Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

Διωγμοί

 
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή

Τού Αποστόλου Αθ. Γλαβίνα

Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο.

Η αλληλογραφία του Πλίνιου και ο διωγμός του Τραϊανού


Ο ευγενής, φιλάνθρωπος, ήπιος και πράος κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του (98-117) Τραϊανός, έγινε με την πάροδο του χρόνου τυραννικός και ωμός. Ο άριστος, κατά τα άλλα στρατηγός και κυβερνήτης, νόμιζε ότι η ταχεία εξάπλωση του Χριστιανισμού δημιουργούσε φόβους για τυχόν επανάσταση εναντίον της αυτοκρατορίας από τους Χριστιανούς. Εξάλλου φρόντισε να αποκατασταθούν τα αρχαία ήθη της Ρώμης και να ξεκαθαρίσει την αρχαία ρωμαϊκή θρησκεία. Ακόμη, έχοντας την άποψη ότι ο Χριστιανισμός παρέβαινε, με τις συναθροίσεις των μελών του, τις σχετικές με τις εταιρείες και τα σωματεία διατάξεις, εκίνησε στα τέλη του 111 ή στις αρχές του 112 διωγμό εναντίον της φαύλης και πονηρής δεισιδαιμονίας, όπως αποκαλεί το Χριστιανισμό.

