Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή

Η Παράδοση του Κειμένου της Αγίας Γραφής Βιβλίο * Η Εκκλησία ως εγγυήτρια τής Αγίας Γραφής * Οι εκδόσεις του αρχαίου κειμένου της Παλαιάς και της Καινής διαθήκης που αποδέχεται επίσημα η Ορθόδοξη Εκκλησία και σχόλια για μεταφράσεις που κυκλοφορούν σήμερα * Οι διαβαθμίσεις των βιβλίων της Αγίας Γραφής * Ευρετήριο των αρχαιοτέρων χειρογράφων της Καινής Διαθήκης σε κανονική διάταξη * 1ο Μέρος: Η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου της Καινής Διαθήκης Γενικά Εισαγωγικά * Η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου της Καινής Διαθήκης 3ο Μέρος: Η Κριτική τού Κειμένου

Η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου της Καινής Διαθήκης

B. Τα Χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης

Γεωργίου Γαλίτη ομ. Καθηγητή τής Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Πηγή: Περιοδικό Θεολογία  Τόμος 85, Τεύχος 4. Οκτώβριος έως Δεκέμβριος 2014. Σελίδες 14 - 20.

1. Χειρόγραφη παράδοση

Μέχρι την εμφάνιση του Χριστιανισμού τα χειρόγραφα των αρχαίων συγγραφέων είχαν μια σχετικά περιορισμένη διάδοση, κυρίως μεταξύ των εύπορων. Με την εξάπλωση του Χριστιανισμού και τη συνακόλουθη επιθυμία των Χριστιανών να αποκτήσουν αντίγραφα της Βίβλου και δη με τη μορφή του εύχρηστου κώδικα, συνετέλεσε στο να κυκλοφορούν πλέον τα βιβλικά αντίγραφα και ειδικότερα της Κ. Διαθήκης κατά χιλιάδες. Αυτός είναι ο λόγος που σήμερα, ενώ πολλών αρχαίων συγγραφέων τα έργα έχουν χαθεί και άλλων ο αριθμός των σωζομένων αντιγράφων είναι συνήθως μονοψήφιος ή διψήφιος και σπανιότατα τριψήφιος1, τα χειρόγραφα της Κ. Διαθήκης που σώζονται αριθμούνται σε πολλές χιλιάδες. Και μιλάμε μόνον για τα Ελληνικά, και όχι για των αρχαίων μεταφράσεων της Βίβλου.

Τα αρχαιότερα σωζόμενα χειρόγραφα της Κ. Διαθήκης είναι γραμμένα σε παπύρους. Λόγω του ότι ο πάπυρος είναι εύθραυστο υλικό και προσβάλλεται εύκολα από την υγρασία, οι σωζόμενοι πάπυροι είναι λίγοι και πολύ κατεστραμμένοι. Η αξία τους όμως στην κριτική του κειμένου της Κ. Διαθήκης είναι ανυπολόγιστη, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι έχουμε παπύρους ήδη από τον δεύτερο αιώνα μ. Χ. έως τον έβδομο. Πριν από το 1900 ήταν γνωστοί μόνον εννέα πάπυροι, το 1912 δεκατέσσερις, το 1963 εβδομήντα έξι, το 1989 ενενήντα έξι και το 2012 εκατόν είκοσι επτά. Βλέπει κανείς ότι τα αρχαιότερα αντίγραφα της Κ. Διαθήκης, όπως είναι αυτά των παπύρων, ανεκαλύφθησαν κυρίως τον εικοστό αιώνα.

Ως ο αρχαιότερος πάπυρος θεωρείται ο Ρ52, από το 125 μ. Χ., περιέχων στίχους του κατά Ιωάννην ευαγγελίου. Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι το ευαγγέλιο γράφτηκε κατά τα τέλη του α΄ αιώνα, η απόσταση του παπύρου από το αυτόγραφο είναι εκπληκτικά μικρή. Ο πάπυρος ανακαλύφθηκε στην Αίγυπτο, αγοράσθηκε το 1920 από τον Bernard P. Grenfeld και τώρα φυλάσσεται στην Αγγλία, στη βιβλιοθήκη John Rylands του Manchester.

