Νεοπαγανιστικές απάτες

Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Ελληνικότητα, Ιστορικά θέματα και Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Τα ονόματα Έλλην, Ρωμαίος, Γραικός στην Τουρκοκρατία: 15ος έως αρχές 19ου αιώνα * Λόγοι άρνησης Ελληνικότητας Ρωμαίων και Χριστιανών * Το όνομα Ρωμηός και η ιστορική του σημασία * Η Ελληνική καταγωγή τής Ρώμης * Η "Βυζαντινή" συνείδηση τών απελευθερωμένων Ελλήνων * Η έννοια τής λέξης: "Έλληνας" στους αιώνες * Ρήγας, Φιλικοί, 1821 και εθνική ταυτότητα ή… ‘φούνταις σμερδαλέαις’. Μέρος 3o: οι Απάτες (β) * Η καταγωγή του Ευγένιου Βούλγαρη, η δήθεν «εφεύρεση» της Εικονομαχίας και άλλες … ‘φούνταις σμερδαλέαις’ * Δέκα μικροί μύθοι για το 1821: μια απάντηση σε όσους ταλαιπωρούν την ελληνική ιστορία * Η συμφωνία ‘ητικής’ και ‘ημικής’ αντίληψης ότι τα ‘ρωμαϊκά’ στοιχεία του Βυζαντίου έχουν γραικικά/ελληνικά χαρακτηριστικά

Η ταυτότητα του Βυζαντίου και ο μύθος της «ρωμαϊκής ταυτότητας» των Βυζαντινών Ελλήνων

Συνοπτικά συμπεράσματα

Μέρος 15o

Papyrus 52

 

Περιεχόμενα

 

 

 

1. Συνοψίζοντας το ζήτημα της ελληνικής ταυτότητας

Το σημερινό άρθρο συγκεφαλαιώνει τις σκέψεις που παρουσιάσαμε σε δεκαπέντε έως τώρα κείμενα για τη σχέση βυζαντινής ταυτότητας και ελληνισμού. Βασική μας επιδίωξη ήταν να δούμε πώς προβάλλεται και κατανοείται από τους Βυζαντινούς η παράδοση του Ελληνισμού και ποια θέση καταλαμβάνει στην τρίσημη (=αποτελούμενη από τρία μέρη) ταυτότητα τους. Όλα τα συμπεράσματα μας προέκυψαν μέσα από τις ‘ημικές’ μαρτυρίες των βυζαντινών πηγών καθώς ήταν ο μόνος τρόπος να διαμορφώσουμε άποψη για την εγκυρότητα κάποιων θεωριών που αποφαίνονται για τον αφελληνισμό του Βυζαντίου και την «εξαφάνιση» των Ελλήνων.

Θα ξεκινήσουμε από μια γενική θεώρηση της τρίσημης βυζαντινής ταυτότητας, τονίζοντας ότι η κλασική επιστημονική θέση που διατύπωσε ο Ostrogorsky, επαληθεύεται στο ακέραιο:

«Τα δύο μεγάλα μεγέθη και συνάμα οι δύο αντίποδες της αρχαιότητας, η Ελλάδα και η Ρώμη, αναπτύσσονται μαζί πάνω στο βυζαντινό έδαφος. Τα μεγαλύτερα επιτεύγματά τους, το ρωμαϊκό κρατικό σύστημα και ο ελληνικός πολιτισμός, ενώνονται σε μια νέα μορφή και συνδέονται άρρηκτα με το χριστιανισμό»[1].

 

Πέρα όμως απ’ αυτή τη γενική αρχή, προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι ο άξονας του ελληνισμού στις βυζαντινές πηγές εντοπίζεται σε δύο επίπεδα:

α) Σε κεντρικό επίπεδο, όπου συναντάμε την αυξανόμενη προβολή της ελληνικότητας από την πνευματική και πολιτειακή ηγεσία, και

β) σε τοπικό επίπεδο, που αφορά την ταυτότητα των κατοίκων σε επαρχίες του αρχαιοελληνικού εδαφικού άξονα.

 

Θεωρούμε ότι κάποιοι παράδοξοι ισχυρισμοί για «εξαφανίσεις» και «επανεμφανίσεις» των Ελλήνων μέσα στην ιστορία, οφείλονται στην απουσία διάκρισης ανάμεσα σε κεντρική και τοπική ταυτότητα. Οι οπαδοί αυτών των απόψεων, εστιάζοντας στην σταδιακά προβαλλόμενη ελληνικότητα του κέντρου αδιαφόρησαν για τις πηγές που φανερώνουν την ταυτότητα σε τοπικό επίπεδο και έτσι θεώρησαν ότι οι Έλληνες είχαν… «εξαφανιστεί». Ο Καλδέλλης συγκεκριμένα, τους «εξαφάνισε» μέχρι και τον 13ο αιώνα!

Είναι όμως βέβαιο ότι η αναφορά σε «Βυζαντινούς Έλληνες» που βλέπουμε στον τίτλο του άρθρου μας προκύπτει από τις ίδιες τις πηγές, οι οποίες παρά την αποσπασματικότητα τους τεκμηριώνουν επαρκώς τα εξής:

α) Τη μνήμη της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,

β) Τη χρήση του ονόματος Έλληνας/Γραικός σε εδάφη του αρχαιοελληνικού άξονα,

γ) Το γεγονός ότι το όνομα αυτό αποτελούσε όντως εθνωνύμιο (απαντήσαμε στις προσπάθειες να αιτιολογηθεί το «Έλλην» ως δήθεν γεωγραφικός/διοικητικός προσδιορισμός).

Η θεωρία περί Ελλήνων που «ξεχνούν» ή «εγκαταλείπουν» την ταυτότητα τους είναι μια ατεκμηρίωτη κατασκευή και έρχεται σε αντίθεση με τις βυζαντινές πηγές οι οποίες προσφέρουν αδιαμφισβήτητη ‘ημική’ γνώση για τα πράγματα της αυτοκρατορίας:

  Επισημαίνουμε ότι οι παραπάνω μαρτυρίες είναι μόνο κάποιες που αναφέρουν το εθνωνύμιο κατά γράμμα διότι καταγράψαμε πολύ περισσότερες με χρήσεις όπως, «γένος ελληνικόν», «Ελλαδικοί», «γένος της Ελλάδος», «Ελλάδος βλάστημα» κ.ά.

Βεβαίως, αυτοί οι Έλληνες/Γραικοί αποτελούσαν υποκείμενη συλλογικότητα μέσα στα πλαίσια της πολιτειακά ρωμαϊκής ταυτότητας, άρα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, επρόκειτο για πολίτες της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης που όσο κι αν υστερούσαν σε σχέση με τους προγόνους τους, παρέμεναν κληρονόμοι της ελληνικής αρχαιότητας (έδαφος-καταγωγή, γλώσσα-πολιτισμικά αγαθά, προγονική σχέση-ιστορία).

