Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Αγία Γραφή, Ορθοδοξία και Δογματικά

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.

Μέρος Δεύτερον

Τού Ανδρέα Θεοδώρου

Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Β΄ Κεφάλαιο

Η διαμόρφωσις των καθολικών βάσεων της Εκκλησίας

 

2. Ο Κανών της Κ. Διαθήκης

Η δευτέρα κανονιστικής της θείας αληθείας αρχή υπήρξεν ο Κανών της Κ. Διαθήκης (το fundamendum fidei385 evangelicum instrumentum).386 Υπό Κανόνα δε δέον όπως νοήσωμεν την συλλογήν των Ιερών εκείνων Γραφών, αι οποίαι εθεωρούντο υπό της Εκκλησίας ως έχουσαι Αποστολικήν την προέλευσιν αυτών (ήσαν δηλαδή προϊόντα της γραφίδος των Αποστόλων ή τών συνεργατών αυτών), ήσαν θεόπνευστοι (εγράφησαν υπό την έμπνευσιν του Θεού, του Αγ. Πνεύματος) και ήσαν εν τω αυτώ μέτρω αυθεντικαί ως και τα Ιερά βιβλία της Π. Διαθήκης.

Τα βιβλία της Κ. Διαθήκης ήσαν αρχαιόθεν γνωστά εις την Εκκλησίαν, προελθόντα εξ ειδικών αναγκών του κατηχητικού έργου των Αποστόλων. Καθ’ όσον δηλαδή το κήρυγμα της πίστεως εξηπλούτο ραγδαίως, και επολλαπλασιάζοντο αντιστοίχως αι Χριστιανικαί κοινότητες, οι Απόστολοι δεν είχον την ευχέρειαν να επισκέπτωνται αυτοπροσώπως όλας τας υπ' αυτών ιδρυομένας κατά τόπους Εκκλησίας. Είτε, λοιπόν, προς επίλυσιν διαφόρων ανακυπτόντων ζητημάτων, είτε προς συμπλήρωσιν ή και υπόμνησιν του προφορικού κηρύγματος αυτών, είτε πάλιν, προς έκθεσίν των του βίου και της καθόλου δράσεως του Κυρίου οι Απόστολοι έγραφον ευαγγέλια ή επιστολάς, τας οποίας απηύθυνον προς τας κατά τόπους Εκκλησίας ή και εις μεμονωμένα πρόσωπα. Τα έργα ταύτα, λόγω της Αποστολικής των προελεύσεως εθεωρούντο ως πηγαί αυθεντικαί και ρυθμιστικαί του Χριστιανικού ήθους και της πίστεως, ανεγινώσκοντο δε κατά τας λατρευτικός συνάξεις της αρχαίας Εκκλησίας.387

Εις τον καθορισμόν των βιβλίων της Κ. Διαθήκης ως αρχής κανονιστικής της Χριστιανικής πίστεως ωδήγησαν ανάγκαι ιστορικοί, ιδιαιτέρως δε η εμφάνισις των αιρέσεων και η ανάγκη καταπολεμήσεως υπό της Εκκλησίας των ανατρεπτικών της πίστεως θεωριών. Οι αυτοί, δηλαδή, λόγοι επρυτάνευσαν εδώ, όπως και εν τω καθορισμώ του Κανόνος της αληθείας.

Οι αιρετικοί προς στήριξιν των πεπλανημένων δοξασιών των είτε εχρησιμοποίουν ιδικάς των γραφάς τας οποίας εθεώρουν αυθεντικός, είτε τας Γραφάς της Εκκλησίας ηρμήνευον συμφώνως προς το (δικόν των πνεύμα και τας ιδικάς των προκαταλήψεις. Ο Μαρκίων, ως γνωστόν, είχε διαμορφώσει ίδιον κανόνα της Κ. Διαθήκης. Απορρίπτων εντελώς την Π. Διαθήκην (εθεώρει αυτήν ως προϊόν του κατωτέρου δημιουργού Θεού), απεδέχετο ολίγα μόνον βιβλία της Καινής (Το Ευαγγέλιον = το κατά Λουκάν και τούτο παραμεμορφωμένον, και το Αποστολικόν = δέκα επιστολάς του Απ. Παύλου, διεσκευασμένας κατά την προτίμησίν του. Τας ποιμαντορικάς και την προς Εβραίους επιστολήν απέρριπτε), το οποία ηρμήνευε κατά τον ιδικόν του τρόπον.

