Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

Διωγμοί

 
Πρόλογος // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή

Τού Αποστόλου Αθ. Γλαβίνα

Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο.

Οι διωγμοί από τους Εβραίους


Ο προφητικός λόγος του πρεσβύτη Συμεών στη Θεοτόκο, όταν οδήγησε στο Ναό τον Ιησού για να κάνουν τα έθιμα του νόμου (Λουκάς 2,27): Αυτός θα γίνει αιτία να καταστραφούν ή να σωθούν πολλοί Ισραηλίτες. Θα είναι σημείο αντιλεγόμενο για να φανερωθούν οι διαθέσεις πολλών (Λουκάς 2, 34-35), επαληθεύτηκε απόλυτα. Για το όνομα του Χριστού εξεγέρθηκαν εναντίον της Εκκλησίας του και των οπαδών του ηγεμόνες και βασιλείς, άρχοντες και δυνάστες, φιλόσοφοι και δικαστές, Ιουδαίοι και ειδωλολάτρες, έθνη και λαοί και με πολλούς σκληρούς διωγμούς και βασάνους και βίαιους θανάτους αγωνίστηκαν να εξαλείψουν τη διδασκαλία του. Στην παραβολή του αμπελώνα (Ματθαίος 21, 33-44), ο ίδιος ο Ιησούς μιλάει παραστατικά για την αδυναμία και σκληροκαρδία των Εβραίων να καταλάβουν το μήνυμα της έλευσης του, το οποίο έφερναν σ’ αυτούς κατά καιρούς οι Προφήτες και πρόδρομοι. Στην ίδια παραβολή τονίζεται στη συνέχεια από τον Ιησού ότι οι άνθρωποι και την έλευση του δεν έλαβαν σοβαρά υπόψη με αποτέλεσμα να τον θανατώσουν. Αυτό ήταν επόμενο, αφού ο κόσμος δεν κατανόησε την έλευση του (Ιωάν. 1,10), οι στενοί συγγενείς του σκανδαλίζονταν μαζί του και δεν τον πίστευαν (Ματθαίος 13,57. Μάρκος 6,3. Ιωάν. 7,5), ο κόσμος τον θεωρούσε ότι εξέστη (Μάρκος 3,21) ή ότι πλανά τον όχλον (Ιωάν. 7,12) ή ότι δαιμόνιον έχει (Ιωάν. 8,48), οι Γραμματείς τον κατηγορούσαν ότι Βεελζεβούλ έχει, και ότι εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια (Μάρκος 3,22), οι Φαρισαίοι τον αποκαλούσαν πλάνο (Ματθαίος 27,63), ενώ ο απλός λαός, οι φτωχοί της γης, τον περνούσαν για τον Ιωάννη το Βαπτιστή, τον Ηλία, τον Ιερεμία η έναν Προφήτη (Ματθαίος 16,14. Μάρκος 6,15)· κάποτε κάποτε περνούσε από το μυαλό τους η ιδέα ότι μπορούσε να είναι ο Χριστός (Ιωάν. 7,40-43). Όποια όμως και αν ήταν η αντίληψη για τον Ιησού, η παρουσία του στο χώρο της Παλαιστίνης ήταν επικίνδυνη για τα συμφέροντα των Αρχιερέων, Γραμματέων, Φαρισαίων και Ηρωδιανών, της κατεστημένης δηλαδή τάξης, και η διδασκαλία του αποτελούσε πρόκληση στην Ιουδαϊκή αντίληψη. Γι’ αυτό έπρεπε να πεθάνει. Ο Καϊάφας, αρχιερέας του έτους, με την απόφαση του για το θάνατο του Ιησού, επικαλέστηκε λόγους που σ' όλες τις εποχές προβάλλονται ως δικαιολογία των πιο κραυγαλέων ασχημιών, τα λαϊκά και εθνικά συμφέροντα: και δεν σκέφτεστε πως είναι συμφέρον μας να πεθάνει ένας άνθρωπος για χάρη του λαού, για να μην αφανιστεί ολόκληρο το έθνος (Ιωάν. 11,50). Με την πραγματοποίηση όμως της απόφασης αυτής, ενώ δε σώθηκε ο λαός του Ισραήλ και το έθνος τους, άρχισε για τους οπαδούς του Σταυρωμένου μια χωρίς τέλος περίοδος θλίψεων, δοκιμασιών, αγωνιών και βασάνων. Αυτό το είχε κάνει γνωστό ο Χριστός στους πρώτους μαθητές του: Φυλαχτείτε από τους ανθρώπους· γιατί θα σας παραδώσουν σε δικαστήρια και θα σας μαστιγώνουν στις συναγωγές τους· θα σας οδηγήσουν μπροστά σε άρχοντες και βασιλιάδες εξαιτίας μου, για να δώσετε μαρτυρία για μένα σ' αυτούς και στους ειδωλολάτρες… Κι όλοι θα σας μισούν εξαιτίας μου. Όποιος όμως μείνει σταθερός ως το τέλος, αυτός θα σωθεί (Ματθαίος 10,17·18·22. Μάρκος 13, 9-13. Λουκάς 21, 13-17).

