Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

Διωγμοί

 
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή

Τού Αποστόλου Αθ. Γλαβίνα

Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17ο.

Ο Βαλεριανός


Ο Βαλεριανός ήταν ήπιος και φιλόφρων απέναντι στους Χριστιανούς κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του (253-260) και δεν τους καταδίωξε. Η ησυχία όμως αυτή και η ευημερία των Χριστιανών διακοπτόταν σε ορισμένες περιπτώσεις από μεμονωμένα περιστατικά δίωξης. Έτσι π.χ. καταδικάστηκαν σε θάνατο στη Ρώμη το 256 ως Χριστιανοί το ζεύγος Αδρίας και Παυλίνα με τα παιδιά τους Νέονα και Μαρία, το συγγενή τους Ιππόλυτο, που πρώτος τους οδήγησε στο Χριστιανισμό, τον πρεσβύτερο Ευσέβιο και το διάκονο Μάρκελλο, που τους κατήχησαν, καθώς και το Μάξιμο, που έγινε Χριστιανός κατά τις ανακρίσεις. Η Ελληνική αυτή οικογένεια είχε μεταβεί από την Ελλάδα στη Ρώμη, ασπάστηκε τη Χριστιανική πίστη, όταν Επίσκοπος στη Ρώμη ήταν ο Στέφανος (253-257), και μοίρασε τον πλούτο της στους φτωχούς της πόλης. Οι ρωμαϊκές αρχές θεώρησαν ύποπτη την ενέργεια τους αυτή, ύστερα από καταγγελία, τους ανέκριναν αρκετά για να αποδείξουν κρυμμένο θησαυρό και τελικά καταδικάστηκαν σε θάνατο ως Χριστιανοί. Πιθανώς την ίδια εποχή μαρτύρησε και δεύτερο ζευγάρι Χριστιανών, ο Χρύσανθος και η Δαρεία, οι οποίοι τάφηκαν ζωντανοί. Ο Βαλεριανός επηρεασμένος από το οικογενειακό και το άλλο άμεσο περιβάλλον του έδειξε στην αρχή όχι μόνο ανεκτικότητα απέναντι στους Χριστιανούς αλλά και φιλικά αισθήματα όσα δεν έδειξε κανένας από τους πριν από αυτόν αυτοκράτορες. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Διονύσιος μας μιλάει για τη στάση αυτή του Βαλεριανού: Αμφότερα δε εστίν επί Ουαλεριανού θαυμάσαι, και τούτων μάλιστα τα προ αυτού ως ούτως έσχεν, συννοείν, ως μεν ήπιος και φιλόφρων ην προς τους ανθρώπους του Θεού ουδέ γαρ άλλος τις ούτω των προ αυτού βασιλέων ευμενώς και δεξιώς προς αυτούς διετέθη, ουδ’ οι λεχθέντες αναφανδόν Χριστιανοί γεγονέναι, ως εκείνος οικειότατα εν αρχή και προσφιλέστατα φανερός ην αυτούς αποδεχόμενος, και πας τε ο οίκος αυτού θεοσεβών πεπλήρωτο και ην Εκκλησία Θεού (Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ζ' 10,3).

