Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή

Πώς οι αρχαίες μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων έγιναν μέρος της Καινής Διαθήκης * Το Κείμενο τής Παλαιάς Διαθήκης και η παράδοσή του σ' εμάς * Σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης Θεού * Η ερμηνεία τής Αγίας Γραφής * Ο χρόνος συγγραφής τών τεσσάρων Ευαγγελίων * Ευρετήριο των αρχαιοτέρων χειρογράφων της Καινής Διαθήκης σε κανονική διάταξη * Βιβλική κριτική από την αρχαιότητα ως σήμερα * Η αξιοπιστία τής Αγίας Γραφής * Πίνακας αξιοπιστίας βιβλίων της Κ.Δ.

Τα κείμενα τής Καινής Διαθήκης:

Η χρονολόγηση και η επιβεβαίωσή τους

 F.F. Bruce

Καθηγητής Πανεπιστημίου

 

Πηγή: "Τα κείμενα τής Καινής Διαθήκης. Είναι άραγε αξιόπιστα;" σελ. 6-10. Αθήνα 2000.

 

1. Ποια είναι τα κείμενα της Καινής Διαθήκης;

Όπως ξέρουμε, η Καινή Διαθήκη αποτελείται από 27 μικρά ελληνικά γραπτά, που συνήθως αποκαλούνται «βιβλία», από τα οποία τα πέντε πρώτα έχουν ιστορικό χαρακτήρα, γι’ αυτό κι ενδιαφέρουν περισσότερο στην παρούσα μελέτη.

 

Τέσσερα απ’ αυτά τα ονομάζουμε Ευαγγέλια, γιατί το καθένα τους διηγείται το Ευαγγέλιο – Τα Καλά Νέα – πώς ο Θεός αποκάλυψε τον Εαυτό Του εν Χριστώ Ιησού, για την απολύτρωση του ανθρώπινου γένους. Και τα τέσσερα συνδυάζουν λόγια και έργα του Ιησού, δεν μπορούν όμως να ονομασθούν βιογραφίες, με τη σύγχρονη έννοια της λέξης, γιατί ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τα δύο- τρία τελευταία χρόνια της ζωής Του και αφιερώνουν ένα φαινομενικά δυσανάλογο διάστημα στην εβδομάδα που προηγήθηκε του Θανάτου Του. Δεν σκοπεύουν ν’ αποτελέσουν τον «Βίο» του Χριστού, αλλά μάλλον να παρουσιάσουν, από διαφορετικά πρίσματα, και αρχικά από διαφορετικές κατηγορίες αναγνωστών, τα Καλά Νέα σχετικά μ’ Αυτόν.

Τα πρώτα τρία Ευαγγέλια (τα κατά Ματθαίον, Μάρκο και Λουκά), συνήθως ονομάζονται «Συνοπτικά Ευαγγέλια»6, λόγω του ότι παρουσιάζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που τα συνδέουν.

Το πέμπτο ιστορικό κείμενο, οι Πράξεις των Αποστόλων, αποτελεί στη πραγματικότητα συνέχεια του τρίτου Ευαγγελίου, είναι γραμμένο από τον ίδιο συγγραφέα, το γιατρό και σύντροφο του αποστόλου Παύλου, τον Λουκά.

Μας δίνει την περιγραφή την ανάπτυξης του Χριστιανισμού μετά την Ανάσταση και Ανάληψη του Χριστού, και της επέκτασής του προς τα δυτικά, από την Παλαιστίνη στη Ρώμη, μέσα σ’ ένα διάστημα τριάντα χρόνων, μετά την σταύρωση.

Από τα υπόλοιπα κείμενα, 21 είναι Επιστολές.

Οι δεκατρείς απ’ αυτές φέρουν το όνομα του Παύλου, εννιά απ’ αυτές απευθύνονται σε εκκλησίες7 και τέσσερις σε μεμονωμένα άτομα8.

Μια άλλη επιστολή, η Επιστολή προς Εβραίους, είναι ανώνυμη, αλλά αρχικά είχε συνδεθεί με τις Επιστολές του Παύλου, κι έτσι συχνά αποδίδεται στον Παύλο. Κατά πάσα πιθανότητα γράφτηκε λίγο πριν το 70 μ.Χ. για μια κοινότητα Χριστιανών Ιουδαίων της Ιταλίας.

Από τις υπόλοιπες Επιστολές, η μια φέρει το όνομα του Ιακώβου, πιθανώς του αδελφού του Κυρίου μας· μία το όνομα του Ιούδα, που αυτοαποκαλείται αδελφός του Ιακώβου και δύο του Πέτρου.

Υπάρχουν ακόμα τρεις Επιστολές, που είναι ανώνυμες, αλλά επειδή παρουσιάζουν φανερή συγγένεια με το τέταρτο Ευαγγέλιο έχουν γίνει γνωστές από πολύ νωρίς, σαν Επιστολές του Ιωάννη.

Το βιβλίο που απομένει είναι η Αποκάλυψη9. Ανήκει σε ένα λογοτεχνικό είδος που αν και για μας είναι παράξενο, ήταν πολύ γνωστό στους Ιουδαϊκούς και Χριστιανικούς κύκλους της εποχής, στους αποκαλυπτικούς10.

