Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

Διωγμοί

 
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή

Τού Αποστόλου Αθ. Γλαβίνα

Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18ο.

Η σαραντάχρονη ειρήνη


Το Βαλεριανό διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του Γαλλιηνός (260-268), ο οποίος ήδη από το 253 ήταν συναυτοκράτορας με τον πατέρα του. Ο Γαλλιηνός στερούνταν τα προσόντα κυβερνήτη, που χρειαζόταν το Ρωμαϊκό Κράτος την εποχή αυτή. Απέναντι στους Χριστιανούς όμως δείχτηκε ευνοϊκός και η εύνοια αυτή αποδόθηκε είτε στην επίδραση της γυναίκας του Σαλονίκης, που ήταν προστάτρια των νεοπλατωνικών φιλοσόφων και πιθανώς Χριστιανή, είτε ερμηνεύτηκε ως συνέπεια του τραγικού τέλους του πατέρα του, που θεωρήθηκε ως θεία δίκη.

Με διατάγματα ο Γαλλιηνός ανακάλεσε αμέσως τα μέτρα του πατέρα του εναντίον των Χριστιανών και τους επέτρεψε να τελούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Αυτά τα διατάγματα του Γαλλιηνού  τα «προγράμματα», όπως τα αναφέρει ο Ευσέβιος Καισαρείας, δεν διασώθηκαν· διασώθηκε όμως σε αδόκιμη, όπως γράφει ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος («Θεολογία», τόμ. 5,1927, σ. 105), Ελληνική μετάφραση γράμμα του Γαλλιηνού προς τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Διονύσιο και τους άλλους Επισκόπους της Αιγύπτου, με το οποίο οι Χριστιανοί ανενόχλητα θα τελούσαν τις θρησκευτικές εκδηλώσεις.

Αλλ’ ουκ εις μακρόν δουλείαν την παρά βαρβάροις υπομείναντος Ουαλεριανού, μοναρχήσας ο παις σωφρονέστερον την αρχήν διατίθεται, ανίησί τε αυτίκα δια προγραμμάτων τον καθ’ ημών διωγμόν, επ’ ελευθερίας τοις τον λόγον προεστώσι τα εξ έθους επιτελείν δι’ αντιγραφής προστάξας, ήτις τούτον έχει τον τρόπον.

 «Αυτοκράτωρ Καίσαρ Πούπλιος Λικίνιος Γαλλιηνός Ευσεβής Ευτυχής Σεβαστός Διονυσίω και Πίννα και Δημητρίω και τοις λοιποίς επισκόποις.

Την ευεργεσίαν της εμής δωρεάς δια παντός του κόσμου εκβιβασθήναι προσέταξα, όπως από των τόπων των θρησκευσίμων αποχωρήσωσιν, και δια τούτο και υμείς της αντιγραφής της εμής τω τύπω χρήσθαι δύνασθε, ώστε μηδένα υμίν ενοχλείν. Και τούτο, όπερ κατά το εξόν δύναται υφ’ υμών αναπληρούσθαι, ήδη προ πολλού υπ’ εμού συγκεχώρηται, και δια τούτο Αυρήλιος Κυρίνιος, ο του μεγίστου πράγματος προστατεύων, τον τύπον τον υπ’ εμού δοθέντα διαφυλάξει» (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Ζ, 13).