Η φυγή του Ιωσήφ στην Αίγυπτο με την Παρθένο Μαρία και το μικρό Ιησού, ύστερα από το νυχτερινό μήνυμα του Αγγέλου, για να γλυτώσει έτσι ο Ιησούς το θάνατο από τον Ηρώδη, και η θανάτωση όλων των παιδιών, που ήταν στη Βηθλεέμ και στην περιοχή της, από δυο ετών και κάτω (Ματθαίος 2,13-18), συνιστά ασφαλώς τον πρώτο διωγμό εξαιτίας του Χριστού.

Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής και οι πρώτες αντιδράσεις από την πλευρά των Ιουδαίων φάνηκαν με τη σύλληψη των δυο μαθητών του Ιησού, του Ιωάννου δηλαδή και του Πέτρου. Αφορμή για τη σύλληψη αυτή στάθηκε η θεραπεία του εκ γενετής χωλού στο Ναό από τον Πέτρο, που συνοδευόταν από τον Ιωάννη (Πράξ. 3,1-10). Το θαύμα αυτό, που δεν αμφισβητήθηκε από τους Ιουδαίους (Πραξ. 4,16), όπως επίσης και η ομιλία του Πέτρου που ακολούθησε (Πραξ. 3,11-26), αφύπνισε αμέσως την κακία τους εναντίον των οπαδών του Χριστού, η οποία βρισκόταν μέχρι τη στιγμή αυτή σε υπολανθάνουσα κατάσταση, αφού μεταξύ των Ιουδαίων υπήρχε η βεβαιότητα ότι με το σταυρικό θάνατο του Χριστού είχε εξανεμιστεί κάθε κίνδυνος για τη θρησκεία τους από την πλευρά του Ιησού και οι μαθητές του δε θα μπορούσαν να εμφανιστούν ως συμπαγής ομάδα που θα δημιουργούσε προβλήματα. Έτσι, ενώ ακόμη οι δυο μαθητές δίδασκαν στο Ναό συνελήφθησαν από τους Ιερείς, το στρατηγό του ιερού και τους Σαδδουκαίους γιατί δίδασκαν το λαό και κήρυτταν ότι η ανάσταση του Ιησού αποδείχνει την ανάσταση των νεκρών και τέθηκαν υπό επιτήρηση στη φυλακή για να δικαστούν την επόμενη ημέρα (Πραξ. 4,1-3). Οι Εβραίοι, όταν αντιλήφθηκαν στη διάρκεια της δίκης, ότι τίποτε δεν κατόρθωσαν με τις απειλές, ότι οι δυο αγράμματοι και απλοϊκοί άνθρωποι, που τους προξένησαν το θαυμασμό, ήταν από τους μαθητές του Ιησού, δεν είχαν να πούνε τίποτε, γιατί επιπλέον έβλεπαν ότι κοντά τους στεκόταν και ο χωλός που πριν μια ημέρα τον θεράπευσαν. Έτσι, αφού τους έβγαλαν έξω από την αίθουσα του συνεδρίου και συζήτησαν γύρω από αυτούς, τους ξανακάλεσαν και τους παράγγειλαν να μη συζητούν και διδάσκουν τίποτε για τον Ιησού. Στην αρνητική απάντηση των δυο μαθητών οι Εβραίοι πρόσθεσαν τώρα και απειλές και τους απέλυσαν χωρίς να βρουν αιτία για να τους τιμωρήσουν (Πραξ. 4,4-22). Το θαύμα της θεραπείας του χωλού δεν ήταν το μοναδικό· ακολούθησαν και άλλα πολλά από όλους τους Αποστόλους. Αυτοί συγκεντρώνονταν όλοι μαζί στη στοά του Σολομώντος και καθημερινά ο αριθμός των ανθρώπων που πίστευαν σ’ αυτούς μεγάλωνε και κανένας από αυτούς που δεν είχαν πιστέψει δεν τους ενοχλούσε (Πραξ. 5,12-16). Οι Σαδδουκαίοι όμως, όταν αντιλήφθηκαν ότι με τις απειλές τίποτε δεν κατόρθωσαν, συνέλαβαν τους Αποστόλους και τους έβαλαν στη φυλακή· από εδώ τους έβγαλε με θαυμαστό τρόπο Άγγελος, που τους προέτρεψε να μεταβούν στο ιερό και να διδάξουν το λαό (Πραξ. 5,17-21). Όταν οι Σαδδουκαίοι πληροφορήθηκαν το γεγονός αυτό τους έφεραν με ήπιο τρόπο στο συνέδριο, στο οποίο απολογήθηκε και πάλι ο Πέτρος (Πραξ. 5,22-32). Ύστερα από την απολογία αυτή οι Εβραίοι αγανάκτησαν και σκέπτονταν να βρουν τρόπο να τους θανατώσουν (Πραξ. 5,33), ο Φαρισαίος όμως νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ με την επέμβαση του συντέλεσε ώστε να αφεθούν ελεύθεροι, αφού τους έδειραν αυτή τη φορά και τους παράγγειλαν και πάλι να μη διδάσκουν για το Χριστό (Πραξ. 5,34-40).

