Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Αγία Γραφή, Ορθοδοξία και Δογματικά

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.

Μέρος Δεύτερον

Τού Ανδρέα Θεοδώρου

Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Β΄ Κεφάλαιο

Η διαμόρφωσις των καθολικών βάσεων της Εκκλησίας

 

3. Η Αποστολική Διαδοχή 399

Η γενική πρότασις ότι η δογματική παράδοσις της Εκκλησίας (ο Κανών της αληθείας) ήτο προελεύσεως αποστολικής δεν ήρκει, διότι ήτο γενική και αόριστος. Μήπως και οι Γνωστικοί δεν ισχυρίζοντο το αυτό δια την (δικήν των διδασκαλίαν; Ήτο ανάγκη, επομένως, να ευρεθούν μαρτυρίαι απτότεραι και σαφέστεροι. Έπρεπε να καταδειχθή όχι μόνον η αποστολική προέλευσις του Κανόνος της Πίστεως, αλλά και να πιστοποιηθή ότι ούτος εν τη Εκκλησία διεκρατείτο αναλλοίωτος και απαραχάρακτος.

Προς αντιμετώπισιν της ανάγκης τούτης οι αντιαιρετικοί Πατέρες και συγγραφείς εχρησιμοποίουν δύο τινά: την μαρτυρίαν της Γραφής και την μαρτυρίαν της Ιστορίας. Εκ τούτων η πρώτη, εις την οποίαν κατέφευγον και οι Γνωστικοί δια να στηρίξουν την ιδικήν των παράδοσιν, ήτο ομοίως αόριστος και εις τον αγώνα εναντίον των αιρέσεων ατελεσφόρητος. Επρόκειτο κυρίως περί ζητήματος ερμηνείας της Γραφής, ο καθορισμός γνησιότητος της οποίας απήτει, ως ήτο φυσικόν, την παρουσίαν μιας άλλης αυθεντίας. Προ πάντων όμως η ανάγκη παρουσίας μιας τοιαύτης αυθεντίας εγίνετο εξόχως αισθητή εις τον καθορισμόν της αποστολικότητος του Κανόνος της αληθείας. Ήτο, δηλαδή, μεγάλης σημασίας το γεγονός να ευρεθή έν άλλο αδιαμφισβήτητον κριτήριον, μία έγκυρος και ζώσα αρχή, η οποία να αποφαίνεται αυθεντικώς περί της γνησιότητος της εν τη Εκκλησία φυλασσομένης αποστολικής παραδόσεως. Το κριτήριον τούτο ανεζητήθη επί του εδάφους της ιστορικής συνειδήσεως της Εκκλησίας και ενετοπίσθη εις δύο κέντρα, τας αποστολικάς κοινότητας (Εκκλησίας) και το αξίωμα (τρίτος βαθμός Ιερωσύνης) του Επισκόπου.

Ως προς το πρώτον κριτήριον ετέθη η εξής αρχή: την αποστολικήν αλήθειαν δυνάμεθα με ιστορικήν ακρίβειαν και βεβαιότητα να συναντήσωμεν εκεί, όπου κατεβλήθη αυτή προσωπικώς υπό των Αποστόλων και ελειτούργησε κατά την ιστορικήν διαδρομήν, δηλαδή εις τας αρχαίας Αποστολικάς Εκκλησίας.400

Τοιαύται Εκκλησίαι υπήρχον πανταχού αι κυριώτεραι των οποίων ήσαν εν Σμύρνη, Εφέσω, Ιεροσολύμοις, Κορίνθω, Φιλίπποις, Θεσσαλονίκη και κατ' εξοχήν εν Ρώμη.401 Αλλά και αι Εκκλησίαι εκείνοι, αι οποίαι δεν είχον ιδρυθή αμέσως υπό των Αποστόλων εθεωρούντο εν ίσω μέτρω ως αποστολικαί, εφ' όσον εν αυταίς υπήρχε ταυτότης δογματικής πίστεως μετά των αμέσως Αποστολικών Εκκλησιών. Η ταυτότης, δηλαδή, της διδασκαλίας παρείχεν εις αυτάς εμμέσως την Αποστολικήν ιδιότητα. Επομένως οι Γνωστικοί δια να δικαιώσουν τον αποστολικόν χαρακτήρα της διδασκαλίας των, ήσαν υποχρεωμένοι να παρουσιάσουν τοιαύτα Χριστιανικά κέντρα αμέσως ή εμμέσως συνδεόμενα μετά των Αποστόλων.402