Στον καιρό αυτό της ειρήνης και της ησυχίας ο Κυπριανός επιδόθηκε στη θεραπεία των διαφόρων κακών, στην Καρχηδόνα, τα οποία προέκυψαν από τους διωγμούς, και στην ενίσχυση και τη στερέωση της εκκλησιαστικής πειθαρχίας. Γι’ αυτό άλλοτε συγκαλεί σύνοδο Αφρικανών Επισκόπων (253) και επιβάλλει με αυτή τιμωρία στον επίσκοπο Θεράπιο γιατί αυτός συγχώρησε πεπτωκότα ιερέα κατά το διωγμό, χωρίς να επιβάλει σ' αυτόν κανόνα μετανοίας, και άλλοτε προσκαλεί τους Χριστιανούς της Assuras να μη δεχτούν ως επίσκοπο τους το Φουρτουνατιάτο, ο οποίος τον καιρό του διωγμού πρόσφερε θυσία στα είδωλα. Το ίδιο έπραξε ο Κυπριανός το 254 σε δυο Επισκόπους Ισπανούς, το Βασιλείδη και το Μαρτιάλη, οι οποίοι στον καιρό του διωγμού παρέδωσαν έγγραφη απόδειξη (libellum), ότι θυσίασαν στα είδωλα και έγιναν έτσι libellatici. Οι Επίσκοποι αυτοί απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους από την Ισπανική σύνοδο και στις θέσεις τους τοποθετήθηκαν ως Επίσκοποι ο Σαβίνος και Φήλιξ. Οι δυο απομακρυνθέντες ως λιβελλοφόροι έκαμαν έφεση ή έκκληση (appellatio) στον επίσκοπο Ρώμης Στέφανο, για την πιο πάνω απόφαση, και ο Στέφανος τους αναγνώρισε ως νόμιμους Επισκόπους της Ισπανίας και ακύρωσε την απόφαση της Ισπανικής συνόδου. Τότε οι δυο άλλοι Επίσκοποι, Σαβίνος και Φήλιξ, απευθύνθηκαν στον Κυπριανό Καρχηδόνος, ο οποίος συγκάλεσε σύνοδο των Αφρικανών Επισκόπων και αποφάσισε αντίθετα από ό,τι πιο μπροστά ο Επίσκοπος Ρώμης Στέφανος. Κατά την απόφαση αυτή ο Βασιλείδης και ο Μαρτιάλης θεωρούνται ότι δεν μπορούν να είναι κληρικοί και μάλιστα επίσκοποι, γιατί κατά το διωγμό έγιναν libellatici. Μόνο όσοι επίσκοποι έδειξαν ανεπίληπτη και άμεμπτη διαγωγή μπορούσαν να διατηρήσουν το επισκοπικό τους αξίωμα. Γι’ αυτό οι Χριστιανοί της Ισπανίας προτρέπονταν να μην επικοινωνούν με τους πεπτωκότες και αμαρτωλούς αυτούς Επισκόπους, οι οποίοι ματαίως έκαναν έκκληση ή έφεση στον επίσκοπο Ρώμης Στέφανο. Οι Επίσκοποι αυτοί, κατά την απόφαση της συνόδου, έπρεπε να υποβληθούν σε ορισμένο κανόνα μετανοίας και να μην αποκτήσουν ποτέ το κληρικό αξίωμα.

Η εξαιρετική εύνοια του Βαλεριανού συντέλεσε ώστε να αναθαρρήσουν τόσο πολύ οι Χριστιανοί ώστε αρκετοί να προβαίνουν σε δημόσια αποδοκιμασία των ειδωλολατρικών θυσιών και φανερά να επιχειρούν να εξορκίζουν αυτές την ώρα που προσφέρονταν από τους ειδωλολάτρες στους θεούς τους. Οι όροι είχαν αντιστραφεί και οι Χριστιανοί που πριν λίγο διώκονταν τώρα «καταδιώκουν» τους ειδωλολάτρες, αφού δεν τους επιτρέπουν να τελέσουν ακώλυτα τις θυσίες τους. Οι εκδηλώσεις αυτές των Χριστιανών συντέλεσαν ώστε να εξαφθούν και πάλι τα πνεύματα, να φανατιστούν οι Εθνικοί να πληγωθεί η φιλοτιμία των ανωτάτων Ρωμαίων αξιωματούχων ειδωλολατρών και έτσι να γίνει δυσχερές το έργο του Χριστιανικού περιβάλλοντος του αυτοκράτορα Βαλεριανού. Αυτή την ατμόσφαιρα εκμεταλλεύτηκε «ο διδάσκαλος των απ' Αιγύπτου μάγων αρχισυνάγωγος» και ανώτερος αξιωματούχος (ένα είδος υπουργού των οικονομικών του αυτοκράτορα) του Ρωμαϊκού Κράτους Μαρκιανός και μετέτρεψε τις ευνοϊκές απέναντι στους Χριστιανούς διαθέσεις του Βαλεριανού: αποσκευάσασθαι δε παρέπεισεν αυτόν ο διδάσκαλος και των απ’ Αιγύπτου μάγων αρχισυνάγωγος, τους μεν καθαρούς και οσίους άνδρας κτείννυσθαι και διώκεσθαι κελεύων ως αντιπάλους και κωλυτάς των παμμιάρων και βδελυκτών επαοιδών υπάρχοντος, (και γαρ εισιν και ήσαν ικανοί, παρόντες και ορώμενοι και μόνον εμπνέοντες και φθεγγόμενοι διασκεδάσαι τας των αλιτηρίων δαιμόνων επίβουλος), τελετάς δε ανάγνους και μαγγανείας εξαγίστους και ιερουργίας ακαλλιεργήτους επιτελείν υποτιθέμενος, παίδας αθλίους αποσφάττειν και τέκνα δυστήνων πατέρων καταθύειν και σπλάγχνα νεογενή διαιρείν και τα του Θεού διακόπτειν και καταχορδεύειν πλάσματα, ως εκ τούτων ευδαιμονήσοντας».