Μεγάλη σημασία και ιδιαίτερη αξία έχει για το Χριστό και την Εκκλησία η μαρτυρία του συγχρόνου με τον Τάκιτο και το Σουετώνιο Πλίνιου, του νεωτέρου καλουμένου, για να διακρίνεται από τον ομώνυμο θείο του. Ο Πλίνιος συνδεόταν με στενή φιλία με τον Τραϊανό και στάλθηκε από αυτόν στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας ως legatus caesaris (111-113). Ο Πλίνιος έγινε μάρτυρας όσων συνέβαιναν στην περιοχή των αρμοδιοτήτων του, έδειξε εξαίρετο ενδιαφέρον για τις θρησκευτικές εκδηλώσεις των ανθρώπων, διαπίστωσε όχι μόνο την ταχεία εξάπλωση του Χριστιανισμού αλλά και την ποιότητα των μελών του και φρόντισε με επιμέλεια και (πιθανώς) ευσυνειδησία να συγκεντρώσει ακριβείς πληροφορίες για τους Χριστιανούς και τη θρησκεία τους και να γνωρίσει έτσι τη νέα θρησκευτική δύναμη που απειλούσε να εκτοπίσει τους θεούς του ρωμαϊκού πανθέου. Αυτές τις γνώσεις του για το Χριστιανισμό τις έκανε γνωστές, με επιστολή του, στον αυτοκράτορα Τραϊανό, το 112, από τον οποίο ζητούσε οδηγίες για τη στάση που έπρεπε να τηρήσει απέναντι στους Χριστιανούς της περιοχής του, που ήδη είχαν αρχίσει να διώκονται. Η Βιθυνία περιλάμβανε τότε πολυάνθρωπες και ευημερούσες πόλεις, η ραγδαία όμως αύξηση των Χριστιανών είχε πολύπλευρες επιπτώσεις στη ζωή των πόλεων αυτών: Αποτελεί κανόνα, κύριε, τον οποίον απαρεγκλίτως τηρώ, να απευθύνωμαι προς υμάς οσάκις έχω αμφιβολίαν τινά· διότι ποιος άλλος είναι ικανώτερος να δώση απάντησιν εις τας απορίας μου, ή να πληροφόρηση την άγνοιαν μου; Επειδή ουδέποτε παρέστην εις δίκην αφορώσαν εις τους ομολογούντας τον Χριστιανισμόν,  αγνοώ όχι μόνον την φύσιν των εγκλημάτων ή το μέτρον της τιμωρίας των, αλλ’ ακόμη και το κατά πόσον επιτρέπεται να προχώρηση τις εις ανακρίσεις περί αυτών. Αγνοώ δηλαδή αν συνήθως διάφορος είναι η μεταχείρισις των ένοχων αναλόγως της ηλικίας, ή αν ουδεμία πρέπει να γίνεται διάκρισις μεταξύ ανηλίκων και ενηλίκων· αν η μετάνοια δικαιολογή την παροχήν συγγνώμης· ή αν η αποκήρυξις της πλάνης εις ουδέν ωφελεί εκείνον ο οποίος υπήρξε ποτε Χριστιανός· αν αυτή αύτη η ιδιότης του Χριστιανού, χωρίς να συνοδεύεται από οιανδήποτε αδικοπραγίαν, ή μόνον τα συμφυή προς την ιδιότητα ταύτην εγκλήματα είναι τιμωρητέα. Περί όλων αυτών των ζητημάτων έχω ζωηράς αμφιβολίας. Εν τω μεταξύ η διαδικασία ην ηκολούθησα έναντι εκείνων, οίτινες προσήχθησαν ενώπιον μου ως Χριστιανοί ήτο η εξής: Τους ηρώτων αν είναι Χριστιανοί. Αν ωμολόγουν, επανελάμβανα την ερώτησιν δις προσθέτων συγχρόνως και απειλάς. Δι’ όσους εξηκολούθουν να εμμένουν διέταξα την εκτέλεσίν των· διότι είμαι πεπεισμένος ότι, οιαδήποτε και αν ήτο η φύσις των δοξασιών των, η πείσμων και άκαμπτος εμμονή των έχρηζε τιμωρίας. Υπήρξαν και άλλοι οι οποίοι προσήχθησαν ενώπιον μου κατεχόμενοι υπό της αυτής μωρίας· αλλ’ επειδή ήσαν Ρωμαίοι πολίται έκαμα την τυπικήν πράξιν, ώστε να σταλούν εις την πόλιν. Ταχέως, ένεκα αυτής ταύτης της ανακρίσεως, ως συμβαίνει συνήθως, αι καταγγελίαι επολλαπλασιάσθησαν και διάφοροι νέαι μορφαί αυτού του κακού ήλθον εις φως. Μου παρουσιάσθη ανυπόγραφος καταγγελία εναντίον πολλών προσώπων. Εκείνους οι οποίοι κατά την ανάκρισιν ηρνήθησαν ότι είναι Χριστιανοί, ή ότι υπήρξαν ποτέ Χριστιανοί, εθεώρησα ορθόν να απολύσω, αφού μετά από εμέ επανέλαβαν επίκλησιν προς τους θεούς και ετέλεσαν θρησκευτικήν ιεροτελεστίαν με οίνον και θυμίαμα προ του αγάλματος σου (το οποίον προς τον σκοπόν αυτόν είχον διατάξει να φέρουν μαζί με τα αγάλματα των θεών) και αφού επιπροσθέτως εβλασφήμησαν το όνομα του Χριστού (λέγεται δε ότι ουδείς εκ των όρων αυτών είναι ανεκτός δι’ όσους είναι πράγματι Χριστιανοί). Εθεώρησα, λοιπόν, ορθόν να τους απολύσω. Άλλοι εκ των καταγγελθέντων υπό του κατηγόρου ωμολόγησαν κατ' αρχάς ότι είναι Χριστιανοί, αλλ’ αμέσως μετά ταύτα το ηρνήθησαν. Παρεδέχθησαν, πράγματι, ότι