Το δεύτερον κριτήριον εξησφάλιζεν εις την Εκκλησίαν την δια καθαρώς ιστορικής οδού κατάδειξιν της διδασκαλίας αυτής ως γνησίας αποστολικής. Αυθεντικοί μάρτυρες της παραδόσεως ταύτης ανεγνωρίσθησαν οι Επίσκοποι. Τούτο δε δια δύο λόγους:

Πρώτον, λόγω της σημαντικής θέσεως των Επισκόπων ως αρχηγών της κοινότητας και ως ορατής κεφαλής της Εκκλησίας εν τη ευχαριστιακή και πνευματική καθόλου ζωή αυτής και

δεύτερον κυρίως, διότι ούτοι ήσαν οι φυσικοί ακόλουθοι του επισκοπικού εν τη Εκκλησία αξιώματος. Μεταξύ αυτών και των Αποστόλων υπάρχει αδιάκοπος ενότης και συνέχεια, την οποίαν συγκροτεί η δια της χειροτονίας των Επισκόπων Αποστολική Διαδοχή (principalis successio).403

Οι Απόστολοι κατέστησαν τους Επισκόπους εν τη Εκκλησία ως κανονικούς διαδόχους αυτών εν τω διδακτικώ και τω καθόλου πνευματικώ έργω αυτής. Τοιουτοτρόπως εγκαθιδρύθη εν τη Εκκλησία ιδία τάξις (Επισκόπων), η οποία δια της διαδοχής ανατρέχει ιστορικώς εις την πρώτην της Εκκλησίας αρχήν (ordo episcoporum per successionem ab initio decurrens) και η παρουσία της οποίας αποτελεί εγγύησιν, ότι ουδέν νόθον ανεμίχθη μετά της γνησίας αποστολικής παραδόσεως.404

Την Αποστολικήν διαδοχήν εξωτερικώς μεν παρεγγυάται η μετά των Αποστόλων συνέχεια των Επισκόπων, η βεβαιουμένη ιστορικώς δια της χειροτονίας αυτών. Την σημασίαν του παράγοντος τούτου εστάθμισαν ορθώς αι κατά τόπους Εκκλησίαι, δια τούτο ήρχισαν να καταρτίζουν εκάστη τους ιδικούς της Επισκοπικούς Καταλόγους, οι οποίοι εμαρτύρουν περί της αδιακόπου ιστορικής συνεχείας των Επισκόπων αυτής μετά των Αποστόλων.

Την ουσίαν όμως της διαδοχής ταύτης συνιστά κυρίως το ειδικόν χάρισμα της αληθείας405 (charisma veritatis certum), το οποίον οι Επίσκοποι λαμβάνουν μετά της χειροτονίας των και δια του οποίου αναδεικνύονται κάτοχοι και αυθεντικοί μάρτυρες και φορείς της εκκλησιαστικής παραδόσεως.

Η Αποστολική διαδοχή αποτελεί το απτόν και συγκεκριμένον ιστορικόν μέσον δια του οποίου η αποκάλυψις του Θεού μεταβιβάζεται επί του εδάφους της Εκκλησίας εις τους ανθρώπους.

Εφεξής έμμεσος μόνον αποκάλυψις υπάρχει. Η άμεσος τοιαύτη ανήκει αποκλειστικώς εις τους αρχαίους αποστολικούς χρόνους της Εκκλησίας. Επομένως πάσα νεωτέρα διδασκαλία μη συνδεομένη προς τας αρχαίας πηγάς της παραδόσεως είναι αυτομάτως ψευδής και ανυπόστατος.

Και ταύτα μεν εν συνόψει περί της Αποστολικής Διαδοχής του επισκοπικού αξιώματος.