Πέρα λοιπόν από τη συνέχεια του ελληνισμού ως έννοια που σχετίζεται με μια μακρά ιστορία πολιτισμικής επιρροής, θα λέγαμε ότι η συνέχεια του ελληνισμού αφορά και μια πραγματικότητα γεωγραφική με την παρουσία σε ελλαδικά εδάφη μιας διαχρονικά διακριτής ελληνικής συλλογικότητας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα[2]. Έχει ενδιαφέρον ότι μέχρι και ο Καλδέλλης άλλαξε κάπως τις απόψεις του, παρά το γεγονός ότι το 2007 (στο βιβλίο του ‘Hellenism in Byzantium’) θεωρούσε πως ο ελληνισμός στο Βυζάντιο ήταν κάτι σαν… «φαντασίωση» των λογίων της Κων/πολης:

 

Φυσικά, στην (τοπική) ελληνική ταυτότητα θα εντάχθηκαν και ομάδες ανθρώπων από άλλες φυλές, όπως π.χ. Σλάβοι που έφτασαν εδώ τον 7ο αι. και τελικά αφομοιώθηκαν, διότι η ενσωμάτωση σε μια εθνοτική παράδοση δεν εξαρτάται από το DNA αλλά από την ανάγκη/επιθυμία ένταξης σε αυτή (όπως συνέβη με Βλάχους, Αρβανίτες, Σλαβόφωνους στην Τουρκοκρατία).

Τελικά, η ανθεκτικότητα του ελληνισμού όπως παρουσιάζεται στις πηγές, μας βεβαιώνει για τη διατήρηση της εθνοτικής ταυτότητας από τους βυζαντινούς Έλληνες σε όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει απώλεια της ταυτότητας του «Ρωμαίου» πολίτη:

 

Από εκεί και πέρα, ως προς την κεντρική ταυτότητα, περιγράψαμε συνοπτικά σε προηγούμενο άρθρο την πορεία της μετά το 1204.

Είναι προφανές ότι προς το τέλος, το βυζαντινό κέντρο έβλεπε την αδυναμία και τη σταδιακή κατάρρευση της ρωμαϊκής τάξης πραγμάτων. Το γεγονός ότι οι μεταβυζαντινές πηγές εντάσσουν αναδρομικά ολόκληρο το Βυζάντιο στην ελληνική ιστορία δείχνει ότι προς το τέλος η ελληνική ταυτότητα είχε ισχυροποιηθεί (φαίνεται στα κείμενα συχνότερος και ο αυτοπροσδιορισμός των Βυζαντινών ως Έλληνες).

Με την κατάρρευση της αυτοκρατορίας, από την τρίσημη ταυτότητα των Ρωμαίων επέζησαν η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός, ενώ η Ρωμαϊκότητα που πήγαζε από την ρωμαϊκή τάξη πραγμάτων αποτελούσε πλέον ανάμνηση. Οι Ρωμαίοι που ονομάζονταν και Γραικοί ή Έλληνες, είχαν πλέον την ταυτότητα του Ελληνορθόδοξου από την οποία προέκυψε η σταδιακή μορφοποίηση σε νεωτερικό ελληνικό έθνος (ΕΔΩ ή ΕΔΩ).

Γι’ αυτό δείξαμε για όλους τους αιώνες της Τουρκοκρατίας:

α) την επιμονή των υπόδουλων στο όνομα «Έλλην»,

β) τη μνήμη της ελληνικής αρχαιότητας,

γ) την αντίληψη της ιστορικής συνέχειας και

δ) τη συνείδηση του χαμένου μεγαλείου της Ρωμανίας και της αρχαίας Ελλάδας ως πιθανό πρωτοεθνικό κίνητρο αποκατάστασης και απελευθέρωσης.

Στην εθνική μορφοποίηση ακολούθησαν και άλλοι λαοί (Βλάχοι, Αρβανίτες, Σλαβόφωνοι) οι οποίοι βεβαίως δεν εντάχθηκαν ξαφνικά στο ελληνικό έθνος αλλά είχαν πρώτα αποδεχθεί την προνεωτερική ταυτότητα των ελληνορθόδοξων, ακριβώς επειδή η εθνοτική ταυτότητα των Ρωμαίων κατείχε δεσπόζουσα θέση και αφομοιωτική δύναμη ανάμεσα στους λαούς των Βαλκανίων.

Από τις πηγές φαίνεται καθαρά ότι η παρουσία των τριών περιόδων της ελληνικής ιστορίας (αρχαιότητα-βυζάντιο-νεώτερος ελληνισμός) είχε διαμορφωθεί στην Τουρκοκρατία και δεν αμφισβητήθηκε μέχρι την έλευση του Διαφωτισμού ο οποίος επηρέασε αρνητικά τα πράγματα σχετικά με το Βυζάντιο. Φέρει σοβαρή ευθύνη ο εθνομηδενισμός που αποσιώπησε ότι η πολεμική του Διαφωτισμού ενάντια στο Βυζάντιο ήταν υστερογενής. Από την τακτική αυτή προέκυψε η εσφαλμένη αντίληψη που ακούμε συχνά στις μέρες μας, ότι η διαμάχη του 19ου αιώνα οφείλεται στο ότι κάποιοι «εθνικιστές ιστορικοί» προσπάθησαν δήθεν να εντάξουν «με το ζόρι» το Βυζάντιο στην ελληνική ιστορία, ενώ στην πραγματικότητα ο Διαφωτισμός ήταν αυτός που επιχείρησε ν’ αφαιρέσει το Βυζάντιο από την ιστορία του ελληνισμού

Παρά το κλίμα που δημιουργήθηκε όμως, το τρίσημο σχήμα της συνέχειας της ελληνικής ιστορίας διατηρήθηκε ακέραιο καθώς ήταν στηριγμένο ακλόνητα στις πηγές της Τουρκοκρατίας.

 

2. Προσπάθειες αφελληνισμού του Βυζαντίου και οι σχέσεις Ανατολής-Δύσης

Όπως είχαμε αναφέρει στο πρώτο μας άρθρο, κάθε κείμενο που τις τελευταίες δεκαετίες υποστήριζε τον αφελληνισμό του Βυζαντίου (‘’dehellenizeByzantine civilization’’) αντλούσε ιδέες από τη δεκαετία του ’60 και την αγγλική ιστορική σχολή του Romilly Jenkins (Ρόμιλυ Τζένκινς, βλ. κάποια στοιχεία ΕΔΩ). Σύμφωνα με τις επισημάνσεις των βυζαντινολόγων Παν. Χαρανή και Σπ. Βρυώνη, ο Τζένκινς προκειμένου να επιβάλλει τις απόψεις του, επανέφερε στην επικαιρότητα την κατασκευασμένη θεωρία του Φαλμεράιερ περί «σλαβικής πλημμυρίδας» (εισαγωγικά σχόλια ΕΔΩ), καταφεύγοντας ταυτόχρονα σε παραχαράξεις των πηγών.

Αν και η θεωρία του Φαλμεράιερ αποτελεί σήμερα παρελθόν, η ιδεολογία του αφελληνισμού επέζησε και τη σκυτάλη πήρε ο γνωστός μας βυζαντινολόγος Αντώνης Καλδέλλης που με το βιβλίο του, «Hellenism in Byzantium» (Cambridge University Press, 2007) επεξεργάστηκε λεπτομερώς μια θεωρία που βασίζεται σε εργαλειακή χρήση του ονόματος «ρωμαίος».

Πρόκειται για μια προσπάθεια που είχε εμφανιστεί και παλαιότερα και ουσιαστικά επικεντρώνεται στην ονοματολογία και ένα κρυφτό πίσω από το «Ρωμαίος»[3] καθώς η συγκεκριμένη αυτοκρατορία παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα: διαιρέθηκε και μεταλλάχθηκε ουσιωδώς στην πορεία του χρόνου χωρίς να προηγηθεί πολεμική σύγκρουση, με τις δύο πλευρές όμως να διατηρούν το ίδιο όνομα. Όπως έγραφε ο βυζαντινολόγος Σπύρος Βρυώνης, η ιδεολογία του αφελληνισμού θεώρησε έξυπνο να εκμεταλλευτεί την κοινή χρήση του ρωμαίος/ρωμαϊκός παρά το γεγονός ότι με αυτό συνδέονταν πράγματα εν πολλοίς ανόμοια: μια Ιταλική, λατινόφωνη, ειδωλολατρική (και αργότερα Ρωμαιοκαθολική) αυτοκρατορία της Δύσης είχε το ίδιο όνομα με μια επί γραικικών εδαφών, ελληνόφωνη, Ορθόδοξη αυτοκρατορία της Ανατολής[4].

