατ' εξοχήν αυθεντίαν εις ό,τι αφορά εις τα ζητήματα της πίστεως.

Αι Υγιαί Γραφαί αποτελούν δι' αυτόν τας ειδικάς πηγάς της θείας αληθείας.381 Τον χαρακτήρα τούτον των Γραφών ο Κλήμης τονίζει μετ’ ιδιαιτέρας εμφάσεως. Παραλλήλως όμως γνωρίζει και τον Κανόνα της αληθείας τον οποίον συνιστά η εν τη Εκκλησία φυλαττομένη αποστολική πίστη. Ο Κανών ούτος ευρίσκεται εις στενότατον σύνδεσμον μετά των θείων Γραφών (εν τη συνωδία και συμφωνία «νόμου τε και Προφητών τη κατά την του Κυρίου παρουσίαν παραδιδομένη διαθήκη»).382 Αποτελεί ίδιον μέγεθος επί τη βάσει του οποίου ερμηνεύονται αι άγιαι Γραφαί, το μέτρον δια του οποίου ελέγχεται και διακρίνεται το ψεύδος από της αληθείας.

Ο Κλήμης τέλος γνωρίζει και την Ομολογίαν του βαπτίσματος. Ταύτην αποκαλεί «Ομολογίαν περί των μεγίστων», την φέρει δε εις στενότατον συσχετισμόν μετά του Κανόνος της αληθείας.383 Παρά ταύτα, ο Κανών παρ' αυτώ ούτε μετά της Αγίας Γραφής συμπίπτει, ούτε και μετά της Ομολογίας του βαπτίσματος.

Ομοίως η σχέσις η παρατηρουμένη μεταξύ Κανόνος και Ομολογίας εις τα έργα του Ειρηναίου και του Τερτυλλιανού ελλείπει εκ των έργων του Κλήμεντος. Παρ' αυτώ ο «Εκκλησιαστικός Κανών» φέρεται ως σχήμα κυμαινόμενον και ασαφές, ως ασαφής είναι και η σχέσις αυτού προς την βαπτισματικήν διδασκαλίαν. Η τελευταία αυτή, ενωρίτερον εν Αλεξανδρεία ή αλλαχού, έχασε το σταθερόν και συγκεκριμένον περίγραμμα αυτής. Η έννοια βεβαίως υπήρχεν, αλλά μετ' αυτής συνεδέθη εν νέον περιεχόμενον, ήτοι η περιεκτική διδασκαλία της Γραφής ή η καθολική διδασκαλία της Εκκλησίας.384

Και ταύτα μεν περί του Κανόνος της αληθείας.

 

Σημειώσεις


348. Κατά τον Ειρηναίον αι απόκρυφοι παραδόσεις των Γνωστικών ήσαν αυθαίρετοι και φανταστικοί, εξαλλάσσουσαι συνεχώς άνευ τέλους (C. H. Contra Haersses] 1,8,1. 1, 11, 1. 5. I. 28, 1. ΙΙΙ, 2, 1. IV, 35, 41.

349. Επί του ζητήματος τούτου δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ειδικών ερευνητών. Ούτως ο Aug. Hahn (Bibliothek der Symbole und Glaubensregeln der alten Kirche, Reprograf. Nachdruck, Hildesheim 1962, σελ. 1, υποσ. 1) τον κανόνα πίστεως (Regula fidei) ταυτίζει μετά της ομολογίας του βαπτίσματος ή του βαπτιστηρίου συμβόλου.

Εις την αυτήν ταύτισιν προβαίνει και ο Th. Zahn (άρθρον Glaubensregel, εν Realenc. für Prot. Theol. Und Kirche, VI3, 1899, σελ. 682 εξ.), ενώ ο Harnack ως Κανόνα αποδέχεται την καθ' ωρισμένον τρόπον ερμηνευομένην Oμολογίαν (Lehrbuch der Dogmengeschichte, erst. 8and, 1931, σελ. 360: «Bestimmt interpretirtes Bekenntniss»).