Εκ της προηγηθείσης συντόμου επισκοπήσεως δυνάμεθα να συναγάγωμεν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

1) Εις την διαμόρφωσιν των εξωτερικών καθολικών βάσεων της Εκκλησίας παραλλήλως προς την εσωτέραν φυσιολογικήν ανέλιξιν του πράγματος ώθησαν κυρίως λόγοι υπαρξιακής ανάγκης της Εκκλησίας ιδίως η ανάγκη αντιμετωπίσεως των αιρέσεων, η παρουσία των οποίων ηπείλει την διάσπασιν και τον αφανισμόν της Εκκλησίας. Ιδίως ο Γνωστικισμός η σημαντικωτέρα όλων των αιρέσεων της β' μ. Χ. εκατονταετηρίδος με τας περί μυστικής παραδόσεως, Αγίων Γραφών και αποστολικής διαδοχής αντιλήψεις και διεκδικήσεις του, ώθησε την Εκκλησίαν εις τον καθορισμόν των ιδικών της αυθεντικών και γνησίων καθολικών βάσεων, τας οποίας ήγειρεν ως τείχος προστατευτικόν εναντίον πάσης αιρετικής επιβουλής.

2) Επειδή ο αντιαιρετικός αγών διεξήγετο κυρίως επί του εδάφους της αληθείας (οι Γνωστικοί είχον ίδιον σύστημα διδασκαλίας ανώτερον — ως επίστευσεν — της απλοϊκής διδασκαλίας της Εκκλησίας το οποίον προέβαλλον μετ' επιτάσεως ως ασφαλή και βεβαίαν βάσιν της σωτηρίας), η Εκκλησία, αμυνομένη ησθάνθη την ανάγκην να συγκεντρώσει επί του αυτού εδάφους της αληθείας όλας τας αντιαιρετικάς και τας αντιγνωστικάς της δυνάμεις.406 Τοιουτοτρόπως ετόνισεν ιδιαζόντως και προέβαλε ζωηρώς την συνείδησιν αυτής ως Εκκλησίας του δόγματος και της θείας αληθείας τα οποία διησφάλιζον εις αυτήν η προφορική των Αποστόλων παράδοσις (Κανών αληθείας Regula verítatis), αι άγιαι Γραφαί (έργα ομοίως Αποστολικά) και η περί αμφοτέρων τούτων αυθεντικώς μαρτυρούσα Αποστολική διαδοχή (succassio apostolorum).

3) Τοιουτοτρόπως η Αποστολική αλήθεια ανυψώθη εις μέτρον εκτιμήσεως της πνευματικής στάθμης και της όλης καταστάσεως της Εκκλησίας. Η συμμετοχή εις την αλήθειαν τούτην ετέθη ως βάσις της ενότητος ολοκλήρου της Εκκλησίας.407. Από πρακτικής πλευράς η ενότης εξεδηλούτο εν τη κοινωνία ειρήνης, τη συναδελφώσει και τη φιλοξενία των Χριστιανών μεταξύ των, εκδηλώσεις αι οποίαι ανεκλώντο επί του εδάφους της αυτής μυστηριακής παραδόσεως, της μεταδιδόμενης εις το πλήρωμα της Εκκλησίας δια της ομολογίας του βαπτίσματος.408

4) Η αυτή ενότης της Εκκλησίας ετέθη παραλλήλως και ως μέτρον κρίσεως των αιρέσεων. Υπήρχε σαφής η συνείδησις ότι μόνον εν τη Αποστολική Εκκλησία ενεργεί το Πνεύμα το Άγιον, χορηγείται η σωτήριος χάρις του Κυρίου και υπάρχει απαραχάρακτος η θεία αποκάλυψις. Κατά συνέπειαν εκτός της Αποστολικής Εκκλησίας είναι αδύνατον να υπάρξη άλλη γνησία και ζωοποιός αποκάλυψις. Οι αιρετικοί επομένως ως διαφθορείς της αληθείας περιέρχονται αυτομάτως εκτός του περιβόλου της αποκαλύψεως, διασπώντες ταυτοχρόνως την εν πίστει ενότητα και την ειρήνην της Εκκλησίας. Ολόκληρον το έργον των αιρετικών είναι σατανικόν.409 Καθ' όσον δε η Εκκλησία, ως διακονούσα την πλήρη αλήθειαν είναι το μόνον ασφαλές της σωτηρίας εργαστήριον, τόσον οι αιρετικοί, όσον και οι καθ' οιονδήποτε τρόπον διασπώντες την ενότητα της Εκκλησίας (qui scindunt et separant unitatem ecclesiae) στερούνται της δυνατότητας της σωτηρίας.410

