Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή

Περί Θεοπνευστίας; * Ο ρόλος των πατέρων στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής * Η διάκριση Θείων και Θεοπνεύστων βιβλίων * Τα βιβλία τής Αγίας Γραφής * Διαβαθμίσεις των βιβλίων * O κανόνας τής Αγίας Γραφής * Η Θεοπνευστία τής Αγίας Γραφής * Ποιος εγγυάται τη Θεοπνευστία τής Αγίας Γραφής;

Η Θεοπνευστία:

Έννοια και ουσία

Του Παναγιώτη Ι. Μπούμη

 

Πηγή: Περιοδικό "Πειραϊκή Εκκλησία" Νο 259, Μαΐου 2014, σελ. 42, 43.

 

Η θεοπνευστία θεωρείται ως μία θεία δύναμη και ενέργεια, η οποία φωτίζει και αξιώνει δεκτικούς ανθρώπους στο να εμπνέονται, ή μάλλον στο να τους αποκαλύπτονται, θείες αλήθειες και να τις μεταδίδουν είτε γραπτώς είτε προφορικώς στους συνανθρώπους τους.

Η έκτακτη η διαρκέστερη αυτή δύναμη, έμπνευση και ενέργεια αποδίδεται κυρίως στο τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, στον Παράκλητο, στο Άγιο Πνεύμα. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν συμφωνούν και δεν συνεργούν στο έργο αυτό και τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.

Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας λέει: «Πάντα γαρ ενεργείται τα θεοπρεπή παρά του Πατρός δια Υιού εν Πνεύματι» (PG 74, 820CD). Το ίδιο επαναλαμβάνει και ο Οικουμένιος Τρίκκης (PG 118, 476C).

Ιδιαίτερα διαφωτιστικοί είναι οι εξής λόγοι του Κυρίου προς τους μαθητές Του: «Όταν δε έλθη ο Παράκλητος, αν άγω πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αλήθειας ο παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού» (Ιωάννης 15, 26), και «Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αλήθειας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάννης 16,13).

Περαιτέρω ο πρωτοκορυφαίος των μαθητών του Κυρίου, ο Απόστολος Πέτρος, ωθούμενος προφανώς και από τη δική του εμπειρία, μας προσδιορίζει ειδικότερα τα περί της θεοπνευστίας, λέγοντας: «Ου γαρ θελήματι ανθρώπου ηνέχθη ποτέ προφητεία, αλλά υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν Άγιοι Θεού άνθρωποι» (Β΄ Πέτρου 1, 21).

Ακολούθως και ίσως εξ αφορμής της παθητικής μετοχής «φερόμενοι» και του χαρακτηρισμού «Άγιοι» έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες για την έννοια του «θεόπνευστος» με αναφορά και εφαρμογή κυρίως στην Αγία Γραφή. Αυτές γενικά κυμαίνονται από την κατάσταση της πλήρους αναστολής της συνειδήσεως του εμπνεομένου (θεοπνεύστου) προσώπου μέχρι την απλή ενίσχυση εκ μέρους του Θεού των ανθρώπινων ικανοτήτων και δυνατοτήτων του.

Οι σημαντικότερες θεωρίες είναι οι εξής: Η μηχανική θεωρία, η φυσική θεωρία, η ηθική θεωρία και η δυναμική θεωρία. Στη συνέχεια ερχόμαστε σε μια βιβλική θεμελίωση της θεοπνευστίας (δογματικο-κανονική θεώρηση).

Για να προσεγγίσουμε, λοιπόν, κατά το δυνατόν ορθώς την έννοια της θεοπνευστίας, νομίζουμε ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη πρωτίστως και κυρίως τα αναφερθέντα, καθώς και συναφή, αγιογραφικά χωρία.

Τίθεται κατά συνέπεια απαιτητικά το ερώτημα: Τι σημαίνει το «οδηγήσει» και πιο συγκεκριμένα το «φερόμενοι»;

Στην απάντηση αυτού ικανοποιητικά βοηθάει το χωρίο των Πράξεων 27,15, όπου ο Παύλος διηγείται τα κατά το «τρικυμιώδες» ταξίδι του δια θαλάσσης προς τη Ρώμη, λέγοντας: «Συναρπασθέντος δε του πλοίου και μη δυναμένου αντοφθαλμείν τω ανέμω επιδόντες εφερόμεθα». Δηλαδή μας πληροφορεί τα εξής: «Επειδή το πλοίο συμπαρασύρθηκε και δεν ήταν δυνατόν να πάει αντίθετα στον (θυελλώδη) άνεμο, ποδίσαμε, τουτ' έστιν αφήσαμε αυτό (και εμάς τους ίδιους) στη διάθεση (φορά) του ανέμου και έτσι οδηγούμασταν και φερόμασταν (από τον άνεμο και τα κύματα, ή ίσως κι από τον Θεό)». Παρόμοιες ερμηνείες έχουμε και από τις μεταφράσει των Π. Τρεμπέλα, Β. Βέλλα κ.ά., Γ. Γαλίτη κ.ά., Ιωάννη Κολιτσάρα και (τών) ξένων μεταφραστών.