Η εισαγωγή στην Αποκάλυψη γίνεται από επτά επιστολές, που απευθύνονται σε επτά εκκλησίες της περιοχής της Ασίας. Ο συγγραφέας, ονόματι Ιωάννης, βρισκόταν τότε εξόριστος στο νησί Πάτμος του Αιγαίου πελάγους και καταγράφει μια σειρά οραμάτων που συμβολικά παρουσιάζουν την νύφη του Χριστού, τόσο μέσα στο δικό Του πάθος, αλλά και μέσα στα παθήματα των δικών Του στα χέρια των εχθρών Του και εχθρών τους.

Το βιβλίο γράφτηκε την εποχή των Φλαβιανών αυτοκρατόρων (69 – 96 μ.Χ.) για να ενθαρρύνει τους καταπιεσμένους Χριστιανούς με την επιβεβαίωση πως, πέρα από τα ολοφάνερα εμπόδια τα οποία είχαν ν’ αντιμετωπίσουν, η νίκη τους δεν ήταν αμφίβολη. Στον Ιησού και όχι στον Καίσαρα είχε δοθεί η εξουσία του κόσμου από τον Παντοδύναμο Θεό.

Επομένως, από αυτά τα 27 βιβλία μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα πέντε πρώτα, προς το παρόν, αν και τα υπόλοιπα, ιδιαίτερα οι Επιστολές του Παύλου, παρουσιάζουν ενδιαφέρον για μας, καθώς περιλαμβάνουν ιστορικούς υπαινιγμούς ή ρίχνουν φως στα Ευαγγέλια και στις Πράξεις.

 

2. Ποιες είναι οι χρονολογίες αυτών των κειμένων;

Όπως είναι γενικά δεκτό, η σταύρωση του Χριστού έγινε το 30 μ.Χ. Σύμφωνα με τον Λουκά 3/1, η δραστηριότητα του Ιωάννη του Βαπτιστή, που προηγήθηκε της δημόσιας διακονίας του Κυρίου μας,  χρονολογείται στο «15ο έτος της βασιλείας του Τιβέριου Καίσαρα». Ο Τιβέριος έγινε αυτοκράτορας τον Αύγουστο του 14 μ.Χ. και σύμφωνα με την μέθοδο υπολογισμού, γνωστή στη Συρία, που ακολούθησε ο Λουκάς, το 15ο έτος της ηγεμονίας του άρχισε το Σεπτέμβρη ή Οκτώβρη του 27 μ.Χ.11.

Το τέταρτο Ευαγγέλιο αναφέρει τρία Πάσχα μετά απ’ αυτή την χρονολογία12. Το τρίτο Πάσχα απ’ αυτή τη χρονολογία πρέπει να ήταν το Πάσχα του 30 μ.Χ, κατά το οποίο, βάσει και άλλων πληροφοριών, έγινε, κατά πάσα πιθανότητα, η σταύρωση. Σ’ αυτή τη χρονολογία, επίσης, όπως ξέρουμε από άλλες πηγές, ο Πιλάτος ήταν ο Ρωμαίος κυβερνήτης της Ιουδαίας, ο Ηρώδης Αντύπας τετράρχης της Γαλιλαίας και ο Καϊάφας αρχιερέας των Ιουδαίων13.

Η Καινή Διαθήκη ολοκληρώθηκε, ή ουσιαστικά ολοκληρώθηκε, το 100 μ.Χ., ενώ η πλειοψηφία των κειμένων είχε έρθει στην ύπαρξη είκοσι ή σαράντα χρόνια πριν από τότε.

Σ’ αυτή τη χώρα14 η πλειοψηφία των σύγχρονων λόγιων τοποθετεί χρονολογικά τα τέσσερα Ευαγγέλια ως εξής:

Κατά Ματθαίον 85-90 περίπου,

κατά Μάρκο 65 περίπου,

κατά Λουκά 80-85 περίπου,

κατά Ιωάννη 90-100 περίπου15.

Προσωπικά κλίνω στην αρχαιότερη χρονολόγηση των τριών Ευαγγελίων: Του Μάρκου γύρω στο 64 ή 65 μ.Χ, του Λουκά λίγο πριν το 70, και του Ματθαίου λίγο μετά το 70.

Ένα κριτήριο που βαραίνει για μένα, είναι η σχέση που παρουσιάζουν αυτά τα κείμενα με την καταστροφή της πόλης και του ναού της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους το 70 μ. Χ. Η άποψή μου στο θέμα αυτό είναι πως το κατά Μάρκο και το κατά Λουκά γράφτηκαν πριν απ’ αυτό το γεγονός και το κατά Ματθαίον όχι πολύ αργότερα.

Αλλά, ακόμα και με τη μεταγενέστερη χρονολόγηση, το θέμα είναι ενθαρρυντικό από την άποψη του ιστορικού, γιατί τα τρία Ευαγγέλια γράφτηκαν σε μια εποχή που βρίσκονταν στη ζωή πολλοί από εκείνους που μπορούσαν να θυμηθούν τι είπε και τι έκανε ο Ιησούς, και λιγότεροι βέβαια θα εξακολουθούσαν να είναι ακόμα στη ζωή όταν γράφτηκε το τέταρτο Ευαγγέλιο.

Αν μπορούσε να αποδειχθεί πως οι συγγραφείς των Ευαγγελίων χρησιμοποίησαν πηγές πληροφοριών που ανήκαν σε κάποια πρωιμότερη περίοδο, τότε η κατάσταση θα ήταν ακόμα πιο ενθαρρυντική. Μια πιο λεπτομερής όμως εξέταση των Ευαγγελίων θ’ ακολουθήσει σε άλλο κεφάλαιο.

