Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Θεολογικά, Θρησκείες και Μελέτες

Άγιο Πνεύμα: Πρόσωπο ή δύναμη; * Απάντηση σε επιχειρήματα Πνευματομάχων * Ποιος είναι "ο ων επί πάντων ευλογητός Θεός"; * Το Filioque στη Θεολογία και στην Οικονομία

1ο Μέρος

Αιρέσεις περί Αγίου Πνεύματος

Υποδομή Αρειανικών αιρέσεων

Μιχάλης Μαυροφοράκης
 
 
Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του.
 

Ομιλία Νο 122

(ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ // ΕΠΟΜΕΝΗ).

(Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 8-9-1995).

Ακούστε την από την ΟΟΔΕ και σε ηχητικό αρχείο ΜΡ3

 

Αυτό είναι το πρώτο μέρος μίας σειράς ομιλιών που εμβαθύνουν στην αναίρεση διαφόρων αιρετικών θεωρήσεων σχετικά με το Άγιο Πνεύμα, οι οποίες θεωρήσεις ταλαιπώρησαν για αιώνες την Εκκλησία, και εξακολουθούν και σήμερα να παρασύρουν άπειρους και απληροφόρητους ανθρώπους, που δεν έχουν σωστή Χριστιανική παιδεία. Η εκτενής αυτή σειρά ομιλιών, ολοκληρώνεται σε 22 ομιλίες, τις οποίες μπορείτε ήδη να τις ακούσετε σε ηχητική μορφή, στον δεσμό "Ορθοδοξία και Αίρεση".

 

1. Η εμπειρία του Αγίου Πνεύματος στην πρώτη Εκκλησία

H πίστη στη θεότητα του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος διακηρύσσεται σε πολλά σημεία της Παλαιάς Διαθήκης. Ωστόσο πολλοί στο παρελθόν, αλλά δυστυχώς και σήμερα,  κακόδοξα αρνούνται την θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού και του Αγίου Πνεύματος. Αλλά, πότε όμως και για ποιόν λόγο συνέβη να αρχίσουν κάποιοι να αρνούνται τη θεότητα, κατ’ αρχήν του Χριστού και κατά δεύτερον του Αγίου Πνεύματος;

Οι πιστοί των πρώτων μεταχριστιανικών γενεών δεν προβληματίστηκαν πάνω σε αυτά τα ζητήματα, αλλά η πίστις ήταν αμιγής και ενιαία. Το κεντρικό μήνυμα, ακόμα και στα αποστολικά κείμενα και τα κείμενα των αποστολικών Πατέρων, ήταν το λυτρωτικό μήνυμα, το μήνυμα της σωτηρίας. Σημασία κατ’ αρχήν δεν είχε η κατανόηση των αληθειών της πίστεως με τη λογική, αλλά η βίωση της προσφερομένης σωτηρίας και η απόλαυση των προσφερομένων αγαθών μέσα στην εκκλησία, όπου κατά έναν παράδοξο τρόπο και μυστήριο, θα λέγαμε, συνετελείτο μια ανακαίνιση, μια αλλαγή της ανθρώπινης φύσης.

Αυτή η αλλαγή ήταν η εμπειρία του θείου, η βίωσις της θεοποιούσης δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος.. Και θα μπορούσαμε να πούμε, ήταν μια αναψηλάφηση του Ιησού Χριστού, κατά το πρότυπο του Αποστόλου Θωμά. Ο Κύριος, ο οποίος είχε αναστηθεί, ήταν έντονα παρών στην Εκκλήσία και κάθε πιστός ζούσε αυτό το θαύμα της μεταμορφώσεως Του και μπορούσε και αυτός μαζί  με τον Απόστολο Θωμά να επαναλάβει: «Ο Κύριος μου και ο Θεός μου». Δεν υπήρχε λοιπόν καμία αμφισβήτησις, όσον αφορά την θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού, του Ιησού Χριστού.