υπήρξαν Χριστιανοί κατά το παρελθόν, αλλά διεβεβαίωσαν ότι είχον πλέον εγκαταλείψει αυτήν την πλάνην, τινές μεν προ τριών, τινές προ ικανών ετών, τινές δε προ είκοσι ολοκλήρων ετών. Όλοι προσεκύνησαν το άγαλμα σου και τας εικόνας των θεών βλασφημούντες συγχρόνως το όνομα του Χριστού. Εβεβαίουν ότι όλη η ένοχη των ή η πλάνη των συνίστατο εις το ότι συνήρχοντο καθ’  ωρισμένην ημέραν προ της ανατολής τον ηλίου και απηυθύνοντο δια τίνος μορφής προσευχής προς τον Χριστόν ως προς Θεόν τινα, δεσμεύοντες εαυτούς δι’  επισήμου όρκου όχι με σκοπόν την εκτέλεσιν εγκληματικού τίνος σχεδίου, αλλά δια να μη διαπράξουν ποτέ απάτην, κλοπήν ή μοιχείαν, δια να μη παραβούν ποτέ τον λόγον των, ούτε να αρνηθούν οιανδήποτε εμπιστευτικήν εργασίαν, αν ποτε εκαλούντο να επωμισθούν τοιαύτην· μετά ταύτα εσυνήθιζαν ν' απέρχωνται και να συγκεντρώνωνται εκ νέου δια να φάγουν μαζί αβλαβές δείπνον. Από την συνήθειαν αυτήν επίσης εδήλωσαν ότι απέσχον μετά την δημοσίευσιν διατάγματος μου δια του οποίου, συμφώνως προς τας εντολάς σας, είχον απαγορεύσει τους πολιτικούς συλλόγους (hetaerias). Όταν έλαβα τας πληροφορίας αυτάς, έκρινα έτι μάλλον αναγκαίον να προσπαθήσω ν' αποσπάσω την αλήθειαν υποβάλλων εις βασανιστήρια δύο δούλας, περί των οποίων ελέγετο ότι διηκόνουν κατά τας ιεράς τελετάς των. Δεν ηδυνήθην όμως να ανακαλύψω τίποτε περισσότερον ή μωράν και υπέρογκον δεισιδαιμονίαν. Δια τούτο εθεώρησα ορθόν ν’ αναβάλω κάθε περαιτέρω ενέργειαν επί του θέματος αυτού δια να συμβουλευθώ υμάς. Εφάνη δε εις εμέ το θέμα άξιον λόγον δια να ζητήσω την συμβουλήν σας, ιδία ένεκα του αριθμού εκείνων οι οποίοι τελούν εν κινδύνω· διότι πολλοί άνθρωποι κάθε ηλικίας και τάξεως, εξ αμφοτέρων των φύλων, έχουν καταγγελθή ή πρόκειται να καταγγελθούν, αφού η μεταδοτική αυτή δεισιδαιμονία δεν περιορίζεται μόνον εις τας πόλεις, αλλ’ έχει εξαπλώσει το μόλυσμά της και μεταξύ των χωρίων της υπαίθρου. Φαίνεται εν τούτοις ότι είναι ακόμη δυνατόν να θεραπευθή το κακόν και να περιορισθή. Οι ναοί, τουλάχιστον, οι οποίοι ήσαν κάποτε σχεδόν ερημωμένοι, αρχίζουν τώρα να συχνάζωνται, αι δε ιεραί τελεταί, μετά από ένα μακρόν διάλειμμα, ανεβίωσαν πάλιν, ενώ παρατηρείται γενική ζήτησις θυμάτων, τα οποία μέχρι προ τίνος δεν εύρισκαν παρά ολίγους αγοραστός. Ως εκ τούτου είναι εύκολον να φαντασθή τις πόσοι θα ηδύναντο να εγκαταλείψουν αυτήν την πλάνην, αν παρείχετο συγγνώμη εις όσους ήθελαν μετανοήσει [C. Plinii Caecilii Secundi, Epistolarum liber decimus, Epistola XCVI. Η μετάφραση, που παραθέτουμε, είναι του Σάββα Χρ. Αγουρίδου, Ο χαρακτήρ των πρώτων κατά της Εκκλησίας διωγμών και η περί των Χριστιανών αλληλογραφία του Πλίνιου μετά του αυτοκράτορος Τραϊανού, Βιβλικά Μελετήματα (τεύχος Β΄), Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 279-281. Για άλλες μεταφράσεις ιδές, Γεωργίου I. Δέρβου, Βραχεία ιστορική μελέτη περί των διωγμών των Χριστιανών κατά τους πρώτους αιώνας της Εκκλησίας ως οπαδών των νέων φιλελευθέρων αρχών του Ιησού Χριστού, Εβδομηκονταπενταετηρίς της Ριζαρείου εκκλησιαστικής Σχολής 1844-1919. Πανηγυρικός Τόμος εκδοθείς υπό του Καθηγητικού Συλλόγου της Σχολής επί τη εβδομηκονταπενταετηρίδι αυτής, εν Αθήναις 1920, σσ. 158-184 · Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου Μητροπολίτου Αθηνών, Η Ρωμαϊκή Πολιτεία και ο Χριστιανισμός μέχρι των μέσων του γ' αιώνος, «Θεολογία», τόμ. 1, 1923, σσ. 278-280 · Γρηγ. Παπαμιχαήλ, Ο Ιησούς Χριστός ως ιστορικόν πρόσωπον, εν Αθήναις 19373, σσ. 69-70 (μέρος της επιστολής)· Νίκου Γ. Πετροπούλου, Ο Ρωμαίος Πλίνιος περί των Χριστιανών, «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τόμ. 33, 1950, σσ. 80-83 · Στέργιου Ν. Σάκκου, Οι απολογηταί και το απολογητικόν στοιχείον εν τη αρχαία Χριστιανική γραμματεία, Θεσσαλονίκη 1976, σσ. 60-62].