Και τούτοις γε επιφέρει λέγων· «καλά γουν αυτοίς Μακριανός της ελπιζομένης βασιλείας προσήνεγκε χαριστήρια· ος πρότερον μεν επί των καθόλου λόγων λεγόμενος είναι βασιλέως, ουδέν εύλογον ουδέ καθολικόν εφρόνησεν, αλλ’ υποπέπτωκεν αρά προφητική τη λεγούση ‘Ουαί τοις προφητεύουσιν από καρδίας αυτών και το καθόλου μη βλέπουσιν’· ου γαρ συνήκε την καθόλου πρόνοιαν, ουδέ την κρίσιν υπείδετο του προ πάντων και δια πάντων και επί πάσιν, δι’ ο και της μεν καθολικής αυτού Εκκλησίας γέγονε πολέμιος, ηλλοτρίωσε δε και απεξένωσεν εαυτόν του ελέους του Θεού και ως πορρωτάτω της εαυτού σωτηρίας εφυγάδευσεν, εν τούτω το ίδιον επαληθεύων όνομα».

Και πάλιν μεθ’ έτερα φησιν· «ο μεν γαρ Ουαλεριανός εις ταύτα υπό τούτου προαχθείς, εις ύβρεις και ονειδισμούς εκδοθείς, κατά το ρηθέν προς Ησαΐαν ‘και ούτοι εξελέξαντο τας οδούς αυτών και τα βδελύγματα αυτών, ά η ψυχή αυτών ηθέλησε, και εγώ εκλέξομαι τα εμπαίγματα αυτών, και τας αμαρτίας ανταποδώσω αυτοίς’ · ούτος δε τη βασιλείς παρά την αξίαν επιμανείς και τον βασίλειον υποδύναι κόσμον αδυνατών αναπήρω τω σώματι, τους δύο παίδας τας πατρώας αναδεξαμένους αμαρτίας προεστήσατο. Εναργής γαρ επί τούτων η πρόρρησις ην είπεν ο Θεός ‘αποδιδούς αμαρτίας πατέρων επί τέκνα έως τρίτης και τετάρτης γενεάς τοις μισούσι με’. Τας γαρ ιδίας πονηρός επιθυμίας, ων ητύχει, ταις των υιών κεφαλαίς επιβολών, εις εκείνους την εαυτού κακίαν και το προς τον Θεόν μίσος εξωμόρξατο» (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Ζ, 10τ 14-19).