Το 1988 ο Young Kyu Kim δημοσίευσε στο Biblica Magazine μία εργασία2, όπου προσπαθεί, βάσει επισταμένων παλαιογραφικών ερευνών, να αποδείξει ότι ο Ρ46 είναι αρχαιότερος του Ρ52, αναγόμενος στα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. και όχι στο 200, όπως πιστευόταν. Αυτό θα ήταν πολύ σημαντικό, δεδομένου ότι ο πάπυρος περιλαμβάνει μεγάλα μέρη των επιστολών προς Ρωμαίους και A' Θεσσαλονικείς, καθώς και ολόκληρες σχεδόν τις A' Κορινθίους, Γαλάτας, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς και Εβραίους. Πάντως οι απόψεις του Young Kyu Kim δεν έγιναν γενικά αποδεκτές.

Τέλος, στο σπήλαιο 7 του Qumran3 ο βρέθηκε ένας πάπυρος, ο 7Q5, που θεωρήθηκε ότι περιέχει τμήματα από τα χωρία Μάρκος 6,52-53. Έρευνες με μικροσκόπιο Laser από τον Carsten Peter Thiede4, ιστορικό και παπυρολόγο, που διευθύνει τις εξετάσεις με μικροσκόπιο Laser των χειρογράφων της Νέκρας Θαλάσσης, ανεκάλυψαν νέα γράμματα στον πάπυρο, που ενισχύουν τις υπόνοιες ότι πρόκειται για τα ως άνω χωρία του Μάρκου. Ο πάπυρος χρονολογείται από τον Thiede στο 68 μ. Χ. Αν τελικά αποδεικνύονταν οριστικά τα ανωτέρω, η ανακάλυψη θα είχε ανυπολόγιστη αξία, δεδομένου ότι σήμερα η συγγραφή του κατά Μάρκον ευαγγελίου τοποθετείται μεταξύ των ετών 64 - 70 μ. Χ. Όμως έγκυροι ερευνητές υποστήριξαν με σοβαρά επιχειρήματα, ότι το σωζόμενο τμήμα του χωρίου θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν του Θουκυδίδη ή και του Ομήρου.

Ως προς τα υπόλοιπα χειρόγραφα, σύμφωνα με τα στοιχεία του καταλόγου των χειρογράφων της Κ. Διαθήκης που κατήρτισε το 1994 ο Kurt Aland5, τα ως τότε γνωστά χειρόγραφα της Κ. Διαθήκης ήταν, εκτός από τους παπύρους:

306 μεγαλογράμματα χειρόγραφα,

2856 μικρογράμματα και

2403 εκλογάδια6.

Σύνολο 5664.

Αυτά τα χειρόγραφα βρίσκονται, τα πιο πολλά στο άγιον Όρος (1000 χειρόγραφα), και κατόπιν, κατά φθίνουσα σειρά, στην Αθήνα (449), στο Παρίσι (373), στη Ρώμη (367), στο Λονδίνο (271), στην Αγία Πετρούπολη (233), στο Σινά (230), στην Οξφόρδη (158), στα Ιεροσόλυμα (146), στην Πάτμο (81), στη Φλωρεντία (79) και σε άλλους τόπους λιγότερα. Η σειρά του Σινά, μετά την ανακάλυψη την 25η Μαΐου 1975 πλήθους νέων χειρογράφων7, η μελέτη των οποίων συνεχίζεται ακόμη από την ομάδα του καθηγ. Παναγιώτη Νικολοπούλου, πρέπει να ανέλθει πολύ πιο πάνω. Συγκεκριμένα βρέθηκαν 66 νέα χειρόγραφα της Κ. Διαθήκης, ήτοι 8 μεγαλογράμματοι κώδικες, 7 μικρογράμματοι και 51 εκλογάδια, αριθμοί που πρέπει να προστεθούν στα ανωτέρω δοθέντα στοιχεία.