Η γνησιότητα της επιστολής αυτής αμφισβητήθηκε ήδη από το δέκατο όγδοο αιώνα χωρίς σοβαρούς λόγους, ενώ λόγοι φιλολογικοί συνηγορούν γι’ αυτήν.

Ο Πλίνιος έχοντας υπόψη ότι η Χριστιανική θρησκεία δεν ήταν ανεκτή (religio illicita = απαγορευμένη θρησκεία) άρχισε να εφαρμόζει εναντίον της τους νόμους της ρωμαϊκής πολιτείας καθώς και τον τελευταίο νόμο του Τραϊανού, με τον οποίο όλες οι εταιρείες (hetaeriae) και οι συναθροίσεις καταδιώκονταν. Ο νόμος αυτός κατά των μυστικών εταιρειών είχε εκδοθεί το 99 και με βάση αυτόν ο Πλίνιος έφερνε τους Χριστιανούς στο δικαστήριο και απαιτούσε να αρνηθούν την πίστη τους, να επικαλεστούν τους εθνικούς θεούς, να προσφέρουν λιβανωτό στην προτομή του ρωμαίου αυτοκράτορα, που ήταν τοποθετημένη ανάμεσα στις εικόνες των θεών, και τέλος να βλασφημήσουν τον Ιησού Χριστό.

Στην αρχή της επιστολής ο Πλίνιος εκφράζει την άγνοια του για την διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει και τη στάση που θα τηρήσει απέναντι στους Χριστιανούς’ γι’ αυτό θεώρησε καλό να απευθυνθεί στον αυτοκράτορα και να λάβει οδηγίες, παρ' ότι ο ίδιος ακολούθησε κάποια διαδικασία, την οποία εκθέτει στο γράμμα του. Θα μπορούσε άριστα η εισαγωγή της επιστολής του να τεθεί στο τέλος γιατί εκεί είναι η θέση των όσων διατυπώνει αλλά, όπως φαίνεται, σκόπιμα ο Πλίνιος προέταξε εισαγωγικά τα λεγόμενα του με την ελπίδα ότι αυτά θα ηχούσαν πιο έντονα στα αυτιά του αυτοκράτορα και θα τον επηρέαζαν άμεσα. Ο Πλίνιος, όπως γράφει, ουδέποτε είχε παραστεί σε δίκες Χριστιανών, οι οποίες ήταν μια πραγματικότητα αναντίρρητη. Εκφράζει άγνοια για τη φύση του εγκλήματος των Χριστιανών, άγνοια για το μέτρο της τιμωρίας τους και αμφιβολίες αν πρέπει να προχωρήσει σε ανακρίσεις εις βάρος τους. Θέτει πρόβλημα ίσης μεταχείρισης των ενόχων Χριστιανών όπου υπάρχουν διαφορές ηλικίας (ανήλικες- ενήλικες), καθώς θέμα παροχής συγγνώμης στους μετανοήσαντες και σε εκείνους που στο παρελθόν ήταν Χριστιανοί. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πλίνιου η περιοχή της Βιθυνίας είχε πολλούς Χριστιανούς, οι οποίοι δε ζούσαν μόνο στα αστικά κέντρα αλλά και στις κώμες και τους αγρούς. Το πολύ πλήθος αυτό των Χριστιανών ίσως είναι σχήμα υπερβολής και χρησιμοποιήθηκε από τον Πλίνιο προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, να οδηγήσει τον αυτοκράτορα σε αποφάσεις που θα είχαν το στοιχείο της επιείκειας και της κατανόησης απέναντι στους Χριστιανούς. Δεν μπορεί βεβαίως να λεχθεί ότι ο Πλίνιος ήταν Χριστιανός, ήταν όμως ένας αξιωματούχος προικισμένος με ικανό αισθητήριο και αλάνθαστη κρίση, που μπορούσε να συλλαμβάνει την ουσία των προβλημάτων και να την εκθέτει με μεθοδικότητα. Στην περιοχή της Βιθυνίας υπήρχαν ασφαλώς αρκετοί Χριστιανοί την εποχή του Πλίνιου. Αυτοί στα μάτια του oποιουδήποτε Ρωμαίου Εθνικού φαίνονταν ακόμη περισσότεροι, αφού ήταν οργανωμένοι, τους διέκρινε ο ενθουσιασμός, συμμετείχαν στις διάφορες εκδηλώσεις και έτσι έδιναν κάθε στιγμή το στίγμα της παρουσίας τους και της ιδιότητας τους. Από την άλλη πλευρά υπήρχαν την ίδια εποχή άθεοι (Επικούρειοι), ειδωλολάτρες αδιάφοροι και Εβραίοι. Ίσως σ' αυτές τις ομάδες θα πρέπει να προσθέσει κανείς ότι, πιθανώς, ο Πλίνιος να στηρίζεται και σε πληροφορίες ειδωλολατρών ιερέων και ειδωλολατρών ζωεμπόρων, οι οποίοι για να κινήσουν την προσοχή και το ενδιαφέρον του Πλίνιου και των ρωμαϊκών αρχών εναντίον των Χριστιανών τους εμφάνιζαν ως πολυπληθείς. Δεν είναι απίθανο ο Πλίνιος να υιοθέτησε τις υπερβολές αυτές για να εξυπηρετήσει όμως τελείως αντίθετο σκοπό, να κινήσει δηλαδή το ενδιαφέρον του Τραϊανού να μην εφαρμοστούν οι νόμοι εναντίον των Χριστιανών, γιατί και πολλοί ήταν και καλοί, όπως διαπίστωσε ο ίδιος και εκθέτει στην επιστολή του προς τον Τραϊανό. Ήταν πολύ φυσικό να στραφούν οι ειδωλολάτρες ιερείς και οι ζωέμποροι εναντίον των Χριστιανών. Οι πρώτοι έβλεπαν να μειώνεται συνεχώς ο αριθμός των προσερχόμενων εις τα ιερά και οι δεύτεροι ζούσαν έντονα τη μείωση της ζήτησης ζώων θυμάτων, αναγκαίων για την προσφορά θυσιών. Η ραγδαία αύξηση των μελών της Εκκλησίας εκλόνιζε την ειδωλολατρεία και δημιουργούσε αναστατώσεις στην αγορά, αφού ορισμένα επαγγέλματα πλήττονταν καίρια, όπως ήταν το ζωεμπόριο και οι αγαλματοποιοί χαλκουργοί κ.λ.π. Τα μέτρα που έλαβε ο Πλίνιος είχαν ευνοϊκά αποτελέσματα.