Η χρονολόγηση της συγγραφής των Πράξεων θα εξαρτηθεί από τη χρονολογία στην οποία τοποθετούμε το τρίτο Ευαγγέλιο, γιατί και τα δύο αποτελούν μέρη του ίδιου ιστορικού έργου και όπως φαίνεται το δεύτερο μέρος γράφτηκε λίγο μετά το πρώτο.

Υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα για τη χρονολόγηση αυτού του διττού έργου λίγο μετά την φυλάκιση του Παύλου στη Ρώμη (60-62 μ.Χ.)16. Παρόλα αυτά, μερικοί μελετητές πιστεύουν πως η «αρχική πραγματεία», της οποίας συνέχεια αποτέλεσαν οι Πράξεις, δεν ήταν το παρόν Ευαγγέλιο του Λουκά, αλλά ένα ενωρίτερο προσχέδιο, που μερικές φορές ονομάζουν «Πρωτο-Λουκά». Έτσι μπορούν να χρονολογούν τις Πράξεις στη δεκαετία του 60 και την τελική μορφή του Ευαγγελίου του Λουκά αρκετά αργότερα17.

Οι χρονολογίες των δεκατριών Επιστολών του Παύλου καθορίζονται τόσο βάσει εσωτερικών όσο και εξωτερικών κριτηρίων. Παρήλθε η εποχή που την αυθεντικότητα αυτών των Επιστολών μπορούσε χωρίς καμιά διάκριση να την αρνηθεί κανείς. Υπάρχουν σήμερα μερικοί συγγραφείς που δεν αναγνωρίζουν την Επιστολή προς Εφεσίους, λιγότεροι την 2η προς Θεσσαλονικείς. Πολλοί αρνούνται πως οι Ποιμαντορικές Επιστολές (προς Τιμόθεο 1 και 2, προς Τίτο) βγήκαν απ’ τα χέρια του Παύλου.18 Προσωπικά δέχομαι πως όλες είναι Επιστολές του Παύλου, όμως, και οι οκτώ ακόμα που απομένουν μας αρκούν για τα σκοπό μας, και απ’ αυτές ξεκινούν τα κύρια επιχειρήματά μας στο κεφάλαιο με τίτλο: «Η σημασία της μαρτυρίας του Παύλου».

Δέκα απ’ αυτές τις Επιστολές, που φέρουν το όνομα του Παύλου ανήκουν στην περίοδο πριν την φυλάκισή του στη Ρώμη. Αυτές οι δέκα, σύμφωνα με τη σειρά συγγραφής τους, μπορούν να χρονολογηθούν ως εξής:

Η προς Γαλάτες το 4819, 1η και 2η προς Θεσσαλονικείς το 50, 1η και 2η προς Κορινθίους το 54 - 56, η Ρωμαίους το 57, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα και Εφεσίους το 60 περίπου.

Οι Ποιμαντορικές Επιστολές στο λεξιλόγιό τους και την όλη ιστορική ατμόσφαιρα, περιέχουν σημεία μεταγενέστερης χρονολόγησης από τις άλλες Επιστολές του Παύλου, πράγμα που παρουσιάζει λιγότερες δυσκολίες για κείνους που πιστεύουν σε μια δεύτερη φυλάκιση του Παύλου στη Ρώμη, γύρω στο 65, η οποία και κατέληξε στην εκτέλεσή του20.

Οι Ποιμαντορικές Επιστολές μπορούν να χρονολογηθούν γύρω στο 63 – 65 και η αλλαγή της κατάστασης των πραγμάτων στις εκκλησίες του Παύλου, των οποίων είναι μάρτυρες, οφείλονται κατά μέρος στην ευκαιρία που βρήκαν – με την πρώτη φυλάκιση του Παύλου στη Ρώμη – οι αντίπαλοι του Παύλου σ’ αυτές τις εκκλησίες.

Πάντως, το διάστημα μεταξύ των γεγονότων που αναφέρονται στα Ευαγγέλια και της συγγραφής των περισσότερων βιβλίων της Καινής Διαθήκης, είναι από την άποψη της ιστορικής έρευνας ικανοποιητικά μικρό. Για την επιβεβαίωση της αξιοπιστίας των αρχαίων ιστορικών γραπτών, ένα από τα βασικά ερωτήματα είναι: Πόσο νωρίς αφότου έλαβαν χώρα, καταγράφηκαν τα γεγονότα;

 

3. Ποιες είναι οι μαρτυρίες για την πρώιμη ύπαρξή τους;

Γύρω στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, μια σχολή σκέψης βεβαιώνει με σιγουριά πως μερικά από τα πιο σπουδαία βιβλία της Καινής Διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων των Ευαγγελίων και των Πράξεων, δεν υπήρχαν πριν από την τρίτη δεκαετία του δεύτερου αιώνα μ.Χ.21.