Με άλλη διάταξη του ο Γαλλιηνός διέταξε να αποδοθούν στους Χριστιανούς τα κοιμητήρια τους και, προφανώς, άλλα οικήματα και κτήματα, τα οποία είχαν δημευτεί από το Βαλεριανό. Ο Ευσέβιος Καισαρείας, που παρέθεσε στην εκκλησιαστική του Ιστορία το πιο πάνω γράμμα του Γαλλιηνού «επί το σαφέστερον εκ της Ρωμαίων ερμηνευθέν γλώττης», προσθέτει στη συνέχεια με πολλή συντομία το εξής: Και άλλη δε του αυτού διάταξις φέρεται, ην προς ετέρους επισκόπους πεποίηται, τα των καλουμένων κοιμητηρίων απολαμβάνειν επιτρέπων χωρία (Ζ' 13). Αυτή η στάση του Γαλλιηνού απέναντι στους Χριστιανούς δικαιολογεί απόλυτα τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Διονύσιο, ο οποίος σε επιστολή του προς τον Ερμάμμωνα και τους άλλους αδελφούς, μνημονεύει την ειρήνη του Γαλλιηνού αποκαλώντας τον οσιώτερον και φιλοθεώτερον (Ζ' 24,4).

Τα μέτρα αυτά του Γαλλιηνού μετέβαλαν οπωσδήποτε την κατάσταση του Χριστιανισμού. Βέβαια δεν αναγνωρίστηκε η Χριστιανική θρησκεία ως επιτρεπομένη (religio licita) ούτε νομιμοποιήθηκε η ύπαρξη της επειδή έλαβε πίσω τα κοιμητήρια και άλλα κτήματα, που είχαν δημευτεί από το Βεσπασιανό, αλλά μπορούμε να πούμε ότι, όπως διαμορφώθηκε η κατάσταση την εποχή αυτή, η Εκκλησία πέτυχε την πρώτη της νίκη και την «οιονεί» αναγνώριση της. Η αδύναμη πια ειδωλολατρεία και το εξασθενημένο Ρωμαϊκό Κράτος άρχισε σιγά σιγά να εξοικειώνεται με την ανάγκη να αναγνωρίσει και επίσημα το Χριστιανισμό. Με τα μέτρα του Γαλλιηνού δεν παραχωρήθηκε άδεια για ελεύθερη προσέλευση στο Χριστιανισμό ούτε δε ανακλήθηκαν οι προηγούμενες αυτοκρατορικές διατάξεις. Ανακλήθηκαν οι διατάξεις του Βαλεριανού, με τις οποίες είχε καθοριστεί νέα μορφή διωγμού, η απαγόρευση δηλαδή στους Χριστιανούς να συγκεντρώνονται στα κοιμητήρια και τους ιερούς τόπους. Με βάση το γεγονός ότι οι τόποι ταφής των νεκρών θεωρούνταν ιεροί και απαραβίαστοι, η Ρωμαϊκή Πολιτεία μπορούσε να επιτρέψει στους Χριστιανούς να έχουν τέτοιους χώρους ιδιόκτητους. Άλλωστε και αυτοί ακόμη οι τάφοι των κακούργων θεωρούνταν ιεροί και απαραβίαστοι. Έτσι πολύ σπάνια οι ειδωλολάτρες παραβίαζαν ή επεχείρησαν να ατιμάσουν τους τάφους των νεκρών Χριστιανών, που προστατεύονταν από τους νόμους της Πολιτείας, όπως όλοι γενικώς οι τάφοι. Αυτό εσήμαινε πρακτικά για τους Χριστιανούς ότι μπορούσαν να βρίσκουν άσυλο στις κατακόμβες που δεν ήταν τίποτε άλλο ή κοιμητήριοι υπόγειοι χώροι που μεταβάλλονταν και σε λατρευτικούς χώρους των Χριστιανών, οι οποίοι μετέβαιναν σ' αυτούς για να αποτίσουν φόρο τιμής στους με οποιοδήποτε τρόπο κοιμηθέντες αδερφούς τους. Ο Βαλεριανός, στην προσπάθεια του να πλήξει τους Χριστιανούς, αφαίρεσε από αυτούς το δικαίωμα αυτό που αναγνωριζόταν ακόμη και στους κακούργους. Ο Γαλλιηνός τώρα έδωσε και πάλι στους Χριστιανούς το δικαίωμα αυτό. Είναι δύσκολο να ισχυριστούμε ότι ο Γαλλιηνός ανακάλεσε τις προηγούμενες διατάξεις του Τραϊανού και του Αδριανού, όταν είναι γνωστό ότι στην Καισαρεία της Παλαιστίνης καταδικάστηκε σε θάνατο ο Μαρίνος, με βάση την ομολογία του ότι ήταν Χριστιανός.