Ο Πλίνιος, υποχρεωμένος από τις καταγγελίες που του έγιναν εναντίον των Χριστιανών, συνέλαβε μερικούς από αυτούς και τους ανέκρινε. Η διαδικασία, που ακολούθησε, όπως την εκθέτει στον Τραϊανό, ήταν η εξής: Τους ρωτούσε τρεις φορές, με την απειλή τιμωριών, αν είναι Χριστιανοί. Όσοι και την τρίτη φορά ομολογούσαν ότι είναι Χριστιανοί καταδικάζονταν σε θάνατο όχι τόσο για το περιεχόμενο της πίστης τους και την ιδιότητα τους (Χριστιανοί) όσο για την πεισματική και άκαμπτη εμμονή τους στις ιδέες τους. Ο Πλίνιος απέφυγε να καταδικάσει σε θάνατο ή και απλώς να τιμωρήσει εκείνους από τους Χριστιανούς που ήταν ρωμαίοι πολίτες· αυτούς τους έστελνε στη Ρώμη για να δικαστούν εκεί. Δυσκολία προέκυψε για τον Πλίνιο, όταν, ύστερα από τις θανατικές καταδίκες των Χριστιανών, έλαβε πολλές ανώνυμες καταγγελίες εναντίον Χριστιανών. Η νέα αυτή κατάσταση δημιούργησε κάποιες περιπλοκές στη συνήθη διαδικασία, αφού οι ανώνυμες καταγγελίες ήταν κάτι το νέο και το πιο σοβαρό περιλάμβαναν πολλά πρόσωπα. Από τις καινούργιες ανακρίσεις διέκρινε ο Πλίνιος δυο κατηγορίες: 1) αυτούς που αρνήθηκαν ότι ήταν Χριστιανοί ή εδήλωσαν ότι ήταν Χριστιανοί πριν από τρία ή περισσότερα ή και είκοσι ακόμη χρόνια και από τότε δεν είχαν καμιά σχέση με τη Χριστιανική πίστη. Όλοι αυτοί για να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενα τους πρόσφεραν θυσία στον αυτοκράτορα και στους θεούς και βλασφήμησαν το Χριστό, και 2) αυτούς που, ύστερα από την ανάκριση, ομολόγησαν μεν ότι είναι Χριστιανοί αλλά όμως δήλωσαν τώρα ότι μετανόησαν και συνεπώς αρνήθηκαν τη Χριστιανική τους ιδιότητα. Αυτούς όλους δεν τους απέλυσε ο Πλίνιος και επειδή δεν εγνώριζε αν έπρεπε να τους τιμωρήσει ή να τους συγχωρήσει, τους εκράτησε, αναμένοντας την αυτοκρατορική απόφαση. Από τις ανακρίσεις ο Πλίνιος έβγαλε ορισμένα συμπεράσματα για την ποιότητα των Χριστιανών και το περιεχόμενο της Χριστιανικής πίστης, τα οποία εκθέτει στον αυτοκράτορα. Στην επιστολή γίνεται λόγος για τη θεία λειτουργία της Κυριακής, για την ηθική ποιότητα των Χριστιανών και για τα κοινά δείπνα (τις αγάπες), που τελούνταν μετά τη θεία ευχαριστία. Ο Πλίνιος με διάταγμα του είχε απαγορεύσει τις συγκεντρώσεις στους πολιτικούς συλλόγους (hetaerîas) και επειδή οι Χριστιανοί συγκεντρώνονταν και ύστερα από τη δημοσίευση του, ο Πλίνιος θεώρησε τους Χριστιανούς παραβάτες του διατάγματος αυτού. Πολλοί Χριστιανοί του εδήλωσαν ότι είχαν συμμορφωθεί με το διάταγμα και