Παραλλήλως εν τη αρχαία Εκκλησία εκυκλοφόρουν ελευθέρως πολλαί απόκρυφοι και νόθαι γραφαί («αμύθητον πλήθος αποκρύφων και νόθων γραφών»).388 Εξ αυτών άλλαι μεν απεσκόπουν εις την κάλυψιν κενών απαντώντων εις τα κανονικά βιβλία της Κ. Διαθήκης εν σχέσει προς την ζωήν και την διδασκαλίαν του Κυρίου και των Αποστόλων,389 άλλαι δε ήσαν ψευδεπίγραφα έργα αιρετικών, φερόμενα επ' ονόματι των Αποστόλων δια προσηλυτιστικούς κυρίως σκοπούς.

Τέλος εν τη αυτή Εκκλησία υπήρχον εν κυκλοφορία και άλλα βιβλία εποικοδομητικά, έργα αποστολικών κυρίως ανδρών (Κλήμεντος Ρώμης, Ερμά, Διδαχή, κ. ά.), το οποία έχαιρον μεγάλης εκτιμήσεως και εχρησιμοποιούντο παραλλήλως προς τα βιβλία της Κ. Διαθήκης εν τη λατρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Το πλήθος των βιβλίων τούτων κυκλοφορούντων ελευθέρως εις τους κόλπους των Χριστιανικών Κοινοτήτων, επέφερε σύγχυσιν εν τη Εκκλησία. Ιδίως η υπό των αιρετικών χρησιμοποίησις νόθων γραφών και η παρερμηνεία των γνησίων εδημιούργει κίνδυνον παραπλανήσεως των απληροφορήτων. Όπως δε η ανάγκη αντικρούσεως των Γνωστικών, προσφευγόντων εις αποκρύφους αποστολικάς παραδόσεις, ώθησε την Εκκλησίαν εις τον καθορισμόν του Κανόνος της πίστεως ως αυθεντικού γνώμονος της Αποστολικής της παραδόσεως, τοιουτοτρόπως και τώρα η παρουσία των ψευδωνύμων της αιρέσεως γραφών και η παρερμηνεία των γνησίων, ώθησε την Εκκλησίαν εις το να καθορίση τας ιδικάς της αποστολικάς γραφάς, ως ταμείον και γνώμονα της γνησίας αποστολικής της παραδόσεως.

Ετέθη η εξής αρχή: Ό,τι περιείχετο εις τας γραφάς ταύτας ήτο γνήσιον και αυθεντικόν, ό,τι δε δεν περιείχετο ή ήρχετο εις διαφωνίαν και αντίφασιν προς αυτάς, ήτο ψευδός και νόθον.390 Δια του τρόπου τούτου αι αγίαι Γραφαί ανεκηρύσσοντο ως αυθεντικαί αρχαί διαγνώσεως και ελέγχου της αληθείας, ανωρθούντο δε ως τείχος προστατευτικόν της Εκκλησίας κατά της επιβολής και των ποικίλων καταχρήσεων των αιρέσεων. Αι Γραφαί, ως δημιουργηθείσαι εν τη Εκκλησία, εθεωρούντο πνευματική ιδιοκτησία αυτής, ενώ αντιθέτως οι αιρετικοί ως αλλότριοι της Εκκλησίας, ουδέν δικαίωμα είχον επ' αυτών.391

Η χρησιμοποίησις όμως των Αγίων Γραφών προς καταπολέμησιν των αιρέσεων δεν ήτο έργον ευχερές και αποδοτικόν. Την δυσχέρειαν εδημιούργει κυρίως η ερμηνεία των Γραφών. Και οι Γνωστικοί ηρμήνευον τας Αγίας Γραφάς, αλλά κατά τρόπον ιδιότυπον. Κυρίως ηρμήνευον αυτάς αλληγορικώς. Η αλληγορική όμως ερμηνεία παρείχεν έδαφος ελευθερίας, αυθαιρέτου και φανταστικής, ως επί τα πλείστον, εξηγήσεως των βιβλίων της Αγίας Γραφής.