Τον Αύγουστο του 268 ο Γαλλιηνός έχασε το θρόνο από τον Κλαύδιο Β΄. Ο Γαλλιηνός, μια λάμψη του Ελληνικού πνεύματος στο θρόνο της Ρώμης την εποχή αυτή των αλλεπάλληλων συνωμοσιών και της στρατιωτικής αναρχίας, ήταν ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας. Οι αρχηγοί των στρατευμάτων, που φύλαγαν τα βόρεια και βορειανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, προβλήθηκαν ως σωτήρες της Ρωμαϊκής Πολιτείας. Έτσι για αρκετό χρονικό διάστημα από το χώρο της Βαλκανικής και από τις παραδουνάβειες περιοχές αναδείχτηκαν οι αυτοκράτορες της Ρώμης, αφού ήδη είχε εξασθενήσει η άρχουσα δύναμη της Ιταλίας που έδινε ως συνήθως τους βασιλιάδες. Ο Κλαύδιος Β΄ (268-270) καταγόταν από το Ιλλυρικό, πιθανώς από τη Δαρδανία, και αναδείχτηκε, με τις στρατιωτικές αρετές που διέθετε, γενικός διοικητής του Ιλλυρικού (dux totius Illyrici). Στο διάστημα της σύντομης βασιλείας του, από τον Αύγουστο του 268 μέχρι τις αρχές του 270, η Χριστιανική Εκκλησία δεν καταδιώχτηκε, αν και το 269 αναφέρονται μερικοί μάρτυρες Χριστιανοί στην Ιταλία, που καταδιώχτηκαν πιθανώς από τη γερουσία της Ρώμης, όταν απουσίαζε ο αυτοκράτορας.

Με το διάδοχο του Κλαυδίου, τον αυτοκράτορα Αυρηλιανό (270-275), έχουμε μια ακόμη απτή μαρτυρία ότι ο Χριστιανισμός την εποχή αυτή δε λειτουργούσε στο περιθώριο της ζωής της αυτοκρατορίας αλλά ήταν άμεσα γνωστός στην αυτοκρατορική εξουσία και λαμβανόταν σοβαρά υπόψη. Το 272 προέκυψε πρόβλημα στην Εκκλησία της Αντιοχείας, ποιος έπρεπε να είναι ο Επίσκοπος της πόλης, γιατί ο μέχρι τότε Επίσκοπος Παύλος ο Σαμοσατέας καθαιρέθηκε ως αιρετικός. Η σύνοδος, που συνήλθε στην Αντιόχεια και τον καθαίρεσε για τα αιρετικά του φρονήματα, εξέλεξε ως διάδοχο του το Δόμνο. Η έριδα αυτή για τον επισκοπικό θρόνο της Αντιοχείας δεν ήταν εύκολο να διευθετηθεί, γιατί ο Παύλος, στηριζόμενος στην απροκάλυπτη προστασία της βασίλισσας της Παλμύρας Ζηνοβίας, την οποία υπηρετούσε ως ανώτερος αξιωματούχος, δε λάβαινε υπόψη τις συνοδικές αποφάσεις και δεν ήθελε να εγκαταλείψει την Επισκοπή με τον παρακείμενο ναό. Οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι τόλμησαν να απευθυνθούν τότε στον αυτοκράτορα Αυρηλιανό, που είχε εκστρατεύσει εναντίον της Ζηνοβίας και είχε γίνει κύριος όλης της Ανατολής. Ο Αυρηλιανός, αφού εξέτασε το ζήτημα, έλυσε την αντιοχειανή έριδα αφού αποφάνθηκε ότι το Επισκοπείο έπρεπε να επιδικαστεί σε κείνους με τους οποίους επικοινωνούν οι Επίσκοποι του Χριστιανικού δόγματος της Ιταλίας και Ρώμης. Η αυτοκρατορική επέμβαση δικαίωσε τους Ορθοδόξους, ο Παύλος ο Σαμοσατέας εκδιώχτηκε από το θρόνο της Αντιοχείας με την έσχατη αισχύνη και ο εκλεγείς Δόμνος κατέλαβε το θρόνο: Του δη ουν Παύλου συν και τη της πίστεως ορθοδοξία της Επισκοπής αποπεπτωκότος, Δόμνος, ως είρηται, την λειτουργίαν της κατά Αντιόχειαν Εκκλησίας διεδέξατό αλλά γαρ μηδαμώς εκστήναι του Παύλου του της Εκκλησίας οίκου θέλοντος, βασιλεύς εντευχθείς Αυρηλιανός αισιώτατα περί του πρακτέου διείληφε, τούτοις νείμαι προστάττων τον οίκον, οις αν οι κατά την Ιταλίαν και την Ρωμαίων πόλιν Επίσκοποι του δόγματος επιστέλλοιεν. Ούτω δήτα ο προδηλωθείς ανήρ μετά της έσχατης αισχύνης υπό της κοσμικής αρχής εξελαύνεται της Εκκλησίας (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Ζ', 30,18-19).