 

Εκεί βασίστηκε και ο Καλδέλλης, παραβλέποντας τις θεμελιώδεις διαφορές που χώριζαν τις δύο αυτοκρατορίες και επισημαίνοντας διαρκώς ότι «οι βυζαντινοί αυτοονομάζονται Ρωμαίοι, άρα δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκεί παρά μια αμιγώς ρωμαϊκή ταυτότητα». Η μόνη αλλαγή που αποδέχτηκε ήταν αυτή της ελληνικής γλώσσας, την οποία όμως εμφάνισε ως στοιχείο ομογενοποιημένο μέσα στη «ρωμαϊκότητα». Για να το καταφέρει αυτό στηρίχθηκε επιλεκτικά, στις πηγές που ονομάζουν την ελληνική γλώσσα «ρωμαϊκή» ώστε να ισχυριστεί πως οι βυζαντινοί «αποσύνδεσαν» τη γλώσσα τους από τη συνέχεια του ελληνισμού.

Έτσι όμως παρέβλεψε πλήθος πηγών που επικαλούνται συνειδητά (και με υπερηφάνεια) την ελληνική γλώσσα με το όνομα καταγωγής της (βλ. λ.χ. ΕΔΩ, ΕΔΩ, ΕΔΩ, ΕΔΩ ή ΕΔΩ). Επίσης, αγνόησε το γεγονός ότι από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου υπήρχε στη βυζαντινή Ανατολή ένας ολόκληρος ελληνικός κόσμος ο οποίος σκεφτόταν και εκφραζόταν με αυτή ακριβώς την ελληνική γλώσσα. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 865, στην αλληλογραφία μεταξύ πάπα Νικολάου Α΄ και αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, είχε προκύψει έντονη διαμάχη με το περίφημο «linguam Latinam barbaram»(=βαρβαρική λατινική γλώσσα) που ειπώθηκε από την πλευρά των Βυζαντινών:

 

Μάλιστα, η απάντηση του πάπα, που ουσιαστικά λέει, να μην ονομάζεστε αυτοκράτορας των Ρωμαίων, αφού κατά τη γνώμη σας οι Ρωμαίοι (=ενν. λατίνοι) είναι βάρβαροι, δείχνει ότι η γλώσσα και η καταγωγή της αποτελούσαν βασικά στοιχεία ταυτότητας και ιδεολογίας των δύο πλευρών[5]. Στην παραπάνω μαρτυρία μάλιστα δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε και τις νοοτροπίες που αναδεικνύονται πίσω από τα κείμενα: ο Μιχαήλ Γ΄ εκφράζει την κλασική αρχαιοελληνική αντίληψη περί Ελλήνων και Βαρβάρων, θεωρώντας ως μοναδική μη βάρβαρη γλώσσα την Ελληνική.

Δεν μπορούμε λοιπόν να παραβλέψουμε ότι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία με ορόσημα τη δημιουργία της Νέας Ρώμης (324/330), το 395 και το 476 «μετακινήθηκε» προς τον ελληνικό κόσμο της Ανατολής, μέσα στα εδάφη της Αρχαίας Ελλάδας και των αποικιών, ανάμεσα στα αρχαιοελληνικά μνημεία και σε πληθυσμούς συνδεδεμένους με τον ελληνισμό ως προς την καταγωγή, τη γλώσσα, την παιδεία, τον πολιτισμό. Ο άξονας του ελληνισμού συμμετείχε σταθερά στην τρίσημη ταυτότητα. Στη βυζαντινή αυτοκρατορία από τον 7ο αιώνα και μετά, γινόταν όλο και περισσότερο ορατό ότι ασκείται μια ισχυρή έλξη από τον ελληνικό/γραικικό πολιτισμό που είχε δημιουργήσει η Αρχαία Ελλάδα και ο Γραικός Μ. Αλέξανδρος:

 

Και είναι βέβαιο ότι οι Βυζαντινοί γνώριζαν πολύ καλά τη σημασία των εθνωνυμίων:

 

Οι πηγές αυτές και πλήθος άλλων παρόμοιων που κατά γράμμα ή κατά έννοια συνδέουν τους βυζαντινούς με τους Έλληνες ή την αρχαιοελληνική ιστορία, προκαλούν αμηχανία στους «ρωμαϊστές». Αντί όμως να εντάξουν όλες τις ‘ημικές’ μαρτυρίες στο γενικότερο πλαίσιο, προσπαθούν με κάθε τρόπο να ισχυριστούν ότι πάντα «κάτι φταίει» για τα τεκμήρια που δεν εξυπηρετούν τη θεωρία τους και αυτό δημιουργεί την εντύπωση προαποφασισμένου συμπεράσματος και εμμονής με την εξάλειψη ενός εθνωνυμίου[6].

Στην πραγματικότητα, όταν γίνουν δεκτές όλες οι μαρτυρίες, αβίαστα φανερώνεται μια ελληνο-ρωμαϊκή ταυτότητα, όπου η ρωμαϊκότητα δεν αφομοιώνει τον ελληνισμό και οι βυζαντινοί αισθάνονται υπερήφανοι και για τα δύο στοιχεία της σύνθετης ταυτότητας τους. Όμως ενώ οι πηγές ολοφάνερα πιέζουν προς την κατεύθυνση αυτή, ο Καλδέλλης μέχρι πρόσφατα αδιαφορεί για κάθε μαρτυρία που δεν ταιριάζει στη θεωρία του:

 

Δυστυχώς, ο Καλδέλλης δεν κατανοεί ότι οφείλει να εξηγήσει ποια ακριβώς «ρωμαϊκή ταυτότητα» έχει ένας «Έλληνας στο γένος» που εκφράζει αυτοσυνειδησία σύνδεσης με την ελληνική ιστορία και πολιτισμό. Δεν λαμβάνει υπόψη το τεράστιο συγκρουσιακό πλαίσιο που διαμόρφωσε ουσιαστικά δύο αυτοκρατορίες και έτσι, το ίδιο όνομα «ρωμαίος» χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει πληθυσμούς ελληνόφωνους, λατινόφωνους, ειδωλολάτρες, ορθόδοξους, ρωμαιοκαθολικούς, πληθυσμούς που κατάγονταν από την Ιταλία ή τα ελληνικά εδάφη, που συνδέονταν με την Ρώμη ή με την Κων/πολη, που εκφράζονταν με τον μύθο του Ρωμύλου ή με τον Όμηρο, τον Ηρακλή και τον Μ. Αλέξανδρο.