 

2. Από το αυτόγραφο στο έντυπο

Σήμερα, έχουμε πρόσβαση στα αρχαία κείμενα μέσω του έντυπου βιβλίου. Το αρχαίο κείμενο ενός βιβλίου, πώς έφθασε στα χέρια μας; Φυσικά, ο αρχαίος συγγραφέας έγραφε, ιδιοχείρως, ή δια γραφέως, σε χειρόγραφο, αφού η τυπογραφία εφευρέθηκε μόλις περί τα τέλη του 15ου αιώνα. Το ένα αυτό χειρόγραφο, το πρωτότυπο, το αυτόγραφο, όπως το ονομάζουμε, δόθηκε σε μια ορισμένη χρονική στιγμή στη δημοσιότητα, κι αυτή η πράξη ονομάζεται δημοσίευση. Το αυτόγραφο, πριν ή μετά τη δημοσίευση, αντεγράφη μία ή περισσότερες φορές, κάθε ένα δε αντίγραφο του αυτογράφου αντεγράφη από άλλους, αντεγράφησαν πάλι, για να φθάσουν στην εποχή της τυπογραφίας, όπου έχουμε πλέον άλλη τεχνική πολλαπλασιασμού των κειμένων.

Βέβαια, από το πλήθος όλων αυτών των αντιγράφων, που δημιουργήθηκαν με την πάροδο των αιώνων, μόνον ένα μέρος διέφυγε την φθορά του χρόνου.

Ένα μεγάλο μέρος έχει ακολουθήσει την τύχη των αντικειμένων, που η παλαιότητά των τα έχει αποσύρει από την καθημερινή χρήση, με αποτέλεσμα τη φθορά, την καταστροφή και την αφάνισή τους. Αυτός είναι ο λόγος, εξ άλλου, που δημιούργησε την ανάγκη αντικαταστάσεως των εφθαρμένων αντιγράφων από άλλα νεώτερα. Έτσι, σήμερα σώζεται ένας μικρός μόνον αριθμός των αντιγράφων, που δημιουργήθηκαν με την πάροδο των αιώνων.

Ως προς την παλαιότητα τώρα των χειρογράφων, σημειώνουμε, ότι, τα περισσότερα χειρόγραφα των ελλήνων κλασικών ανήκουν σε εποχή από τον 12° αιώνα και μετά, λίγα τοποθετούνται στην εποχή μεταξύ του 9ου και του 12ου αιώνα, πριν δε από τον 9° αιώνα υπάρχουν ελάχιστα ή λίγα αποσπάσματα. Κατά μέσον όρο, δηλαδή, απέχει το αντίγραφο περίπου δέκα αιώνες από το αυτόγραφο.

Πολύ διαφορετικά είναι τα πράγματα με την Κ. Διαθήκη. Εκεί πολλές δεκάδες χειρόγραφα είναι παλαιότερα του 9ου αιώνα και φθάνουν έως τον 4°, ενώ αποσπάσματα σε παπύρους είναι πολύ περισσότερα. Υπενθυμίζουμε ότι ο αρχαιότερος γνωστός πάπυρος της Κ. Διαθήκης, ο Ρ52, που περιέχει τμήματα του κατά Ιωάννην ευαγγελίου και βρίσκεται στη βιβλιοθήκη John Ryland, στο Manchester της Αγγλίας, ανάγεται στο 120-125 μ.Χ., δηλαδή αντεγράφη 2-3 δεκαετίες μετά το αυτόγραφο.

 

3. Αρίθμηση χειρογράφων

Τα χειρόγραφα όλα έχουν έναν «αριθμό ταυτότητος». Και για τα μεν χειρόγραφα των αρχαίων κλασικών χρησιμοποιούνται συνήθως τα γράμματα του αλφαβήτου, αφού τα υπάρχοντα χειρόγραφα κάθε συγγραφέως σπάνια ξεπερνούν τον αριθμό των γραμμάτων. Το πρόβλημα αρχίζει με τα χειρόγραφα της Κ. Διαθήκης. Έτσι, οι πάπυροι δηλώνονται με το λατινικό P (που γράφεται στη γοτθική γραφή) και έναν εκθέτη: 1,2 κ.λπ.