Την άποψιν του Harnack ο Kunze συμπληρώνει και επεκτείνει ως Ακολούθως: «Regula fidel ist aas antihäretisch gewendete, aus der helligen Schrift ergänzte und ausgelegte Taufbekenntniss, diese (die hl. Schrift) selbst mit eingeschlossen, oder aucn = regula fidei ist die gegen die Häretiker zur Einheit zusammengefasste hl. Schrift elten und neuen Testaments, insofern sie den im alten Taufbekenntniss ausgesprochen Glauben zum Inhalt hat, dieses (das Bekenntniss) selbst mit eingeschlossen» (J. Kunze, Glaubensregel, hl. Schrift und Taufbekenntniss etc., L 1899, σ. 185).

Προς την ταύτισιν Κανόνος και Ομολογίας του Βαπτίσματος συγκλίνει και ο Fr. Loofs (Leitfaden zum Studium der Dogmengeschichte, 1. Teil, Halle-Saale 1950, σελ. 100-101, ενώ ο Ferd. Kettenbusch (Das apostolische Symbol, zweit. Band, Hildesheim 1962) διαφοροτρόπως ανευρίσκει την σχέσιν μεταξύ Κανόνος Αληθείας, Oμολογίας του βαπτίσματος (Συμβόλου) και Αγίων Γραφών εις τους επί μέρους εκκλησιαστικούς Πατέρας και συγγραφείς (πλήρης ταύτισις Κανόνος και Ομολογίας παρά τω Τερτυλλιανώ, ίση τοποθέτησις Κανόνος και Συμβόλου παρά τω Ειρηναίω, ταύτισις Κανόνος και Αγίων Γραφών παρά τω Κλήμεντι Αλεξ. Και Ωριγένει).

Ο R. Seeberg, τέλος, (Lehrbuch der Dogmengeschichte, erster Band, Leipz. 1920, σελ. 371 και εξής) μεταξύ Regula Fidei και ομολογίας του βαπτίσματος ευρίσκει και ουσιώδη ταυτότητα και διαφοράς (ο Κανών ευρύτερος εις περιεχόμενον της ομολογίας).

350. Ζωναρά, PG 138, 564D.

351. Επικτήτου, Διατρ. Γ, 4,5. Βλέπε Βασ. Ιωαννίδου, Εισαγωγή εις την Κ. Διαθήκην, εν Αθήναις 1960, σελ. 479.

352. Βλέπε Παν. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθ. Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Πρώτος, Αθήναι 1959, σελ. 123.

353. Ειρηναίου, C. H. V, 20, 1.

354. Αι αρχαιότεραι των προτάσεων τούτων, παλαιστινιακής προελεύσεως, περιελάμβανον την πίστιν εις τον τριαδικόν Θεόν (Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Άγιον). Βραχυτέρα έτι των διατυπώσεων τούτων ήτο η εν τω Ποιμένι του Ερμά (εντολή α') απαντώσα ομολογία πίστεως εις ένα Θεόν κτίστην, διακοσμητήν και προνοητήν των απάντων (Β.Ε.Π. 3, 52). Βλέπε Ad. Harnack, Lehrbuch der Dogmengeschichte, erst. Band. Tüb. 1931, σελ. 355.

 355. Ως Σύμβολον ωνομάσθη το πρώτον η ομολογία του βαπτίσματος εν τη Δύσει το 314 εν τω ογδόω Κανόνι της πρώτης συνόδου της Αρελάτης (βλέπε Hahn. Bibliothek der Symbole..., σελ. 2, υποσ. 1).

356. Ad. Harnack. μν. έργ., σελ. 357.

357. C. H. III, 1,1: «Quod tunc praeconaverunt, postea vero per del voluntatem in scripturis nobis tradiderunt fundamentum et columnam fidei nostrae futuram». Ill, 5, 1: «revestamur ad eam, quse est ax scripturis ostensionem aorum qui evangelium conscripserunt, apostolorum».