Ιδιαίτερα εδώ στο χωρίο Πράξεις 21, 15 πρέπει να αξιοποιηθεί η ύπαρξη των δύο ρηματικών τύπων «επιδόντες» και «εφερόμεθα», καθώς και η συνύπαρξη και ο συνδυασμός τους, για να καταστεί δυνατόν να εξαχθούν μερικά χρήσιμα συμπεράσματα και να περιγράφει η έννοια της θεοπνευστίας κατά το δυνατόν καλλίτερα.

Κατά πρώτον λέει «επιδόντες»· τουτ' έστιν οι ταξιδεύοντες (κυβερνήτες του πλοίου και λοιποί επιβάτες) μόνοι τους θέλησαν να ανακόψουν την ταχύτητα του πλοίου και να ποδίσουν, να ευθυγραμμιστούν και να αφεθούν στη φορά του ανέμου και των κυμάτων. Επομένως και το «φερόμενοι» (στο Β΄ Πέτρου 1, 21), ônaiς και το ρήμα «οδηγήσει» (ο Παράκλητος στο Ιωάννης 16, 13), δεν αποκλείει, αλλά μάλλον προϋποθέτει την ύπαρξη βουλήσεως-θελήσεως τών ανθρώπων που αφέθηκαν να «φέρονται» ή να οδηγούνται από το Άγιο Πνεύμα.

Συνεπώς η θεοπνευστία δεν παραγνωρίζει ούτε καταλύει τη συνείδηση ή τη συνεργία των θεοπνεύστων προσώπων, εκτός ίσως τής πρωτοβουλίας και τής επιλογής, την οποία έχει ο εμπνέων Θεός. Άλλωστε πάλι η Αγία Γραφή λέει: «Και πνεύματα προφητών προφήταις υποτάσσεται» (Α' Κορινθίους 14, 32). Εξ άλλου αυτά τα «φερόμενα» πρόσωπα «ελάλησαν», όπως μας λέει ο Απόστολος Πέτρος, δηλαδή κήρυξαν ή έγραψαν, τουτ' έστιν ενήργησαν. Δεν ήταν όπλα παθητικά και άβουλα όργανα. Άρα το έπραξαν με τη θέλησή τους, ενσυνείδητα. Και ακόμη μπορεί να προστεθεί ότι δεν ήταν μόνον «εν συνειδήσει», άλλα και «εν εγρηγόρσει».

Ότι δεν έχαναν τη συνείδησή τους οι θεόπνευστοι άνδρες, ίσως αντιστρόφως και εμμέσως φαίνεται και από την περιγραφή του Αποστόλου Παύλου στη Β΄ προς Κορινθίους επιστολή (12, 2-4). Εκεί μας λέει ότι «ουκ οίδε», δεν γνώρισε, δεν κατάλαβε, όταν «ηρπάγη εις τον παράδεισον», εάν πήγε με το σώμα ή χωρίς το σώμα. Τότε φαίνεται δεν είχε πλήρη συνείδηση του γινομένου, ούτε πλήρη ελευθερία, γιατί «ηρπάγη».

Άλλα ακριβώς τότε δεν μπόρεσε ή και δεν του επετράπη, δεν έπρεπε, να περιγράφει ή να μεταφέρει τι είδε και τι άκουσε. Αντίθετα ο ευαγγελιστής Ιωάνvnς, ο οποίος είχε την αίσθηση και του τόπου (βλέπε το «εγενόμην εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω», -Αποκ. 1, 9), και του χρόνου (βλέπε το «εγενόμην… εν τη κυριακή ημέρα», Αποκ. 1, 10), μας γράφει «εις βιβλίον» (Αποκ. 1, 11) «ά είδε» (Αποκ. 1, 19), τα γράφει στο Θεόπνευστο βιβλίο της Αποκαλύψεως.

Συνεπώς αυτοί οι θεόπνευστοι άνδρες ενσυνείδητα, εκούσια και με ταπεινοφροσύνη αφήνονταν στο θέλημα του Θεού, ή και προσαρμόζονταν, ευθυγραμμίζονταν και συντονίζονταν με αυτό. Και ο Θεός, ο οποίος «ταπεινοίς δίδωσι χάριν» (Ιάκωβος 4, 6), τους οδηγούσε, τους αποκάλυπτε, τους «έφερνε», σε οπτασίες, σε εμπνεύσεις ή και οράματα, σε υπερφυσικές ή και προφητικές αλήθειες.