Ο Αυρηλιανός ήταν γιος ιέρειας του Θεού Ηλίου ή του Μίθρα (sol invictus), του οποίου η λατρεία είχε διαδοθεί πάρα πολύ στο Ρωμαϊκό Κράτος τον τρίτο αιώνα. Ο Αυρηλιανός ίδρυσε στη Ρώμη, στο Κυρηνάλιο, μεγαλοπρεπέστατο ναό γι’ αυτό τον Θεό και τον κόσμησε με τα λάφυρα που έφερε από το Κράτος της Παλμύρας. Στον ίδιο θεό ήλιο αφιέρωσε όλο το Ρωμαϊκό Κράτος και τον αναγόρευσε κύριο του Ρωμαϊκού Κράτους (sol dominus imperii Romani). Από αυτά φαίνεται ότι ο Αυρηλιανός ήταν πολύ δεμένος με την ειδωλολατρεία και δεν είχε δεσμούς ούτε δε έτρεφε ευνοϊκά αισθήματα προς το Χριστιανισμό. Η επέμβαση του στη διευθέτηση της έριδας για τον επισκοπικό θρόνο της Αντιοχείας δεν ήταν επίδειξη εύνοιας προς τους Χριστιανούς, γιατί και ο Παύλος ο Σαμοσατέας ήταν Χριστιανός, αιρετικός οπωσδήποτε, και η Ζηνοβία, που προστάτευε τον Παύλο, ήταν αντίπαλη του Αυρηλιανού και φυσιολογικά ο αυτοκράτορας θα έπρεπε να πάρει θέση αντίθετη προς τις διαθέσεις της Ζηνοβίας. Έπειτα, η επέμβαση του σε μια καθαρά ενδοεκκλησιαστική έριδα, δεν ήταν αυτεπάγγελτη, αλλά εκδηλώθηκε ύστερα από αίτηση των Ορθοδόξων Επισκόπων της συνόδου που καθαίρεσε το Σαμοσατέα.