358. C. H. III, 5, 1. IV, 35,4.

359. C. H. III, 4,1 εξ.: «Nen opartet adhuc quaerere apud alios veritatem, quam facile est ab ecclesia sumere, quam apostoli quasi in depositorium dives in eam contulerint omnia quae sint veritatis… Propter quod oportet deviare quidem illos, quae autem sunt acclesiae cum summa diligentia diligere et apprehendere veritatis traditionem… Quid autem si neque apostoli quidem scriptures reliquissent nobis, nonne oportebat ordinem sequi traditionis, quam tradiderunt iis quibus committebant ecclesias? Cui ordinationi assentiunt multae gantes barbarorum… et vetarem traditionem diligenter custodientes, in unum daum credentes... Hanc fidem qui sine litteris crediderunt… barbari sunt… Per illam veterem apostolorum traditionem ne in conceptionem quidem mentis admittunt quodcunque eorum portentitoquium est».

360. «Neophytorum quoque sansum confirmare, ut stabilem custodiant fidem, quam bene ab ecclesia acceperunt» (C. H., Πρόλ. V).

361. Βλέπε R. Seeberg, μν. έργ., σελ. 374.

362. Ch. I, 9, 4. I, 22, 1. II, 27, 1. II, 28,1. Ill, 2, 1. Ill, 15, 1. IV, 35,5.

363. Βλέπε Ι. Καραβιδοπούλου, Ειρηναίου Επισκόπου Λουγδούνου Επίδειξις του Αποστολικού Κηρύγματος (εισαγωγή - μετάφρασις - σχόλια), εν Θεσσαλονίκη 1965, σ. 18.

364. Ευσύνοπτοι ομολογίαι πίστεως υπήρχον και προ της εποχής του Ειρηναίου. Ταύτας απαντώμεν ήδη εις τα βιβλία της Κ. Διαθήκης (βλέπε Σχετικώς: Ι. Καρμίρη, Τα δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθ. Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. I, εν Αθήναις 1952, σελ. 36 και εξής). Ομολογίας πίστεως (χριστολογικού κυρίως περιεχομένου) μας παρέχουν περαιτέρω ο Ιγνάτιος Αντιοχείας (προς Μαγνησίους, ΧΙ. Προς Τραλλησίους, ΙΧ. Σμυρν., I. Β.Ε.Π. 2, 296, 300-301, 279-280) και οι απολογηταί: Αριστείδης ο Αθηναίος (Απολ., 15, 1-2. Β.Ε.Π. 3, 147-148) και ο Ιουστίνος (Απολ. Α', 13, 1-3. 21. 31. 42. 46. 61. Διάλ., 63, 1. 85, 1-2. 126, 1. 132, 1. Β.Ε.Π. 3, 167, 172, 177, 183, 185-186, 194, 267, 288-289, 325, 330). Ομολογίαν πίστεως (χριστολογικού ομοίως περιεχομένου) μας παρέχουν και οι εν Σμύρνη κατά του αιρετικού Νοητού συνελθόντες Πρεσβύτεροι (βλέπε Hahn, μν. έργ., σελ. 5-6).

365. Την εν τη πίστει ενότητα της Εκκλησίας εξαίρει ευρύτερον ο Ειρηναίος. Περί αυτής ομιλούν τα κάτωθι χωρία αυτού:

Unua Deus·. 1,9,3. I, 20, 2. I, 31, 3. II, 2. 6. II, 9,1. II, 25,2. II, 30, 6. Ill, 1,2. Ill, 4,1. Ill, 6,4. Ill, 10, 5. Ill, 11, 1. Ill, 11,7. Ill, 12, 8. Ill, 12, 11. Ill, 16, 2. IV, 1, 2, IV, 6,2. IV, 9, 3. IV, 15, 2. IV, 20, 2. IV, 24, 1. IV, 25, 3. κ.ά.

     Unus Peter: II, 11, 1. IV, 1, 2. V, 18, 1.

     Unus Deus et Peter: II, 35, 3. II, 35, 4. Ill, 6, 4. IV, 1, 1. IV, 7, 1. IV, 9, 3. IV, 20, 6.

IV, 33, 3. IV, 38, 1. IV, 41, 4. V, 18, 2.

     Unus Deus Domlnus: II, 6. 1. II, 35, 2.

     Unus et idem Deus: I, 10, 3. II, 25, 1. III, 9, 1. III. 10. 6. III, 11,4. III, 12, 11. IV, 5,1.

     Unus et idem Peter: II, 35. 4. IV, 10, 1.

     Unus et solus Deus: II, 27, 2. II, 30, 9.