Οι μεγαλογράμματοι κώδικες σημειώνονται με τα κεφαλαία γράμματα του λατινικού αλφαβήτου, συνεχίζουν με τα γράμματα του Ελληνικού (όσα δεν συμπίπτουν με τα Λατινικά) και ακολούθως με αριθμούς, των οποίων προηγείται το 0. Σημειωτέον, ότι οι πρώτοι 45 αριθμοί με 0 δόθηκαν στους κώδικες που έχουν σημειωθεί με γράμματα του αλφαβήτου, οι οποίοι έτσι έχουν δύο «ταυτότητες». Επίσης, ο Σιναϊτικός κώδικας, που βρέθηκε αφού είχαν ήδη χαρακτηρισθεί οι άλλοι μεγαλογράμματοι με γράμματα (όχι όμως ακόμη με αριθμούς), για να μην τοποθετηθεί πολύ πίσω στη σειρά, τέθηκε λόγω της αρχαιότητός του (είναι του 4ου αιώνα) πριν από τους άλλους, παίρνοντας το πρώτο γράμμα του εβραϊκού αλφαβήτου, , και αριθμό το 01.

Οι μικρογράμματοι κώδικες αριθμούνται επίσης με αριθμούς χωρίς το 0, στα δε λεξιονάρια προηγείται το λατινικό I (lectionaria).

Εκτός από τον αριθμό τους, οι σπουδαιότεροι κώδικες έχουν και ονόματα. Είπαμε προηγουμένως για τον Σιναϊτικό. Αυτός βρέθηκε στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά το 1844 από τον γερμανό K. Tischendorf, κατά την πιθανοτέρα εκδοχή εκλάπη από αυτόν, τελικά δωρήθηκε στον τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο τον Β' και το 1933 επωλήθη από τη σοβιετική κυβέρνηση στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο. Του κώδικα αυτού 43 φύλλα βρίσκονται στη Λειψία και 112 φύλλα στο Σινά.

Ο κώδικας A (ή 02) λέγεται Αλεξανδρινός, είναι του 5ου αιώνα και βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, τοποθετημένος δίπλα στον Σιναϊτικό κώδικα. Δωρήθηκε από τον πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι στον βασιλιά της Αγγλίας Κάρολο τον A' το 1627.

Ο Β ή 03 είναι ο Βατικανός κώδικας, του 4ου αιώνα, και βρίσκεται από τον 15° αιώνα στο Μουσείο του Βατικανού.

Ο C (04) λέγεται του Εφραίμ του Σύρου και είναι παλίμψηστος. Παλίμψηστα λέγονται τα χειρόγραφα, που το αρχικό τους κείμενο έχει αποξεσθεί (πάλιν ψάω = ξέω) για να γραφεί στο ενδιάμεσο των δύο σειρών ένα άλλο κείμενο. Το αρχικό κείμενο της Κ. Διαθήκης του 5ου αιώνα έχει σβηστεί τον 12° αιώνα, για να γραφούν οι 38 πραγματείες του Εφραίμ του Σύρου. Ο Tischendorf, που μελέτησε και τον Σιναϊτικό και τον Βατικανό κώδικα, κατόρθωσε να διαβάσει και το κείμενο αυτό της Κ. Διαθήκης. Βρίσκεται στο Παρίσι.

Ο D, του 6ου αιώνα, που περιέχει το Ελληνικό κείμενο και λατινική μετάφραση, είναι χωρισμένος σε δύο τμήματα. Το ένα, που περιέχει τα ευαγγέλια και τις Πράξεις (και ένα μικρό κομμάτι από τη Γ' Ιωάννης ), βρίσκεται στο Cambridge και λέγεται κώδιξ του Βέζα, από το όνομα του δωρητή, με αριθμό 05. Το άλλο τμήμα, με αριθμό 06, περιέχει τις επιστολές του Παύλου, και λέγεται Claromontanus, από τη μονή Clermont της Γαλλίας, όπου βρισκόταν αρχικά. Τώρα βρίσκεται στο Παρίσι, στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Σημειωτέον, ότι σώζεται και ένα αντίγραφο του Claromontanus από τον 9° αιώνα.