Επί πλέον οι Γνωστικοί, οσάκις κατεπολεμούντο επί τη βάσει των Αγίων Γραφών, δια να δικαιώσουν εαυτούς εμέμφοντο αυτάς πολυειδώς. Ενδεικτικά είναι όσα λέγει ο Ειρηναίος σχετικώς: «Όταν κανείς προσπαθήσει να αναιρέσει τους αιρετικούς δια των Γραφών, τότε ούτοι κατηγορούν τας Γραφάς, ότι δήθεν δεν είναι αξιόπιστοι, ότι ουδεμίαν αυθεντίαν κατέχουν, ότι δύνανται κατά πολλούς τρόπους να νοηθούν, και ότι εξ αυτών (των Γραφών) έχουν την δυνατότητα να εύρουν την αλήθειαν μόνον εκείνοι οι οποίοι κατανοούν την παράδοσιν. Κατά τους Γνωστικούς αυτή (η παράδοσις) δεν έχει καταγραφή, αλλ' είναι παραδεδομένη δια ζώσης, δι' ό και ο Παύλος λέγει: «Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις, σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου ουδέ των αρχόντων του αιώνος τούτου» (Α΄ Κορινθίους 2, 6). Έκαστος όμως εξ αυτών (των Γνωστικών) υπό σοφίαν νοεί την σοφίαν του ιδικού του συστήματος, εις τρόπον ώστε, κατ' αυτούς, η σοφία να προέρχεται άλλοτε μεν εκ του Βαλεντίνου, άλλοτε δε εκ του Μαρκίωνος και άλλοτε εκ του Κηρίνθου»392

Το γεγονός τούτο εν συνδυασμώ προς την ελευθέραν κυκλοφορίαν ψευδών και νόθων γραφών εδημιούργει σύγχυσιν και ασάφειαν, απέφαινε δε την προσφυγήν εις τας Αγίας Γραφάς υπόθεσιν αβεβαίαν. «Ergo non ad scripturas provocandum est — έγραφεν ο Τερτυλλιανός περί το 200 — nec in his constituendum certamen, in quibus aut nulla aut incerta νictoria est»393 Το ζήτημα έπρεπεν επειγόντως να διευθετηθή. Έπρεπε, δηλαδή, η Εκκλησία αφ' ενός μεν να ορίση ποία βιβλία εκ των κυκλοφορούντων εις τους κόλπους της ή σαν γραφαί αποστολικαί και κατά συνέπειαν γνήσιοι και αυθεντικαί, και βάσει ποίου κριτηρίου έπρεπε να γίνεται η ερμηνεία αυτών.

Η Εκκλησία δεν είχε δυσκολίας σχετικώς. Όπως εν τω καθορισμώ της γνησίας αποστολικής παραδόσεως της διεκδικουμένης υπό των αιρετικών εχρησιμοποίησε τον Κανόνα της αληθείας, τοιουτοτρόπως και τώρα προς καθορισμόν της κανονικότητος των βιβλίων της Κ. Διαθήκης και της αυθεντικής εξηγήσεως αυτών, ως ύψιστον κριτήριον εχρησιμοποίησε την αυτήν αποστολικήν παράδοσιν αυτής («solius traditionis titulo»)394

Τρεις βασικαί αρχαί ελαμβάνοντο συνήθως προς καθορισμόν των ανωτέρω:

α) Η αποστολικότης των βιβλίων τούτων. Ταύτην διησφάλιζεν η μαρτυρία των παλαιοτέρων, δηλαδή η αποστολική παράδοσις, η οποία διετηρείτο αναλλοίωτος εν τη Εκκλησία.