Το συμπέρασμα αυτό ήταν αποτέλεσμα όχι τόσο ιστορικών αποδείξεων, αλλά φιλοσοφικών προκαταλήψεων. Ακόμα και τότε, υπήρχε αρκετό υλικό για να δείξει πόσο αβάσιμες ήσαν αυτές οι θεωρίες, όπως έδειξαν στα έργα τους οι Lightfoot, Tischendorf, Tregelles κ.ά. Όμως, ο όγκος του ιστορικού υλικού, που σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας, είναι τόσο μεγάλος και τόσο πειστικός, που κανένας δεν μπορεί με λογικά επιχειρήματα ν’ αρνηθεί την χρονολόγηση των περισσότερων έργων της Καινής Διαθήκης στον πρώτο αιώνα, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι φιλοσοφικές του προκαταλήψεις.

Οι μαρτυρίες για τα κείμενα της Καινής Διαθήκης είναι πολύ περισσότερες από εκείνες για τα περισσότερα έργα των κλασσικών συγγραφέων, την αυθεντικότητα των οποίων κανένας δεν αμφισβητεί.

Όμως, αν η Καινή Διαθήκη ήταν μια συλλογή μη – θρησκευτικών κειμένων, η αυθεντικότητά της θα θεωρείτο – πέρα για πέρα – αναμφισβήτητη. Είναι πράγματι πολύ περίεργο, που συχνά οι ιστορικοί ήσαν πιο εύκολοι να εμπιστευθούν τα δεδομένα της Καινής Διαθήκης, απ’ ότι πολλοί θεολόγοι22.

Υπάρχουν κατά κάποιο τρόπο μερικοί άνθρωποι που αντιμετωπίζουν κάθε «ιερό βιβλίο» ως ύποπτο, ipso facto, και απαιτούν πολύ περισσότερο υλικό επιβεβαίωσης για ένα τέτοιο έργο. Από την άποψη του ιστορικού, οι ίδιες σταθερές πρέπει να απαιτούνται και για τα δύο.

Όμως, δεν φιλονικούμε με όσους απαιτούν περισσότερες μαρτυρίες για τα κείμενα της Καινής Διαθήκης απ’ ότι για άλλα έργα, πρώτο, επειδή η παγκοσμιότητα των αληθειών της Καινής Διαθήκης για το ανθρώπινο γένος, είναι τόσο απόλυτη, αλλά και ο χαρακτήρας και τα έργα του Πρωταγωνιστή της τόσο μοναδικά, που επιθυμούμε να είμαστε σίγουροι για την αλήθεια της Καινής Διαθήκης, όσο το περισσότερο μπορούμε.

Και δεύτερο, γιατί πράγματι υπάρχουν πολύ περισσότερες μαρτυρίες για την Καινή Διαθήκη απ’ ότι για οποιοδήποτε άλλο αρχαίο κείμενο αυτής της περιόδου.

Υπάρχουν πάνω από 5000 ελληνικά χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης, ολόκληρα η αποσπάσματα.

Τα καλύτερα και σπουδαιότερα απ’ αυτά φτάνουν μέχρι το 350 μ.Χ. και τα δυο πιο σπουδαία είναι ο Κώδικας του Βατικανού, ο μεγαλύτερος θησαυρός της βιβλιοθήκης του Βατικανού στη Ρώμη, και ο γνωστός Σιναϊτικός Κώδικας, που η Βρετανική κυβέρνηση τον αγόρασε από την Σοβιετική κυβέρνηση αντί 100.000 λιρών τα Χριστούγεννα του 1933, κι αποτελεί τώρα το μεγαλύτερο θησαυρό του Βρεττανικού Μουσείου.

Δυο, ακόμα, σπουδαία χειρόγραφα στη χώρα μας (χώρα τού Συγγραφέα), είναι ο Αλεξανδρινός Κώδικας, που βρίσκεται κι αυτός στο Βρετανικό Μουσείο και γράφτηκε τον πέμπτο αιώνα και ο κώδικας Bezae που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Cambridge, γράφτηκε τον 5ο ή 6ο αιώνα και περιέχει τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις, τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Λατινικά.

Θα μπορούσαμε ίσως να εκτιμήσουμε πόσο πλούσια είναι η Καινή Διαθήκη σε χειρόγραφες μαρτυρίες αν τη συγκρίνουμε με το γραπτό υλικό άλλων ιστορικών έργων.

Για το έργο του Καίσαρα π.χ. Ο Γαλατικός Πόλεμος (που γράφτηκε μεταξύ του 58 και 50 π.Χ.) υπάρχουν πολλά εκτεταμένα χφφ*, αλλά μόνο 9 – 10 είναι αξιόλογα, ενώ το πιο παλιό είναι περίπου 900 χρόνια μεταγενέστερο της εποχής του Καίσαρα.

Από τα 142 βιβλία της Ρωμαϊκής Ιστορίας του Λίβιου (59 π.Χ. – 17 μ.Χ.) μόνο τριάντα – πέντε έχουν επιζήσει. Τα βιβλία αυτά μας είναι γνωστά σε λιγότερα από είκοσι χφφ διάφορων προελεύσεων, από τα οποία μόνο ένα, αυτό που περιέχει αποσπάσματα από τα βιβλία III – IV, είναι τόσο παλιό, που να φθάνει μέχρι τον 4ο αιώνα.

Από τα δεκατέσσερα βιβλία των Ιστοριών του Τάκιτου (100 μ.Χ. περ.) μόνο τεσσεράμισυ έχουν επιζήσει.