Τι είδους κοινή και ενιαία «ρωμαϊκή ταυτότητα» έχουν όλοι αυτοί από τη στιγμή που βρίσκονταν σε σύγκρουση και ο ένας απέρριπτε τον άλλον;

Πιστεύει άραγε ότι συγκρουόμενοι πληθυσμοί με τόσα διαφορετικά χαρακτηριστικά, δεν είχαν συνείδηση ότι τους χωρίζουν θεμελιώδεις διαφορές ως προς την ταυτότητα τους, μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιούσαν το όνομα «Ρωμαίος»[7]; Τις διαφορές αυτές, δεν θα πρέπει ο επιστήμονας να τις αναδείξει χρησιμοποιώντας την κατάλληλη ορολογία, αντί να τις κρύβει κάτω από τον τίτλο «ρωμαϊκή ταυτότητα» που δεν επαρκεί να περιγράψει την πραγματικότητα;

 

Θα πρέπει λοιπόν να αντιμετωπιστούν με ειλικρίνεια όσα ειπώθηκαν στα 865 ανάμεσα στον πάπα Νικόλαο Α΄ και τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, αλλά και το αντίστοιχο κλίμα στην Πρεσβεία του Λιουτπράνδου έναν αιώνα μετά, όπου καταγράφεται λεπτομερώς πόσο διέφεραν μεταξύ τους ανατολικοί και δυτικοί «ρωμαίοι» στα 968 μ.Χ.

Ασφαλώς, το όνομα «ρωμαίος» αφορούσε το κοινό (υπό προϋποθέσεις[8]) ενδιαφέρον των δύο πλευρών για τη Ρωμαϊκή Ιδέα. Όμως, η γλωσσική, θρησκευτική και πολιτισμική αποξένωση και φυσικά οι συγκρούσεις με τους Λατίνους στα έτη 800, 1054 και 1204 οδήγησαν το Βυζάντιο σε ολοένα και εντονότερη προβολή της Ορθόδοξης ελληνο-ρωμαϊκής του ταυτότητας, απέναντι στην αντίπαλη Ρωμαιοκαθολική λατινο-ρωμαϊκή ταυτότητα, επιβεβαιώνοντας τη διαλεκτική και συμπληρωματική σχέση ταυτότητας και διαφοράς: το «εμείς» αναδεικνύεται πάντα σε σχέση με το «αυτοί».

 

3. Η ελληνική ταυτότητα στο Βυζάντιο: α) η βυζαντινή ταυτότητα του κέντρου

Όσα αναφέραμε στην αμέσως προηγούμενη ενότητα, αφορούν βεβαίως την ταυτότητα του Βυζαντίου συνολικά. Διότι, όπως είπαμε, η κατανόηση της ελληνικής ταυτότητας στο Βυζάντιο βασίζεται στο γεγονός ότι παρουσιάζεται σε δύο επίπεδα: ως τοπική και ως κεντρική.

Πρώτο ζήτημα λοιπόν είναι η ‘ημική’ προβολή της κεντρικής ταυτότητας που αφορά το σύνολο των Βυζαντινών. Όπως είπαμε, η ταυτότητα του κέντρου, με τη «μετακίνηση» στον ελληνικό κόσμο της Ανατολής επηρεάστηκε από τον ελληνισμό, όμως αυτό έγινε σταδιακά. Για παράδειγμα, στην περίοδο μέχρι και τον Ιουστινιανό η λατινικότητα του κέντρου ήταν ακόμα ισχυρή, ενώ στα ελλαδικά εδάφη και σε κάποιες αρχαίες αποικίες η ελληνική εθνοτική ταυτότητα δεν διεκόπη ποτέ (θα το δούμε παρακάτω). Από εκεί και πέρα εμφανίζεται και στο βυζαντινό κέντρο μια αύξουσα συνείδηση και προβολή της ελληνικότητας που ξεκινά με την καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας και μεγαλώνει εντυπωσιακά όσο βαδίζουμε προς την ύστερη βυζαντινή εποχή για τους λόγους που προαναφέραμε (είχαμε απαντήσει σε ισχυρισμούς για τη λατινική γλώσσα και η θέση μας επιβεβαιώνεται από το επεισόδιο του 865 με την «linguam Latinam barbaram» όπως και με τη μαρτυρία του Λιουτπράνδου για πλήρη αδιαφορία στη χρήση της λατινικής).

Η νέα γεωγραφική πραγματικότητα, η διαρκής γλωσσική και πολιτισμική επιρροή του ελληνισμού και η σύγκρουση με τη Δύση οδήγησε σε λύσεις ως προς την ρωμαϊκότητα, όπως η από βυζαντινής πλευράς αποκρυστάλλωση της translatio imperii (θεωρία για τη μεταφορά του κέντρου της αυτοκρατορίας) που είχε επαναληφθεί επί Πορφυρογέννητου αλλά και αργότερα: σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ο Μέγας Κων/νος έφερε στη Νέα Ρώμη-Κων/πολη την παρακαταθήκη της Ρωμαϊκής Ιδέας αφήνοντας τους Λατίνους εκτός.

Προς το τέλος της αυτοκρατορίας, η συνεχιζόμενη αυτή κατάσταση οδήγησε σε δηλώσεις από το Βυζαντινό κέντρο (πολιτειακή-πνευματική ηγεσία) ακόμα και για ρωμαίους που είναι έλληνες στο γένος (ειδικά στους τελευταίους δυόμιση αιώνες) οι οποίες μάλιστα προβάλλονταν ανοιχτά προς τους Δυτικούς (βλ. και επιστολή Ιωάννη Βατάτζη στα 1237). Είναι βέβαιο ότι η αυξανόμενη προβολή του ελληνισμού κορυφώθηκε λόγω του 1204:

 

Και βεβαίως, η ίδια κατάσταση διατηρήθηκε ως το τέλος (βλ. και ΕΔΩ, ΕΔΩ, ΕΔΩ, ΕΔΩ ή ΕΔΩ):

 

Το ίδιο συνέβη και στο Δεσποτάτο του Μορέως[9], στο Δεσποτάτο της Ηπείρου ή στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας:

 

Βεβαίως, παρ’ όλ’ αυτά, οι βυζαντινοί δεν εγκατέλειψαν ποτέ το όνομα «Ρωμαίος». Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με την αναδρομική χρήση του εθνωνυμίου «Έλληνες», χρησιμοποιώντας το μόνο στον βαθμό και με τον τρόπο που το κάνουν και οι ίδιοι για τον εαυτό τους, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο την ελληνικότητα τους αλλά και την πολιτειακή τους ρωμαϊκότητα (δομικό στοιχείο της ταυτότητας που βεβαίως ξεκινά από την Νέα Ρώμη και τον Μ. Κων/νο και όχι από τον Ρωμύλο):

 

Πώς συνδυάζεται όμως η παρουσία του εθνωνυμίου «Έλληνας» με το γεγονός ότι το «Ρωμαίος» ούτε χάθηκε, ούτε αμφισβητήθηκε;

Θεωρούμε ότι η απάντηση βρίσκεται στη διατύπωση της translatio imperii την οποία είχαμε αναλύσει και στο 9ο άρθρο μας (βλ. περίπου στη μέση της 1ης ενότητας):

Καταρχάς, οι Βυζαντινοί δεν ενδιαφέρονταν να παραστήσουν τους συνεχιστές του ρωμαιολατινικού γένους και γι’ αυτό εξύβριζαν τους κατοίκους της πρεσβυτέρας Ρώμης ως «ανδράποδα», «χυδαίους» και «νόθους». Άλλωστε ο Λιουτπράνδος ομολογεί ότι οι Βυζαντινοί «περιέπαιζαν τους Φράγκους» και ο υβριστικός τόνος περιελάμβανε και τα ονόματα «Λατίνοι» και «Ιταλοί». Όμως, οι πρώτοι Ρωμαίοι, οι αρχαίοι Ρωμαίοι, ήταν ακριβώς Λατίνοι και Ιταλοί!

Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερο πως αυτός που αντιμετωπίζει με τρόπο απαξιωτικό τα συγκεκριμένα εθνωνύμια, δεν αισθάνεται ούτε «Λατίνος», ούτε «Ιταλός» και γι’ αυτό οι Βυζαντινοί αποδέχτηκαν χωρίς την παραμικρή αντίρρηση (Ζαμπέλιος, σελ. 555) ότι είναι Γραικοί στη γλώσσα, τα έθιμα και την ενδυμασία.

Γιατί όμως συνέχιζαν να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι»;

Οι Βυζαντινοί ήταν και «Ρωμαίοι» επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους γνήσιους (και μοναδικούς) κληρονόμους της Ρωμαϊκής Ιδέας. Τα σύμβολα της ρωμαϊκότητας (στρατιωτική ηγεσία, σύγκλητος, αυτοκρατορικά σκήπτρα) είχαν μεταβιβαστεί στη Νέα Ρώμη και αυτό ήταν που τους έκανε «Ρωμαίους», όχι η αρχαία λατινική γενεαλογία. Βεβαίως, η σύνδεση με τον Έλληνα στρατηλάτη Μ. Αλέξανδρο είτε της βυζαντινής εξουσίας είτε της «ρωμαϊκής» πολεμικής μηχανής  δείχνει την αυξημένη επιρροή του ελληνισμού σε σχέση με την εποχή του Ιουστινιανού (βλ. και σχετική ενότητα).

Κατά συνέπεια, οι αναφορές σε «Ρωμέλληνες» ή σε «διαδόχους των δύο γενών», ή σε πληθυσμούς που είναι «Ρωμαίοι» και ταυτόχρονα «Γραικοί» ή «Έλληνες το γένος», έχουν σχέση με την ουσία της βυζαντινής ταυτότητας: οι βυζαντινοί αποτελούσαν τους νόμιμους κληρονόμους της Ρωμαϊκής Ιδέας, που γαλουχήθηκαν όμως μέσα στην ελληνική πολιτισμική κληρονομιά και υπέστησαν τη διαμορφωτική επιρροή της.

 

Έτσι κατανοούμε ότι πηγές που αναφέρονται σε «ένδοξους» βασιλείς της αρχαίας Ρώμης που έδρασαν πριν την ίδρυση της Κων/πολης (π.χ. Χρονικό Τόκκων), τους μνημονεύουν ως σύμβολα που συνδέονται με τη Ρωμαϊκή ιδέα χωρίς όμως αυτό να δηλώνει συνείδηση λατινικότητας.

Για παράδειγμα, στο παρακάτω εγκώμιο του Θεόδωρου Λάσκαρη για τον πατέρα του Ιωάννη Βατάτζη, ο ίδιος ο Ιούλιος Καίσαρας (που στο συγκεκριμένο εδάφιο, δεν ονομάζεται καν Ρωμαίος) χαρακτηρίζεται μεν «ενδοξότατος» όμως τον χωρίζει σαφώς από τους Βυζαντινούς η απόσταση της καταγωγής:

 Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι πηγές δείχνουν πως όσο διαρκούσε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, το όνομα «Ρωμαίος» είχε ιδιαίτερα δεσμευτική αξία για το βυζαντινό κέντρο το οποίο ήταν και ο κύριος εκφραστής της Ρωμαϊκής Ιδέας.

Το «Ρωμέλληνας» και όλες οι παρόμοιες διατυπώσεις, περιγράφουν έναν άρρηκτο δεσμό και αυτό σημαίνει ότι το «Έλληνας» δεν επαρκεί μόνο του να περιγράψει τη βυζαντινή ταυτότητα του κέντρου διότι αυτή προβάλλεται πάντα ως σύνθετη. Έχουμε δηλαδή ανθρώπους που κάποια στιγμή δηλώνουν οι ίδιοι γλωσσικά, πολιτισμικά και καταγωγικά «Έλληνες», όμως η πληρότητα της ταυτότητας τους οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν ταυτόχρονα και «Ρωμαίοι» (το οποίο επίσης δηλώνουν οι ίδιοι). Αυτό δείχνει τη βαθιά τους επιθυμία να είναι κληρονόμοι, φορείς και συνεχιστές μιας ένδοξης και περιπόθητης τάξης πραγμάτων που γνώριζαν ότι δεν ξεκίνησε από τους Έλληνες και οφείλουμε να σεβαστούμε τις ‘ημικές’ τους αντιλήψεις. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι μια σύνθετη ταυτότητα για να περιγραφεί πλήρως απαιτεί να ληφθούν υπόψη όλα όσα την συνθέτουν (και όχι μόνο το «Ρωμαίος» όπως συμπέρανε ο Καλδέλλης). Άλλωστε, το γεγονός ότι ο Βυζαντινός «Ρωμέλληνας» στην Τουρκοκρατία είναι πλέον «Ελληνορθόδοξος», αποκαλύπτει τη βαρύνουσα σημασία που είχε αποκτήσει ο ελληνισμός στην ταυτότητα του Βυζαντινού κέντρου.

Οφείλουμε λοιπόν να μιλάμε για μια ταυτότητα Ορθόδοξη και ελληνορωμαϊκή που ακριβώς γι’ αυτό δημιουργεί κλίμα αποξένωσης και συγκρούεται με μια αντίπαλη ταυτότητα Ρωμαιοκαθολική και λατινορωμαϊκή.

Οπωσδήποτε πάντως, η κεντρικά προβαλλόμενη ελληνική ταυτότητα (που ήταν αποτέλεσμα σταδιακής επιρροής από τον ελληνισμό), αξιολογείται διαφορετικά από την τοπική εθνοτική ταυτότητα σε ελλαδικά εδάφη ή αποικίες.

 

4. Η ελληνική ταυτότητα στο Βυζάντιο: β) η τοπική ταυτότητα των βυζαντινών Ελλήνων

Θα εξετάσουμε τώρα το άλλο πλαίσιο προβολής της ελληνικής ταυτότητας που αφορά τη συνείδηση των κατοίκων του (αρχαιο)ελληνικού άξονα (Ελλάδα και αποικίες) που εκτός από Ρωμαίοι πολίτες παρέμειναν και εθνοτικά Έλληνες σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Το ιδεολόγημα της «ελληνικής αμνησίας» αναιρείται πλήρως από τις υπάρχουσες πηγές. Στην εικόνα που ακολουθεί, βλέπουμε μια σειρά από τεκμήρια (παρουσιάστηκαν ΕΔΩ και ΕΔΩ) που αποδεικνύουν ότι στο βυζαντινό παρόν, οι κάτοικοι των εδαφών αυτών συνδέονται με τα ονόματα Ελλάδα, Έλληνες, Γραικοί, Ελλαδικοί τα οποία οι πηγές συνδέουν ταυτόχρονα και με την ελληνική αρχαιότητα. Με ποιο κριτήριο λοιπόν μίλησε ο Καλδέλλης και οι οπαδοί του με τόση ευκολία για «αφομοιωμένους ρωμαίους» όταν τόσες πηγές συνάπτουν τους πληθυσμούς αυτούς με την Ελληνική Ιστορία; Διότι μιλάμε για πηγές αδιαμφισβήτητης ‘ημικής’ γνώσης που προέρχονται από το εσωτερικό του Βυζαντίου, είναι γραμμένες από Βυζαντινούς και αφορούν τους ίδιους τους Βυζαντινούς:

 