Επειδή ο Αυρηλιανός ήταν οπαδός και θερμός θιασώτης των εθνικών θεών, στη βοήθεια των οποίων απέδιδε τις διάφορες νίκες του, γι’ αυτό ήταν φυσικό ότι θα καταδίωκε τους Χριστιανούς. Έτσι, η εύνοια που είχε δείξει για τους Ορθοδόξους και την οποία προβάλλει ο ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας, δεν μπορεί να θεωρηθεί εύνοια υπέρ των Χριστιανών. Ο ίδιος όμως ο Ευσέβιος μας αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας, καθώς προχωρούσε η εξουσία του, άλλαζε διαθέσεις προς τους Χριστιανούς και ενώ στην αρχή δεν τους ενοχλούσε καθόλου, τώρα, παρακινούμενος από τις προτροπές μερικών, είχε αποφασίσει να κηρύξει διωγμό κατά της Εκκλησίας και είχε σχεδόν υπογράψει εναντίον των Χριστιανών διάταγμα, όταν η θεία δίκη τον κτύπησε και τον συγκράτησε έτσι σχεδόν από τους αγκώνες, για να μη προλάβει να θέσει σε εφαρμογή το διάταγμα του αυτό: Τοιούτος μεν γε τις ην το τηνικάδε περί ημάς ο Αυρηλιανός· προϊούσης ο αυτώ της αρχής αλλ’ οιόν τι περί ημών φρονήσας, ήδη τισί βουλαίς, ως αν διωγμόν καθ’ ημών εγείρειεν, ανεκινείτο, πολύς τε ην ο παρά πάσι περί τούτου λόγος· μέλλοντα δε ήδη και σχεδόν ειπείν τοις καθ’ημών γράμμασιν υποσημειούμενον θεία μέτεισι δίκη, μόνον ουχί εξ αγκώνων της εγχειρήσεως αυτόν αποδεσμούσα λαμπρώς τε τοις πάσι συνοράν παριστώσα ως ούποτε γένοιτ’ αν ραστώνει τοις του βίου άρχουσι κατά των του Χριστού Εκκλησιών, μη ουχί της υπερμάχου χειρός θεία και ουρανίω κρίσει παιδείας ένεκα και επιστροφής, καθ’ ους αν αυτή δοκιμάζοι καιρούς, τούτ’ επιτελείσθαι συγχωρούσης (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Ζ' 30,20-21).

Ο Λακτάντιος, αντίθετα με τον Ευσέβιο, λέγει ότι ο Αυρηλιανός εξέδωκε cruenta scripta, σύμφωνα με τα οποία θα έπρεπε να καταδικάζονται σε θάνατο οι Χριστιανοί που δεν πρόσφεραν θυσία στους ειδωλολατρικούς θεούς: Aurelianus, qui esset natura vesanus et praeceps, quamvis captivitatem Valeriani meminisset, tamen oblitus sceleris ejus et poenae, iram Dei crudelibus faetis lacessivit. Verum illi ne perficere, quidem quae cogitaverat, licuit: sed protinus inter initia sui furoris extinctus est. Nondum ad provincias ulteriores cruenta ejus scripta pervenerant, et jam Coenofrurio, qui locus est Thraciae, cruentus ipse humi jacebat, falsa quadam suspicione ab amicis suis interemptus. Talibus et tot exemplis coerceri posteriores tyrannos oportebat. At hi non modo territi non sunt, sed audacius etiam contra Deum confldentiusque fecerunt (Lactantii, De mortibus persecutorum, κεφ. VI ).

Για το φθινόπωρο του 275 ο Αυρηλιανός είχε προγραμματίσει εκστρατεία εναντίον των Περσών και ενώ βρισκόταν στη Θράκη έπεσε θύμα της εναντίον του συνωμοσίας. Έτσι, και αν ακόμη η μαρτυρία του Λακταντίου είναι πιο ακριβής από τη μαρτυρία του Ευσεβίου, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι το διάταγμα του Αυρηλιανού εναντίον των Χριστιανών εφαρμόστηκε μόνο για πολύ λίγο χρόνο, χωρίς να προλάβει να φτάσει στις απομακρυσμένες επαρχίες της αυτοκρατορίας, όπως ρητά αναφέρει ο Λακτάντιος, και τα μαρτύρια των Χριστιανών, ιδίως της Γαλλίας, αν πράγματι συνέβησαν, ανάγονται στο σύντομο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην έκδοση του διατάγματος και τη δολοφονία του Αυρηλιανού.