β) H απ' αρχής χρησιμοποίησις των βιβλίων της Κ. Διαθήκης δια σκοπούς λατρευτικούς (ανάγνωσις και ερμηνεία αυτών)395 και μάλιστα εν ισοτιμία προς τα βιβλία της Παλαιάς. Και

γ) εις όσας περιπτώσεις ο συγγραφεύς ενός βιβλίου ήτο άγνωστος, ως κριτήριον κανονικότητος ελαμβάνετο το περιεχόμενον αυτού. Έπρεπε δηλαδή τα βιβλίον τούτο, αφ' ενός μεν να μη περιέχει διδασκαλίας αντιθέτους προς την αποστολικήν παράδοσιν, αφ' ετέρου δε η διδασκαλία του να είναι κατά πάντα σύμφωνος προς το κήρυγμα των Αποστόλων, να έχει δηλαδή την «πνευματικήν χάριν».396

Επαναλαμβάνομεν: προς διακρίβωσιν και καθορισμόν της γνησιότητες των βιβλίων της Κ. Διαθήκης ως μέτρον κρίσεως εχρησίμευεν η αποστολική παράδοσις, ήτοι ο Κανών της αληθείας. Ούτω μεταξύ Κανόνος αληθείας (Regula verítatis) και Αγίας Γραφής εδημιουργήθη μία αμοιβαία οργανική σχέσις αλληλοκαθορισμού και αλληλεκτιμήσεως. Περί της αληθείας του Κανόνος εμαρτύρει η Γραφή, περί δε της κανονικότητος της Γραφής απεφαίνετο ο Κανών. Αμφότερα τα μεγέθη ταύτα απετέλουν ισοκύρους πηγάς της αποστολικής παραδόσεως. Ως προερχόμενα εκ της γραφίδος των Αποστόλων ή μαρτυρούντα περί της γνησίας διδασκαλίας αυτών, τα βιβλία της Κ. Διαθήκης εθεωρούνταν Θεόπνευστα.397

Δια του Κανόνος της Κ. Διαθήκης η Εκκλησία αντιμετώπισεν επιτυχώς τον Γνωστικισμόν. Η αυθεντική Γραφή ανυψώθη ως τείχος συμπαγές και ανυπέρβλητον εις τας γνωστικάς αυθαιρεσίας και παραποιήσεις της πίστεως. Μόνον εν ταις γνησίαις Γραφαίς υπάρχει η πραγματική αλήθεια, και μόνον επί τη βάσει της αποστολικής παραδόσεως αι Γραφαί αυταί είναι δυνατόν να ερμηνευθούν δεόντως και απλανώς. Επομένως οι Γνωστικοί, είτε έχοντες νόθους και ψευδεπιγράφους γραφάς είτε τας γνησίας παρεξηγούντες, περιήρχοντο αυτομάτως εκτός της Εκκλησίας, μεταπίπτοντες εις την κακοδοξίαν και την πλάνην.

Ο καθορισμός της κανονικότητος των βιβλίων της Κ. Διαθήκης δεν έγινε δια της συλλογής αυτών, αλλά δια της διακρίσεως τούτων εκ των πολλών γραφών, αι οποίαι εκυκλοφόρουν τότε εν τη Εκκλησία, μερικοί των οποίων είχον αξιώσεις αποστολικότητος. Ο καθορισμός των βιβλίων της Κ. Διαθήκης ως γραφών κανονικών επεσπεύθη, ως είδομεν, υπό των Γνωστικών ερεθισμάτων και διενεργήθη επί τη βάσει του Κανόνος της αληθείας.

Η γνώμη ότι γενεσιουργός αιτία της συγκροτήσεως του Κανόνος της Κ. Διαθήκης υπήρξεν ο Γνωστικισμός ασφαλώς δεν είναι ορθή. Η συγκρότησις του Κανόνος θα εγίνετο και άνευ των ερεθισμάτων της αιρέσεως, ομαλώς και φυσιολογικώς εν τη Εκκλησία. Ο Γνωστικισμός απλώς επέσπευσε την όλην διαδικασίαν.