     Unus et ipse Deus: III, 13, 1.

     2) Unus Jesus Christus: 1,3,6. 1,9, 2. I, 10, 1. III, 1, 2. III, 6, 5. III. 16, 1. III. 16,6. III, 16,8. III, 17, 4. IV, 36, 2.

     Unus Filius: IV. 6,6. V, 36,2.

     Unum Verbum: IV, 6, 6. V, 18, 2.

     Unus et idem Jesus Christus: III, 16, 2. III, 16, 3. III, 16, 8. III, 16, 9. III, 17. 4.

     Unum et idem Verbum: IV, 36, 4.

     3) Unus Spiritus: III, 11, 8. IV, 6,6. IV, 36, 7.

     Unus et idem Spiritus: III, 21,4.

     4) Une fides: IV, 25, 1.

     Una et eadem fides: I, 10. 3. III, 3. 3. IV. 21, 1. V, 20, 1.

     5) Una seius: IV, 6, 6. IV, 9, 3. V, 6, 1.

     6) Una et eadem preedicetlo: III, 13, 1.

     (Αι ανωτέρω παραπομπαί ελήφθησαν εκ του Benolt, μν. έργ., σελ. 204).

366. Βλέπε Η. Holstein, Les formulss du symbols dans l' oeuvre de saint Irenee, εν SR, 34 (1947), σελ. 454-481, παρά Benolt, μν. έργ., σελ. 209.

367. Άλλας διμερείς βλέπε: III, 1, 2. III, 4, 2. III, 16, 6.

368. Άλλας τριμερές: IV, 33, 7. V, 20, 1. Βλέπε Hehn, μν. έργ., σελ. 6 και εξής.

369. Λ.χ. την δια του Λόγου δημιουργίαν του κόσμου, τον κατακλυσμόν, την διάσωσιν εκ της Αιγύπτου (I, 22, 1), ακόμη και ηθικάς εντολάς και ζητήματα εκκλησιαστικής ευταξίας (V, 20, 1). Βλέπε σχετικώς και Επίδειξιν.

370. Ad. Harnack, μν. έργ., σελ. 360.

371. Εναντίον της ταυτότητας Κανόνος και Ομολογίας παρ' Ειρηναίω τάσσεται ο Vanden Eynde εν τω έργω αυτού les normes de l' enseignement chrétien dans la litterature patristique des trois premiers siècles, Gembloux, 1933, σ. 287-289. Ο Van den Eunde παρατηρεί: «On a pressé davantage le texte pour trouver dans I' expression «régie de la verité» la dénomination techniqu du symbols baptismal. Cette conclusion dépasse les prémisses. Sans doute, l' analogie de I' enoumeration des doctrines réçues au baptême avec le symbole romain suppose qu' en écrivant ces lignes, Irénée avait devant les yeux une confession de foi baptismale (1, 9, 4). Il n' en résulte pas encore que régie de vérité soit le nom propre du sumbole. En effet, cette formule n' introduit pas les principales énumérations des vérités chrétiennes, et elle peut être remplacée par des synonymes qui ne désignent pas la profession de foi. Ensuite, malgré des points de contact nombreux, le résumé des vérités de foi tel qu' Irénée le présente dépasse notablement le contenu de tout sumbole connu. Enfin, Irénée affirme souvent que les hérétiques «professaient» le langue les mêmes vérités que les chrétiens de la grande Église; ils conservaient donc le sumbole de I' Églisa tout en altèrent la régie de la foi… La régie on objet de le foi n' est donc pas le sumbole, pulsque les hérétiques, qui pourtant emploient le langage de l' Église, professent une foi ayent un autre objet». - O δε B. Hagglund, μελετών την «Régula fidei» παρά τω Ειρηναίω, συνάπτει τον Κανόνα της αληθείας προς μόνην την αλήθειαν: «indem Begriff «regula veritatis» bei Irenaus liegt also in erster Hand ein Hinweis nicht auf das Formular des Taufgbekenntnisses, nicht auf die Bücher der heiligen Schrift, nicht auf die kirchliche Lehrüberlieferug als Auslegung das Symbols, sondern auf die Wahrheit selbst» («Die Bedeutung der «regula fidei» als Grundlage theologischer Aussagen» εν ST, XII, 1, 1958, σελ. 19).