Από το Σεπτέμβριο του 275 μέχρι τον Απρίλιο του 276 βασίλευσε ο Τάκιτος, που ήταν princeps senatus μέχρι τη στιγμή της ανάρρησής του στο θρόνο. Το 276, για λίγο, βασίλευσε ο Φλωριανός. Η βασιλεία του Πρόβου κράτησε από το 276 μέχρι το 282. Τον Πρόβο διαδέχτηκε ο Κόρος (283-285) και τον Κάρο οι δυο γιοι του Καρίνος (283-285) και Νουμεριανός (283-284). Το Μάρτιο του 285 στο Viminacium (Κόστολατς), ανατολικώς του Βελιγραδίου, δολοφονήθηκε ο Καρίνος και έτσι η εξουσία πέρασε στα χέρια του αντιπάλου του Διοκλητιανού.

Μέχρι τώρα η αυτοκρατορία είχε υποφέρει πολλά, η επιθυμία του κόσμου για ειρήνη ήταν αισθητή και γι’ αυτό ο νέος αυτοκράτορας όχι μόνο δε συνάντησε αντίσταση αλλά κράτησε το θρόνο για είκοσι χρόνια (285-305). Το Κράτος, στα χρόνια αυτά, προσβαλλόταν από διαφόρους εχθρούς. Ο Διοκλητιανός παρακινούμενος από τη γενική κατάσταση της αυτοκρατορίας και βέβαιος ότι το αχανές αυτό Κράτος, που όδευε στην κατάρρευση, δεν μπορούσε να κυβερνηθεί εύκολα από ένα μόνο πρόσωπο, αποφάσισε να προσλάβει ως συναυτοκράτορα τον ανδρείο αλλά ωμό Μαξιμιανό (286). Ο Διοκλητιανός κράτησε τη διοίκηση της Ανατολής με τη Θράκη ενώ τη διακυβέρνηση της Δύσης ανάθεσε στο Μαξιμιανό. Και οι δυο Αύγουστοι (αυτοκράτορες) είχαν μαζί τους από ένα βοηθό με τον τίτλο του καίσαρα· το Γαλέριο για την Ιλλυρία και τον Κωνστάντιο Χλωρό για τη Γαλλία, Βρετανία και Ισπανία (292). Με βάση την τετραρχία αυτή διοικήθηκε για ένα διάστημα η ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Μπορούμε ανεπιφύλακτα να πούμε ότι η Χριστιανική Εκκλησία, από τη στιγμή που ο αυτοκράτορας Γαλλιηνός έγινε μονοκράτορας στο θρόνο της Ρώμης (260) μέχρι το δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του Διοκλητιανού (303), για διάστημα δηλαδή σαράντα και πάνω χρόνια, απόλαυσε ησυχία και ειρήνη. Αυτή η αδιατάραχτη εξωτερικά ειρήνη της Εκκλησίας συνετέλεσε στην καταπληκτική και αλματώδη αύξηση του αριθμού των μελών της, στην ίδρυση ναών, για την ικανοποίηση των θρησκευτικών αναγκών, και στην είσοδο πολλών Χριστιανών σ' όλες τις δημόσιες και στρατιωτικές υπηρεσίες, αφού δεν υποχρεώνονταν να τηρούν τους τύπους της ειδωλολατρικής θρησκείας. Από την άλλη πλευρά όμως υπήρξαν και αρνητικές επιπτώσεις, γιατί οι Χριστιανοί αποχαυνώθηκαν και έγιναν νωθροί, εμφανίστηκαν έριδες και διχοστασίες μεταξύ τους, ο φθόνος κυριάρχησε, οι κληρικοί μάλωναν μεταξύ τους, όπως και οι λαϊκοί, η υποκρισία κυριάρχησε και οι ποιμένες της Εκκλησίας φιλονεικούσαν και επεδίωκαν τα αξιώματα όπως ακριβώς γινόταν με την πολιτική εξουσία. Ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:

"Όστις μεν και οποίας προ τον καθ’ ημάς διωγμού δόξης ομού και παρρησίας ο δια Χριστού τω βίω κατηγγελμένος της εις τον των όλων Θεόν ευσέβειας λόγος παρά πάσιν ανθρώποις, Έλλησί τε και βαρβάροις, ηξίωτο, μείζον η καθ’ ημάς επαξίως διηγήσασθαι. Τεκμήρια δ’ αν γένοιτο των κρατούντων αι περί τους ημετέρους δεξιώσεις, οις και τας των εθνών ενεχείριζον ηγεμονίας, της περί το θύειν αγωνίας κατά πολλήν ην απέσωζον περί το δόγμα φιλίαν αυτούς απαλλάττοντες.

Τι δει περί των κατά τους βασιλικούς λέγειν οίκους και των επί πάσιν αρχόντων; Οι τοις οικείοις εις πρόσωπον επί τω θείω παρρησιαζομένοις λόγω τε και βίω συνεχώρουν, γαμεταίς και παισί και οικέταις μόνον ουχί και εγκαυχάσθαι επί τη παρρησία της πίστεως επιτρέποντες· ους εξόχως και μάλλον των συνθεραπόντων αποδεκτούς ηγούντο, οίος εκείνος ην Δωρόθεος, πάντων αυτοίς ευνούστατος τε και πιστότατος και τούτων ένεκα διαφερόντως παρά τους εν αρχαίς και ηγεμονίαις εντιμότατος, ο τε συν αυτώ περιβόητος Γοργόνιος και όσοι της αυτής ομοίως τούτοις ηξίωντο δια τον του Θεού λόγον τιμής οίας τε και τους καθ’ εκάστην Εκκλησίαν άρχοντας παρά πάσιν επιτρόποις και ηγεμόσιν αποδοχής ην οράν αξιουμένους.

Πώς ο αν τις διαγράψειε τας μυριάνδρους εκείνας επισυναγωγάς και τα πλήθη των κατά πάσαν πόλιν αθροισμάτων τας τε επισήμους εν τοις προσευκτηρίοις συνδρομάς; Ων δη ένεκα μηδαμώς έτι τοις πάλαι οικοδομήσασιν αρκούμενοι, ευρείας εις πλάτος ανά πάσας τας πόλεις εκ θεμελίων ανίστων Εκκλησίας.

Ταύτα δε τοις χρόνοις προϊόντα οσημέραι τε εις αύξην και μέγεθος επιδιδόντα ουδείς ανείργε φθόνος ουδέ τις δαίμων πονηρός οίος τε ην βασκαίνειν ουδ’ ανθρώπων επιβουλαίς κωλύειν, ες όσον η θεία και ουράνιος χειρ εσκέπετε και εφρούρει, οία δη άξιον όντα, τον εαυτής λαόν.