Ο απαρτισμός του Κανόνος της Κ. Διαθήκης είχε κυμαινομένην ιστορικήν ανέλιξιν. Πότε ακριβώς ήρχισε και πότε επραγματοποιήθη η οριστική συγκρότησις αυτού (τα 27 βιβλία της Κ. Διαθήκης) δεν είναι δυνατόν μετ' ακριβείας να καθορισθή.398 Ούτε όλα τα βιβλία παρελήφθησαν εξ αρχής εις τον Κανόνα, ούτε τα αυτά εγένοντο αποδεκτά ομοιομόρφως εις τας επί μέρους Εκκλησίας. Αλλά και άλλα, περιληφθέντα εν αρχή εις τον Κανόνα, τελικώς απεκλείσθησαν αυτού.

Η οριστική συγκρότησις του Κανόνος δύναται μεν να έχη γενικώς σημασίαν ιστορικήν, όχι όμως και ιστορικοδογματικήν. Την ιστορίαν των δογμάτων ενδιαφέρει κυρίως η ανάγκη συγκροτήσεως του Κανόνος, δια του οποίου απεσκοπείτο αφ' ενός μεν ο καθορισμός των γνησίων βιβλίων της Κ. Διαθήκης, αφ' ετέρου δε η τελεσφόρος καταπολέμησις των αιρέσεων.

 

Σημειώσεις


385. Ειρην., C. H. III, 1. 1.

386. Τερτυλ., Adv. Marc. 4, 2. PL 2, 363.

387. Βλέπε Βασ. Ιωαννίδου, μν. έργ., σελ. 482 εξ.

388. Ειρην., C. H. I, 20, 1. Β.Ε.Π. 5, 136.

389. Απόκρυφα Ευαγγέλια, Απόκρυφοι Πράξεις, Απόκρυφοι Επιστολαί και Αποκαλύψεις (Βλέπε Βασ. Ιωαννίδου, μν. έργ., σελ. 488 εξ.).

390. Βασ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, δεύτ. έκδοσις Αθήναι 1959, σελ. 74 και εξής.

391. Ο νομομαθής Τερτυλλιανός εξανίσταται εναντίον της υπό των Γνωστικών χρήσεως ή μάλλον παραχρήσεως των Γραφών. Εν αγανακτήσει τους ερωτά: Ποιοι είσθε σεις, πότε και από πού έρχεσθε, τι οδηγεί υμάς οι οποίοι δεν ανήκετε εις εμέ, εις το ιδικόν μου έδαφος; Αύτη (αι Γραφαί) είναι ιδιοκτησία ιδική μου. Απ' αρχής ευρίσκεται υπό την κατοχήν μου, έχω ασφαλείς τίτλους ιδιοκτησίας από μέρους των πρωτουργών της, εις τους οποίους και ανήκει, είμαι ο κληρονόμος των Αποστόλων (De praesck 37). Κατά τον Τερτυλλιανόν οι Γνωστικοί ματαιοπονούν εν τη ευρέσει της αληθείας διότι χτυπούν θύραν, όπισθεν της οποίας ουδείς κατοικεί (De praescr. 11. PL 2. 25), καταγινόμενοι διαρκώς με προβλήματα της εθνικής θρησκείας: «Viderint qul Stoicum et Platonicum et dialecticum christianismum protulerunt. Nobis curiositate opus non est post Christum Jesum nec inquisitione post evangelium. Cum credimus, nihil, desidaramus ultra credere. Hoc enim prius credimus, non esse quod ultra credere debeamua» (αυτ. 7. PL 2. 20-21). Η πίστις επομένως και όχι η περιέργεια υπόκειται ως βάσις εις την ανεύρεσιν της αληθείας

392. C. H. III, 2, 1.

393. De praeccr. 19. PL 2, 31.

394. Τερτυλλ., De cor. 3. PL 2, 79.

395. Ιουστ., απολ . Α, 67, 3. Β.Ε.Π. 3, 198.