Ενώ οι Απόστολοι έτσι επώδυνα αντιμετώπισαν τη μανία των Εβραίων, ο αρχιδιάκονος Στέφανος ήταν ο πρώτος που πρόσφερε το αίμα του εξαιτίας των διωγμών των Εβραίων (Πραξ. 6,8-7,60). Το λιθοβολισμό του Στεφάνου ακολούθησε την ίδια ημέρα μεγάλος διωγμός στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων· κι όλοι διασκορπίστηκαν στα χωριά της Ιουδαίας και της Σαμάρειας, εκτός από τους Αποστόλους (Πραξ. 8,1), που έμειναν στα Ιεροσόλυμα.

Ύστερα από το διωγμό αυτό ο Σαύλος λυμαινόταν τη Χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, αφού, με άδεια που είχε από τους Αρχιερείς, έμπαινε στα σπίτια και έσυρε με τη βία από εκεί άνδρες και γυναίκες, που τους παρέδιδε στις αρχές για να τους βάλουν στη φυλακή και πολλές φορές τους τιμωρούσε ο ίδιος με ραβδισμούς για να τους εξαναγκάσει να βλασφημήσουν το όνομα του Ιησού (Πραξ. 8,3. 26, 9-11). Ο ίδιος ο Παύλος έλαβε μέρος στο λιθοβολισμό του Στεφάνου (Πραξ. 7,58) και αργότερα, μεθυσμένος από τις επιτυχίες του στο διωγμό των Χριστιανών των Ιεροσολύμων, έλαβε άδεια από τον αρχιερέα μαζί με συστατικές επιστολές να μεταβεί στη Δαμασκό και να φέρει από εκεί δεμένους στην Ιερουσαλήμ τους οπαδούς της νέας θρησκείας (Πραξ. 9,1-2). Ο Παύλος ζήτησε να πάει στη Δαμασκό για να συλλάβει τους Χριστιανούς, γιατί ήδη στην Ιερουσαλήμ είχαν αραιώσει οι τάξεις τους, αφού πολλοί την εγκατέλειψαν· όσοι έμειναν εκεί κρύβονταν στην προσπάθεια τους να αποφύγουν την ορμητικότητα του Παύλου, που ανάμεικτη με φαρισαϊκό φανατισμό επιζητούσε την εξάλειψη του Χριστιανισμού. Στο δρόμο όμως για τη Δαμασκό έλαβε χώρα η θαυμαστή μεταστροφή του στο Χριστό και έτσι ο διώκτης των Χριστιανών Σαύλος μεταβάλλεται σε διωκόμενο Παύλο, τον οποίο θέλουν