δε λάβαιναν μέρος στις Χριστιανικές λατρευτικές συγκεντρώσεις. Ο Πλίνιος, θέλοντας να συγκεντρώσει και άλλες πιο σαφείς και λεπτομερείς πληροφορίες για τους Χριστιανούς, συνέλαβε δυο υπηρέτριες (δούλες), που διακονούσαν κατά την τέλεση της θείας λατρείας, και τις βασάνισε για να ομολογήσουν τι πράττουν οι Χριστιανοί στις συναθροίσεις τους. Από τις ομολογίες τους διαπίστωσε ο Πλίνιος ότι η Χριστιανική πίστη δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια μωρή και υπέρογκη (σκολιά και άμετρη) δεισιδαιμονία (superstitio prava et immodica). Επειδή ο Πλίνιος πείστηκε ότι η υπόθεση αυτή των Χριστιανών είναι άξια της σκέψης του αυτοκράτορα, αφού αναρίθμητο πλήθος ανθρώπων κάθε ηλικίας έχει εμπλακεί στα δίχτυα του Χριστιανισμού, γι’ αυτό απευθύνθηκε στον αυτοκράτορα και ζήτησε τις συμβουλές του. Ο Πλίνιος είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι θα εξαφανιζόταν η δεισιδαιμονία αυτή, στηριγμένος στη στροφή πολλών συλληφθέντων Χριστιανών, που έπαυσαν πλέον να λαμβάνουν μέρος στις Χριστιανικές τελετές. Για τον Πλίνιο, που είχε σταλεί στη Βιθυνία να την καθησυχάσει από τις ταραχές, το πρόβλημα δεν ήταν να καταδικάσει τους Χριστιανούς σε θάνατο αλλά, με τη λήψη διαφόρων μέτρων, να τους πείσει να εγκαταλείψουν την πίστη τους και να επανέλθουν στην ειδωλολατρεία. Και με βάση αυτή τη σκέψη, προσπαθεί να οδηγήσει τον αυτοκράτορα Τραϊανό στη διατύπωση ευνοϊκών μέτρων, τα οποία θα εξωθούσαν τους Χριστιανούς στην άρνηση της πίστης τους. Έτσι ο Πλίνιος θέτει τέσσερα ζητήματα: 1) Θα γίνεται κάποια διάκριση, ανάμεσα στους ενόχους, από πλευράς ηλικίας; 2) Θα παρέχεται συγχώρηση σ' όσους μεταμελούνται; 3) Θα καταδικάζονται οι Χριστιανοί μόνο και μόνο ως Χριστιανοί χωρίς να προσάγονται αποδείξεις για εγκληματικές πράξεις; και 4) Θα συνεχίσει τις ανακρίσεις εναντίον των Χριστιανών και θα τους αναζητεί; Ο Πλίνιος κλείνει την επιστολή του με τη διαπίστωση ότι οι ενέργειες του είχαν θετικά αποτελέσματα, αφού οι ναοί των Εθνικών, που είχαν σχεδόν ερημωθεί, άρχιζαν και πάλι να συχνάζονται, τα ιερά, που είχαν παραμεληθεί, αναβίωσαν και άρχισε πάλι να ανθεί το ζωεμπόριο, αφού στους ναούς έφερναν πια οι εθνικοί θύματα, τα οποία πιο μπροστά δεν είχαν αγοραστές. Γι’ αυτό ο Πλίνιος στο τέλος προτείνει στον αυτοκράτορα την παροχή συγγνώμης προς τους Χριστιανούς με τη βέβαιη ελπίδα ότι πολλοί θα εγκατέλειπαν την πίστη τους στο Χριστό και θα ασπάζονταν πάλι την ειδωλολατρεία.