Άλλοι κώδικες επώνυμοι είναι ο E (08)=Laudianus, του 6ου αιώνα, που βρίσκεται στην Οξφόρδη· ο G (012) = Boernerianus, του 9ου αιώνα, στη Δρέσδη· ο Η (015) του 6ου αιώνα, που βρίσκεται στη Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους και τμήματά του αλλού (Κίεβο, Μόσχα, Παρίσι, Αγία Πετρούπολη, Τουρίνο)· ο L (019)=Regius του 8ου αιώνα στο Παρίσι και περιέχει τα ευαγγέλια· το τμήμα του που περιέχει τις Πράξεις και τις επιστολές έχει αριθμό 020 και βρίσκεται στη Ρώμη· ο W (032) = Freer Gospels του 5ου αιώνα είναι στο Μουσείο Freer της Ουάσιγκτον· ο Θ (038)=Koridethi του 9ου αιώνα στην Τυφλίδα· ο Ξ (040) =Ζακύνθιος, του 6ου ή 8ου αιώνα, στο Λονδίνο· ο Ψ (044) =Lauriensis, στη μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, του 9ου αιώνα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον μεταξύ των κωδίκων της Κ. Διαθήκης παρουσιάζουν οι τέσσερις πορφυροί κώδικες του 6ου αιώνα, οι μόνοι γνωστοί πορφυροί κώδικες της Κ. Διαθήκης, γραμμένοι δηλαδή σε πορφυρά περγαμηνή (φυσικά μιλάμε για το Ελληνικό κείμενο· αντίστοιχοι κώδικες υπάρχουν και στις λατινικές μεταφράσεις). Πρόκειται, πρώτον για τον κώδικα Ν (022) = codex purpureus Petropolitanus, του 6ου αιώνα, με ασημένια γράμματα8. Η πολυτέλεια της κατασκευής του και η μεγαλοπρέπεια της εμφανίσεώς του μάς επιτρέπει να τον θεωρήσουμε αυτοκρατορικό, είτε δηλαδή χρησιμοποιούμενο από τον αυτοκράτορα (Ιουστινιανό;), είτε παραγγελθέντα από αυτόν για να δωρηθεί κάπου. Αυτή η πράξη δεν ήταν άγνωστη στο Βυζάντιο, αρχής γενομένης από τον Μ. Κωνσταντίνο, ο οποίος το 331 είχε παραγγείλει στο εργαστήριο του Ευσεβίου Καισαρείας 50 κώδικες, για να τους δωρήσει σε ισάριθμες Εκκλησίες. Δύο από αυτούς, του Μ. Κωνσταντίνου, θεωρείται από ορισμένους ότι είναι και οι κώδικες Σιναϊτικός και Βατικανός. Ως πιθανός τόπος γραφής του κώδικα Ν θεωρείται η Κωνσταντινούπολη, χωρίς να αποκλείεται και η περιοχή της Αντιόχειας ή η Συρία. Ο διαμελισμός του αποδίδεται στους σταυροφόρους τον 12° αιώνα. Ο κώδικας εξεδόθη το 1899 από τον Η. S. Cronin.

Δεύτερος πορφυρούς κώδικας είναι ο Ο (023) = Sinopensis. Προέρχεται από την Σινώπη και βρίσκεται στο Παρίσι.

Τρίτος είναι ο σ' (042) = Rossaniensis, που βρίσκεται στο Rossano της Ιταλίας, σπουδαία Ελληνική πόλη επί βυζαντινής εποχής. Περιέχει τα ευαγγέλια του Ματθαίου και του Μάρκου και είναι γραμμένος με ασημένια γράμματα, πλην των τριών πρώτων στίχων κάθε ευαγγελίου, που είναι γραμμένοι με χρυσά γράμματα. Είναι το αρχαιότερο χειρόγραφο με μικρογραφίες που ζωγραφίστηκαν συγχρόνως με το κείμενο· θεωρείται αδελφός κώδικας με τον Ν, ο οποίος πιθανόν να έχει αντιγραφεί από το ίδιο χειρόγραφο με αυτόν.