τώρα να θανατώσουν οι Εβραίοι (Πραξ. 9,23· 29). Με κανένα τρόπο δεν ανέχονταν οι Εβραίοι το κήρυγμα για τον Ιησού και απεχθάνονταν θανάσιμα όσους αποσκιρτούσαν από τη θρησκεία τους και γίνονταν μέλη της νεοΐδρυτης Εκκλησίας. Έτσι δικαιολογείται το βαθύ μίσος εναντίον του Αποστόλου Παύλου, τον οποίο σε κάθε πόλη, με κάθε ευκαιρία, σε όλες τις περιοδείες του, τον καταδίωκαν συνεχώς, όπως π.χ στην Αντιόχεια της Πισιδίας (Πραξ. 13,45' 50), στο Ικόνιο (Πραξ, 14,1-6), στα Λύστρα (Πραξ. 14,19-20), στους Φιλίππους (Πραξ. 16,19-39), στη Θεσσαλονίκη και Βέροια (Πραξ. 17,1-14). Ο ίδιος ο Παύλος μιλάει για τους διωγμούς αυτούς από την πλευρά των Ιουδαίων (Πραξ. 20,19) και μας δίνει αρκετές πληροφορίες (Β΄ Κορινθίους 11,24-28' παράβαλλε και Α΄ Κορινθίους 4,9-13), όπως και ο Λουκάς (Πραξ. 21,4· 11-40. 22, 30. 23,1 και εξής ).

Το 42 ή 44 ο Ηρώδης Αγρίππας, εγγονός του Μεγάλου Ηρώδη, κακομεταχειρίστηκε μερικούς που ήταν μέλη της Εκκλησίας και θανάτωσε με μαχαίρι τον Ιάκωβο του Ζεβεδαίου, αδελφό του Αποστόλου Ιωάννη (Πραξ. 12,1-2). Επειδή δε είδε ότι η ενέργεια αυτή ικανοποίησε τους Εβραίους, έβαλε σκοπό να πιάσει και τον Απόστολο Πέτρο, τον οποίο έβαλε στη φυλακή τις ημέρες του Πάσχα. Αλλά για μια ακόμη φορά ο Απόστολος Πέτρος ελευθερώθηκε με τρόπο θαυμαστό (Πραξ. 12,4-17).

Το 62, όταν αρχιερέας ήταν ο Σαδδουκαίος Άνανος, γιος του Άννα, και ενώ είχε πεθάνει ήδη ο ρωμαίος πολιτικός άρχοντας Φήστος, μαρτύρησε ο άλλος Ιάκωβος, ο αδελφόθεος, που χρημάτισε και πρώτος Επίσκοπος Ιεροσολύμων (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Β΄ 23).

Ο ιερός Αυγουστίνος, συνοψίζοντας άριστα τους διωγμούς αυτούς των πρώτων υπηρετών του Λόγου και των πρώτων Χριστιανών, λέγει τα εξής:

Και τι θα ειπούν περί του διωγμού κατά τον οποίον αυτός ο ίδιος ο Κύριος εσταυρώθη; εις ποίαν τάξιν τον κατατάσσουν; Εάν δε πιστεύουν, ότι πρέπει να κάμουν μίαν εξαίρεσιν δι’ αυτόν και να μη υπολογίσουν παρά μόνον τους διωγμούς εκείνους τους σχετικούς προς το σώμα, χωρίς να λάβουν υπ΄ όψιν την κεφαλήν αυτήν ταύτην, τι φρονούν περί του διωγμού, όστις, μετά την Ανάληψιν του Χριστού, εγένετο εις την Ιερουσαλήμ; Εκεί ο μακάριος Στέφανος ελιθοβολήθη, εκεί ο Ιακώβ, αδελφός του Ιωάννου, απεκεφαλίσθη· εκεί ο Απόστολος Πέτρος, πριν αποθάνη, ερρίφθη εις τας φύλακας και ηλευθερώθη παρ’ ενός αγγέλου εκεί οι αδελφοί απεδιώχθησαν από την Ιερουσαλήμ και διεσπάρησαν τήδε κακείσε· εκεί ο Σαύλος, ο βραδύτερον Απόστολος Παύλος γενόμενος, ελεηλάτει την Εκκλησίαν, μετ’ ολίγον δε, χάριν της πίστεως, την οποίαν προσεπάθησε να προδιαγράψη, υπέστη τα βασανιστήρια, τα οποία έκαμε να υφίστανται οι πιστοί, γενόμενος και αυτός ο ίδιος στόχος καταδιώξεως είτε εις την Ιουδαίαν, είτε εις τας άλλας χώρας, όπου ο ζήλος του τον ωδήγει δια να κηρύσση τον Ιησούν Χριστόν. Διατί λοιπόν ν' αρχίσωμεν την περίοδον των διωγμών από την εποχήν του Νέρωνος, εφ' όσον η Εκκλησία εξηπλώθη μέχρι της βασιλείας του ηγεμόνος τούτου εν μέσω των φρικαλεωτέρων βασανιστηρίων, των οποίων η λεπτομερής εξιστόρησις θα απήτει χρόνον μακρόν; Εάν θελήσουν ν' απαριθμήσουν μόνον τους διωγμούς, τους προκληθέντας από των βασιλέων, βασιλεύς ήτο ο Ηρώδης εκείνος, όστις, μετά την Ανάληψιν τον Κυρίου, διωργάνωσεν ένα τόσον σκληρόν διωγμόν [Ιερού Αυγουστίνου, Η Πολιτεία του Θεού (De Civitate Dei), XVIII, 52. Μετάφρασις- σημειώσεις Ανδρέου Δελεζίου, Βιβλίον XVII, Αθήναι 1955, σ. 360].