372. «Fides, ingult, tua te ca salvum facit, non exercitatio scripturarum» (De praeser, 14. Βλέπε και Adv. Marc., I, 21. De cor., 3. PL 2, 28. 270. 78-97): «Etiam in traditionis obtentu exigenda est, inquis, auctoritas scripta. Ergo quaeramus, en et traditio nisi scripta non debeat recipi. Plane negabimus recipiendam, si nula ecempla praejudicent aliarum observationum, quas sine uilius scripturae instrumento solius traditionis titulo et exinde consuetudinis pstricinio νindicamus».

373. «Cum aquam ingressl christianum fidem in legis suae verbum profitemur» (De Praescr. 4).

374. R. Seeberg, μν. έργ., σελ. 378.

375. Τούτο ο Τερτυλλιανός αποδίδει εις τρεις θέσεις: De praescr. 13. De νirg. vel. 1. Adv. Prax. 2 (PL 2, 26. 270. 156-157). Το κείμενον της τελευταίας τούτης έχει ως ακολούθως: «Unicum quldem deum credimus, sub hac tamen dispensatione quam οικονομίαν dicimus, ut unicl dai alt et fillus sermo ipsius, qui ex ipso processarit, per quem omnia facts sunt at sine quo fectum est nihil, hunc missum a patre in virginem et ex ea natum, hominem et deum, fillum hominis et fillum dei et cognominetum Jeaum Christum, hunc passum, hunc mortuum et sepultum secundum, scriptures et resuscitantum a patre et in caelo resumptum sedere ad dexteram patria, venturum judicare vivas et mortuos; qui exinde miserit secundum promlsslonem suam a patre spiritum Sanctum paracletum, senctificatorem fidei eorum qui credunt in Patrem et Filium et Spiritum Sanctum. Hanc requlem ab initio evangelil decucurrlsse».

376. Ad. Harnack, μν. έργ., σελ. 365. Την θέσιν ταύτην τού Harnack απορρίπτει ο R. Seeberg (μν. έργ., σελ. 378, υποσ. 1).

377. Αυτόθι.

378. De trln. 29. PL 2, 971.

379. De trin. 1, 9. PL 2, 913. 927.

380. R. Seeberg, μν. έργ., σελ. 379·

381. «Τοιαύται δ' ημίν αι κυριακαί γραφαί την αλήθειαν αποτίκτουσαι... Σφάλλεσθαι γαρ ανάγκη μέγιστα τοις μεγίστοις εγχειρούντας πράγμασιν, ην μη τον κανόνα της αληθείας παρ' αυτής λαβόντες έχωσι τής αληθείας». (Στρωμ. Ζ', XVI, Β.Ε.Π. 8, 291). «έχομεν γαρ την αρχήν της διδασκαλίας τον Κύριον δια τε των Προφητών δια τε του ευαγγελίου και δια των μακαρίων Αποστόλων… Εξ αρχής εις τέλος ηγούμενον της γνώσεως». (Στρ. Ζ', XVI. B. E. Π. 8, 291).

382. Στρωμ. Στ', XV. Β.Ε.Π. Β, 225).

383. Εμή τι ουν, ει και παραβαίη τις συνθήκας και την ομολογίαν παρέλθοι την προς ημάς δια τον ψευσάμενον την ομολογίαν αφεξόμεθα της αληθείας και ημείς; αλλ' ως αψευδείν χρη τον επιεική και μηδέν ων υπέσχηται ακυρούν, καν άλλοι τινές παραβαίνωσι συνθήκας, ούτως και ημείς κατά μηδένα τρόπον τον εκκλησιαστικόν παραβαίνειν προσήκει κανόνα· και μάλιστα την περί των μεγίστων ομολογίαν ημείς μεν φυλάττομεν, οι δε παραβαίνουσι» (Στρωμ. Ζ' . XV. Β.Ε.Π. . Β, 289).

384. R. Seeberg, μν. έργ., σελ. 382.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο


Δημιουργία αρχείου: 24-2-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 26-2-2018.

ΕΠΑΝΩ