5) ένεκα των νέων ιστορικών περιστάσεων εις τας οποίας ευρέθη η Εκκλησία, το κέντρον βάρους της εννοίας της καθολικότητας αυτής μετετοπίσθη επί της ορθής πίστεως και της ορθής διδασκαλίας. «Ενώ δηλονότι προηγουμένως η Εκκλησία εθεώρει εαυτήν «καθολικήν» εν τη εννοία της πλήρους εν αυτή παρουσίας του όλου Χριστού δια της Θείας ευχαριστίας και του προσφέροντος αυτήν Επισκόπου, ήδη λόγω του εν τω μεταξύ επισυμβάντος υπερτονισμού του διδακτικού έργου του εκφράζοντος την ενότητα Επισκόπου, λαμβάνει ολίγον κατ' ολίγον την έννοιαν της ορθοδόξου Εκκλησίας».411 Η Εκκλησία στηρίζεται εφεξής εις την διδακτικήν της αποστολήν412 και νοείται σταθερώς εν αντιθέσει προς τας κακοδοξίας των αιρετικών (Ειρ., C. H. I, 6, 2. Ill, 3,4. I, 16, 3).

Ο όρος «όλη Εκκλησία» (tota ecclesia) λαμβάνει αντιαιρετικήν Ορθόδοξον ανάχρωσιν, ως επίσης ο όρος «Καθολική Εκκλησία» χρησιμοποιείται ως όρος τεχνικός (terminus technicus) προς δήλωσιν της «ορθοδόξου» Εκκλησίας εν αντιδιαστολή προς τας αιρέσεις.413 Αι τελευταίαι αύται δεν αντιπροσωπεύουν ειμή μόνον ανθρωπίνας και μεταγενεστέρας συνελεύσεις. Οι αιρετικοί λάθρα διορύσσουν τα τείχη της Εκκλησίας, την οποίαν «εις πολλάς (Εκκλησίας) κατατέμνειν βιάζονται» (Κλήμ. Αλεξ., παρά Ιωάννη Ζηζιούλα μν. έργ., σελ. 116).

Ορθοδοξία, λοιπόν, και Καθολικότης συμπίπτουν βαθύτατα κατά την εποχήν την οποίαν εξετάζομεν. Η ορθή πίστις, η υγιαίνουσα διδασκαλία, ο αληθής λόγος, εν μια λέξει η γνησία Αποστολική Παράδοσις είναι εκείνη η οποία συγκροτεί την ενότητα της Εκκλησίας και ευρίσκεται εις το κέντρον της καθολικότητος αυτής. Τόσον ο Κανών της αληθείας, όσον και αι άγιαι Γραφαί και η αποστολική των Επισκόπων διαδοχή αποβλέπουν ουσιαστικώς εις τούτο, να διασφαλίσουν την αυθεντικότητα της εν τη Εκκλησία φυλασσομένης Αποστολικής Παραδόσεως. Αι αυταί αρχαί, καίπερ ανέκαθεν υπάρχουσαι εν τη Εκκλησία, λαμβάνονται τώρα προς καθορισμόν των εξωτερικών κριτηρίων της καθολικότητος της Εκκλησίας. Ιδίως η Αποστολική Διαδοχή, ως ζώσα ιστορική μαρτυρία περί της γνησιότητος των δύο άλλων αρχών, λαμβάνει ολονέν προέχουσαν θέσιν εν τη συνειδήσει και τη ζωή της Εκκλησίας. Το διδακτικόν αξίωμα των Επισκόπων, εν συνδυασμώ προς την χαρισματικήν μυστηριακήν λειτουργίαν αυτών, προσδίδουν εις αυτούς μεγάλην δύναμιν και αίγλην, ως τα αναμφισβήτητα κέντρα της όλης διδακτικής, χαρισματικής και διοικητικής ζωής της Εκκλησίας.