Οι Ιουδαίοι αντιδρούν αποκλειστικά και μόνο, φαινομενικά τουλάχιστο, από λόγους θρησκευτικούς. Και πάλι όμως το κακό που προξενούν στην ηγεσία της πρώτης Εκκλησίας αλλά και στους πρώτους Χριστιανούς δεν είναι μικρό. Αν δεν μεσολαβούσε η τότε πολιτική αδυναμία τους μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί τα αποτελέσματα των διωγμών εναντίον της Εκκλησίας πόσο διαφορετικά θα ήταν. Πάντως όμως, πέρα από το ότι η θρησκευτική ηγεσία των Ιουδαίων φανάτιζε τους ομοεθνείς τους εναντίον των Χριστιανών, έμμεσα σε ορισμένες περιπτώσεις τροφοδοτούσαν τη ρωμαϊκή διοίκηση με υλικό εναντίον των Χριστιανών και προκαλούσαν τις αρχές να λάβουν μέτρα εναντίον τους με αποκλειστικό σκοπό να ελαχιστοποιήσουν τη δράση τους η καλλίτερα να την εκμηδενίσουν. Ότι οι Ιουδαίοι μισούν τους Χριστιανούς γιατί πιστεύουν και διακηρύττουν ότι ο Χριστός ήρθε στη γη, πράγμα που οι ίδιοι δεν το αντιλήφθηκαν αν και διακηρύχτηκε από τους Προφήτες τους, αναφέρει ήδη ο φιλόσοφος και μάρτυρας Ιουστίνος στην πρώτη του απολογία (Απολογία Α', 36,3), ενώ στο Διάλογο προς Τρύφωνα, σε δυο σημεία, μνημονεύει ότι έστειλαν, ύστερα από τη σταύρωση του Ιησού, στα πέρατα της γης διαλεγμένους ικανούς άνδρες για να διαβάλουν τους Χριστιανούς σαν άθεους, αιρετικούς και άνομους: Ουχ ούτως γαρ τα άλλα έθνη εις ταύτην την αδικίαν την εις ημάς και τον Χριστόν ενέχονται, όσον υμείς, οι κακείνοις της κατά του δικαίου και ημών των απ’ εκείνου κακής προλήψεως αίτιοι υπάρχετε· μετά γαρ το σταυρώσαι υμάς εκείνον τον μόνον άμωμον και δίκαιον άνθρωπον, «δι’ ον των μωλώπων ίασις γίνεται» τοις δι’ αυτού επί τον πατέρα προσχωρούσιν, επειδή εγνώκατε αυτόν αναστάντα εκ νεκρών και αναβάντα εις τον ουρανόν, ως αι προφητείαι προεμήνυον γενησόμενον, ου μόνον ου μετενοήσατε εφ’ οις επράξατε κακοίς, αλλά άνδρας εκλεκτούς από Ιερουσαλήμ εκλεξάμενοι τότε εξεπέμψατε εις πάσαν την γην, λέγοντας αίρεσιν άθεον Χριστιανών πεφηνέναι, καταλέγοντας τε ταύτα άπερ καθ’ ημών οι αγνοούντες ημάς πάντες λέγουσιν· ώστε ου μόνον εαυτοίς αδικίας αίτιοι υπάρχετε, αλλά και τοις άλλοις άπασιν απλώς ανθρώποις (Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα Ιουδαίον, 17,1).

Και ταύτα οι από του γένους υμών επισταμένοι άπαντες γεγενημένα υπό του Ιωνά, και του Χριστού παρ’ υμίν βοώντος ότι το σημείον Ιωνά δώσει υμίν, προτρεπόμενος ίνα καν μετά το αναστήναι αυτόν από των νεκρών μετανοήσητε εφ’ οις επράξατε κακοίς και ομοίως Νινευΐταις προσκλαύσητε τω θεώ, όπως και το έθνος και η πόλις υμών μη άλω καταστραφείσα, ως κατεστράφη, και ου μόνον ου μετενοήσατε, μαθόντες αυτόν αναστάντα εκ νεκρών, αλλ’ ως προείπον, άνδρας χειροτονήσαντες εκλεκτούς εις πάσαν την Οικουμένην επέμψατε, κηρύσσοντας ότι αίρεσίς τις άθεος και άνομος εγήγερται από Ιησού τίνος Γαλιλαίου πλάνου οv σταυρωσάντων ημών, «οι μαθηταί αυτού κλέψαντες αυτόν» από του μνήματος νυκτός, οπόθεν κατετέθη αφηλωθείς από του σταυρού, πλανώσι τους ανθρώπους λέγοντες εγηγέρθαι αυτόν εκ νεκρών και εις ουρανόν ανεληλυθέναι κατειπόντες δεδιδαχέναι και ταύτα άπερ κατά των ομολογούντων Χριστόν και διδάσκαλον και υιόν Θεού είναι παντί γένει ανθρώπων άθεα και άνομα και ανόσια λέγετε, προς τούτοις και αλούσης υμών της πόλεως και της γης ερημωθείσης ου μετανοείτε, αλλά και καταράσθαι αυτού και των πιστευόντων εις αυτόν πάντων τολμάτε, και ημείς υμάς και τους δι’ υμάς τοιαύτα καθ’ ημών υπειληφότας ου μισούμεν, αλλ’ ευχόμεθα καν νυν μετανοήσαντας πάντας ελέους τυχείν παρά του ευσπλάχνου και πολυελέου πατρός των όλων Θεού (Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα Ιουδαίον, 108,1-3).