Η απαντητική επιστολή του Τραϊανού προς τον Πλίνιο ήταν θρίαμβος της λογικής του τελευταίου. 1) Ο Πλίνιος σωστά έπραξε θέτοντας υπόψη ελαφρυντικά. 2) Δεν έπρεπε να γίνονται αυτεπάγγελτες αναζητήσεις Χριστιανών. 3) Η αποδειγμένη άρνηση της Χριστιανικής ιδιότητας θα λαμβανόταν υπόψη και ο μετανοών Χριστιανός δε θα τιμωρείτο. Και 4) δε θα γίνονταν αποδεκτές ανώνυμες εναντίον των Χριστιανών καταγγελίες.

Από την επιστολή του Τραϊανού φαίνεται ότι οι Χριστιανοί τιμωρούνταν με βάση μόνο το όνομα τους (nomen ipsum) ως ανήκοντες σε απαγορευμένη εταιρεία (hetaeriam illicitam). Η επιστολή αυτή (rescriptum Traiani) αποτέλεσε δικαστικό προηγούμενο και μέχρι την εποχή του Δεκίου έγινε χρήση αυτής όταν πρόκειται να διωχθούν οι Χριστιανοί: ηκολουθήσατε την ορθήν οδόν, Σεκούνδε μου, εις τον χειρισμόν των περιπτώσεων των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι σας κατηγγέλθησαν ως Χριστιανοί διότι είναι αδύνατον να θέση τις γενικήν τινα αρχην, η οποία να δύναται να λάβη τελικήν τινα διατύπωσιν. Δεν πρέπει ν' αναζητώνται (οι Χριστιανοί). Όταν καταγγέλλωνται και αποδεικνύωνται ένοχοι, πρέπει να τιμωρούνται με τον εξής περιορισμόν· οιοσδήποτε ήθελεν αρνηθή ότι είναι Χριστιανός και ήθελεν αποδείξει τούτο εμπράκτως, δηλαδή δια της προσφοράς θυσίας εις τους θεούς μας, οσονδήποτε ύποπτος και αν υπήρξεν εις το παρελθόν, δύναται να τύχη συγγνώμης δια την μετάνοιάν τον. Ανώνυμοι όμως καταγγελίαι δεν πρέπει να γίνωνται αποδεκταί δι’ αποιονδήποτε είδος κατηγορίας· διότι τούτο θ’ απετέλει πολύ ολέθριον προηγούμενον και, έκτος τούτου, είναι ασύμφωνον προς την νοοτροπίαν της εποχής μας |C. Plinii Caecilii Secundi, ο. π, Epistola XCVII· Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου Μητροπολίτου Αθηνών, Η Ρωμαϊκή Πολιτεία, ο. π, σ. 284· Νίκου Γ. Πετροπούλου, Ο Ρωμαίος Πλίνιος, ο.π, σ. 83.

Εμείς παραθέσαμε την επιστολή αυτή από το Σάββα Χρ. Αγουρίδη, Ο χαρακτήρ των πρώτων κατά της Εκκλησίας διωγμών, ο.π , σ. 62].

Η επιστολή αυτή δεν απέβλεπε οπωσδήποτε στην προστασία της Εκκλησίας αλλά στη διάλυση της, αφού ο κύριος σκοπός του Πλίνιου (και του Τραϊανού) ήταν να επανέλθουν στην ειδωλολατρεία, με την εφαρμογή της αρχής της επιείκειας και της συγγνώμης, περισσότεροι, κατά το δυνατό, Χριστιανοί. Ο σκοπός του διωγμού και των ληφθέντων μέτρων, όπως και των διαδικασιών, ήταν η άρνηση από τους Χριστιανούς της πίστης τους. Με την επιστολή του Τραϊανού νομιμοποιήθηκε ο διωγμός και ο εχθρικός χαρακτήρας της είναι εμφανής. Η μη αποδοχή, από τον Τραϊανό, των ανωνύμων καταγγελιών ήταν ένα μέτρο που δεν αφορούσε περισσότερο την Εκκλησία αλλά τη ρωμαϊκή κοινωνία. Όταν ο Τραϊανός έγραφε στον Πλίνιο ότι οι ανώνυμες καταγγελίες δεν πρέπει να γίνονται δεκτές, απέβλεπε να προστατεύσει την πολιτεία από την εισαγωγή ενός κακού προηγουμένου, το οποίο ήταν ανάξιο της εποχής εκείνης.

Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι με τις ανώνυμες καταγγελίες προλήφθηκαν μείζονα δεινά των Χριστιανών και της Εκκλησίας, όμως δε χρειάζονταν αποδείξεις μεγάλες για να τιμωρηθεί ο Χριστιανός. Αρκούσε μόνο το όνομα Χριστιανός για τη θανατική καταδίκη, όπως αρκούσε να ευρεθεί ένας για να κάνει υπεύθυνη για τις συνέπειες της καταγγελία ώστε να καταδικαστεί σε θάνατο ο Χριστιανός. Η μανία του ειδωλολατρικού όχλου πολλές φορές ξεπέρασε το rescriptum του Τραϊανού και ο κατά των Χριστιανών φανατισμός του μαινόμενου πλήθους έμεινε ασυγκράτητος από τους κατά τόπους διοικητές των ρωμαϊκών επαρχιών, έτσι ώστε σε αρκετές περιπτώσεις να ατονήσουν στην πράξη οι αυτοκρατορικές εντολές και διατάξεις και να συρθούν στο μαρτύριο Χριστιανοί χωρίς τη νομική διαδικασία που απαιτούσαν οι νόμοι. Η κραυγή non licet esse christianos! ακούστηκε πολλές φορές στις ρωμαϊκές επαρχίες και συνοδεύτηκε από το χύσιμο του αίματος κάποιου Χριστιανού μάρτυρα.