Τέταρτος τέλος πορφυρούς κώδιξ είναι ο Φ (043) = Beratinus, που βρίσκεται στο Βεράτιο της Αλβανίας και περιέχει τα 4 ευαγγέλια.

Τα τέσσερα αυτά πορφυρά χειρόγραφα του 6ου αι., συγγενή μεταξύ τους, καταλέγονται μεταξύ των σπουδαιοτέρων εκπροσώπων του βυζαντινού κειμένου.

 

Σημειώσεις


1. Μόνον τα χειρόγραφα του Ομήρου ξεπερνούν τα 1000, τα 300 από αυτά χρονολογούνται από τον 9°  - 15ο αι., ενώ ο αρχαιότερος ομηρικός πάπυρος ανήκει στον 3° αι. π. Χ. Οι αποστάσεις πολλών αιώνων από το πρωτότυπο κείμενο είναι και εδώ οι συνήθεις για τα αρχαία κείμενα. Για τα κείμενα της Κ. Διαθήκης βλέπε κατωτέρω.

2. Young Kyu Kim, Palaeographical Dating of P46 to the Later First Century, στο: Biblical Magazine, 69, 2 (1988).

3. Στο σπήλαιο αυτό βρέθηκαν μόνον Ελληνικά χειρόγραφα, πράγμα που οδήγησε πολλούς ερευνητές να διατυπώσουν την άποψη, ότι εκεί κατοικούσε ο διδάσκαλος των Ελληνικών της κοινότητας.

4. Βλέπε Thiede C. P., Die älteste Evangelien - Handschrift; 41994, R. Broekhaus, σελ. 35.

5. Aland Kurt, Kurzgefasste Liste der griechischen Handschriften des Neuen Testaments, Berlin 21994.

6. Τα εκλογάδια δεν παραθέτουν συνεχές κείμενο, άλλα τις περικοπές της Κ. Διαθήκης με τη χρονολογική σειρά που αναγινώσκονται στην Εκκλησία. Βλέπε ανωτ.

7. Ο θησαυρός χειρογράφων που βρέθηκε περιείχε: 36 παπύρους και 19 σπαράγματα παπύρων, 1148 κώδικες, 20 έντυπα βιβλία και περίπου 200 επιστολές, έγγραφα και κατάστιχα. Από τους κώδικες οι 836 είναι ελληνικοί και οι υπόλοιποι είναι αραβικοί, συριακοί, σλαβωνικοί, γεωργιανοί, λατινικοί, αιθιοπικοί και ένας Εβραϊκός, από τον 4° έως τον 18o αιώνα. Αξίζει να σημειωθεί, ότι μεταξύ των ευρεθέντων συγκαταλέγονται και 12 φύλλα του σιναϊτικού κώδικα (βλέπε κατωτ.). Τέλος επισημαίνεται, ότι «στα χειρόγραφα αυτά διασώθηκαν τα αρχαιότερα δείγματα της μικρογράμματης ελληνικής γραφής και καλύπτουν την ασάφεια που υπήρχε στη γνώση της συνέχειας της ελληνικής γραφής για την περίοδο ανάμεσα στον 7° και 9° αιώνα ( www.sinaimonastery.com/index.php?lid=106 ).

8. Πανομοιότυπη, αναστατική έκδοση του κώδικος αυτού ανέλαβαν πριν λίγα χρόνια στην Ελλάδα οι εκδόσεις Μίλητος. Πρέπει να σημειωθεί, ότι υπάρχουν και μερικών άλλων κωδίκων παρόμοιες αναστατικές εκδόσεις.

 


Δημιουργία αρχείου: 9-4-2015.

Τελευταία μορφοποίηση: 24-1-2023.

ΕΠΑΝΩ