396. Β. Ιωαννίδου, μν. έργ., σελ. 492.

397. Περί θεοπνευστίας της Γραφής κάμνουν λόγον κυρίως οι απολογηταί. Κατά τον Ιουστίνον το Πνεύμα τα Άγιον εξ ουρανού κατιόν, χρησιμοποιεί τον ιερόν συγγραφέα ως πλήκτρον (δίκην κιθάρας ή λύρας), δια να φανερώσει την θείαν αλήθειαν, η οποία ως εκ τού Πνεύματος προερχομένη είναι πανταχού η αυτή (Λόγ. Παραιν. Προς Έλληνας 8. Β.Ε.Π. 4, 20). Και κατά τον Αθηναγόραν ομοίως οι ιεροί της Βίβλου συγγραφείς (οι Προφήται) «πνεύματι ενθέω εκπεφωνήκασι και περί του Θεού και περί των τού Θεού» (Πρεσβ. περί Χριστ. 7, Β.Ε.Π. 4, 2Β8). Τέλος και κατά τον Θεόφιλον Αντιοχείας οι άνθρωποι του Θεού «πνευματοφόροι Πνεύματος Αγίου και Προφήται γενόμενοι, υπ' αυτού του Θεού εμπνευσθέντες και σοφιαθέντες εγένοντο θεοδίδακτοι και όσιοι και δίκαιοι. Διό και κατηξιώθησαν την αντιμισθίαν ταύτην λαβείν, όργανα Θεού γενόμενοι και χωρήσαντες σοφίαν την παρ' αυτού, δι' ής σοφίας είπον και τα περί της κτίσεως του κόσμου και των λοιπών απάντων» (Προς Αυτόλ. Β΄., 9. Β.Ε.Π. 5, 27).

398. Εν τη Ανατολή ο Κανών φαίνεται να έκλεισε κατά τα τέλη της Α΄ εκατονταετηρίδος. Ήτοι από του Μ. Αθανασίου, ο οποίος δια του αναμφισβητήτου κύρους του έθεσε τέρμα εις τας μέχρι της εποχής του επικρατούσας αμφιταλαντεύσεις περί του Κανόνος, καταγράψας εν τη 39η εορταστική επιστολή αυτού (387) ως κανονικά και θεόπνευστα όλα τα βιβλία (27) της Κ. Διαθήκης. Εν τη Δύσει σχεδόν πλήρης συγκρότησις του Κανόνος φέρεται εν τη επιστολή του Πάπα Ιννοκεντίου του Α' προς τον Επίσκοπον Τουλούζης Exuperium item Novi Testamenti avangellorum llbri quatuor, Pauli apostoll aplstolae quatordacim, epistoise Johannis tras, apistolaa Petri duaa, apistola Judaa, apístole Jacobi, actus apostolorum, apocalypsis Joannis»). Εκ του Κανόνος ελλείπει η προς Εβραίους επιστολή, διότι εξηκολούθουν εισέτι αι περί γνησιότητας αυτής αμφιβολίαι. Τέρμα εις τας αμφιβολίας αυτάς έθεσεν η εν Ιππώνι της Αφρικής Σύνοδος (393), όπου παρευρίσκετο ο Ιερός Αυγουστίνος η οποία περιέλαβεν όλα τα βιβλία (27) της Κ. Διαθήκης εν τω Κανόνι. Την απόφασιν της Συνόδου επεκύρωσαν εν συνεχεία αι δύο Σύνοδοι εν Καρθαγένη (397, 418). Τας αποφάσεις και των τριών Συνόδων επεκύρωσε, τέλος, η Πενθέκτη Οικουμ. Σύνοδος (891). Περί της ιστορικής εξελίξεως του Κανόνος λεπτομερείας βλέπε: Β. Ιωαννίδου, μν. έργ. σελ. 496 και εξής.

Σχετικό άρθρο: Έννοια τής Θεοπνευστίας και πηγές κανονικότητας τής Αγίας Γραφής

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο


Δημιουργία αρχείου: 26-2-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 5-3-2018.

ΕΠΑΝΩ