Περαιτέρω, από το «επιδόντες» που έχει και την έννοια του "ανακόπτω την ταχύτητα", συνάγεται και το συμπέρασμα ότι με το να τρέχουν οι άνθρωποι και να επιδιώκουν, είτε ως επιστήμονες είτε και ως Άγιοι, να βρούνε τις θείες αλήθειες, δεν είναι πάντα τόσο λυσιτελές και αποτελεσματικό. Ο Θεός τελικά «ελεώντας» τον άνθρωπο αποκαλύπτει την αλήθεια, όταν Αυτός θέλει και όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου (παράβαλλε Γαλ. 4, 4). Αυτό μας υπογραμμίζει και το χωρίο του Αποστόλου Παύλου που λέει: «Ου τού θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού» (Ρωμαίους 9, 16).

Ο Θεός θέλει την ταπείνωση και την υπακοή, το συντονισμό στο θέλημά Του, καθώς και τη γαλήνη και την ειρήνη της καρδίας του ανθρώπου, και τότε ανταποκρίνεται ή μάλλον τότε τον εμπνέει και τον ελεεί, τότε τον «φέρει» και τον οδηγεί στην αλήθειά του.

Ότι το Άγιο Πνεύμα ενεργεί στους δεκτικούς αυτούς ανθρώπους, στους γαλήνιους και πράους, ενισχύεται και από το χωρίο Γ΄ Βασ. 19, 11-12, όπου ο Θεός είπε στον Προφήτη Ηλία μεταξύ άλλων: «Ιδού παρελεύσεται (= θα διέλθει μπροστά σου ο) Κύριος. Και πνεύμα (= άνεμoς) μέγα κραταιόν διαλύον όρη… ουκ εν (αυτώ) τω πνεύματι Κύριος· και μετά… φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος». Στον ήχο της λεπτής αύρας έρχεται ó Κύριος, γιατί η αύρα είναι «το σύμβολον της αγάπης του Θεού» (Αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακόπουλου, Η Παλαιά Διαθήκη, τόμ. 10ος: Γ΄ Βασιλειών, Αθήναι 1958, σ. 180).

Επί πλέον από το προαναφερθέν χωρίο του Παύλου «ου του θέλοντος... αλλά του ελεούντος Θεού» εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο θεόπνευστος άνδρας, εκτός από την ταπεινοφροσύνη και τη μετριοφροσύνη, πρέπει να διακατέχεται και από μία εσωτερική μαρτυρία, από αυτομαρτυρία, ότι αυτά που λέει η Γραφή είναι υπέρτερα των διανοητικών-πνευματικών του δυνάμεων, δεν είναι συμπεράσματα των συλλογισμών του, αλλά είναι δωρεές-αποκαλύψεις του ελεούντος Θεού. Την αυτομαρτυρία αυτή το άριστο βεβαίως είναι να την επικυρώνει και η εκκλησιαστική κοινότητα (παράβαλλε Ιωάννης 21, 24).

Μετά από τις προηγηθείσες παρατηρήσεις και προϋποθέσεις θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη θεώρηση αυτή ως μυσταγωγική θεωρία. Με τον όρο αυτό η θεοπνευστία λαμβάνει την έννοια ότι ο Θεός δια του Αγίου Πνεύματος κατά πρώτον μυσταγωγεί στα μυστήρια της αλήθειας, της Θείας οικονομίας, τους θεόπνευστους άνδρες. Εν συνεχεία αυτοί με τους λόγους τους και με τα έργα τους - βιβλία τους, μυσταγωγούν τους ακροατές και τους αναγνώστες τους και πάλι με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος και της Εκκλησίας στις αποκαλυφθείσες και παραδοθείσες αλήθειες. Η όλη αυτή μυσταγωγική διαδικασία μπορεί να αποτυπωθεί επιγραμματικά σ' αυτό που έχει η Αποκάλυψη του Ιωάννου στην αρχή (Αποκ. 1, 1) ως επιγραφή: «Αποκάλυψις Ιησού Χριστού, ην έδωκεν αυτώ ο Θεός, δείξαι τοις δούλοις αυτού ά δει γενέσθαι εν τάχει, και εσήμανεν αποστείλας δια του Αγγέλου αυτού τω δούλω αυτού Ιωάννη».

Δημιουργία αρχείου: 19-7-2017.

Τελευταία μορφοποίηση: 19-7-2017.

ΕΠΑΝΩ