Όλη αυτή η πορεία διενεργείτο εν Πνεύματι Αγίω, δια του Παρακλήτου, τον οποίο είχε υποσχεθεί ο Κύριος μας στους αποστόλους προ της Αναλήψεως Του· και εφόσον αυτός ο αγιασμός των μελών της Εκκλησίας εγίνετο με τη χάρη και τη δύναμη του Παναγίου Πνεύματος, κανείς  δεν μπορούσε να μιλήσει για ανυπαρξία του Αγίου Πνεύματος, για μη προσωπική ύπαρξη Του ή για, όπως έγινε αργότερα, την κατάταξή Του ανάμεσα στα υπόλοιπα κτίσματα.

 

2. Η ανάγκη και ο κίνδυνος της Απολογητικής

Όμως καθώς τα χρόνια περνούσαν εισήλθε στην Εκκλησία ο πειρασμός της γνώσεως·  και τον ονομάζουμε έτσι, γιατί μοιάζει με τον πειρασμό, στον οποίο υπέκυψαν στην Εδέμ οι προπάτορες Αδάμ και Εύα, όταν ο διάβολος έξωθεν τους υποσχέθηκε ψευδώς: «Διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ως θεοί, γιγνώσκοντες καλόν και πονηρόν».

Η διανοητική λοιπόν αυτή προσέγγιση της γνώσης, η οποία δεν έχει να κάνει σε τίποτα με την επίγνωση που έρχεται μέσα από τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, δεν άργησε να εισβάλλει και στην πρώτη Εκκλησία. Οι πρώτοι χριστιανοί κηρύττοντας τον Λόγο, διδάσκοντας το Ευαγγέλιο, ήρθαν σε επαφή με τους έξωθεν σοφούς.   Χρειάστηκε λοιπόν να δώσουν λογικές απαντήσεις περί της πίστεως την οποία εβίωναν και σιγά-σιγά αναπτύχθηκε η απολογητική. Οι απολογητές προσπαθούν να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στην πίστη και στην γνώση και έτσι μπαίνουν οι βάσεις της θεολογήσεως, εφόσον η θρησκευτική εμπειρία διερευνάται πλέον δια του λόγου, με τη λογική και οι αλήθειες της πίστεως γίνεται αντικείμενο έρευνας. Η διδασκαλία των απολογητών σαν προσπάθεια να γνωρίσει τον Λόγον σε καθένα που το ζητά, «Του διδόναι Λόγον παντί τω αιτούντιι», όπως αναφέρεται στην Α΄ Πέτρου επιστολή, ήταν και γραφικώς δικαιολογημένη και δεν ήταν μακριά από τα πλαίσια που έθετε η θεία Αποκάλυψη. Όμως το στοιχείο της ύβρεως, της πλάνης, της κακοδοξίας, της αίρεσης, που με άλλα λόγια είναι η αυτόνομη προσπάθεια της κατανόησης και η δια του ανθρωπίνου λόγου μόνον ερμηνεία του περιεχομένου της πίστεως, εμφανίστηκε σαν ένα νέο είδος πτώσεως του ανθρώπου.

Ο άνθρωπος, όπως και κατά την πτώση στον παράδεισο, αναλαμβάνει πλέον ο ίδιος να φτάσει στην γνώση, η οποία όμως δεν ανακαλύπτεται από τον άνθρωπο με τα δικά του μόνον μέσα, αλλά αποκαλύπτεται από τον Θεό σε όσους έχουν κατασταθεί άξιοι. Έτσι λοιπόν ορισμένοι δεν αρκέσθηκαν πλέον στην απλότητα της  ευαγγελικής πίστεως και στην παράδοση των Αποστόλων, αλλά υποκινούμενοι από τον Διάβολο, τον εχθρό της Αληθείας επιχειρούν να νοθεύσουν την καθαρότητα και απλότητα της διδασκαλίας του Πνεύματος στηριζόμενοι στην κοσμική σοφία και στις δικές τους αποκλειστικά δυνάμεις. Μία λοιπόν από τις αλήθειες, η οποία νωρίς ετέθη υπό κρίση ήτο η θεότης του Λόγου, και αυτό δεν έγινε χωρίς αιτία. Γι’ αυτό θα πρέπει να αναφερθούμε στις ιδεολογικές και θεολογικές τάσεις της εποχής εκείνης.