Κατά τους Ιουδαίους, εφόσον οι Χριστιανοί δε δέχονταν την περιτομή, δε διατηρούσαν το Σάββατο και τις άλλες γιορτές και δε σέβονταν τις διατάξεις της μωσαϊκής νομοθεσίας, εκφυλίστηκαν και κατάντησαν όπως οι Εθνικοί. Ο Ιουστίνος στο Διάλογο του με τον Τρύφωνα βάζει στα χείλη του συνομιλητή του και τα εξής: Και μην πολλούς των τον Ιησούν λεγόντων ομολογείν και λεγομένων Χριστιανών πυνθάνομαι εσθίειν τα ειδωλόθυτα και μηδέν εκ τούτου βλάπτεσθαι λέγειν (35,1).

Στο Μαρτυρολόγιο του Πολυκάρπου αναφέρεται ότι οι Εβραίοι με προθυμία μάζευαν φρύγανα και ξύλα για τη φωτιά στην οποία θα καιγόταν ο Πολύκαρπος· αυτό το πράγμα είχε γίνει πια συνήθεια στους Εβραίους, προσθέτεται στο κείμενο (13,1). Και στην προς Διόγνητο επιστολή αναγράφεται ότι οι Χριστιανοί υπό Ιουδαίων ως αλλόφιλοι πολεμούνται και υπό Ελλήνων διώκονται (5,17).

Εκτός από το Διάλογο προς Τρύφωνα αξιόλογα συγγράμματα, από τα οποία έχουμε ειδήσεις για την πάλη ανάμεσα στους Εβραίους και τους Χριστιανούς κατά τους πρώτους αιώνες, είναι το έργο του Τερτυλλιανού Κατά Ιουδαίων και του Κυπριανού Μαρτυρία κατά Ιουδαίων.

Οι Εβραίοι με μεγάλο πάθος επιτίθονταν εναντίον του προσώπου του Χριστού και διατύπωναν εναντίον του πλήθος κατηγοριών: ότι έφερνε αναταραχή στο έθνος των Εβραίων και διασάλευε τη δημόσια τάξη· ότι εμπόδιζε το λαό να πληρώνει τους νόμιμους φόρους στο ρωμαίο αυτοκράτορα· ότι θεωρώντας τον εαυτό του χρισμένο βασιλιά σφετεριζόταν ιδιότητες και εξουσία που ανήκε στον αυτοκράτορα· ότι εξαπατούσε τον όχλο με γοητείες και μαγείες που διδάχτηκε σε νεαρή ηλικία στην Αίγυπτο· ότι ήταν εχθρός του Θεού και καταραμένος από αυτόν και γι΄ αυτό παραδόθηκε στον ατιμωτικό σταυρικό θάνατο, που φανέρωσε ότι ήταν ασύστατος ο ισχυρισμός του ότι είναι ο γιος του Θεού· ότι η διδασκαλία του δεν πρόσφερε τίποτε το νέο· ότι η ανάσταση του ήταν ένας μύθος που τον έπλασαν οι αδέξιοι μαθητές του, που έκλεψαν το σώμα του και διέδωσαν ότι αναστήθηκε. Έτσι δεν είναι παράδοξο πως οι Εβραίοι είχαν σε χρήση ιδιαίτερη αρά (κατάρα) (της εποχής του 90-117 μ. Χ. ) εναντίον των Χριστιανών, τους οποίους κατέτασσαν στην ίδια με τους αιρετικούς μοίρα Μη υπαρξάτω ελπίς τοις Αποστάταις και εκρίζωσον ταχέως εν ταις ημέραις ημών το Κράτος της υπερηφανείας' και ευδόκησον, ίνα εν μια στιγμή εξολοθρευθώσιν οι Χριστιανοί και αιρετικοί απόσβεσον αυτούς από της βίβλου των ζώντων και μετά των δικαίων μη γραφήτωσαν. Ευλογητός ει, Κύριε, ο ταπεινών τον υπερήφανον (Παναγιώτου Ν. Τρεμπέλα, Αι αρχαί της Χριστιανικής λατρείας, Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών τόμ. 13,1959, σ. 36 ).

 


Πρόλογος // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 26-4-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 27-4-2010.

Πάνω