6) Δια του καθορισμού των εξωτερικών βάσεων της καθολικότητος της Εκκλησίας, αφ' ενός μεν επετυγχάνετο σταθερώτερον η ενότης των κατά τόπους Χριστιανικών Εκκλησιών, αφ' ετέρου δε κατεπολεμούντο επιτυχέστερον οι πολυποίκιλοι της Εκκλησίας εχθροί. Τοιουτοτρόπως υπερεκεράσθησαν όλαι αι διασπαστικαί τάσεις του Γνωστικισμού, κατεδείχθη τα γιγάντιον ψεύδος του και ετέθη τέρμα εις τας παντοειδείς αυθαιρεσίας του. Δια του καθορισμού της καθολικότητος της Εκκλησίας ετέθη οριστικός φραγμός εις το καταλυτικόν έργον της αιρέσεως, η οποία απεγυμνώθη οριστικώς του υποκριτικού προσωπείου της, δια του οποίου επέφερε τοσαύτην σύγχυσιν και αναταραχήν εν τη Εκκλησία.

Παραλλήλως όμως προς τον Γνωστικισμόν, ετέθη οριστικόν τέρμα και εις άλλα δυσάρεστα φαινόμενα της εκκλησιαστικής ζωής. Ούτω κατεπολεμήθησαν επιτυχώς οι τρόποι ελευθέρας πνευματικής εκδηλώσεως, αι νέαι αποκαλύψεις και προφητείαι και τα πάσης φύσεως εκστατικά φαινόμενα (Μοντανισμός). Αι αρχαίαι ενθουσιαστικαί τάσεις ήρχισαν βαθμηδόν να υποχωρούν, μέχρις ότου τελειωτικώς εξηφανίσθησαν. Η χαρισματική ενέργεια του Πνεύματος συνεδέθη στενώς και ενετοπίσθη εντός των ορατών ορίων της καθολικής Εκκλησίας. Η αποκάλυψις συνεκεντρώθη εις την Αποστολικήν Παράδοσιν, η δε προφητεία εθεωρήθη ως τελειωτικώς εξαντληθείσα εν τω προσώπω του Κυρίου Χριστού. Πάσα νεωτερική διδασκαλία και προφητεία εθεωρήθησαν ως φαινόμενα ξένα και επικίνδυνα δια την Εκκλησίαν, η ελευθέρα πνευματική εκδήλωσις κατέστη ύποπτος και επιλήψιμος.

Η αποστολική αρχαιότης κατέλαβε τα προβάδισμα, εθεωρήθη ως τα αυθεντικόν λίκνον της θείας αποκαλύψεως και το επίκεντρον πάσης γνησίας Χριστιανικής παιδεύσεως. Ό,τι ήρχετο εις αντίθεσιν προς την αρχαίαν παράδοσιν εθεωρείτο ως καταλυτικόν της ενότητος και της καθολικότητος της Εκκλησίας, συνεπώς δε επισφαλές και αποκρουστέον.

Δια της διαμορφώσεως των καθολικών βάσεων αυτής η Εκκλησία εθωράκισεν εαυτήν εναντίον πάσης εσωτερικής και εξωτερικής επιβουλής και το σπουδαιότερον ανεδείχθη νικήτρια της καταλυτικής αιρέσεως του Γνωστικισμού.

 

Σημειώσεις


399. Βλέπε Γερ. Κονιδάρη. Διαδοχή Αποστόλων, εν Θρησκ. Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Αθ. 1964, σ. 109 εξ.