Ο Μαρκιανός είχε στενούς δεσμούς με τους μάγους και ιδιαιτέρως με τους Αιγυπτίους, χρησιμοποίησε δε εναντίον των Χριστιανών τις παλιές κακές και ψευδείς φήμες. Το φθινόπωρο του 257 εκδόθηκε το πρώτο εναντίον των Χριστιανών διάταγμα, το οποίο επέβαλε στους μη σεβόμενους τη ρωμαϊκή θρησκεία την αναγνώριση των ρωμαϊκών τελετών· για να παραλύσει δε την Εκκλησία απαγόρευσε στους Χριστιανούς τις συναθροίσεις στα κοιμητήρια και στους άλλους ιερούς τόπους τους. Κυρίως όμως ο Βαλεριανός θέλησε να στερήσει από τις Εκκλησίες τους δασκάλους και τους Επισκόπους, επειδή νόμιζε ότι με τον τρόπο αυτό και χωρίς να χυθεί αίμα θα μπορέσει να επιτύχει στο σκοπό του, που ήταν να μειώσει ή να εκμηδενίσει τη Χριστιανική θρησκεία. Σύντομα όμως βεβαιώθηκε ο αυτοκράτορας ότι τίποτε δεν έγινε. Ο τοπικός χωρισμός δεν ίσχυσε να χωρίσει τους Επισκόπους από την επικοινωνία με τις Εκκλησίες τους. Με επιστολές, με απεσταλμένους ιερείς, οι επίσκοποι έπρατταν τα ίδια σαν να ήταν οι ίδιοι παρόντες ανάμεσα στο ποίμνιο τους και η εξορία τους έκανε πιο προσφιλείς στις Εκκλησίες τους. Οι εξόριστοι Επίσκοποι ίδρυαν και άλλες Χριστιανικές κοινότητες στους τόπους της εξορίας, επιστρέφοντες στο Χριστιανισμό πολλούς Εθνικούς. Τούτο πληροφορούμαστε από τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Διονύσιο, ο οποίος είχε εξοριστεί σε μια κώμη της Λιβύης, την Κεφρώ (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Ζ, 11,5,10), «εν δε τη Κεφροί και πολλή συνεπεδήμησεν ημίν Εκκλησία, των μεν από της πόλεως αδελφών επομένων, των δε συνιόντων απ’ Αίγυπτον· κακεί ‘θύραν ημίν ο Θεός ανέωξε του λόγου’. Και το μεν πρώτον εδιώχθημεν, ελιθοβολήθημεν, ύστερον δε τίνες ουκ ολίγοι των εθνών τα είδωλα καταλιπόντες, επέστρεψον επί τον Θεόν· ου πρότερον δε παραδεξαμένοις αυτοίς τότε πρώτον δι’ ημών ο λόγος επεσπάρη, και ώσπερ τούτον ένεκεν απαγαγών ημάς προς αυτούς ο Θεός, επεί την διακονίαν ταύτην επληρώσαμεν, πάλιν απαγήοχεν. Ο γαρ Αιμιλιανός εις τραχυτέρους μεν, ως εδόκει, και λιβυκωτέρους ημάς μεταστήσαι τόπους εβουλήθη, και τους πανταχόσε εις τον Μαρεώτην εκέλευσε συρρείν, κώμας εκάστοις των κατά χώραν αφορίσας, ημάς δε μάλλον εν οδώ και πρώτους καταληφθησομένους έταξεν. Ωκονόμει γαρ δήλον ότι και παρεσκεύαζεν, ίνα, οπόταν βουληθείη συλλαβείν, πάντας ευαλώτους έχοι…

Τα γαρ καθ’ ημάς επειδή πυνθάνεσθε και βούλεσθε δηλωθήναι υμίν όπως διάγομεν, ηκούσατε μεν πάντως όπως ημάς δεσμώτας αγομένους υπό εκατοντάρχον και στρατηγών και των συν αυτοίς στρατιωτών και υπηρετών, εμέ τε και Γάιον και Φαύστον και Πέτρον και Παύλον, επελθόντες τινές των Μαρεωτών, άκοντας και μηδέ επομένους, βία τε και σύροντες, αφήρπασαν· εγώ δε νυν και Γάιος και Πέτρος μόνοι, των άλλων αδελφών απορφανισθέντες, εν ερήμω και αυχμηρώ της Λιβύης τόπω κατακεκλείσμεθα, τριών οδόν ημερών του Παραιτονίου διεστηκότες».

Και υποκαταβάς φησιν· «εν δε τη πόλει καταδεδύκασιν αφανώς επισκεπτόμενοι τους αδελφούς, Πρεσβύτεροι μεν Μάξιμος, Διόσκορος, Δημήτριος, Λούκιος· οι γαρ εν τω κόσμω προφανέστεροι Φαυστίνος και Ακύλας εν Αίγυπτο πλανώνται· διάκονοι δε οι μετά τους εν τη νήσω τελευτήσαντες υπολειφθέντες Φαύστος, Ευσέβιος, Χαιρήμων Ευσέβιος, οv εξ αρχής ο Θεός ενεδυνάμωσε και παρεσκεύασε τας υπηρεσίας των εν ταις φυλακαίς γενομένων ομολογητών εναγωνίως αποπληρούν και τας των σωμάτων περιστολάς των τελείων και μακαρίων μαρτύρων ουκ ακινδύνως εκτελείν· και γαρ μέχρι νυν ουκ ανίησιν ο ηγούμενος τους μεν αναιρών, ως προείπον, ωμώς των προσαγομένων, τους δε βασάνοις καταξαίνων, τους δε φυλακαίς και δεσμοίς εκτήκων προστάσσων τε μηδένα τούτοις προσιέναι και ανερευνών μη τις φανείη, και όμως ο Θεός τη προθυμία και λιπαρία των αδελφών διαναπαύει τους πεπιεσμένους» (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Ζ, 11,12-14, 22-25).