Από τα δεκαέξι βιβλία των Χρονικών του, έχουν επιβιώσει μόνο δέκα, ολόκληρα και δύο κατά μέρος. Το κείμενο αυτών των εκτεταμένων τμημάτων των δύο μεγάλων ιστορικών του έργων εξαρτάται ολοκληρωτικά από δύο χφφ, ένα του ένατου αιώνα κι ένα του ενδέκατου.

Τα εκτεταμένα χειρόγραφα των μικρότερων έργων του («Διάλογος περί των ρητόρων», «Περί της ζωής και του ήθους του Αγρικόλα», «Ήθη των Γερμανών») προέρχονται από έναν κώδικα του δέκατου αιώνα.

Η ιστορία του Θουκυδίδη (460 – 400 π.Χ περ.) είναι γνωστή σε μας από οκτώ χφφ, το πιο πρώιμο από τα οποία ανήκει στο 900 μ.Χ. περίπου, και από μερικά κομμάτια παπύρων που ανήκουν στην αρχή της Χριστιανικής εποχής.

Το ίδιο συμβαίνει και με την Ιστορία του Ηροδότου (488 – 428 π.Χ. περ.). Και όμως, κανένας λόγιος της κλασσικής εποχής δεν δέχεται αντίρρηση για την αυθεντικότητα του Ηροδότου ή του Θουκυδίδη, ούτε καμιά αμφιβολία λόγω του ότι και τα πρώτα ακόμα χειρόγραφα, απ’ αυτά που μπορούν κάπως να μας χρησιμεύσουν, είναι κατά 1300 χρόνια μεταγενέστερα των αρχικών.

Πόσο διαφορετική όμως είναι η κατάσταση για την Καινή Διαθήκη απ' αυτή την άποψη!

Πέρα από τα δύο εξαιρετικά χειρόγραφα του 4ου αιώνα που αναφέραμε παραπάνω, τα οποία είναι τα πρώτα από χιλιάδες που μας είναι γνωστά, απομένουν ορισμένα αξιόλογα αποσπάσματα από αντίγραφα βιβλίων της Καινής Διαθήκης σε παπύρους, τα οποία και χρονολογούνται για 100 – 200 χρόνια νωρίτερα ακόμα.

Οι Βιβλικοί Πάπυροι Chester Beatty, η ύπαρξη των οποίων έγινε γνωστή το 1931, αποτελούνται από κομμάτια έντεκα παπύρινων κωδίκων, τρεις από τους οποίους περιείχαν τα περισσότερα από τα γραπτά της Καινής Διαθήκης.

Ένας απ’ αυτούς, που περιέχει τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις, ανήκει στο πρώτο μισό του τρίτου αιώνα

ένας άλλος που περιλαμβάνει τις Επιστολές του Παύλου στις εκκλησίες και την Επιστολή προς Εβραίους αντιγράφτηκε στις αρχές του τρίτου αιώνα.

Ο τρίτος, με την Αποκάλυψη, ανήκει στο δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα.

Μια πιο πρόσφατη ανακάλυψη περιλαμβάνει αποσπάσματα παπύρων που χρονολογήθηκαν από ειδικούς παπυρολόγους πριν το 150 μ.Χ. και δημοσιεύθηκαν στο έργο των H. I. Bell και T. C. Skeat «F r a g m e n t s o f a n U n k n o w n G o s p e l a n d o t h e r E a r l y C h r i s t i a n P a p y r i » (1935).

Αυτά τ’ αποσπάσματα περιέχουν κάτι που από πολλούς θεωρήθηκε σαν μέρος ενός πέμπτου Ευαγγελίου, επειδή παρουσιάζει μεγάλη συγγένεια με τ’ άλλα τέσσερα. Όμως, πιο πιθανή είναι η άποψη που δημοσιεύτηκε στο «T h e T i m e s L i t e r a r y S u p p l e m e n t », τον Απρίλη του 1935, ότι δηλαδή «αυτά τα αποσπάσματα γράφτηκαν από κάποιον που είχε μπροστά του τα τέσσερα Ευαγγέλια και μάλιστα τα ήξερε πολύ καλά. Δεν φαίνεται ν’ αποτελούν ανεξάρτητο Ευαγγέλιο, αλλά είναι παραφράσεις των ιστοριών και του λοιπού υλικού των Ευαγγελίων, που έγιναν για επεξήγηση και οδηγία, ένα εγχειρίδιο διδασκαλίας των ιστοριών των Ευαγγελίων στους ανθρώπους».

Ακόμα νωρίτερο είναι ένα απόσπασμα Παπύρινου κώδικα που περιέχει τον Ιωάννη 18/31 – 33,37 επ., που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του John Rylands του Manchester και χρονολογείται βάσει της παλαιογραφίας το 130 μ.Χ., αποδεικνύοντας πως το τελευταίο από τα Ευαγγέλια που, κατά την παράδοση

γράφτηκε στην Έφεσσο, μεταξύ του 90 και 100 μ.Χ., κυκλοφορούσε στην Αίγυπτο σαράντα περίπου χρόνια μετά τη συγγραφή του (αν – και αυτό είναι το πιο πιθανό – αυτός ο πάπυρος προέρχεται από την Αίγυπτο, απ’ όπου κι αποκτήθηκε το 1917). Θα πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί σαν το, κατά μισό αιώνα, νωρίτερο υπάρχον απόσπασμα της Καινής Διαθήκης23.