 

3. Η προσέγγιση του Φίλωνα και οι "αιώνες" των Γνωστικών

Για τους Έλληνες, οι οποίοι φαντάζονταν τον Θεό εντελώς υπερβατικό, ο οποίος δεν είχε καμία σχέση προς τον κόσμο, η πίστις ότι ο Θεός ενηνθρώπησε και ότι έδρασε μέσα στον κόσμο ήταν αδιανόητη. Αυτό το χάσμα μεταξύ Θεού και κόσμου προσπάθησε να το γεφυρώσει ο Πλάτων, και γι’ αυτό εισάγει έναν δεύτερο Θεό, ο οποίος δημιουργήθηκε από τον πρώτο. Σε αυτόν τον δεύτερο Θεό αποδίδει το έργο του Δημιουργού. Ετσι λοιπόν ο υπερβατικός Θεός παραμένει απροσπέλαστος μέσα στον κόσμο των ιδεών. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο Πλάτων προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στον άκτιστο Θεό και στον κτιστό κόσμο, διότι η λογική του τού υπεδείκνυε ότι δεν μπορεί να υπάρχει σχέση και ανάμειξη.

Η εξέλιξη των πλατωνικών ιδεών μας φέρνει στον ελληνιστή Ιουδαίο φιλόσοφο Φίλωνα, ο οποίος στην προσπάθεια του να συνθέσει την ιδέα περί Θεού, που επικρατούσε στην ελληνική σκέψη σαν μια υπερβατική και απρόσωπη αρχή και από την άλλη μεριά την βιβλική άποψη περί Θεού, ο οποίος ενεργεί και δρα εν τω κόσμω, διατηρεί το υπερβατικό του Θεού, αλλά συγχρόνως τον φέρει να έρχεται σε έμμεση επικοινωνία με τον κόσμο, με την παραδοχή ότι ο Θεός πλέον ενεργεί μέσα από μεσάζουσες δυνάμεις, η ύψιστη από τις οποίες είναι ο Λόγος. Έτσι λοιπόν, κατά τον Φίλωνα, ο οποίος προσπάθησε να παντρέψει, θα λέγαμε, τον Ελληνισμό και τον Ιουδαϊσμό, που ο μεν Ελληνισμός δεχόταν έναν απομεμακρυσμένο, υπερβατικό Θεό, χωρίς ανάμειξη με ό,τιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο, και από την άλλη μεριά την ιουδαϊκή αντίληψη περί Θεού, ότι ο Θεός ενεργεί εν τω κόσμω, ο Φίλων υπέθεσε ότι οι ενέργειες του Θεού εκδηλώνονται έμμεσα μέσα από μεσάζουσες δυνάμεις, η μεγαλύτερη από τις οποίες είναι ο Λόγος.

Ανάλογες προσπάθειες έγιναν και στο χώρο του μέσου Πλατωνισμού και στα ποικίλα σχήματα των Γνωστικών. Οι Γνωστικοί, αυτές τις ενδιάμεσες, τις μεσάζουσες δυνάμεις, τις ονόμασαν αιώνες. Μπορούμε λοιπόν να αντιληφθούμε, για ποιόν λόγο ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε προσπάθεια από τους αιρετικούς να ενταχθεί ανάμεσα στα κτίσματα, μεταξύ δηλαδή των κτισμάτων και έτσι να κατακρημνισθεί από το αξίωμα του ως κατά φύση, κατ’  ουσίαν Θεός.