400. «Antiquissimae ecclesiae» (Ειρην. C. H. III, 4, 1. Τερτ., De praescr. 21: «Si haac ita sunt, conscat proinde omnem doctrinam quae illis ecclesiis apostolicis, matricibus et origlnalibus fidei, conspiret, varitati daputandam, eina dubio tanentam quod Ecclesia ab Apostolis, Apostoli a Christo, Christus a Deo accepit» (Pl 2, 32).

401. Τερτ., De praescr. 32. 36 (PΛ 2, 44, 49). Μετά την μνείαν των Εκκλησιών τούτων ο Τερτυλλιανός εν θριαμβευτικώ τόνω αναφωνεί: «edant (haeritici) origines ecclesiarum suarum, evolvant ordinem episcoporum suorum, ita per successionem ab initio decurrentem, ut primus… aliquem ex apostolis val apostolicis νiris… habuerit auctorem et anteçessorem» (De praescr. 32. PL 2, 44). Ομοίως με ιεροπρεπή υπερηφάνειαν οι αρχαίοι Χριστιανοί εδείκνυον τους τάφους Πέτρου και Παύλου εν Ρώμη (Γάϊος, παρ’ Ευσεβ., Εκκλ. Ιστ. Β΄ 25, 7. Β.Ε.Π. 19, 247), Ιωάννου εν Εφέσω και Φιλίππου και των θυγατέρων αυτού εν Ιεραπόλη (Πολυκρ., παρ’ Ευσεβ., Εκκλ. Ιστ. Γ, 31,3. Β.Ε.Π. 19, 273), ή εδείκνυον εις τας Εκκλησίας την καθέδραν επί της οποίας είχε καθίσει Απόστολος του Κυρίου (Ευσεβ., Εκκλ. Ιστ., Ζ, 32, 29. Β.Ε.Π. 19, 42).

402. Τερτυλλ., ένθ’ ανωτέρω. — Αναμφισβητήτως μεταξύ των μητέρων Εκκλησιών προέχουσαν θέσιν κατείχεν η Ρώμη: «maximae et antiquiseimae et omnibus cognitae, a gloriosiasimis duobus apostolis Patro at Paulo Romaa fundataa et constltutaa ecclesiae». Ο Ειρηναίος, δικαιών την προέχουσαν τούτην θέσιν της Ρώμης, παρατηρεί: «Ad hanc enim ecclesiam propter potantiorem principalitatem nacease est omnem convenira ecclesilam hoc est eos, qui sunt undiqua fidales, In qua semper ab his qui sunt undique conservata est ea quae ast ab apostolis traditio» (C. H. III. 3. 2). Ότι η γνώμη αυτή του Ειρηναίου δεν έχει δογματικήν, αλλ' ιστορικήν μόνον σημασίαν, είναι φανερόν (βλέπε σχετικώς: R. Seeberg, μν. έργ., σελ. 384-385). Τούτο άλλωστε αποδεικνύεται και εκ του Τερτυλλιανού, ο οποίος δεν τοποθετεί την Εκκλησίαν της Ρώμης υπεράνω της Εφέσου ή τών άλλων αρχαιοτάτων Εκκλησιών: «Eίσαι πλησίον της Αχαΐας; Έχεις την Κόρινθον. Δεν είσαι μακράν της Μακεδονίας; Έχεις τους Φιλίππους, τους Θεσσαλονικείς. Δύνασαι να μεταβής εις την Ασίαν; Έχεις την Έφεσον. Αν πάλιν ευρίσκεσαι εγγύς της Ιταλίας, έχεις την Ρώμην, εκ της οποίας μας παρέχεται η αυθεντία. Πόσον ευτυχής, λοιπόν, είναι η Εκκλησία, εις την οποίαν οι Απόστολοι ολόκληρον την διδασκαλίαν μετά του αίματός των κατέβαλαν, όπου ο Πέτρος υπέστη το αυτό πάθος μετά του Κυρίου, όπου ο Παύλος εστέφθη με τον αυτόν και ο Ιωάννης θάνατον, όπου ο Απόστολος Ιωάννης, αφού εβυθίσθη εις ζέον έλαιον, χωρίς να πόθη τίποτε, εξωρίσθη εις μίαν νήσον.» (Da praescr. 36. PL 2, 49).