Ένας χειρόγραφος πάπυρος του ίδιου Ευαγγελίου που ανακαλύφθηκε ακόμα πιο πρόσφατα, ο οποίος δεν είναι βέβαια τόσο πρώιμος όσο ο πάπυρος Rylands, έχει καλύτερα διατηρηθεί. Πρόκειται για τον πάπυρο Bodmer II, του οποίου η ανακάλυψη ανακοινώθηκε από τη Βιβλιοθήκη Bodmer της Γενεύης το 1956. Γράφτηκε γύρω στο 200 μ.Χ. και περιέχει τα δεκατέσσερα πρώτα κεφάλαια του Ευαγγελίου του Ιωάννη, μ’ ένα κενό (είκοσι δύο στίχων), και αξιόλογα κομμάτια των τελευταίων επτά κεφαλαίων.24

Μαρτυρία άλλου είδους παρέχεται από τους υπαινιγμούς και περικοπές βιβλίων της Καινής Διαθήκης σε άλλα πρώιμα κείμενα.

Οι συγγραφείς, που είναι γνωστοί σαν Αποστολικοί Πατέρες, έγραψαν κυρίως μεταξύ του 90 και 160 μ.Χ., και στα έργα τους βρίσκουμε υλικό όπου φαίνεται η γνωριμία τους με τα περισσότερα από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης.

Σε τρία έργα, που χρονολογούνται γύρω στο 100 μ.Χ. – στην «Επιστολή Βαρνάβα», γραμμένη κατά πάσα πιθανότητα στην Αλεξάνδρεια, στη «Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων», που γράφτηκε στη Συρία ή την Παλαιστίνη και στην «Επιστολή προς Κορινθίους», σταλμένη από τον Κλήμη Ρώμης, γύρω στο 96 μ. Χ. – βρίσκουμε αρκετές συγκεκριμένες περικοπές από την κοινή παράδοση των Συνοπτικών Ευαγγελίων, τις Πράξεις, την προς Ρωμαίους, 1η Κορινθίους, Εφεσίους, Τίτον, Εβραίους, 1η Πέτρου και πιθανές περικοπές από άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης.

Στις επιστολές που γράφτηκαν από τον Ιγνάτιο, επίσκοπο Αντιόχειας, καθώς ταξίδευε προς τον τόπο του μαρτυρίου του, τη Ρώμη, το 115 μ.Χ., υπάρχουν μερικές περικοπές που πολύ λογικά μπορεί κανείς να τις ταυτίσει με τμήματα του κατά Ματθαίον, κατά Ιωάννη, της προς Ρωμαίους, 1ης και 2ης προς Κορινθίους, Γαλάτες, Εφεσίους, Φιλιππησίους, 1ης και 2ης προς Τιμόθεον, Τίτον όπως επίσης και υπαινιγμοί για το κατά Μάρκο, Λουκά, 2ης προς Θεσσαλονικείς, Πράξεις, Κολοσσαείς, Φιλήμονα, Εβραίους και 1ης Πέτρου.

Ο νεότερος στην ηλικία σύγχρονός του, ο Πολύκαρπος, σε μια Επιστολή του προς Φιλιππησίους, αντιγράφει από την κοινή παράδοση των Συνοπτικών Ευαγγελίων, τις Πράξεις, την προς Ρωμαίους, 1 η και 2η προς Κορινθίους, Γαλάτες, Εφεσίους, Φιλιππησίους, 2η προς Θεσσαλονικείς, 1η και 2η προς Τιμόθεον, Εβραίους, 1η Πέτρου και 1η Ιωάννη.

Έτσι, μπορούμε ν’ αναφέρουμε ακόμα παρά πολλούς συγγραφείς του δεύτερου αιώνα, που συγκεντρώνουν πάρα πολύ υλικό, το οποίο φανερώνει τη γνώση και το πόσο αναγνώριζαν την αυθεντία των κειμένων της Καινής Διαθήκης.

Όσον αφορά τους Αποστολικούς Πατέρες το όλο υλικό είναι συγκεντρωμένο και γίνεται η εκτίμησή του σ’ ένα έργο με τίτλο «The New Testament in the Apostolic Fathers», όπου καταγράφονται οι ανακαλύψεις μιας επιτροπής της Oxford Society of Historical Theology, το 1905.

Όμως, υλικό αυτού του είδους δεν βρίσκουμε μόνο στους ορθόδοξους Χριστιανούς συγγραφείς. Είναι γεγονός, από την πρόσφατη ανακάλυψη των κειμένων της Γνωστικής Σχολής του Βαλεντίνου, πως πριν από τα μέσα του δεύτερου αιώνα, τα περισσότερα από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης ήσαν τόσο γνωστά και σεβαστά στον κύκλο αυτών των αιρετικών όσο και στην Καθολική Εκκλησία25

Η μελέτη της μαρτυρίας αυτού του είδους, που βρίσκουμε σε χφφ και περικοπές μεταγενέστερων συγγραφέων, συνδέεται με την προσέγγιση που είναι γνωστή σαν Κριτική των Κειμένων.26

Πρόκειται για έναν πολύ σημαντικό κι ενδιαφέροντα κλάδο μελέτης που έχει σαν αντικείμενό του τον καθορισμό, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, από το υλικό που έχει στη διάθεσή του, των αρχικών λέξεων των κειμένων που εξετάζονται. Αποδεικνύεται, λοιπόν, πειραματικά πολύ εύκολα, πως είναι δύσκολο ν’ αντιγράψει κανείς μια ενότητα κάποιας έκτασης, χωρίς να κάνει ένα ή δυο ολισθήματα τουλάχιστον.