 

4. Από την ειδωλολατρική φιλοσοφία στον Άρειο

Είδαμε προηγουμένως ότι το κήρυγμα του χριστιανικού Ευαγγελίου είχε να αντιμετωπίσει τους σοφούς του κόσμου, αλλά και τα κρατούντα φιλοσοφικο-θρησκευτικά συστήματα. Έτσι λοιπόν στην προσπάθεια τους ορισμένοι να συμβιβάσουν το Ευαγγέλιο με την κοσμική σοφία και να το περιορίσουν στην ανθρώπινη διάνοια με τη δική τους την προσωπική λογική, το αλλοίωσαν. Είδαμε ότι οι δύο κυριαρχούσες τάσεις της εποχής εκείνης ήταν ο Ελληνισμός και ο Ιουδαϊσμός. Ο Ελληνισμός είχε έναν θεό υπερβατικό, ο οποίος δεν μπορούσε να έχει καμία απολύτως σχέση με την δημιουργία του, δηλ. με τα κτίσματα, και υπήρχαν διάφορες φιλοσοφικές προσπάθειες γεφύρωσης αυτού του χάσματος, οι οποίες προέβλεπαν έναν ενδιάμεσο, όπως είπαμε και προηγουμένως, μια θεότητα κατώτερη από τον θεό που δέχονταν, και που ο Φίλων την ονόμασε Λόγο.

Οι απόπειρες αυτές της φιλοσοφίας για την επίλυση του προβλήματος των σχέσεων του θεού και του κόσμου, με το να ρίξουν το βάρος στην διαφύλαξη της υπερβατικότητας του θεού με την εισαγωγή των ενδιάμεσων όντων, τα οποία ήταν κατώτερα από τον θεό και δημιουργήθηκαν από αυτόν και τα οποία δημιούργησαν εν συνεχεία τον κόσμο, επηρέασαν σημαντικά όλες τις αιρετικές αυτές διδασκαλίες, οι οποίες υποτιμούν λίγο ή πολύ το πρόσωπο του Θεού Λόγου. Τέτοιες είναι αυτές που αποδέχονται επί παραδείγματι το σύστημα της υποτάξεως του Θεού στον Πατέρα, μεταξύ των οποίων κατατάσσονται και σχετικές απόψεις ορισμένων απολογητών. Βέβαια, στους απολογητές αυτούς δεν έχουμε καμία άρνηση της θεότητος του Υιού, η οποία μάλιστα είναι ρητά εκπεφρασμένη. Οι απολογητές δηλαδή δέχονται ρητά την θεότητα του Υιού. Με την πάροδο του χρόνου έχουμε τις ιδέες αυτές να εξελίσσονται και φτάνουμε στον Άρειο, ο οποίος τράβηξε στα άκρα αυτού του είδους τις φιλοσοφικές αντιλήψεις και ο οποίος θεώρησε και κήρυξε ότι ο Υιός δεν είναι Θεός κατά φύση, αλλά είναι κτίσμα του Θεού Πατρός. Ο πρώτος λοιπόν στόχος των αιρετικών ήταν ο Υιός του Θεού.  Μαθητές θα λέγαμε του Αρείου, οι οποίοι ήταν και οι θεωρητικοί αποδέκτες και εξελικτές των θεωριών του αυτών, των κακοδοξιών και των αιρέσεων είναι, όπως έχουμε αναφέρει και στο παρελθόν, ο Αέτιος και ο Ευνόμιος.