Ο λαός αυτός λοιπόν αποτελεί συνέχεια της ελληνικής ιστορίας μέσα στο Βυζάντιο και βεβαίως, ανάμεσα στο σύνολο των μαρτυριών, θα δούμε κι εκείνες που αποτυπώνουν τη λαϊκή συνείδηση και έχουν ιδιαίτερη σημασία:

 

Πηγή 1η

Η αυτοκράτειρα Ευδοκία, σύζυγος του Θεοδοσίου Β΄, επισκέπτεται τους Αντιοχείς και σύμφωνα με τις φαντασιώσεις περί αμιγώς «ρωμαϊκού εθνικισμού», θα έπρεπε από τα λόγια της ν’ αντιληφθούμε ότι για την ίδια και τον λαό δεν υπήρχε άλλη πηγή συνοχής και υπερηφάνειας από τη «ρωμαϊκότητα» τους. Όμως, ο Καλδέλλης και η θεωρία του προσγειώνονται απότομα στην πραγματικότητα, όταν η ίδια η αυτοκράτειρα στέκεται ενώπιον του λαού παινεύοντας την κοινή ελληνική τους καταγωγή και υπερηφανευόμενη για το ελληνικό αίμα που κυλάει στις φλέβες τους!

 

Πηγή 2η

Ο λαϊκός κουρέας της Κορίνθου, προσευχόμενος στον Θεό γύρω στα 810 μ.Χ. παρακάμπτει εντελώς την ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη και την πολιτειακή ρωμαϊκότητα, αποδεικνύοντας ότι σε μια φορτισμένη στιγμή μπορούσε ν’ αντιλαμβάνεται ως δύναμη συνοχής με τους συντοπίτες του την εθνοτική του ελληνικότητα (‘’τους Έληνας προαιρού’’ και όχι ‘τους ρωμαίους’…). Βεβαίως, δεν αμφιβάλλουμε ότι ο βυζαντινός από την Κόρινθο ανάλογα με το κίνητρο θα αυτοπροσδιοριζόταν και ως (πολιτειακά) «ρωμαίος» και θα πολεμούσε για τα εδάφη της αυτοκρατορίας που ζούσε και ο ίδιος, αλλά αυτό δεν σημαίνει απώλεια της ελληνικής εθνοτικής ταυτότητας (βλ. και τη μαρτυρία του Πρίσκου, Γραικός μεν είναι το γένος ή του Ζώσιμου που λέει ότι οι Έλληνες υπέφεραν από την πλεονεξία των Ρωμαίων). Γι’ αυτό, στην προσευχή του ελλαδίτη βυζαντινού, η «ρωμαϊκότητα» μπορούσε να μπει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την εθνοτική του ελληνικότητα, επιβεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά όσα έχουμε πει περί τοπικής ταυτότητας.

 

Πηγή 3η

Ο μητροπολίτης Κυζίκου, Θεόδωρος, αλληλογραφεί στον 10ο αιώνα με τον αυτοκράτορα, τον εγκυρότερο φορέα «ρωμαϊκότητας». Κι όμως, αντί να του στείλει ρητορείες για τα «ρωμαϊκά αισθήματα» του πληθυσμού, λέει στον αυτοκράτορα ότι ο Μικρασιατικός λαός για ένα πράγμα είναι υπερήφανος, για την αρχαιοελληνική του καταγωγή! Πώς γίνεται λοιπόν να μιλάει ο Καλδέλλης για «ελληνική αμνησία» ή «αφομοιωτική ρωμαϊκότητα», όταν ο ιεράρχης με τον ίδιο τον αυτοκράτορα, αντί να μνημονεύουν τη «ρωμαϊκή έπαρση των Μικρασιατών», αναφέρονται στα αρχαιοελληνικά μνημεία και στην υπερηφάνεια που δηλώνει ο λαός για την ελληνική του καταγωγή και τη σύνδεση του με την ελληνική ιστορία;

 

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η ελληνική εθνοτική ταυτότητα παρέμεινε ζωντανή στον (αρχαιο)ελληνικό εδαφικό άξονα και αυτό σημαίνει πως η περίφημη «ρωμαϊκή ταυτότητα» δεν λειτουργούσε ως παράγοντας αφομοίωσης, τουλάχιστον του ελληνισμού:

 

Για να κατανοήσουμε ακόμα περισσότερο τη δύναμη της τοπικής ελληνικής ταυτότητας, αξίζει να θυμηθούμε και τη χρήση του «γραικώσας» από τον Λέοντα Σοφό, που δείχνει ότι για την ενσωμάτωση των Σλάβων ήταν αναγκαίο να ασκηθεί ως συνεκτικός παράγοντας και η αφομοιωτική ισχύ του ελληνισμού. Έτσι γίνεται φανερό ότι ο ελληνισμός στο Βυζάντιο αποτελεί αφομοιωτική δύναμη και όχι στοιχείο προς αφομοίωση ώστε να υπάρχει ενδεχόμενο να περιέλθει σε καθεστώς αμνησίας ή αδιαφορίας στον τόπο που τον γέννησε. Κατά συνέπεια, η θεωρία της «αμιγώς ρωμαϊκής ταυτότητας» και των «αφομοιωμένων» ή «εξαφανισμένων Ελλήνων» αποτελεί άλλη μια κατασκευή του αναθεωρητισμού χωρίς ουσιαστική στήριξη από τις πηγές.

 

Κλείνοντας, έχει ενδιαφέρον να δούμε ένα τεκμήριο που μας βοηθά να διακρίνουμε ως ένα βαθμό τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την τοπική και την κεντρική ταυτότητα επειδή πρόκειται για έναν συγγραφέα που μέσα στο ίδιο έργο, περιγράφει με διαφορετικό τρόπο τους «Ρωμαίους» του κέντρου και τους «Ρωμαίους» μιας επαρχίας:

Αν συνυπολογίσουμε όλα τα τεκμήρια που προηγήθηκαν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε τοπικό επίπεδο έχουμε σε μεγαλύτερο βαθμό Ρωμαίους πολίτες που με έναν διακριτό τρόπο παραμένουν και εθνοτικά Έλληνες. Αυτό φυσικά, δεν σημαίνει παύση του ‘ημικού’ προσδιορισμού «Ρωμαίος» αφού και στο κέντρο και στην επαρχία είναι υπερήφανοι για την αυτοκρατορία στην οποία ανήκουν. Όμως σύμφωνα με τις πηγές, σε εδάφη του αρχαιοελληνικού άξονα διατηρήθηκε σαφώς η μνήμη ότι οι κάτοικοι ήταν Έλληνες απόγονοι των αρχαίων, αυτοί ενσωματώθηκαν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία παραμένοντας Έλληνες και κάποια στιγμή έλαβαν και την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη διατηρώντας όμως την εθνοτική τους ταυτότητα.

Το αντίστροφο ισχύει για το βυζαντινό κέντρο που ήταν πρωτίστως φορέας της ρωμαϊκότητας και η επιρροή από τον Ελληνισμό ήταν υστερογενής. Η επιρροή αυτή προβάλλεται με αυξανόμενη ένταση και φτάνει σε επίπεδα κοινού μύθου καταγωγής (ανοιχτή αποδοχή του ‘Έλληνες στο γένος’) όμως αυτό δεν μπορεί ν’ αναιρέσει τη δέσμευση από τη Ρωμαϊκή Ιδέα και έτσι το όνομα «Ρωμαίος» χάνει αυτόν τον ρόλο μόνο με την κατάρρευση της αυτοκρατορίας.