Ως ο εκ της επί πλέον ελευθερίας επιχαυνότητα και νωθρίαν τα καθ’ ημάς μετηλλάττετο, άλλων άλλοις διαφθονουμένων και διαλοιδορουμένων και μόνον ουχί ημών αυτών εαυτοίς προσπολεμούντων όπλοις, ει ούτω τύχοι, και δόρασι τοις δια λόγων αρχόντων τε άρχουσι προσρηγνύντων και λαών επί λαούς καταστασιαζόντων της τε υποκρίσεως αφάτου και της ειρωνείας επί πλείστον όσον κακίας προϊούσης, η μεν δη θεία κρίσις, οία φίλον αυτή, πεφεισμένως, των αθροισμάτων έτι συγκροτουμένων, ήρεμα και μετρίως την αυτής Επισκοπήν ανεκίνει, εκ των εν στρατείαις αδελφών καταρχομένου του διωγμού· ως ο ανεπαισθήτως έχοντες ουχ όπως ευμενές και ίλεω καταστήσεσθαι το θείον προθυμούμεθα, οία δε τίνες άθεοι αφρόντιστα και ανεπίσκοπα τα καθ’ ημάς ηγούμενοι άλλας επ’ άλλαις προσετίθεμεν κακίας οι τε δοκούντες ημών ποιμένες τον της θεοσέβειας θεσμόν παρωσάμενοι τοις προς αλλήλους ανεφλέγοντο φιλονεικίαις, αυτά δη ταύτα μόνα, τας έριδας και τας απειλάς τον τε ζήλον και το προς αλλήλους έχθος τε και μίσος επαύξοντες οια τε τυραννίδας τας φιλαρχίας εκθύμως διεκδικούντες, τότε δη, τότε κατά την φάσκουσαν του Ιερεμίου φωνήν «εγνόφωσεν εν οργή αυτού Κύριος την θυγατέρα Σιών και κατέρριψεν εξ ουρανού δόξασμα Ισραήλ ουκ εμνήσθη τε υποποδίου ποδών αυτού εν ημέρα οργής αυτού, αλλά και κατεπόντισε Κύριος πάντα τα ωραία Ισραήλ και καθείλε πάντας τους φραγμούς αυτού»· κατά τε τα εν Ψαλμοίς προθεσπισθέντα «κατέστρεψε την διαθήκην του δούλου αυτού και εβεβήλωσεν εις γην» δια της των Εκκλησιών καθαιρέσεως «το άγιασμα αυτού» και «καθείλε πάντας τους φραγμούς αυτού, έθετο τα οχυρώματα αυτού δειλίαν, διήρπασάν τε τα πλήθη» του λαού «πάντες οι διοδεύοντες οδόν», και δη επί τούτοις «όνειδος εγενήθη τοις γείτοσιν αυτού ύψωσε» γαρ «την δεξιάν των εχθρών αυτού και απέστρεψε την βοήθειαν της Ρομφαίας αυτού και ουκ αντελάβετο αυτού εν τω πολέμω»· αλλα και «κατέλυσεν από καθαρισμού αυτόν και τον θρόνον αυτού εις την γην κατέρραξεν εσμίκρυνε τε τας ημέρας τον χρόνον αυτού», και επί πάσι «κατέχεεν αυτού αισχύνην»" (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Η' 1,1-9).

Η ειρήνη της Εκκλησίας, που κυριάρχησε κατά το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου μισού του τρίτου αιώνα, έδωσε σε πολλούς την εντύπωση ότι η πάλη ανάμεσα στην ειδωλολατρεία και το Χριστιανισμό έληξε πια με θρίαμβο του δευτέρου. Αυτό όμως δεν ήταν δυνατό, αφού υπήρχαν τα απαγορευτικά κατά του Χριστιανισμού διατάγματα των αυτοκρατόρων και δεν ήταν ακόμη η Εκκλησία αναγνωρισμένη επίσημα ως religio licita, ως θρησκεία με δικαίωμα ελεύθερης ύπαρξης, που προστατευόταν από τη ρωμαϊκή νομοθεσία. Συνεπώς η ειρήνη αυτή ήταν επισφαλής και στις αρχές του τέταρτου αιώνα αποδείχτηκε προσωρινή, γιατί από το 303 άρχισε η τελευταία και αποφασιστική αναμέτρηση ανάμεσα στο βασίλειο του καίσαρα και στη Βασιλεία του Θεού, μια αναμέτρηση που έφερε την Εκκλησία στο προσκήνιο. Το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 αποτελεί σπουδαίο σταθμό στην ιστορία της Εκκλησίας γιατί με αυτό ο Χριστιανισμός αναγνωρίστηκε ως επιτρεπόμενη θρησκεία.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 28-4-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 28-4-2010.

Πάνω