 

5. Η Ιουδαϊκή αντίληψη

Το δεύτερο θρησκευτικό σύστημα της εποχής εκείνης, το οποίο είχε άμεση επίδραση στην διαμόρφωση των αιρετικών κακοδοξιών εναντίον της θεότητος του Υιού και αργότερα του Αγίου Πνεύματος είναι το Ιουδαϊκό σύστημα. Για τους Ιουδαίους, η θεολογία, έτσι όπως είχε εξελιχτεί, αποδεχόταν έναν αυστηρό μονοθεϊσμό. Έτσι, η τριαδικότητα του Θεού εσήμαινε γι’  αυτούς πολυθεΐα και ταυτόχρονα κατάργηση της μοναρχίας του Πατρός. Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση των Ιουδαίων, που φαίνεται και στα κείμενα της Καινής Διαθήκης, κατά της θεότητος του Χριστού. Στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο Έ κεφάλαιο στίχο 18, διαβάζουμε: «δια τούτο ουν μάλλον εζήτουν αυτόν οι Ιουδαίοι αποκτείναι ότι ου μόνον έλυε το Σάββατον, αλλά και Πατέραν ίδιον έλεγεν τον Θεόν ίσον εαυτόν ποιών τω Θεώ» (Γι’ αυτά τα λόγια λοιπόν οι Ιουδαίοι άρχοντες επιζητούσαν ακόμη περίσσότερο να τον σκοτώσουν, γιατί όχι μόνο παραβίαζε τους κανόνες για το Σάββατο, αλλά και έλεγε πατέρα δικό του τον Θεό και με αυτό τον τρόπο εξίσωνε ο Ιησούς τον εαυτό του με τον Θεό. Το ότι δηλαδή ο ο Ιησούς ονόμαζε τον εαυτό του Υιό του Θεού και με το δεδομένο ότι εννοιολογικά η υιότης αναφέρεται στην ίδια φύση του Υιού με τον Πατέρα, ήταν φανερό για τους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς εξίσωνε τον εαυτό του με τον Θεό. Έλεγε δηλαδή, ότι είναι Υιός του Θεού Πατρός και κατά συνέπειαν κατά φύσιν Θεός. Αυτό το πράγμα δεν μπορούσαν ούτε να το αντιληφθούν ούτε να το αποδεχτούν οι Ιουδαίοι. Αυτός άλλωστε ήταν και ο βασικός λόγος, για τον οποίον τον οδήγησαν στον Σταυρό.

Κάτω λοιπόν από το πρίσμα αυτής της αυστηρής μονοθεΐας, η οποία εσφαλμένα ερμηνευόταν έτσι από τους Ιουδαίους μέσα από τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, η θεώρηση του τριαδικού προβλήματος οδήγησε στην υποτίμηση του Υιού. Έχουμε λοιπόν υποτίμηση του Υιού από την πλευρά των Ελλήνων, για να προσαρμοστεί ο Υιός στην ελληνική φιλοσοφία, αλλά έχουμε και υποτίμηση του Υιού από την πλευρά των Ιουδαίων, έτσι ώστε το χριστιανικό κήρυγμα να προσαρμοστεί στην αυστηρή μονοθεϊστική αντίληψη που είχαν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι εσφαλμένα ερμήνευαν την Παλαιά Διαθήκη. Διότι, όπως  και στη συνέχεια θα διαπιστώσουμε, πολλές είναι οι αναφορές και στην Παλαιά Διαθήκη περί της τριαδικότητας του Θεού.

 

6. Μοναρχιανοί και Υιοθετιστές

Ήδη λοιπόν, ακόμα και λίγο πριν από τον Άρειο εμφανίστηκαν δύο αιρετικές κακοδοξίες, οι οποίες χαρακτηρίζονταν και οι δύο με τον όρο μοναρχιανοί, από το ότι κατοχύρωναν  τη μοναρχία του Πατρός με την απόρριψη, κάθε μία με διαφορετικό τρόπο, της θεότητας του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η πρώτη ομάδα των μοναρχιανών, οι τροπικοί μοναρχιανοί, σπουδαιότερος από τους οποίους είναι ο Σαβέλλιος, θεωρούν τα τρία μέλη της Τριάδος  απλώς σαν ιδιαίτερους τρόπους, εξ ου και τροπικοί, της φανερώσεως του Θεού μέσα στον κόσμο και όχι σαν ιδιαίτερες υποστάσεις μέσα στη θεότητα. Έλεγαν, δηλαδή, ότι ο ένας  Θεός εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη ως Πατήρ, στην Καινή Διαθήκη ως Υιός και στην Εκκλησία ως Άγιον  Πνεύμα. Δεν δέχονταν λοιπόν ότι συνυπάρχουν στον τριαδικό Θεό, οι τρεις ξεχωριστές και ασύγχυτες μεταξύ τους υποστάσεις, τα τρία ξεχωριστά πρόσωπα.