Ο Τερτυλλιανός στον Απολογητικό του (κεφ. Ε') κάνει λόγο για την αλληλογραφία του Πλίνιου με τον Τραϊανό και σχολιάζει την απάντηση του αυτοκράτορα. Παραθέτουμε εδώ το σχετικό απόσπασμα σε μετάφραση του Ιωάννου Ο. Φραγκούλα (Ο Απολογητικός του Τερτυλλιανού. Μετάφρασις μετ' εισαγωγής, εν Αθήναις 1936, σσ. 19-20).

Τουναντίον ανευρίσκομεν, ότι μάλιστα είναι απηγορευμένη η δικαστική έρευνα. Πράγματι, ότε Πλίνιος ο Νεώτερος ήτο διοικητής επαρχίας τινός,αφού κατεδίκασε Χριστιανούς τινάς, άλλους δε εξ αυτών εξηνάγκασε να παύσωσι να είναι Χριστιανοί, διατελών εν πάση περιπτώσει εν αμηχανία ένεκα τον μεγάλου αριθμού των, συνεβουλεύθη τον αυτοκράτορα Τραϊανόν περί του εν τω μέλλοντι πρακτέου, ενώ συγχρόνως εξέθετεν εις αυτόν, άτι πλην της επιμονής των εις το να μη θυσιάζωσι, δεν είχεν όσον αφορά τα της θρησκείας των, δυνηθή να ανακάλυψη άλλο τι, ειμή μόνον συναθροίσεις των προ της ανατολής του ηλίου, ίνα ψάλλωσιν άσματα προς τιμήν του Χριστού, ως Θεού και ένα υποβάλλωνται από κοινού όλοι εις πειθαρχίαν απαγορεύουσαν την ανθρωποκτονίαν, την μοιχείαν, την απάτην, την δολιότητα και άλλα εγκλήματα.

Τότε ο Τραϊανός τω απήντησεν, ότι άνθρωποι τοιούτοι δεν θα έπρεπε να καταζητώνται, αλλ’  ότι καταγγελόμενοι θα έπρεπε να τιμωρώνται.

Ω! η παράδοξος απόφασις, παράλογος εξ ανάγκης! Αποφαίνεται, ότι ως αθώοι δεν πρέπει να καταζητώνται και όμως διατάσσει να τιμωρώντας ως εάν ήσαν εγκληματίαι. Φείδεται και καταφέρεται, υποκρίνεται και τιμωρεί. Διατί, ω αυστηρά απόφασις, να αντιφάσκης, τόσον προς εαυτήν; Εάν καταδικάζης τούτους, διατί απαγορεύεις να καταζητώνται; Εάν δεν επιτρέπης να καταζητώντας διατί δεν κηρύσσεις επίσης τούτους αθώους; Δια την καταζήτησιν των ληστών υπάρχει εν έκαστη επαρχία στρατιωτικόν απόσπασμα καταρτιζόμενον δια κλήρου εναντίον των εγκληματιών κατά της μεγαλειότητος και των εχθρών του κράτους έκαστος είναι στρατιώτης και η καταζήτησις επεκτείνεται εις τους συνεργούς και εις τους έχοντας επίσης γνώσιν.

Μόνον ο Χριστιανός δεν είναι επιτετραμμένον να καταζητήται, αλλ’ επιτρέπεται να καταγγέλληται, ως εάν η καταζήτησις θα απέβλεπεν εις άλλον τινά σκοπόν και ουχί την προσαγωγήν ενώπιον του δικαστηρίου. Καταδικάζετε λοιπόν ένα Χριστιανόν καταγγελόμενον, ενώ ουδείς ήθελε να γνωρίση τούτον ως καταζητούμενον. Πολύ λοιπόν φοβούμαι, ότι δεν ήτο άξιος τιμωρίας, επειδή είναι ένοχος, αλλά διότι συνελήφθη, αν και δεν έπρεπε να καταζητηθή (Ιδές και Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Γ' 33).

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 27-4-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 27-4-2010.

Πάνω