Την εφαρμογή του διατάγματος του Βαλεριανού εκτός από την Αλεξάνδρεια την παρατηρούμε και στην Καρχηδόνα. Στο διάλογο ανάμεσα στον Ανθύπατο της Καρχηδόνας Πάτερνο και τον επίσκοπο της ίδιας πόλης Κυπριανό φαίνονται οι απαιτήσεις του διατάγματος αυτού. Ο Πάτερνος προσκάλεσε τον Κυπριανό στο δικαστήριο και του είπε: Οι αυτοκράτορες Βαλεριανός και Γαλλιηνός έστειλαν σε μένα διάταγμα, με το οποίο όριζαν πως πρέπει να δεχθούν τις ρωμαϊκές τελετές εκείνοι που δεν τηρούν τη ρωμαϊκή θρησκεία. Σε ρωτώ, λοιπόν, τι είσαι και τι αποκρίνεσαι σε μένα; Ο Κυπριανός απάντησε: Είμαι Χριστιανός και Επίσκοπος, δε γνωρίζω κανένα άλλο Θεό παρά τον ένα αληθινό, που δημιούργησε τον ουρανό, τη γη, τη θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν σ' αυτά. Εμείς οι Χριστιανοί λατρεύουμε αυτό τον Θεό, στον οποίο προσευχόμαστε μέρα και νύχτα για μας, για όλους τους ανθρώπους και για την ευδαιμονία του αυτοκράτορα. Έπειτα του λέγει ο Ανθύπατος: Επιμένεις, λοιπόν, σ’ αυτή σου τη γνώμη; Ο Κυπριανός απάντησε: Καλή γνώμη, που προέρχεται από τη γνώση του Θεού, δεν μπορεί να αλλάξει. Τότε ο ανθύπατος του λέγει ότι, σύμφωνα με το αυτοκρατορικό διάταγμα, θα εξοριστεί, όπως και άλλοι Επίσκοποι και Πρεσβύτεροι, και ζητάει να μάθει από τον Κυπριανό ποιοι Πρεσβύτεροι κατοικούν στην Καρχηδόνα. Ο Κυπριανός του απάντησε λέγοντας: Οι νόμοι μας δικαίως απαγόρευσαν τις γνωστοποιήσεις· γι’ αυτό δεν μπορώ να φανερώσω αυτούς, τους οποίους μπορεί κανείς να τους βρει στις πόλεις, στις οποίες είναι προϊστάμενοι. Ο Ανθύπατος λέγει στον Κυπριανό ότι πρόκειται για την Καρχηδόνα σήμερα και ότι ορίζει την ανάκριση. Ο Κυπριανός έδωσε την εξής απάντηση: Επειδή η διδασκαλία μας απαγορεύει να καταμηνύσει κανείς τον εαυτό του και αυτό είναι επίσης αντίθετο με τις διατάξεις σας, γι’ αυτό δεν είναι δυνατό αυτοί να καταμηνύσουν τους εαυτούς τους, να πουν δηλαδή ότι εμείς είμαστε κληρικοί, αλλά αν τους ζητήσετε, θα τους εύρετε. Ο Ανθύπατος αποκρίθηκε ότι θα τους βρει και πρόσθεσε ότι οι αυτοκράτορες απαγόρευσαν επίσης τις συναθροίσεις των Χριστιανών και τις επισκέψεις στους τάφους στα νεκροταφεία και ότι αυτός που παραβαίνει την εντολή αυτή θα αποκεφαλιστεί.

Ο Κυπριανός ύστερα από την ανάκριση αυτή εξορίστηκε στην κώμη Κούρουβη, απ' όπου έστελνε διάφορες επιστολές στις Χριστιανικές κοινότητες και αναζωογονούσε το φρόνημα των Χριστιανών. Και άλλοι κληρικοί εξορίστηκαν επίσης.

Είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Βαλεριανός δεν απαιτεί με το διάταγμα του άρνηση του Χριστού από τους Χριστιανούς, όπως απαιτούσαν οι πριν αυτόν αυτοκράτορες, που δίωξαν τους Χριστιανούς. Ο Βαλεριανός ζητούσε απλώς από τους Χριστιανούς να πιστεύουν μεν αν θέλουν στο Χριστό, να προσκυνούν όμως και τους ρωμαϊκούς θεούς, όπως τούτο έκαναν οι οπαδοί των άλλων θρησκευμάτων. Μια τέτοια απαίτηση παρουσίασε ο διοικητής της Αιγύπτου Αιμιλιανός ως εκδήλωση φιλανθρωπίας και άκρας συγκατάβασης του αυτοκράτορα προς τους Χριστιανούς, αγνοούσε όμως ότι για τους Χριστιανούς η προσκύνηση των ψευδών θεών ήταν άρνηση του μόνου αληθινού Θεού, γιατί η θρησκεία γι’ αυτούς ήταν πράξη συνειδητή και όχι τύπος εξωτερικός, όπως ήταν για τους Εθνικούς. Τα πρακτικά της στιχομυθίας ανάμεσα στον Αιμιλιανό και το Διονύσιο έχουν ως εξής:

«Εισαχθέντων Διονυσίου και Φαύστου και Μαξίμου και Μαρκέλλου και χαιρήμονος Αιμιλιανός διέπων την ηγεμονίαν ειπέ· ‘και αγράφως υμίν διελέχθην περί της φιλανθρωπίας των κυρίων ημών η περί υμάς κέχρηνταί δεδώκασι γαρ εξουσίαν υμίν σωτηρίας, ει βούλοισθε επί το κατά φύσιν τρέπεσθαι και θεούς τους σφάζοντας αυτών την βασιλείαν προσκυνείν, επιλαθέσθαι δε των παρά φύσιν. Τι ουν φάτε προς ταύτα; Ουδέ γαρ αχάριστους υμάς έσεσθαι περί την φιλανθρωπίαν αυτών προσδοκώ, επειδήπερ επί τα βελτίω υμάς προτρέπονται’.

Διονύσιος απεκρίνατo· ‘Ου πάντες πάντας προσκυνούσι θεούς, αλλ’ έκαστοι τινάς, ους νομίζουσιν. Ημείς τοίνυν τον ένα Θεόν και δημιουργόν των απάντων, τον και την βασιλείαν εγχειρίσαντα τοις θεοφιλεστάτοις Ουαλεριανώ, και Γαλλιηνώ Σεβαστοίς, τούτον και σέβομεν και προσκυνούμεν, και τούτω διηνεκώς υπέρ της βασιλείας αυτών, όπως ασάλευτος διαμείνη, προσευχόμεθα’.

Αιμιλιανός διέπων την ηγεμονίαν αυτοίς είπε ‘τις γαρ υμάς κωλύει και τούτον, είπερ εστίν Θεός, μετά των κατά φύσιν θεών προσκυνείν; θεούς γαρ σέβειν εκελεύσθητε, και θεούς ους πάντες ίσασιν’.

Διονύσιος απεκρίνατo· ‘ημείς ουδένα έτερον προσκυνούμεν’.

Αιμιλιανός διέπων την ηγεμονίαν αυτοίς είπεν· ‘ορώ υμάς ομού και αχάριστους όντας και αναίσθητους της πραότατος των Σεβαστών ημών· δι’ όπερ ουκ έσεσθε εν τη πάλει ταύτη, αλλά αποσταλήσεσθε εις τα μέρη της Λιβύης και εν τόπω λεγομένω Κεφρώ· τούτον γαρ τον τόπον εξελεξάμην εκ της κελεύσεως των Σεβαστών ημών. Ουδαμώς δε εξέσται ούτε υμίν ούτε άλλοις τισίν ή συνόδους ποιείσθαι ή εις τα καλούμενα κοιμητήρια εισιέναι. Ει δε τις φανείη ή μη γενόμενος εις τον τόπον τούτον οv εκέλευσα, ή εν συναγωγή τίνι ευρεθείη, εαυτώ τον κίνδυνον επαρτήσει· ου γαρ επιλείψει η δέουσα επιστρέφεια. Απόστητε ουν όπου εκελεύσθητε’.

Και νοσούντα δε με κατήπειξεν, ουδέ μιας υπέρθεσιν δους ημέρας. Ποίαν ουν έτι του συνάγειν ή μη συνάγειν είχον σχολήν;» (Ευσεβίου, Eκκλησιαστική Ιστορία, Ζ', 11, 6-9).