Η άλλη μερίδα είναι οι δυναμικοί μοναρχιανοί, της οποίας ιδρυτής είναι ο Παύλος ο Σαμοσατέας και τελικός διαμορφωτής των απόψεων της ο Λουκιανός. Αυτοί εξελάμβαναν τον Υιό σαν απλή δύναμη του Θεού εξ’ ου και δυναμικοί. Δεν θεωρούν λοιπόν τον Υιό ως ξεχωριστή υπόσταση, ως ένα ξεχωριστό πρόσωπο, αλλά ως μια άψυχη και άλογη δύναμη, η οποία ενοίκησε στον άνθρωπο Ιησού, που λόγω της ηθικής του προκοπής και τελείωσης, υιοθετήθηκε από τον Θεό και έγινε κατά Xάριν Υιός αυτού.

Αντίστοιχες αντιλήψεις έχουμε και περί του Αγίου Πνεύματος στη σημερινή εποχή. Πολλοί, όπως θα δούμε, ισχυρίζονται ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι ξεχωριστό πρόσωπο ή υπόσταση, αλλά απρόσωπη δύναμη. Επανερχόμενοι λοιπόν στους δυναμικούς μοναρχιανούς, εξαιτίας ότι αυτοί εδέχοντο ότι ο άνθρωπος Ιησούς, ο οποίος εδέχθη την δύναμη του Λόγου του Θεού μέσα Του, λόγω της ηθικής του τελείωσης, και ο οποίος υιοθετήθηκε από τον Θεό, εξαιτίας αυτής τους της αντίληψης ονομάζονται και υιοθετιστές.

 

7. Η εκ των έσω επίθεση στην Εκκλησία, δια των Αρειανικών αιρέσεων

Οι επιδράσεις αυτές που αναφέραμε της ελληνικής σκέψης και τoυ ιουδαϊσμού στην χριστιανική διδασκαλία θίγουν το ουσιαστικότερο στοιχείο του χριστιανικού μηνύματος, δηλαδή την δυνατότητα θεώσεως του ανθρώπου δια του ενανθρωπήσαντος Θεού. Ο Μέγας Αθανάσιος στον λόγο του κατά Αρειανών αναφέρει τα εξής: «Ουκ άρα άνθρωπος ων ύστερον γέγονε Θεός, αλλά Θεός ων ύστερον γέγονεν άνθρωπος, ίνα μάλλον ημάς θεοποιήσει. Αυτός είναι ο λόγος της σωτηρίας.» Αλλοιώνεται λοιπόν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας με αυτού του είδους τις αντιλήψεις. Αυτές οι επιδράσεις αποτέλεσαν και την δόλια αντεπίθεση των θρησκευτικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν ηττηθεί κατά κράτος από τον χριστιανισμό.

Ο κόσμος, αφού νικήθηκε στην ανοιχτή σύγκρουση με την Εκκλησία κατά τη διάρκεια των διωγμών, επιχειρεί τώρα κρυφά και με το πρόσχημα δήθεν του χριστιανισμού να λάβει εκδίκηση. Διότι, όπως βλέπουμε αλλοιώνεται τελείως το περιεχόμενο της χριστιανικής διδασκαλίας και του Ευαγγελίου. Έτσι, οι αιρέσεις αποτελούσαν και αποτελούν τον Δούρειο Ίππο του Ελληνισμού και του Ιουδαϊσμού μέσα στην παράταξη της Εκκλησίας. Δεν είναι ένας εξωτερικός πόλεμος, αλλά είναι ένας πόλεμος, ο οποίος βρίσκεται μέσα από τα τείχη.