403. Tην Αποστολικήν διαδοχήν πρώτοι εισηγήθησαν οι Γνωστικοί. Η πρώτη μνεία αυτής ευρίσκεται εν τη γνωστική επιστολή του Πτολεμαίου προς Φλώρον (165 μ. Χ. Παρ’ Επιφανίω, Κατά Αιρέσ., 33, 6, 7. PG 41, 568), ο οποίος πάλιν εμφανίζεται επαναλαμβάνων την περί Αποστολικής Διαδοχής αξίωσιν του διδασκάλου του Βαλεντίνου (Ι. Ζηζιούλα, Η Ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας. Εν Αθήναις 1965, σελ. 113).

404. Τερτυλλ., De praescr. 32 (PL 2, 44). Παράβαλλε: Ειρηναίου, C. H, III, 3,3, (Β.Ε.Π. 5, 143): «τη αυτή τάξει και τη αυτή διαδοχή ή τε από των Αποστόλων εν τη Εκκλησία παράδοσις και το της αληθείας κήρυγμα κατήντησεν εις ημάς», III, 3, 1: «Traditionem itaque apostolorum in toto mundo manifestetam in omni ecclesia adest perspicere omnibus qui vera velint videre, et habemus annumerare eos, qui ab apostolis instituti sunt episcopi in ecclesiis et successiones eorum usque ad nos valde enim perfactos in omnibus eos volebant esse, quos et successores ralinquebent, suum ipsorum locum magisterii tradentas traditio Romanae ecclesilaa, quam habet ab apostolis, et annuntiata hominibus fides per successiones episcoporum pervenians usque ad nos». IV, 33, 8: «Character corporis Christi secundum successiones episcoporum, quibus apostoli eam quae in unoquoque loco est ecclesiam tradiderunt, quae pervenit usque ad nos...» Βλέπε και III, 2, 2. Ill, 4, 1. V, 20, 1. IV, 26, 2. IV, 26,5.

405. «quapropter eis qui in ecclesia sunt presbyteris obaudire oportet, his qui successionem habent ab apostolis…, qui cum episcopatus succassiona charisma varitatis certum sacundum placitum patris acceperunt, reliquos varo qui absistunt a principali successione et quocunque loco colligunt suspectos hebere vel quasi haereticos at malae sentantiae vel quasi scindentes et elatos at sibi placentes» (C. H. IV, 26, 2).

406. R. Seeberg, μν. έργ., σελ. 383.

407. «Communicamus cum ecclesiis apostolicis, quod nulla doctrina diversa» (Τερτ., De praescr. 21. PL 2, 33). «Ecclesia vero per universum mundum ab apostolis firmum habens initium, in una et eadem de deo et de filio, ajus perseverat sententia» (Ειρην.,. C. H. III, 12, 7).

408. «eiusdem sacramenti una traditio» (Τερτ., De praescr. 20. Virg. vel. 2. Apol. 39. PL 2, 32. 890-891. 531-541).

409. Τερτ., De praescr. 3-6. PL 2, 14-1B.

410. Ειρην. C. H. IV, 26, 2. Ο Θεόφιλος Αντιοχείας τaς αιρέσεις παραβάλλει προς νήσους πετρώδεις ανύδρους ακάρπους και θηριώδεις αι οποίοι καταστρέφουν τους καταφεύγοντας εις αυτάς εν αντιθέσει προς τας αγίας του Θεού Εκκλησίας τας οποίας παραβάλλει προς ευόρμους νήσους δυναμένας να σώσουν τους προστρέχοντας εις αυτάς (Προς Αυτόλ., Β΄, 14. B.E.Π. 5, 32).

411. Ιω. Ζηζιούλα, μν. έργ., σελ. 114.

412. «Στύλος της Εκκλησίας το Ευαγγέλιον» (Ειρ., C. H. III, 10, B. Β.Ε.Π. 5, 145).

413. Ιωάννης Ζηζιούλα. μν. έργ., σελ. 11, 5.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο


Δημιουργία αρχείου: 5-3-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 12-5-2018.

ΕΠΑΝΩ