Η στάση των Επισκόπων καθώς και των άλλων κληρικών και η έντονη δράση τους στους τόπους εξορίας ωφέλησε, όπως ήταν επόμενο, το Χριστιανισμό. Σε πολλά μέρη, όπως στην Καρχηδόνα, κατά τη μαρτυρία του Κυπριανού το παράδειγμα των Ιερέων ακολούθησε μεγάλο μέρος του λαού… (οι Χριστιανοί) ενωμένοι με τους ποιμένες τους με τα δεσμά της αγάπης εξορίστηκαν μαζί τους και κλείστηκαν μ’αυτούς στις φυλακές. Οι διοικητές των διαφόρων επαρχιών προσπάθησαν να περιορίσουν τη δράση των Επισκόπων. Ο διοικητής της Αιγύπτου Αιμιλιανός διέταξε τους εξόριστους, που βρίσκονταν σε διάφορους τόπους της δικαιοδοσίας του, να μεταβούν στους άγριους και ερημικούς τόπους γύρω από τη Μαρεώτιδα.

Με βάση τη διαταγή αυτή ο Διονύσιος Αλεξανδρείας μεταφέρθηκε στο χωρίο Κολλουθίων, κοντά στη Μαρεώτιδα, όπου δεν έπαυσε να εκπληρώνει τα ποιμαντικά του καθήκοντα, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού προσέρχονταν σ’ αυτόν οι Χριστιανοί από την Αλεξάνδρεια και τελούσαν μαζί τους τις ιερές συνάξεις (Ευσεβίου, Eκκλησιαστική Ιστορία, Ζ' 11,15-17).

Το πρώτο διάταγμα του Βαλεριανού δεν απέδωσε ό,τι περίμενε ο αυτοκράτορας και ό,τι εύχονταν οι ειδωλολάτρες. Η Χριστιανική Εκκλησία δεν παρέλυσε και οι Χριστιανοί εξακολουθούσαν να συγκεντρώνονται και να χρησιμοποιούν τα κοιμητήρια τους: Valerianus et Gallienus praeceperunt eos qui Romanam religionem non colunt, debere romanas caeremonias recognoscere; praeceperunt etiam ne in alliquibus locis cocniliabula fiant, nec coemeteria ingrediantur (Acta Sancti Cypriani, 1). Τον Αύγουστο του 258 o Βαλεριανός εξέδωσε το δεύτερο διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι και Διάκονοι έπρεπε να φονεύονται αμέσως· οι γερουσιαστές και οι ιππότες να στερούνται τα αξιώματα και τις περιουσίες τους· τέλος οι Χριστιανοί να αποκεφαλίζονται εάν επιμένουν στη θρησκεία τους· οι γυναίκες της ανώτερης τάξης των Χριστιανών να εξορίζονται ύστερα από τη δήμευση των περιουσιών τους· οι υπάλληλοι του αυτοκράτορα, οι οποίοι ή πιο μπροστά είχαν ομολογήσει ή τώρα ομολογούν το Χριστιανισμό, θα πρέπει να στερούνται τα αξιώματα και τις περιουσίες τους και να στέλνονται δέσμιοι στα αυτοκρατορικά τους κτήματα (Κυπριανού, Επιστολή, 82,1). Ο Κυπριανός διέσωσε στην επιστολή αυτή Ad Successum (Επιστολή 82) το διάταγμα του Βαλεριανού προς τη γερουσία. Με βάση το δεύτερο αυτό διάταγμα άρχισε φοβερός διωγμός, η Εκκλησία όμως τον αντιμετώπισε με μεγάλη γενναιότητα και ετοιμότητα. Στις 6 Αυγούστου 258 υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο ο Επίσκοπος της Ρώμης Σίξτος και τέσσερις Διάκονοι. Στις 14 Σεπτεμβρίου καταδικάστηκε σε αποκεφαλισμό ο Καρχηδόνος Κυπριανός. Και σ' άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας καταδικάστηκαν σε θάνατο κληρικοί των τριών βαθμίδων. Και ενώ οι διοικητές των ρωμαϊκών επαρχιών εφάρμοζαν το διάταγμα του Βαλεριανού και καταδίκαζαν σε θάνατο εξαιτίας των θρησκευτικών πεποιθήσεων και παιδιά ακόμη, το Ρωμαϊκό Κράτος κινδύνευε από πολλές πλευρές από τις επιδρομές διαφόρων λαών. Το θέρος του 260 ο αυτοκράτορας Βαλεριανός συνελήφθη αιχμάλωτος στον πόλεμο εναντίον των Περσών και πέθανε στα χέρια του εχθρού από φυσικό θάνατο. Έτσι σταμάτησε και ο διωγμός.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 28-4-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 28-4-2010.

Πάνω