 

5. Η δήθεν «περιορισμένου χρόνου και έκτασης» ελληνική ταυτότητα της Νίκαιας

Στο προηγούμενο άρθρο είχαμε αναφερθεί στον συγγραφέα Shay Eshel και το βιβλίο του «The Concept of the Elect Nation in Byzantium» το οποίο επικαλέστηκε ο σμερδιάκωφ γράφοντας εκτός άλλων και τα εξής:

«Η ελληνική ταυτότητα των λογίων της Νίκαιας παρέμεινε περιορισμένη σε μικρό κύκλο λογίων, αποδείχτηκε εφήμερη (χάθηκε μετά το 1261), ουδέποτε διαχύθηκε προς το λαό».

Να πούμε καταρχάς ότι για «ελληνική ταυτότητα» με… ημερομηνία λήξης λίγων δεκαετιών πρώτη φορά ακούμε αλλά πλέον έχουν πάψει να μας εκπλήσσουν οι αυτοσχεδιασμοί τους. Μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι πως η ελληνική ταυτότητα της Νίκαιας δεν εξαρτιόταν από την εξορία των ετών 1204-1261. Αν ήταν έτσι, η ταυτότητα αυτή θα είχε εξαφανιστεί μετά το 1261, όμως τίποτα τέτοιο δεν συνέβη:

 Επιπλέον, είναι εκτός ιστορικής λογικής να λέμε ότι η περιγραφή των Βυζαντινών ως ελληνικό γένος από τον Ιωάννη Βατάτζη ήταν μια «περιορισμένη» άποψη που «ουδέποτε διαχύθηκε προς το λαό». Ο αυτοκράτορας είναι ο αδιαμφισβήτητος γνώστης της ταυτότητας του λαού του και ο εγκυρότερος φορέας της. Γνωρίζει την ταυτότητα αυτή καλύτερα από τον Καλδέλλη, τον Shay Eshel ή οποιονδήποτε άλλον συγγραφέα… Εάν ο αυτοκράτορας λέει ότι ο πληθυσμός του αποτελεί ελληνικό γένος αυτό σημαίνει ότι ανήκει όντως στο ελληνικό γένος.

Έχουμε ξαναπεί ότι οδηγούνται σε παραλογισμούς οι εθνοφοβικοί όταν ισχυρίζονται ότι ένας αυτοκράτορας αγνοεί την ‘ημική’ ταυτότητα του λαού που κυβερνά.

 

6. Κατάλογος των άρθρων για την ελληνική ταυτότητα

Κλείνουμε με μια υπενθύμιση των μέχρι τώρα δημοσιευμένων άρθρων μας σχετικά με την ελληνική/ελληνορθόδοξη ταυτότητα στο Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία. Για πρακτικό όφελος του αναγνώστη, τα δημοσιεύσαμε σε στιλ απαντήσεων στην εθνοφοβική επιχειρηματολογία και τις νεόκοπες θεωρίες περί «ρωμαϊκής ταυτότητας» στα πλαίσια ενός δήθεν «ξεχασμένου ελληνισμού»:  

 

1) Ελληνισμός και Έλληνες στο Βυζάντιο (εισαγωγικό εφ’ όλης της ύλης)

 

2) Η καταγωγή του Ευγένιου Βούλγαρη και η δήθεν «εφεύρεση» της Εικονομαχίας

 

3) Ρήγας, Φιλικοί, 1821 και εθνική ταυτότητα

 

4) Η συμφωνία ‘ητικής’ και ‘ημικής’ αντίληψης ότι τα ‘ρωμαϊκά’ στοιχεία του Βυζαντίου έχουν γραικικά/ελληνικά χαρακτηριστικά

(βλ. και το άρθρο: Το ελληνικό Βυζάντιο του 968 μ.Χ. και ο επίσκοπος Λιουτπράνδος)

 

5) Ελληνική παιδεία και ελληνική ταυτότητα στο Βυζάντιο και οι ακροβασίες του Καλδέλλη και του Στουραΐτη

 

6) Η εισβολή των Σλάβων στη Βυζαντινή Ελλάδα και η εξαφάνιση της σλαβικής ταυτότητας

 

7) Ψευδο-Μεθόδιος (7ος-8ος αι.): η σύνδεση Ελλήνων-Βυζαντινών και ο Καλδέλλης

 

8) Κακριδής και εθνομηδενισμός: Ήταν οι Αρχαίοι Έλληνες απόγονοι… των Φράγκων;

(βλ. και το άρθρο: Ο Κακριδής, οι αρχαίοι Έλληνες, οι μαρτυρίες και ο εθνομηδενισμός)

 

9) Η Βυζαντινή ελληνο-ρωμαϊκή ταυτότητα: πολιτειακά ρωμαϊκή (Νέα Ρώμη) και πολιτισμικά ελληνική

 

10) Οι Έλληνες στο Βυζάντιο και η ελληνική αρχαιότητα ως προγονική μνήμη (4ος-19ος αι.)

 

11) Η ταυτότητα των βυζαντινών: απαντήσεις σε διαστρεβλώσεις, Μέρος 11ο  
o «Έλληνες» ως εθνωνύμιο χωρίς εξάρτηση από τους τίτλους «Επαρχία Ελλάδος» ή «Θέμα Ελλάδος» (7ος-10ος αι.) / η βυζαντινή ταυτότητα στον Γεώργιο Ακροπολίτη (13ος αι.) / τα ονόματα Έλλην-Ρωμαίος-Γραικός στον Ιω. Απόκαυκο (12ος -13ος αι.) κ.ά.)

 

12) Η ταυτότητα των βυζαντινών: απαντήσεις σε διαστρεβλώσεις (β΄), Μέρος 12ο

Κων/πολη ως ‘χαρά πάντων των Ελλήνων’ / η ελληνορωμαϊκή ταυτότητα στον Ιω. Καμινιάτη (10ος αι.) /  η δήθεν ‘εκβαρβάρωση’ των Αθηνών / τα ελληνικά ήθη των Βυζαντινών στον Ψελλό και τον Γεώργιο Τορνίκη, κ.ά.)

 

13) Τα ονόματα Έλλην, Ρωμαίος, Γραικός στην Τουρκοκρατία: 15ος έως αρχές 19ου  αιώνα.

 

14) Οι Έλληνες του Δεσποτάτου της Ηπείρου, οι Εικονομάχοι ως σύμμαχοι των Παυλικιανών, περί «αμφισημίας» στην αποδοχή του Βυζαντίου τον 19ο αι.

 

15) [το παρόν άρθρο] Η ταυτότητα του Βυζαντίου και ο μύθος της «ρωμαϊκής ταυτότητας» των Βυζαντινών Ελλήνων.

 

Γενικότερα βεβαίως, η προσπάθεια μας δεν θα σταματήσει εδώ αλλά θα συνεχιστεί κάθε φορά που οι «ρωμαϊστές» θα επιδιώξουν να αλλοιώσουν τα ιστορικά δεδομένα προς όφελος της αναθεωρητικής ιδεοληψίας.

 

 

Επίμετρο:

Αν και η βυζαντινή και μεταβυζαντινή ταυτότητα αποτελεί ένα πολύπλοκο θέμα, μπορούμε να πούμε ότι στα 15 αυτά άρθρα, για ένα μόνο ζήτημα αμβλύναμε τη θέση μας όπως ήδη γράψαμε εδώ (σημείωση αρ. 4) και αφορά την ερμηνεία της φράσης «Τούρκοι και Ρωμαίοι» (ή «με Τούρκους, με Ρωμαίους» και τις παρόμοιες).