Για τούτο και οι Πατέρες, ο Μέγας Αθανάσιος και οι Καππαδόκες στη συνέχεια, επιχειρούν να αποκαλύψουν με σαφήνεια το αληθινό πρόσωπο του Αρειανισμού και των υποστηρικτών του, όπως επίσης και των θεωρητικών ακολούθων του. Ο Αρειανισμός και τα παρακλάδια που ξεφύτρωσαν από αυτόν, αποτελούν κληρονόμο της ασεβείας των Ελλήνων, των Ιουδαίων και των Μανιχαίων. Ο Μέγας Αθανάσιος λέγει: «Αλλ’ ουκ εστί τούτο της Εκκλησίας, του δε Σαμοσατέως εστί και των νυν Ιουδαίων το φρόνημα. Διατί ουν τα εκείνων φρονούντες ουχί και ως οι Ιουδαίοι περιτέμνονται, αλλ’ υποκρίνονται τον χριστιανισμόν και προς αυτόν έχουσιν την μάχην;». Είναι το ερώτημα που υποβάλαμε με απλούστερα λόγια προηγουμένως, ότι δηλαδή πολλοί αιρετικοί υποκρίνονται χριστιανισμό, ενώ στην ουσία η πίστη τους είναι των Ελλήνων το φρόνημα ή των Ιουδαίων.

Ο δε Μέγας Βασίλειος στον «κατά Σαβελλιανών λόγο», λέει πολύ χαρακτηριστικά τα εξής: «Επειδή γαρ είδεν ο σοφός του κακοποιήσαι διάβολος την προς Έλληνας και Ιουδαίους των χριστιανών αλλοτρίωσιν και  ότι ευθύς εκ των ονομάτων έχομεν προς αυτούς πολεμίως, το ημέτερον επιθείς εκατέροις όνομα ούτως επισάγειν επιχειρεί πάλιν την ιουδαϊκήν άρνησιν και την ελληνικήν πολυθεΐαν». Δηλαδή επειδή είδε ο σοφός στο να κακοποιεί διάβολος την αλλοτρίωση των χριστιανών προς τους Έλληνες και τους Ιουδαίους, και ότι αμέσως διακείμεθα με εχθρικό τρόπο απέναντι τους, εξαιτίας της διαφοράς των ονομάτων, άλλο δηλαδή οι χριστιανοί και άλλο οι Ιουδαίοι και οι Έλληνες, αφού βάζει και στους δυο το ίδιο όνομα, δηλαδή σκεπάζει με το χριστιανικό κάλυμμα και όνομα τις ιουδαϊκές και ελληνικές κακοδοξίες, με αυτόν τον τρόπο επιχειρεί να επανεισαγάγει την ιουδαϊκή άρνηση και την ελληνική πολυθεΐα. Δηλαδή προσπαθεί ο διάβολος ντύνοντας με το όνομα του χριστιανού και της χριστιανικής διδασκαλίας τους αιρετικούς και τις κακοδοξίες τους, οι οποίες προέρχονται  και δεν είναι άλλες παρά οι ιουδαϊκές πλάνες και οι ελληνικές ειδωλολατρικές αντιλήψεις, να αλλοτριώσει και να αλώσει την χριστιανοσύνη.

Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος συνεκληθη το 325 στη Νίκαια, για να αντιμετωπίσει ακριβώς αυτήν την αιρετική διδασκαλία του Αρείου ως προς το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Υιό και Λόγο του Θεού. Το ζήτημα περί του Αγίου Πνεύματος δεν είχε ακόμη προβληθεί και ως εκ τούτου η Ομολογία Πίστεως της Νικαίας διακήρυσσε μεν την πίστη στο Άγιο Πνεύμα, δεν έκανε όμως ιδιαίτερες και εκτεταμένες διασαφήσεις. Τούτο το έκανε η δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη το 381 και η οποία συμπλήρωσε το περιεχόμενο της Συνόδου της Νικαίας με ειδική αναφορά στο περιεχόμενο της πίστεως περί του Αγίου Πνεύματος και έτσι ολοκλήρωσε την Τριαδική διδασκαλία της Εκκλησίας. Αυτό έγινε διότι στο μεταξύ των δύο Συνόδων διάστημα εμφανίστηκαν διδασκαλίες οι οποίες υποτιμούσαν το Άγιο Πνεύμα και οι οποίες πήραν το όνομα πνευματομαχικαί. Αυτές προήρχοντο και πάλι από τον χώρο του Αρειανισμού, του αυστηρού και του μετριοπαθούς.

Ο Άρειος, αν και   ασχολήθηκε μόνο με το πρόβλημα του Υιού, μπορεί σαφώς να συναχθεί από τις προϋποθέσεις της διδασκαλίας του ότι ήταν και αυτός πνευματομάχος. Μόνος ο Πατήρ είναι κατά τον Άρειο αγέννητος και απολύτως υπερβατικό Όν ,όλα τα άλλα είναι κτίσματα. Μεταξύ των κτισμάτων κατέχει εξέχουσα θέση ο Υιός - αυτά ισχυρίζεται ο Άρειος - ο οποίος είναι το δημιουργούν Κτίσμα δηλ. το κτίσμα εκείνο το οποίο έκανε τη Δημιουργία. Και σε αυτό διαφέρει από τα άλλα κτίσματα, στο ότι δηλαδή δημιουργεί σαν όργανο όμως του Πατρός. Για τούτο και ο Μέγας Αθανάσιος θεωρεί συνεπή και εύλογη την πνευματομαχική στάση των οπαδών του Αρείου, των Αρειανών.

Με σαφήνεια όμως διακήρυξαν τις πνευματομαχικές τους απόψεις οι ακραίοι Αρειανοί, Αέτιος και Ευνόμιος. Και όπως αναφέρεται στον Μέγα Βασίλειο, κατά τον Ευνόμιο ο μεν Υιός είναι ποίημα του αγεννήτου Πατρός, ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο, είναι ποίημα του Μονογενούς Υιού, είναι κτίσμα δηλαδή, που δημιουργήθηκε κατά την κακοδοξία του Ευνομίου από τον Υιό και Λόγο του Θεού. Η διαφορά του από τα άλλα κτίσματα έγκειται στο ότι είναι το πρώτο και μείζον ποίημα, δημιούργημα του Μονογενούς. Κάτω από τη γενική λοιπόν αυτή έννοια, πνευματομάχοι είναι όλοι οι Αρειανοί και αυτό φαίνεται και στις μέρες μας για όσους συγκεκαλυμμένα ίσως και για τους υπολοίπους οι οποίοι απροκάλυπτα υποστηρίζουν αρειανικές απόψεις και διδασκαλίες.  

Ειδικά όμως πνευματομάχοι απεκλήθησαν οι μετριοπαθείς Αρειανοί που ονομάστηκαν Ομοιουσιανοί αυτοί δεν δέχονταν το ομοούσιον του Υιού με τον Πατέρα και έλεγαν ότι ο Υιός δεν έχει την ίδια, αλλά όμοια ουσία, δηλαδή φύση, προς τον Πατέρα, απέκλειαν όμως ότι Αυτός ήταν κτίσμα. Για το Πνεύμα το Άγιον όμως αυτοί διακήρυτταν, όμοια με τους ανομοίους, δηλαδή τους οπαδούς του Ευνομίου, ότι Αυτό ήταν κτίσμα.

Απομαγνητοφώνηση: Ε. Δ.

Δημιουργία αρχείου: 27-2-2009.

Τελευταία μορφοποίηση: 30-9-2017.

ΕΠΑΝΩ