Όταν έχουμε κείμενα σαν αυτά της Καινής Διαθήκης, που γράφτηκαν κι αντιγράφτηκαν χιλιάδες φορές, ο αριθμός των λαθών αντιγραφής αυξάνει τόσο πολύ που πραγματικά εκπλήσσεται κανείς. Ευτυχώς, αν ο αριθμός των χειρογράφων αυξάνει τον αριθμό των λαθών κατά την αντιγραφή αυξάνει όμως κατ’ αναλογία και τον αριθμό των στοιχείων για την διόρθωση τέτοιων λαθών, έτσι που οι αμφιβολίες που απομένουν στην προσπάθεια ανεύρεσης της αρχικής διατύπωσης δεν είναι τόσες πολλές, όσο θα φοβόταν κανείς. Είναι, στ’ αλήθεια, πολύ λίγες.

Οι παραλλαγές για τις οποίες υπάρχουν αμφιβολίες μεταξύ των κριτικών του κειμένου της Καινής Διαθήκης δεν θέτουν θέμα ιστορικού υλικού ή Χριστιανικής πίστης και ζωής.

Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να παραθέσουμε την ετυμηγορία του Sir Frederic Kenyon, ενός λόγιου που η ικανότητά του να κάνει δηλώσεις για τα αρχαία χφφ δεν έχει άλλη δεύτερη:

«Το διάστημα, λοιπόν, ανάμεσα στο χρόνο της αρχικής συγγραφής και των πρώτων εκτεταμένων μαρτυριών είναι τόσο μικρό, που στην πραγματικότητα είναι αμελητέο. Και το τελευταίο στήριγμα για οποιαδήποτε αμφιβολία, για το κατά πόσο οι Γραφές έχουν φτάσει σε μας όπως ακριβώς γράφτηκαν, έχει τώρα γκρεμιστεί. Τόσο η αυθεντικότητα όσο και η γενική αρτιότητα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης πρέπει να θεωρείται αποδεδειγμένη»27

 

Σημειώσεις:


* Σημ. τ. μετ.: χφφ = χειρόγραφα / χφ = χειρόγραφο

6. Βλ. σελ. 29 επ.

7. Οι επιστολές προς Ρωμαίους, 1η και 2η προς Κορινθίους, Γαλάτες, Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, 1η και 2η προς Θεσσαλονικείς.

8. Επιστολές προς Φιλήμονα, 1η και 2η προς Τιμόθεο, Τίτο.

9. Αποκάλυψη (ενικός) όχι Αποκαλύψεις (πληθυντικός).

10. Από την ελληνικής λέξη αποκαλύπτειν. Το πρώτο παράδειγμα αυτού του είδους είναι το βιβλίον του Δανιήλ στην Παλαιά Διαθήκη.

11. Αυτή η μέθοδος στη Συρία, που διατηρήθηκε από την εποχή των Σελευκιδών, μετρούσε τα χρόνια ηγεμονίας αρχίζοντας από το Σεπτέμβρη ή Οκτώβρη. Εφόσον ο Τιβέριος έγινε ηγεμόνας τον Αύγουστο του 14 μ.Χ., το επόμενο ηγεμονικό έτος του θεωρήθηκε ότι άρχιζε απ’ το Σεπτέμβρη-Οκτώβρη του ίδιου χρόνου. Το Ιουδαϊκό Πάσχα του Ιωάννη (2/13 επ.) επομένως, ήταν το Μάρτη του 28 μ.Χ., και τούτο συμφωνεί με τη χρονολογική ένδειξη του 2/20, γιατί ο Ναός του Ηρώδη άρχισε να οικοδομείται το 20-19 π.Χ. και 46 χρόνια από τότε μας φέρνουν στο 27-28 μ.Χ.

12. Ιωάννης 2/13, 6/4, 11/55, επ.

13. Βλ. κεφάλαια 9,10.

14. Σημ. τ. μετ.: Εννοεί την πατρίδα του.

15. Όπως για παράδειγμα ο B.H. Streeter στο έργο του T h e F o u r G o s p e l s (1924) και ο V. Taylor στο T h e G o s p e l s (1945). Απόψεις για μια πρωιμότερη χρονολόγηση βρίσκει στα έργα των A. Harnack, T h e D a t e o f t h e A c t s a n d t h e S y n o p t i c G o s p e l s (1911), C.E. Raven, J e s u s a n d t h e G o s p e l o f L o v e (1931) σελ. 128 επ., J.A.T. Robinson, R e d a t i n g t h e N e w T e s t a m e n t (1976).

16. Πράξεις 28/30. Βλ. F.F.Bruce. T h e B o o k o f A c t s , (1954), σελ. 21 επ.

17. Συγκρ. C.S..C.Williams, A C o m m e n t a r y o n t h e A c t s o f t h e A p o s t l e s (1957), σελ. 13 επ.

18. Βλ. D. Guthrie, T h e P a s t o r a l E p i s t l e s , 1957, σελ. 11 επ.

19. Από την άποψη ότι γράφτηκε πριν τη σύνοδο της Ιερουσαλήμ (Πράξεις, κεφ. 15). Κάποιοι άλλοι τη χρονολογούν λίγα χρόνια μετά.