Στο 8ο άρθρο μας βλέπουμε μια τέτοια περίπτωση (πηγαίνουμε ΕΔΩ και διαβάζουμε τις 5 γραμμές κειμένου που προηγούνται μαζί με την εικόνα).

Διαπιστώσαμε ότι σε τραγούδια και κείμενα που αφορούν Κλέφτες, το σχόλιο ότι τους κυνηγούν «Τούρκοι και Ρωμαίοι» ή πολεμούν «με Τούρκους, με Ρωμαίους» είναι συχνό, πιθανόν επειδή προεπαναστατικά οι Κλέφτες τα έβαζαν με όλους χωρίς διακρίσεις. Γενικότερα όμως η φράση «Τούρκοι και Ρωμαίοι» είναι συχνότατη στα κείμενα της Τουρκοκρατίας και άλλες φορές αναφέρεται σε θρήσκευμα (Μουσουλμάνοι και Ορθόδοξοι Χριστιανοί) ενώ σε άλλες περιπτώσεις αφορά  εθνοτικές κατηγορίες (Τούρκοι και Ελληνορθόδοξοι).

Γενικά όμως, πρωτίστως στα Δημοτικά Τραγούδια, το «Ρωμαίος» κι αν ακόμα στα συμφραζόμενα δηλώνει τον εχθρό ή τον αντίπαλο, εντούτοις, γενικότερα ως όνομα, δεν αντιμετωπίζεται με άρνηση ή αποφυγή. Φαινόμενα άρνησης, αποφυγής ή υποβάθμισης του «Ρωμαίος» συναντάμε σε κείμενα λογίων (αλλά και σε απομνημονεύματα οπλαρχηγών κάποιες φορές) που χρονικά τοποθετούνται στην εποχή του κλίματος σύγχυσης που επέφερε ο Διαφωτισμός ο οποίος μαζί με την άρνηση για το Βυζάντιο υποσκέλισε κάπως και το Ρωμαίος έναντι του Έλληνας.

Κατά τα άλλα όμως, σε όλη την Τουρκοκρατία, το όνομα αυτό παρέμεινε αποδεκτό, ισοδύναμο με τα Έλλην και Γραικός.

 

Σημειώσεις


[1] Ostrogorsky Georg, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τόμ. Α΄, 7η έκδ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 2002, σελ. 90.

[2] Είναι αξιοσημείωτο ότι στα μέσα του 18ου αι. συναντάμε αναφορά στην τρισχιλιετή ελληνική ιστορία, έκφραση που χρησιμοποιούμε ακόμα και σήμερα.

[3] «[The] central fact, that the Byzantines firmly believed themselves to be Romans, has not received in scholarship the attention and emphasis that it deserves» (Kaldellis Anthony, «Hellenism in Byzantium», Cambridge University Press, New York 2007, σελ. 43).

[4] «They overlooked that the term Rhomaioi had also come to change and that it no longer denoted, in Byzantine times, Romans who spoke Latin and who lived in Italy, and who in ancient times were themselves pagans» (Vryonis Speros, «Greek Identity in the Middle Ages», Etudes Balkaniques - Cahiers Pierre Belon 6 (1999), σελ. 27.

[5] Βλ. (απαντητική) Επιστολή πάπα Νικολάου Α΄ αρ. 88, MGH, Epistolarum tomus VI, Berlin 1925, σελ. 454 και εξής (στο διαδίκτυο ΕΔΩ).

[6] Όπως παρατήρησε πρώτος σε αγγλόφωνο άρθρο του ο βυζαντινολόγος Σπύρος Βρυώνης (‘’Greek Identity in the Middle Ages’’, στο Etudes Balkaniques - Cahiers Pierre Belon 6 (1999), σελ. 27-28) και αργότερα μετέφρασε ο Δημήτρης Τσουγκαράκης, η τακτική του αφελληνισμού αποδέχεται ως γνήσιες τις ‘ημικές’ δηλώσεις των Βυζαντινών, μόνο όταν αυτοί δηλώνουν «Ρωμαίοι»! Όταν όμως δηλώνουν «Έλληνες» ή «Γραικοί» τότε αρχίζουν τις δικαιολογίες: ισχυρίζονται πως αυτό αποτελεί κάτι σαν… παρενέργεια από την εντατική μελέτη των αρχαιοελληνικών κειμένων, ή πως οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους «εξωνύμια» (ισχυρίζονται ότι το Γραικός=Έλληνας είναι λατινικό εξωνύμιο και δείξαμε σε μια περίπτωση πόσο αστεία είναι η δικαιολογία αυτή. Άλλωστε, ακόμα και για «εξωνύμιο» να πρόκειται, οι ίδιοι το επιλέγουν για να δώσουν όνομα στην ταυτότητα τους), ή ότι πρόκειται «για απόψεις μιας μορφωμένης ανώτερης τάξης», λες και ο Βυζαντινός της ανώτερης τάξης δεν γνωρίζει την ‘ημική’ ταυτότητα του κράτους που ζει… Το τραγικό είναι ότι όλες οι μαρτυρίες που επικαλούνται οι οπαδοί του αφελληνισμού προέρχονται ακριβώς από μέλη της «μορφωμένης ανώτερης τάξης», όμως επειδή μιλάνε για «Ρωμαίους» τις αποδέχονται χωρίς αντίρρηση. Γενικά, παρουσιάσαμε διάφορες αναιρέσεις τέτοιων ισχυρισμών όπως στην περίπτωση του ψευδο-Μεθοδίου και του Ιωάννη Απόκαυκου.

[7] Τις διαφορές (‘’Ιταλοί-Γραικοί’’), την αρχική συνεργασία των δύο πλευρών (‘’ομόνοιαν-σύμπνοιαν’’) και την τελική τους σύγκρουση (‘’υπερπερισσεύομεν τω μίσει’’) καταγράφει ακριβώς και ο Ακροπολίτης.

[8] Όπως αναφέρει ο Λιουτπράνδος στα 968 (και ήδη το είχε επαναλάβει ο πάπας Νικόλαος Α΄ στην αλληλογραφία του έτους 865 που προαναφέραμε), για τους Λατίνους, η Ρωμαϊκή ιδέα ήταν ριζωμένη στην Ιταλία, στη «γη των Ρωμαίων» αλλά και στην Πρεσβυτέρα Ρώμη, και η λατινικότητα ήταν δομικό στοιχείο της. Για τους Βυζαντινούς όμως, την Ρωμαϊκή ιδέα είχε κληρονομήσει οριστικά πλέον η Κων/πολη και οι Λατίνοι ήταν αρχικά ξένοι και αργότερα μισητοί. Τα λατινογενή πρόσωπα του παρελθόντος (προ Νέας Ρώμης) είχαν μετατραπεί απλά σε ένα κομμάτι του θρύλου της Ρωμαϊκής Ιδέας (Αυτοκρατορικά σκήπτρα, Πολιτειακή εξουσία, Στρατιωτική ισχύς) και η αρχή του Βυζαντίου βρισκόταν στη Νέα Ρώμη και τον Μ. Κων/νο.

[9] Βλ. πολλαπλές αναφορές σε Έλληνες και ελληνικό γένος σε επιστολή προς τον τότε Δεσπότη Κων/νο Παλαιολόγο: Λάμπρος Σπυρίδων, «Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά», τόμ. Δ΄ (1926), σελ. 32-45.

Δημιουργία αρχείου: 13-9-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 13-9-2018.

ΕΠΑΝΩ