20. Σύγκρ. Ευσέβιος, Εκκλησιαστική ιστορία 11/22,25.

21. Πρόκειται για τη σχολή «Tuebingen», που ονομάσθηκε έτσι από το Πανεπιστήμιο του Tuebingen, όπου ο F.C. Baur, κύριος υποστηρικτής αυτών των απόψεων, ήταν καθηγητής. Αυτή η σχολή έθεσε εκ νέου τις αρχές του Χριστιανισμού βάσει της μεταφυσικής του Έγελου.

Οι μέθοδοί τους αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της όλης αντιμετώπισης, όπως συνοψίζεται στην ιστορία που συνέβηκε σε μια τάξη, κατά την οποία ο Έγελος παρουσίαζε τη φιλοσοφία της ιστορίας του, αναφορικά με μια σειρά γεγονότων, κάποιος απ’ τους ακροατές, ένας φοιτητής της ιστορίας, τον διέκοψε λέγοντας: «Μα, κύριε καθηγητά, τα γεγονότα δεν είναι έτσι! «Τόσο το χειρότερο για τα γεγονότα» είπε ο Έγελος.

Αυτές οι θεωρίες έγιναν δημοφιλείς στη χώρα μας (τού συγγραφέα) το 1874 από έναν «ανώνυμο» συγγραφέα του Supernatural Religion (Υπερφυσική Θρησκεία) (Walter R. Cassels), στον οποίο απάντηση έδωσε ο επίσκοπος Lightfoot με τα άρθρα του στο Contemporary Review, 1874-77, που ανατυπώθηκαν στον τόμο Essays on «Supernatural Religion», (1889). Η θέση του Cassels και η απάντηση του Lightfoot είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για φοιτητές της Λογικής, που ενδιαφέρονται για του «επιχειρήματος εκ της σιωπής».

22. Βλ. A.N.Sherwin White, Roman S o c i e t y a n d R o m a n L a w i n t h e N e w T e s t a m e n t (1963), σελ. 189, όπου με έκπληξη αντιδρά ένας ιστορικός των κλασσικών χρόνων στις «βασικές υποθέσεις της κριτικής της μορφής του εξτρεμιστικότερου είδους».

23. Για το κείμενο και την περιγραφή του παπύρου δες C.H. Roberts, A n U n p u b l i s h e d F r a g m e n t o f t h e F o u r t h G o s p e l (1935).

24. Άλλοι πάπυροι Bodmer που ανακοινώθηκαν τελευταία περιλαμβάνουν έναν κώδικα του 200 περίπου μ.Χ., ο οποίος περιέχει κομμάτια του Λουκά και του Ιωάννη. Ένας άλλος της ίδιας κατά προσέγγιση χρονολογίας, περιέχει τις Επιστολές του Πέτρου και Ιούδα. Κι ένας άλλος, του έκτου ή έβδομου αιώνα, περιέχει τις Πράξεις και τις Γενικές Επιστολές.

25. Δες F.L. (εκδ.) Cross The Long Codex (1955), σελ. 81 επ.

26. Μια άλλη πολύ σημαντική κατηγορία μαρτυριών για το κείμενο της Καινής Διαθήκης είναι οι Αρχαίες Μεταφράσεις σ’ άλλες γλώσσες, οι πιο παλιές απ’ τις οποίες η Παλαιά Συριακή και η Παλαιά Λατινική, φτάνουν στο τελευταίο μισό του δεύτερου αιώνα. Αξιόλογη βοήθεια μπορεί επίσης να προέλθει από τα πρώτα Εκκλησιαστικά λειτουργικά βιβλία.

Στην τελευταία εκτεταμένη έρευνα σχετικά με τη χρονολόγηση των κειμένων της Καινής Διαθήκης, R e d a t i n g t h e N e w T e s t a m e n t , ο J.A.T. Robinson (1976), ισχυρίζεται πως κάθε τι στην Καινή Διαθήκη γράφτηκε πριν το 70 μ.Χ., το τελευταίο βιβλίο είναι η Αποκάλυψη, το οποίο τοποθετεί κατά προτίμηση στην εποχή του Γάλβα. (Ιούνιος 68 – Ιανουάριος 69). Ο άξονας γύρω απ’ τον οποίο περιστρέφεται είναι το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, την τελική μορφή του οποίου χρονολογεί μέχρι το 65 μ.Χ.

Δεν θ’ ασχοληθώ πολύ με την πρώιμη χρονολόγησή του, γιατί πιστεύω πως ένα-δύο κείμενα της Καινής Διαθήκης πράγματι δείχνουν πως η πτώση της Ιερουσαλήμ είχε ήδη λάβει χώρα (70 μ.Χ.). Όμως, πρέπει να τονίσω ότι η θέση, του Dr. Robinson έχει μελετηθεί τόσο καλά, κι έχει σωστά κι εκτεταμένα αιτιολογηθεί, που, από δω και στο εξής, κανένας δεν θα έπρεπε ν’ ασχολείται με το θέμα αυτό της χρονολόγησης, χωρίς να λαβαίνει σοβαρά υπόψει τους αυτές τις θέσεις του Dr. Robinson.

27. The Bible and Archaeology (1940), sel. 288 ep.

Δημιουργία αρχείου: 15-10-2019.

Τελευταία μορφοποίηση: 15-10-2019.

ΕΠΑΝΩ